- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Τελευταίες μέρες…
Όχι «της Πομπηίας» (που θα μπορούσε να πει κανείς, με άνεση κιόλας), αλλά του καλοκαιριού.
Όχι «της Πομπηίας» (που θα μπορούσε να πει κανείς, με άνεση κιόλας), αλλά του καλοκαιριού. Το οποίο ήταν άνισο, περίεργο, δραματικό ώρες-ώρες και πολύ τσακ-μπαμ – μέχρι να το πάρουμε πρέφα, άρχισε να μαζεύει τα μπογαλάκια του.
Τελευταία μέρα των διακοπών στη Θάσο, αραχτοί στην παραλία μπροστά στο beach bar «Island», χαζεύαμε ένα κρουαζιερόπλοιο: αργοκίνητο, τεράστιο σαν πολυκατοικία, απ’ αυτά με τις πισίνες και τα μπαρ-με-πίστα στα οποία πηδάνε μόνο οι μουσικοί αργά τη νύχτα τίποτα μεθυσμένες κρουαζιερίστριες. Δηλαδή ίσως να πηδάνε οι μουσικοί της μπάντας, ίσως και όχι. Απλώς τους φανταζόμασταν πηγμένους, να παίζουν το ίδιο ρεπερτόριο ξανά και ξανά, να τρώνε το φαγητό του πλοίου με μαγιονέζα-(γεύση)-πλαστική-μεμβράνη και να πίνουνε καραβίσιο καφέ κλειστοφοβισμένοι πέρα-δώθε σ’ όλη τη Μεσόγειο, και είπαμε «ας πηδάνε τουλάχιστον». Οι άλλοι, οι πελάτες, πηδάνε-δεν πηδάνε ούτε που μας κόφτει. Με τους ταλαίπωρους τους μουσικούς αισθανόμασταν ψυχική συγγένεια… εκεί στην παραλία, ακούγοντας τα «best of» Bob Marley/UB40 στο background, με τα πόδια μας στη ζεστή άμμο (red, red wiiiiii-ne) νιώθαμε πολύ τυχεροί οι μπαγάσηδες.
Είχαμε τα ζόρια μας όλοι. Δουλειές (νακατιστα μπουτενθουσιασμός), χρέη, παιδιά με θέματα, έφηβα με ακόμα μεγαλύτερα θέματα, ξαφνικές αρρώστιες από το πουθενά, δηλαδή μην το ψάχνουμε. Ο καθένας μας αν άρχιζε την ιστορία του θα βούλιαζε το κρουαζιερόπλοιο από την κλάψα. Αλλά δεν λέγαμε τίποτα, παρά μόνο σπέκουλα ποδοσφαιρικά (μερικοί) και νησιώτικα trivia. Για μια νάρκη που βρέθηκε στην παραλία, ευτυχώς πάνω σε βράχια με αχινούς. Για έναν που τα έχει με μία ενώ η μία είναι παντρεμένη με άλλον έναν. Για τις Σέρβες σερβιτόρες που είναι όλες ψηλές και μήπως τις κοντές τις στέλνουνε αλλού, π.χ. στο Τόκιο. Βλακείες δηλαδή, από αυτές που μόνο στις διακοπές σου λες επειδή αν τις σερβίρεις φουλ-πανσιόν θα σε περάσουνε για βλίτο. Σκασίλα σου. Παρ’ όλ’ αυτά, οι καλές βλακείες βρίσκονται στο στοιχείο τους στις παραλίες…
Στην Αθήνα, τινάζοντας την άμμο από τα ρούχα μας (μεταφορικά και πρακτικά) πήγαμε για φαγητό στον παραδοσιακό «Πεζούλα» στις Τζιτζιφιές. Έγραφε καλά λόγια για το μαγαζί ο Επίκουρος στο σούπερ «Οδηγό εστιατορίων» του, κι άμα το ψάξετε στο ίντερνετ θα βρείτε σελίδες και σελίδες. Άνοιξε το 1951, ήτανε στέκι του Τσιτσάνη και του Παπαϊωάννου, έχει τραγουδήσει εκεί η Ρίτα Σακελλαρίου, γενικά είναι «μαγαζί-σταθμός» με χιλιάδες αναφορές που βαριέσαι να τις διαβάσεις όλες (μόνο την πρώτη και την τελευταία σελίδα, ε;). Ο «Πεζούλας» σήμερα είναι ένα όμορφο παραδοσιακό ταβερνάκι με «καθαρά» πιάτα – όντως αστράφτει από καθαριότητα αλλά το «καθαρά» εδώ αναφέρεται στις μη-μπερδεμένες, απλές γεύσεις του. Οι τιμές είναι καλές (κανένα 20άρικο το άτομο), η ατμόσφαιρα ευχάριστη, οι μεζέδες νόστιμοι. Βρίσκεται πίσω από τον Ιππόδρομο και, κατά το μύθο, όλοι οι μεγάλοι αλογομούρηδες της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας μαζευόντουσαν στον Πεζούλα για να γιορτάσουν/να πνίξουν τον πόνο τους μετά τον Ιππόδρομο. Παρόλο που γνώρισε δόξες στη δεκαετία του ’60, δεν βρίσκεται σήμερα σε παρακμή – το αντίθετο. Έχει τη στάνταρ πελατεία του, την ωραία κουζίνα του και την (πάλι στάνταρ) δροσερή αυλή του.
Άλλο που ανακαλύψαμε τυχαία: το «Κου-πε-πε» στη Νέα Πεντέλη. Η έκφραση «κου-πε-πε» («ο μπαμπάκας έρχεται/και του φέρνει κατιτί/σοκολάτα στο χαρτί») δεν βγαίνει από το σαχλούλι παιδικό τραγουδάκι αλλά από το «ψήσιμο στη σχάρα» κατά τη Wikipedia. Η χειρονομία, με την παλάμη να στρίβει δεξιά-αριστερά, σημαίνει «τα ψήνω κι από τις δύο μεριές τα κοψίδια». Αλήθεια, τα λέει το ίντερνετ, ο μεγάλος ξερόλας. Το Κου-πε-πε πάντως είναι φωτεινό, νεανικό, και τη βραδιά που πήγαμε ήτανε τίγκα στις νόστιμες γκόμενες. Με κάθε επιφύλαξη, γιατί μπορεί να πάτε αύριο π.χ. και να να ’ναι γεμάτο λοκατζήδες, μπορεί εκείνη τη μέρα να έπεσε γκομενοθύελλα, μπορεί οτιδήποτε. Πάντως είναι το είδος του μαγαζιού (μπαρ-καφέ-εστιατόριο-για-όλη-μέρα/νύχτα) που τη σηκώνει την γκομενίτσα ή/και τον γκομενάκο. Έχει ωραία πίτσα με λεπτή βάση (κρατσανιστή), πολυσυλλεκτικές σαλάτες, κοκτέιλ, έχει χάζι, είναι πέρασμα και γενικά είναι ανεβαστικό μέρος.
Άσχετο ντιπ-για-ντιπ: έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο για τον Horst Buchholz, τον Γερμανό ηθοποιό που έπαιζε τον Μεξικάνο πιστολά στο «The magnificent seven»… μεταξύ άλλων, μια και ο Buchholz έπαιξε σε 50-60 ταινίες, σε Ευρώπη και Χόλιγουντ. Όπου για κάποιο λόγο τού έδιναν συχνά ρόλους Μεξικάνου, ινδιάνου κ.λπ., ίσως επειδή μιλούσε 8 γλώσσες. Τέλος πάντων, το βιβλίο πέρασε σαν άνεμος από τα χέρια μου γιατί το έδωσα στο γιο μου να το διαβάσει στο τρένο και (εύκολα!) αγνοείται η τύχη του – ευτυχώς του βιβλίου και όχι του γιου. Ξαναμπήκα στο Google (τι χούι κι αυτό) και διάβασα ότι ο Buchholz πέθανε 69 ετών, το 2003 από πνευμονία. Σχετικά νέος ο καημένος. Ο μέσος πελάτης του μέσου κρουαζιερόπλοιου είναι πολύ μεγαλύτερος και περνάει μέγκλα. Μάλιστα μερικοί/ές τυχεροί/ές τσιμπάνε και κανέναν καλλιτέχνη από την ορχήστρα του πλοίου που κλαίει επειδή έχει κάνει γαργάρα τα άπαντα της Σελίν Ντιόν κι είναι ντίρλα, στις τέσσερις το πρωί. Κάλλιο αργά (και καραβίσια) παρά ποτέ…
Πεζούλας, Πεισιστράτους 11, Τζιτζιφιές, 210 9422.084
Κου-πε-πε, πλ. Ηρώων Πολυτεχνείου, Ν. Πεντέλη, 210 8100.040