- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Πόλεμος και ειρήνη στο Κουρδιστάν
Το συγκλονιστικό φωτορεπορτάζ του Δημήτριου Μπούρα αποκλειστικά στην A.V.
Ο βετεράνος φωτορεπόρτερ διατηρεί παρτίδες με το Κουρδιστάν από το 1991 και τις εξεγέρσεις κατά τον πρώτο πόλεμο του Ιράκ. Εικόνες του από εκείνη την περίοδο έκαναν το γύρο του κόσμου, δημοσιεύτηκαν στους Times του Λονδίνου, μα προπάντων καλλιέργησαν τη σχέση του με τον κουρδικό λαό.
Από τη στιγμή που η πρώτη σπίθα του ISIS άναψε στο Ιράκ φέτος το καλοκαίρι, ο Δημήτριος Μπούρας φόρτωσε κάμερες, ισοθερμικά ρούχα και αντιβιοτικά, σφράγισε από υπηρεσία σε υπηρεσία την άδεια εισόδου του στο ιρακινό Κουρδιστάν και ρίχτηκε με τα μούτρα στην καταγραφή των συνθηκών ζωής σε χωριά και στρατόπεδα προσφύγων. Μια σειρά από αποκλειστικές εικόνες μιας επικίνδυνης ανταπόκρισης, δημοσιεύει πρώτη η Athens Voice.
Η ISIS προελαύνει στο Κομπάνι και ο κλοιός σφίγγει γύρω από τα σύνορα του ιρακινού Κουρδιστάν με την Τουρκία, εάν όμως γυρεύεις εικόνες που φλερτάρουν με την απόγνωση όπως ο καρχαρίας με το αίμα, τότε ψάχνεις στο λάθος μέρος. Ο Δημήτρης Μπούρας επέστρεψε από τη φωτοδημοσιογραφική αποστολή του στα πλέον ριψοκίνδυνα εδάφη του χάρτη φορτωμένος με αμέτρητα γιγαμπάιτ εγκληματικής ωμότητας, ωστόσο δεν νοιάζεται στο παραμικρό για την προβολή τέτοιων στιγμιοτύπων.
Η οπτική πληροφορία του πόνου είναι ευτελές προϊόν στη σύγχρονη ειδησεογραφία και ο Μπούρας ξέρει το δρόμο για όλα τα μονοπάτια της δυστυχίας, μπορεί να σου διηγηθεί ιστορίες που σηκώνουν τις τρίχες ολόρθες. Μπορεί να σου μιλήσει για τράπεζες εικόνων με αστείρευτο στοκ φρικαλεοτήτων, καθώς και για πάμφθηνα location fees τα οποία προσφέρουν απευθείας πρόσβαση στις εστίες τραγωδίας –για μια χούφτα δολάρια, η πιο αχνιστή πινακοθήκη νοσηρότητας είναι δική σου, διαθέσιμη να τη φωτογραφίσεις, να τη βιντεοσκοπήσεις, να την καταγράψεις από κάθε διαθέσιμη γωνία λήψης, προτού την εξαπολύσεις στην ακόρεστα διψασμένη για θέαμα κοινωνία του ίντερνετ. Έτσι δουλεύουν οι σοουμπίζνες του πολέμου.
Γενικότερα, ο πόλεμος παραμένει διαχρονικά η επικερδέστερη μπίζνα. Οι αναδιανομές εδαφών επιφέρουν ανακατανομές κεφαλαίων και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός επί γεωπολιτικών θεμάτων για να αντιληφθεί ότι στην απρόβλεπτη σκακιέρα ισορροπιών που ξεδιπλώνεται αυτή τη στιγμή ανάμεσα σε πέντε αντιπάλους οι οποίοι αντιμάχονται αλλήλους και ταυτόχρονα σπαράσσονται στο εσωτερικό τους, διεξάγεται μια παγκόσμια έκθεση πολέμου που σιτίζει ολόκληρη οικονομική πυραμίδα, αυστηρά ιεραρχημένη: από τις πολυεθνικές μεγέθους Halliburton, που περιμένουν τους τίτλους τέλους για να αναλάβουν, έως τους τοπικούς καταφερτζήδες και τους αντάρτες, οι οποίοι εκτελούν καθήκοντα ξεναγού-συνοδοιπόρου έναντι προσιτού αντιτίμου.
Τι προσδίδει τόση ιδιαιτερότητα σε αυτό το μέρος; Στο σημείο που βρισκόμαστε, ίσως είναι απαραίτητο ένα ιστορικό rewind. Τα γεγονότα, χωρίς φιοριτούρες: οι Κούρδοι αποτελούν την πολυπληθέστερη εθνότητα του κόσμου χωρίς δικό τους κράτος. Η εξέγερση κατά του καθεστώτος Άσαντ, το Μάρτιο του 2011, προσέφερε τη δυνατότητα στους Σύριους Κούρδους του αριστερού PYD να καταλάβουν εδάφη και να υψώσουν σημαία το καλοκαίρι του 2012 στο Κομπάνι, καθώς και σε γύρω περιοχές της ντε φάκτο αυτονομημένης πλέον Ροτζάβα. Σχηματίστηκαν τρία καντόνια και τη διοίκηση ανέλαβε συνασπισμός κομμάτων, με κύριους πόλους το PYD και το επίσης κουρδικό KNC, το οποίο πρόσκειται στην τοπική κυβέρνηση του ιρακινού Κουρδιστάν, με ηγέτη τον Μασούτ Μπαρζανί. Στο παρελθόν οι δύο οργανώσεις είχαν συγκρουστεί, υπό το νέο τοπίο ωστόσο, έδωσαν τον τόνο σε ένα ιδιαίτερο κοινωνικό πείραμα που επέφερε μια αξιοζήλευτη αυτοδιάθεση, συμμετοχή στη διοίκηση όλων των θρησκευτικών και εθνικών ομάδων, πλήρως κατοχυρωμένη ισοτιμία του γυναικείου φύλου, απαλλοτριώσεις εκτάσεων και σύσταση αγροτικών συνεταιρισμών.
Όλα αυτά ωσότου η ανεξέλεγκτη προέλαση των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους από τον Ιούνιο πρακτικά εξαΰλωσε τα σύνορα του Ιράκ με τη Συρία, φτάνοντας στο σημείο να περικυκλώνει τις συριακές περιοχές των Κούρδων, να πολιορκεί λυσσαλέα το συμβολικό Κομπάνι και να έχει κολλήσει τους Κούρδους με την πλάτη στον τοίχο –όπου τοίχος, η Τουρκία. Περισσότεροι από 180.000 Κούρδοι έχουν περάσει τα σύνορα για να καταφύγουν στη χώρα του Ερντογάν τις τελευταίες εβδομάδες. Προσθέστε σε όλα αυτά τις πολιτικοστρατιωτικές ίντριγκες μεταξύ Συρίας - Τουρκίας, καθώς και του διττού, σαφώς υστερόβουλου ρόλου τους στην εξέλιξη του κουρδικού ζητήματος, συνυπολογίστε τα ζωτικά συμφέροντα της Δύσης, και προπάντων καταχωρίστε το πλέον αξιοσημείωτο στοιχείο: στα εδάφη αυτά φωλιάζει ο έκτος μεγαλύτερος πετρελαϊκός κόμβος του πλανήτη.
Πώς υπεισέρχεται ο Δημήτρης Μπούρας σε αυτό το κάδρο; Ο βετεράνος φωτορεπόρτερ διατηρεί παρτίδες με το Κουρδιστάν από το 1991 και τις εξεγέρσεις κατά τον πρώτο πόλεμο του Ιράκ. Εικόνες του από εκείνη την περίοδο έκαναν το γύρο του κόσμου, δημοσιεύτηκαν στους Times του Λονδίνου, μα προπάντων καλλιέργησαν τη σχέση του με τον κουρδικό λαό, τον ευαισθητοποίησαν απέναντι στο διαχρονικό πογκρόμ μιας εθνότητας της οποίας το μότο είναι «μόνοι φίλοι μας είναι τα βουνά», και αποκρυστάλλωσαν μια αλήθεια που ήδη υπέβοσκε μέσα του: «Το χειρότερο συναίσθημα που μπορώ να νιώσω ως δημιουργός είναι το ότι εκμεταλλεύομαι την τραγωδία του άλλου», διαβάζουμε στα προσωπικά του σημειωματάρια από το ταξίδι. «Αυτή η ιδέα με στοιχειώνει».
Από τη στιγμή που η πρώτη σπίθα άναψε στο Ιράκ φέτος το καλοκαίρι, ο Μπούρας φόρτωσε κάμερες, ισοθερμικά ρούχα και αντιβιοτικά, σφράγισε από υπηρεσία σε υπηρεσία την άδεια εισόδου του στο ιρακινό Κουρδιστάν και ρίχτηκε με τα μούτρα στην καταγραφή των συνθηκών ζωής σε χωριά και στρατόπεδα προσφύγων. «Για μένα, η δύναμη της φωτογραφίας έγκειται στην ικανότητά της να αφυπνίζει την ανθρωπιά. Αν ο πόλεμος είναι μια απόπειρα εκμηδενισμού της ανθρωπιάς, τότε η φωτογραφία θα έπρεπε να εκληφθεί ως το άκρο αντίθετο του πολέμου» διαβάζουμε σε παράθεμα των ταξιδιωτικών του σημειωματαρίων. Φίνες σκέψεις. Τις οποίες τα ντοκουμέντα επιβεβαιώνουν.
Τα καρέ του ρεπορτάζ προέρχονται από δύο στρατόπεδα προσφύγων. Του Domiz στο Ιράκ, όπου 74.000 εκτοπισμένοι στοιβάζονται σε έκταση 1.142.500 τετραγωνικών μέτρων, (η αρχική πρόβλεψη του στρατοπέδου δεν ξεπερνούσε τους 38.000 κατοίκους), καθώς και του Akre στο Duhok –εκεί καταλύουν 1392 πρόσφυγες σε υποδομές που στο παρελθόν λειτουργούσαν ως φυλακές του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, πρόκειται για συριανούς Κούρδους οι οποίοι κατέφυγαν μαζικά στο Ιράκ –περισσότεροι από 223.000 εγκατέλειψαν τα εδάφη της Συρίας την τελευταία διετία και φιλοξενούνται στους οκτώ συνολικά οργανωμένους καταυλισμούς των Ηνωμένων Εθνών. Στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος των προσφύγων συνωστίζεται έξω, χαϊδεύοντας τα συρματοπλέγματα με ελπίδα.
Υπάρχει ένα κοινό μοτίβο σε όλα αυτά τα στρατόπεδα, και ακριβώς πάνω σε αυτό εστιάζει το φακό του ο Μπούρας. Οι συνθήκες είναι το λιγότερο ατελείς. Πολυπληθείς οικογένειες μοιράζονται σκηνές με άλλες φαμίλιες. Η στοιχειωδέστερη αίσθηση ιδιωτικότητας απουσιάζει. Τα αποχετευτικά λύματα φιδογυρίζουν και λιμνάζουν έξω από τις οικιστικές εγκαταστάσεις. Οι ασθένειες ελλοχεύουν: διάρροια, χολέρα, ηπατίτιδα. Υπερπληθυσμός, ψυχολογική πίεση, ανταγωνισμός για τις ελλιπείς υπηρεσίες, και προπάντων, η ίδια η σουρεαλιστική ετεροτοπία μιας κοινωνίας στημένης στη μέση του πουθενά. Ένα πολιτισμικό επέκεινα στους 50 βαθμούς Κελσίου υπό σκιά, που συνοψίζει τη μοίρα του πρόσφυγα: δεν μπορείς να πας μπροστά, δεν γίνεται να γυρίσεις πίσω.
Μα στην καρδιά όλων αυτών, μια υποτυπώδης κανονικότητα. Τα στρατόπεδα μετασχηματίζονται σε αυτοσχέδιες πόλεις, η έμφυτη ανθρώπινη ανάγκη για συναλλαγή και επικοινωνία τα εξελίσσει σε πολύβουες κοινότητες. Υπάρχουν τηλεοράσεις και ασύρματα δίκτυα 4G. Καφενεία όπου οι άντρες καπνίζουν ναργιλέ και πίνουν τσάι, ίντερνετ σποτ με βιντεοπαιχνίδια για τα παιδιά, υπάρχουν λογιών καταστήματα, ακόμη και προκάτ νεωτερισμοί με είδη γάμου. Καθώς ο Δημήτρης Μπούρας εξοικειώνεται με τους κατοίκους και γίνεται οργανικό μέρος του κόσμου τους, η κάμερα εστιάζει σε περισσότερες, φαινομενικά επουσιώδεις λεπτομέρειες και το μικροπλάνο αποκαλύπτει την ουσιαστικότερη εικόνα: πλαστικό γκαζόν, ένα πουλί στο κλουβί του, κλαράκια μέντας που φύονται σε μια τρύπα στο τσιμέντο, ένα χαμίνι με t-shirt της Μπαρτσελόνα, χρυσά ρολόγια σε παζάρια, αυτοσχέδιες επιπλώσεις, ένα άλικο φόρεμα στη μέση της ερήμου (η haute couture των χαλασμάτων), ένα μαγνητικό ζευγάρι γκρίζα μάτια κρυμμένο κάτω από το γείσο καπέλου του μπέιζμπολ.
Υπάρχει επίσης η ευδιάκριτη, τόσο ξεχωριστή αύρα του μεσανατολικού τοπίου, ένα ζεστό φασματικό κίτρινο που αιωρείται σαν ομίχλη στο ύψος των άδειων χωματόδρομων στις τεσσεράμισι τα ξημερώματα, αναμεμειγμένο με το μπλε της νύχτας που οπισθοχωρεί πίσω από τα βουνά. Πλάνα στωικής μοναξιάς και ανεκτίμητης εικαστικότητας, σεληνιακά πανοράματα βγαλμένα από σκηνές του Mad Max και λυκοφωτικές τοποθεσίες στις οποίες ο Ρομπέρτο Μπολάνιο θα στεκόταν ευχαρίστως για να ατενίσει τα τελευταία δειλινά του κόσμου.
Το νόημα ξεπροβάλλει σε όλη του την οπτιμιστική λαμπρότητα: η ζωή προχωρά, όπως και να ’χει. Ένα θεσπέσιο επιμύθιο για ένα ρεπορτάζ που ξεκίνησε με το φωτογράφο να σιγοτραγουδά το «Road to Hell» του Chris Rea, ταξιδεύοντας προς την εκρηκτικότερη κουκίδα του χάρτη.
Φωτογραφία: © Δημήτριος Μπούρας, dimitriosbouras.com