Μήνας Ιούλιος του μακρινού 1997. Μία γυναίκα περιπλανιέται με ένα ποδήλατο στους δρόμους της Αθήνας. Φθάνει μέχρι το μοναστήρι της Παναγίας στη Μάνδρα, όπου τελικά την εντοπίζουν αστυνομικοί. – «Κυρία Γιαννακοπούλου, συλλαμβάνεστε». – «Πέθανα μαζί του τη στιγμή που τον σκότωνα» ψελλίζει εκείνη και παραδίδεται. Είναι η Κάτια Γιαννακοπούλου, φάντασμα του εαυτού της, η γυναίκα που δύο μέρες νωρίτερα είχε σκοτώσει με επτά σφαίρες τον αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ελευθεριάδη, όταν εκείνος της ζήτησε να διακόψουν μια «ολέθρια εξωσυζυγική σχέση».
Η ερεθισμένη κοινή γνώμη μουδιάζει. Το ερωτικό έγκλημα ανατυπώνεται σε γλαφυρά πρωτοσέλιδα καθ’ όλη τη διάρκεια του καυτού εκείνου καλοκαιριού. Τα λαϊκά τηλεοπτικά παράθυρα μεταδίδουν κάθε απόγευμα λεπτομέρειες του εγκλήματος – για «τη ξανθιά περούκα που φορούσε η δράστιδα τη στιγμή της δολοφονίας», για «το περίστροφο που είχε αγοράσει προς 500.000 δραχμές από την Ομόνοια», για την προανακριτική κατάθεση της Γιαννακοπούλου στην Αστυνομία, ότι «πυροβολούσε μέχρι να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχαν άλλες σφαίρες στο όπλο».
Πριν από λίγες μέρες, η Γιαννακοπούλου αποφυλακίστηκε. Πέρασε ελεύθερη την πύλη των γυναικείων φυλακών στον Ελαιώνα Θηβών, καθώς, αν και ισοβίτισσα, είχε εκτίσει τα 3/5 της ποινής της. Η αποφυλάκιση μιας γυναίκας που είχε απασχολήσει επί μακρόν τη δημοσιότητα, όχι πολλά χρόνια πριν, ελάχιστα θορύβησε τα σημερινά μίντια. Στον καιρό της κρίσης, τα εγκλήματα πάθους, συμφωνούν αστυνομικοί και εγκληματολόγοι, παύουν να ανατυπώνονται σε ματωμένα πρωτοσέλιδα. Η κοινή γνώμη σπάνια σκανδαλίζεται πλέον ακόμη και με τα εγκλήματα πάθους, ίσως «επειδή το θυμικό μας έχει κατά κάποιον τρόπο εμποτιστεί με την αγριότητα του αστυνομικού δελτίου», ίσως «επειδή ο χρόνος τώρα τρέχει πιο γρήγορα και το μεγαλύτερο σκάνδαλο διαρκεί τρεις μέρες», ίσως πάλι «επειδή τα κίτρινα δημοσιεύματα είναι παρωχημένα και ολίγον καλτ», σημειώνουν οι ειδικοί.
Με αφορμή την αποφυλάκιση της Κάτιας Γιαννακοπούλου, η Α.V. θυμάται το πρώτο έγκλημα πάθους στην Ελλάδα, το ερωτικό έγκλημα των ερωτικών εγκλημάτων, που ανατυπώθηκε για μήνες στις εφημερίδες, μούδιασε την κοινή γνώμη, έγινε ως και ρεμπέτικο τραγούδι: Τη δολοφονία του εργολάβου Δημήτρη Αθανασόπουλου, τη δεκαετία του ΄30, υπόθεση αλλιώς γνωστή και ως «το έγκλημα της Χαροκόπου».
Παραμονή των Θεοφανίων του 1931. Η ελληνική κοινωνία προσπαθεί να συνέλθει από τη Μικρασιατική καταστροφή. Αναζητείται επειγόντως κάτι για να ασχοληθούν τα καφενεία και να φουντώσουν οι ψίθυροι στις αυλές. Κι αυτό βρίσκεται. Η Άρτεμις Κάστρου πείθει τον ανιψιό της να σκοτώσει το γαμπρό της Δημήτρη Αθανασόπουλο στον ύπνο του, γιατί «κακοποιούσε την κόρη της», όπως θα πει στην Αστυνομία. Αργότερα αποκαλύπτεται ότι η ίδια διατηρούσε δεσμό με τον γαμπρό της και θύμα..!
Μάνα και κόρη, η πανέμορφη Φούλα Αθανασοπούλου, παρακολουθούν τη σκηνή κατά την οποία ο δράστης πυροβολεί το θύμα. Κι έπειτα προσπαθούν να συγκαλύψουν το έγκλημα. Καίνε το πτώμα, το τεμαχίζουν και το πετούν στον Κηφισό. Στην προσπάθεια συγκάλυψης συμμετέχει και η υπηρέτρια του σπιτιού. Οι δύο γυναίκες καταδικάστηκαν σε θάνατο, όμως αποφυλακίστηκαν δέκα χρόνια αργότερα, όταν τέθηκε σε ισχύ το περίφημο διάταγμα Περί Αποσυμφορήσεως των φυλακών. Η Φούλα ξαναπαντρεύτηκε μετά την αποφυλάκισή της, ενώ πέθανε το 1971. Το έγκλημα της Χαροκόπου χαρακτηρίστηκε ως «το έγκλημα του αιώνος». Ενέπνευσε μάλιστα τον ρεμπέτη Ιάκωβο Μοντανάρη, που έγραψε το εμπορικότερο τραγούδι της δισκογραφίας των 78 στροφών («Καημένε Αθανασόπουλε»).
Στο βιβλίο του με τίτλο «Εγκλήματα από έρωτα» ο εγκληματολόγος Άγγελος Τσιγκρής μελετά 23 πολύ νεώτερες υποθέσεις εγκλημάτων πάθους που στιγμάτισαν το αστυνομικό δελτίο τα τελευταία χρόνια. Καταλήγει, μεταξύ άλλων, σε έξι διαπιστώσεις, που έχουν τη δική τους σημειολογική αξία: 1) Το έγκλημα τελέστηκε από άντρες στο 95,7 %των υποθέσεων, 2) Το έγκλημα έγινε άνοιξη ή καλοκαίρι στο 69,5% των υποθέσεων, 3) Στο 69,6% των περιπτώσεων χρησιμοποιήθηκε πυροβόλο όπλο ή μαχαίρι, 4) Το έγκλημα αποκαλύφθηκε σε διάστημα μια μέρας στο 94,1% των περιπτώσεων, 5) Το 43,5% των εγκλημάτων ήταν προσχεδιασμένα, 6) Στο 86,6% των υποθέσεων που μελετήθηκαν εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση, ενώ στο υπόλοιπο οι δράστες αθωώθηκαν κατά πλειοψηφία.