- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Μια μέρα του Απρίλη
Δεν γινήκαμε φίλοι, κατά το τραγούδι,ή κι αν γίναμε, δεν ήταν αυτό το point. To point ήταν ότι από δω κι εμπρός είναι πολλές μέρες του Απρίλη,
Δεν γινήκαμε φίλοι, κατά το τραγούδι,ή κι αν γίναμε, δεν ήταν αυτό το point. To point ήταν ότι από δω κι εμπρός είναι πολλές μέρες του Απρίλη, άρα μπορούμε με άνεση να διαλέξουμε μία… και αν κάποιος σκεφτεί ηλιθιότερο point, κερδίζει κάτι point-ιγιέ.
Οι μέρες είναι αυτές οι φωτεινές και τριζάτες (μέρες) της μεσαίας άνοιξης που ώρες-ώρες σού δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι τίποτα κακό δεν πρόκειται να συμβεί. Αργεί να βραδιάσει, στις υπαίθριες καφετέριες των πλατειών όλοι καπνίζουν αναλύοντας την κρίση/ή/και τα γκομενικά τους, οι καταθλιπτικοί έχουν αναλαμπές και πετάνε τα χάπια τους απ’ τα παράθυρα, οι ερωτευμένοι βαδίζουν στο ηλιοβασίλεμα χέρι-χέρι, τα περιστέρια τρώνε τα χάπια των καταθλιπτικών και πάνε στο διάολο. Αγοράζουμε παγωτά από τα περίπτερα, κάτι με επικάλυψη/ντεκαπάζ σοκολάτας. Πίνουμε κρύες μπίρες και ρωτάμε αν υπάρχουν ψυχές και τέτοια. Δηλαδή εγώ ρωτάω, αλλά στο βρόντο – όχι ότι περιμένω απάντηση. Αν υπάρχουν όμως; Ξαναζούνε σκηνές από το παρελθόν όπως έχουν καταγραφεί στη μνήμη τους με κάθε λεπτομέρεια, «φτιαγμένες» ελαφρά κι ωραιοποιημένες; Συγκεντρώνονται όλες κάπου, στέκονται πάνω από τις καφετέριες και σχολιάζουν; «Κοίτα πώς έγινε, μωρή, χάλια, της τα ’λεγα εγώ να κάνει καμιά πλαστική αλλά τίποτα, ορίστε που κυκλοφορεί με πλισέ στη μούρη».
Σκέφτομαι μια σκηνή τώρα από παλιό Απρίλιο: ο Γιώργος Σταυριανός, που είχε κάποτε το “Graffiti” στην Ομόνοια, να μαλώνει με την Αλίκη Γεωργούλη στην κουζίνα ενός εξοχικού σπιτιού για το πώς μαγειρεύεται ο μπακαλιάρος. Η κουζίνα είναι σεβεντίλα, χωρίζεται από το σαλόνι με πάσο κι εμείς καπνίζουμε με τις μπαλκονόπορτες ανοιχτές, αραχτοί στην μπάρα με τις φραπεδιές μας. Δεν λέμε κάτι, δεν κάνουμε κάτι με σημασία. Απλώς είμαστε φρέσκοι και η μέρα ανοιξιάτικη και τα πεύκα πίσω από το σπίτι μοσχοβολούν και είμαστε σίγουροι ότι δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα κακό. Και λέω μήπως η ίδια σκηνή παίζεται τώρα σε κάποιο παράλληλο σύμπαν με τους ίδιους ήρωες, κι ο Σταυριανός συνεχίζει να μαλώνει με την Αλίκη for ever, με σταθεροποιητή το χρόνο ας πούμε, σε έναν Απρίλιο υπεράνω εποχής αλλά με τις ίδιες συνθήκες: λαμπερή ανοιξιάτικη μέρα, εξοχικό σπίτι με μπαλκονόπορτες, ντεκόρ σέβεντις, ξύλινες κουτάλες HOME SWEET HOME κρεμασμένες στον τοίχο και μυρωδιές νησιού. Ή όχι; Ή δεν βγάζει νόημα τίποτε απ’ όλ’ αυτά, πόσο μάλλον το παράλληλο σύμπαν;
Προσγειώνομαι στις σκηνές που τρέχουν στο εγχώριο σύμπαν και παίρνω πάστες από το “Zonar’s”, που έχει καινούργιο, καταπληκτικό pâtissier (ζαχαροπλάστη). Δεν σας λέω το “Zonar’s” για να πιείτε καφέ, που αν θέλετε γιατί να μην πιείτε άλλωστε, σας το θυμίζω επειδή οι πάστες του είναι υπέροχες, τα χρωματιστά αμυγδαλωτά (macaroons, αν είσαι κοσμογυρισμένος/ή/και νούμερο) απίστευτα, τα σοκολατάκια του… ωραία, αν και όχι τόσο ωραία όσο οι πάστες, τάρτες κ.λπ. Εννοείται ότι είναι ακριβά όλα, σε πιάνει κάτι δηλαδή που τρως ένα πενηντάρικο σε πέντε λεπτά και στέλνεις το ζάχαρό σου στο δοξαπατρί, αλλά ορκίζεσαι να μην το ξανακάνεις για χ μέρες. Και στο φινάλε, όλα τα «επώνυμα» γλυκά είναι πανάκριβα σήμερα, για να πας μια τάρτα/τούρτα σε φιλικό σπίτι με λιγότερο από 30 ευρώ πρέπει να την πάρεις απ’ τους Κινέζους.
Μετά τις πάστες βρίσκομαι για ποτό σε μικρό μπαράκι, στο εσωτερικό «βεραντάκι». Λέγεται “Passaggio music café” και είναι, όπως παρατηρείς μπαίνοντας, μικρό. Έχει όμως κάτι. Μπορεί να φταίει η παρέα, οι μπίρες, η γκαρσόνα που μας φέρνει σφηνάκια μαστίχα, η ατμόσφαιρα, η μουσική, πάντως είμαστε ωραίοι εκεί, κύριοι. Λέμε ότι θα ξαναπάμε στο “Passagio Music Café”, μια νύχτα του Απρίλη θα συζητάμε λες κι είμαστε ψυχές, που μπορεί και να είμαστε, και θα περνάμε τέλεια. Ή και τέεεεεελεια.
Κι είναι ακόμα μέρες του Απρίλη, κυλιόμενες (η μία μετά την άλλη), που κάνουμε αφηρημένες βόλτες με τον αδερφό μου σ’ ένα φυτώριο: κόβουμε στα κρυφά κλαράκια ρίγανης, φύλλα δυόσμου και λουλουδάκια πορτοκαλιάς να τα πάμε στον μπαμπά μας που όταν τα μυρίσει θα γίνει αμέσως καινούργιος, όπως ήταν πριν, ή όπως ήταν όταν. Πότε όταν; Όταν εμείς ήμασταν μικροί ή ακόμα πιο πριν; Δεν ξέρουμε, δεν ξέρουμε. Ο ήλιος καίει στο φυτώριο, τα φύλλα γυαλίζουν φρεσκοποτισμένα και μ’ εκνευρίζουν που είναι τόσο ανοιξιάτικα πια (μα τι τα ’πιασε;). Μέσα στο θερμοκήπιο κάθονται μουλωχτοί κάκτοι και μυστήρια φρούτα απροσδιορίστου φυράματος. Ο αέρας είναι ακίνητος με μια μανιταρίλα, μια μυρωδιά βροχής-σε-κλειστό-χώρο που τυλίγει τις σεφλέρες και τους φίκους μπένζαμιν και τις ουρτικάριες σαν κουβρ-λι.
Αγοράζουμε μία ρίγανη, ένα δυόσμο και μια μεγάλη πλαστική γλάστρα απ’ τις φτηνές, στην οποία θα μεταφυτεύσω ή δεν θα μεταφυτεύσω ποτέ την ελιά που ’χω στο μπαλκόνι. Δεν είμαι καλή σ’ αυτά. Σε κάποιο παράλληλο σύμπαν ο Σταυριανός κουνάει το κεφάλι του συγχυσμένος, «μωρή, τζάμπα θα πάει η ελιά, μωρή άχρηστη, ούτε ραδίκι δεν μπορείς να φυτέψεις». Κι ενώ τον ακούω, κάνω την κουφή. Απρίλιος, άνοιξη, λιακάδα – τίποτα κακό δεν μπορεί να συμβεί. Έτσι;
Zonar’s, Βουκουρεστίου 9 & Πανεπιστημίου, 210 3211.158, 3211.182
Passaggio Music Café, Λεμπέση 2, Μακρυγιάννη, 210 9233.291