Τα πρώτα Χριστούγεννα με το μωρό επιφυλάσσουν γενναιόδωρο ήλιο, πεντακάθαρο ουρανό και προσαυξημένη διάθεση για αισιοδοξία - «ας είναι η ατμόσφαιρα ….μπαρουτοκαπνισμένη και σχεδόν όλοι οι φίλοι μας κι η οικογένεια άνεργοι ή ρέστοι, εμείς έχουμε μωρό και οφείλουμε για μας και για αυτό να δούμε τη ζωή θετικά, να βάζουμε αν μπορούμε ελπίδα και στις τσέπες» λέμε μεταξύ μας κι έτσι προπαραμονή Χριστουγέννων και με τον καιρό ισχυρό σύμμαχο ξεμυτίζουμε στην γιορτινή Αθήνα.
Φορτώνουμε τη μπέμπα στο καρότσι και ξεκινάμε από Λυκαβηττό. Στο δρόμο οι λιγοστοί περαστικοί μας χαμογελούν εγκάρδια- αντιλαμβάνομαι πια καλά την εικόνα μας: είμαστε από τους λίγους τρισευτυχισμένους του χωριού και ταυτόχρονα ήρωες αφού έχουμε επιλέξει να κάνουμε ένα μωρό μέσα στο ζοφερό έτος 2012.
Στην Πανεπιστημίου στο ύψος των θεάτρων και της Μεγάλης Βρετάνιας εισχωρούμε και εμείς σε ένα μικρό ρυάκι πλήθους. Βλέπουμε το Zonar’s κι όλα τα δορυφορικά καφέ γεμάτα μέσα - έξω. «Η ηλιοφάνεια είναι η μεγαλύτερη σανίδα σωτηρίας μας από τότε που άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για αυτή τη χώρα» επαναλαμβάνουμε το ποίημα για πολλοστή φορά με διάθεση κράτα- με- να –σε-κρατώ.
Στο Σύνταγμα το ρυάκι του πλήθους είναι πια ολόκληρο ποτάμι. Για πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω παρκαρισμένα αυτοκίνητα πάνω στη Φιλελλήνων, πάνω στη στροφή που στρίβουν τα αυτοκίνητα με κατεύθυνση Συγγρού, πάνω σε αυτό το τόσο «άκυρο» κι επικίνδυνο σημείο το Ελληνιστάν έχει βάλει αλάρμ και περιμένει να φορτώσει τα παιδιά/ σύζυγο/ μαμά/ πεθερά κ.ο.κ οι οποίοι όμως βρίσκονται …πιτσικαρισμένοι μέσα στην πλατεία.
Βλέπουμε την εικόνα και μαρμαρώνουμε. Οι «παστές σαρδέλες» είναι μια έκφραση μικρή για να περιγράψει την κατάσταση δεδομένου ότι τρέχει φιλανθρωπική δράση του Μεγάλου Καναλιού με αποδέκτες τις άπορες οικογένειες – αφού τις τρομοκρατεί πρώτα με τις ειδήσεις του το Μεγάλο Κανάλι αποφασίζει μετά να τις ντύσει.
Κι επειδή ο κόσμος δεν έχει λεφτά για να ψωνίσει και επειδή θέλει να ικανοποιήσει το αίσθημα αλληλεγγύης του (ή την ψευδαίσθηση αυτού) φέρνει σακούλες με αγαθά οι οποίες σχηματίζουν ένα ψηλό λόφο που φουντώνει με εντυπωσιακή ταχύτητα- οι περαστικοί τινάζουν στον αέρα τον σακούλα τους κι αυτή προσγειώνεται ηχηρά πάνω στο λόφο με τα δώρα.
Με λούζει ένα κύμα αγοραφοβίας κι έτσι αποφασίζουμε να ανέβουμε για να χαζέψουμε λίγο το θέαμα από την υπερυψώμενη πλατφόρμα του διαφημιστικού… διαστημικού σταθμού της Wind.
Εντοπίζουμε φευγάτο τύπο ντυμένο Κόρακα να χαμογελάει ελαφρώς…πειραγμένα προς το πλήθος, δεν πιάνω ακριβώς το ρόλο που έχει δώσει στον εαυτό του τη συγκεκριμένη μέρα, απλώς αλλάζει διαρκώς θέσεις μέσα στην πλατεία. Η συγκεκριμένη ήταν πάντα η καλύτερη αγκαλιά για αυτούς που δεν τους χωράει ο τόπος κι ο ντυμένος στην πένα Κόρακας με τα βαμμένα μαύρα μαλλιά το γνωρίζει καλά.
Ανάσα βαθειά και φύγαμε για Ερμού - ευτυχώς το μωρό κοιμάται σαν πουλάκι. Στο φανάρι στεκόμαστε τουλάχιστον 300 άτομα- δεν βλέπω τίποτα στην απέναντι πλευρά μόνο πλάτες και σακούλες. Καταλαβαίνω ότι το πράσινο έχει ανάψει επειδή νιώθω το σπρώξιμο από την πίσω σειρά. Θυμίζουμε στρατό έτοιμο για επίθεση έτσι όπως ξεκινάμε αγεληδόν να διασχίσουμε το δρόμο κι είμαστε σίγουρα οι ανυπότακτοι Γαλάτες αφού καβαλάμε πάνω από το ταξί που έχει ξεμείνει από το προηγούμενο φανάρι, το περικυκλώνουμε και μπουρδουκλωνόμαστε γύρω του μέχρι που με την παρέμβαση του τροχονόμου πατάμε ένα στιγμιαίο pause για να μην έχουμε θύματα. Ο τροχονόμος γκαρίζει: «σταματήστε, stop-stop όλοι τώρα».
Σώοι κι αβλαβείς ξεκινάμε να διασχίσουμε την Ερμού. Πιο φρακαρισμένη δεν την έχουμε δει ποτέ. Όμως εμείς εκεί - επιμένουμε με σαδομαχιστικές τάσεις να βγάλουμε κι αυτή την πίστα. Βέβαια, κανείς δεν ψωνίζει. Ο κόσμος μπαίνει στα μαγαζιά, ζαχαρώνει, ξαναβγαίνει ή δεν μπαίνει ποτέ κι απλώς κοιτάζει από έξω.
Λίγο πριν την Καπνικαρέα σταματάμε για μια δεύτερη ανάσα έξω από τα Foot Locker. Εδώ ακούμε διάφορα:
«Είμαστε εδώ έλα να μας πάρεις- τα παπούτσια είναι πανάκριβα»
«Φύγαμε Ελένη δεν περιμένω με τίποτα σε αυτή τη σειρά. Τι με κοιτάς στραβά; Εσύ προχθές δεν περίμενες με δύο άτομα όλα κι όλα στην ουρά της τράπεζας…»
«Που είναι ο άντρας σου;»- « Στο ταμείο- μην φανταστείς ότι μου πήρε και τίποτα»
Στο ισόγειο της Benetton, στα γυναικεία, ένας μπαμπάς αγκαλιασμένος σφιχτά με την κόρη του – την έχει στα γόνατά του- κοιτάζουν στωικά, ξεψυχισμένα σχεδόν τη μαμά/ σύζυγο που επιμένει να βρει το κομμάτι της μέσα σε αυτή τη χλαπαταγή.
Λίγο πιο πάνω, στη Sprider το αντικλεπτικό μηχάνημα ουρλιάζει σε μόνιμη βάση.
Στην Καπνικαρέα συναντάμε επιτέλους ένα πρώτο μικρό… ξέφωτο.
Η εικόνα γλυκαίνει ακόμα περισσότερο από το νεαρό ζευγάρι που κινεί τα νήματα της μεγάλης κούκλας σε μουσική παράσταση με ρεμπέτικα. Ο κόσμος γελάει με την ψυχή του, αφήνει με ευχαρίστηση τα κέρματά του, τα πιτσιρίκια κάνουν χάζι και το ζευγάρι φαίνεται να βγάζει συμπαθητικό μεροκάματο. Μια γωνιά της πόλης στην οποία βγαίνουμε όλοι κερδισμένοι.
Επιστρέφουμε από Καραγιώργη Σερβίας, εδώ η κατάσταση είναι πολύ πιο χαλαρή μέχρι πια να μπούμε στο Κολωνάκι και την αγορά του - μια εικόνα σε πλήρη αντίφαση με τις προηγούμενες μιας και δεν κινείται…φύλλο, ζήτημα να βλέπεις 1-2 πελάτες μέσα σε κάθε κατάστημα. Σα να έχουμε μετατοπιστεί από μια λαϊκή διαδήλωση σε έναν επιτάφιο.
Βρίσκουμε όμως μια εξαίρεση. Το εστιατόριο της γνωστής αλυσίδας La Pasteria. Εδώ πραγματικά γίνεται χαμός. Το μαγαζί είναι φουλ, στην ουρά περιμένουν μήπως και βρουν τραπέζι τουλάχιστον 10 άτομα μπροστά από εμάς. Η εξήγηση απλή: τα ποιοτικά - οικονομικά μενού των € 12, € 15 και € 18. Μπαίνουμε κι εμείς δειλά με το καρότσι μας. «Έχουμε καμιά τύχη;» ρωτάμε. «Έχετε» μας απαντάνε και μετά από ένα τέταρτο καθόμαστε με το μωρό μας και χαζεύουμε έξω την Τσακάλωφ.
Σκέφτομαι ότι μια κι έχουμε μείνει μόνοι σε αυτή την πόλη, κι εντελώς παρατημένοι από την κεντρική εξουσία μόνο αν αλληλοβοηθηθούμε (βλ. π.χ τη σχέση μαγαζάτορες- πελάτες) κι είμαστε ευγενικοί ο ένας με τον άλλο θα έχουμε κάποια τύχη σε αυτό το ρημαδιασμένο Κέντρο. Γιατί οι δρόμοι του μας ανήκουν κι ας τους θυμόμαστε ψυχαναγκαστικά και με εθιμοτυπικές αφορμές.