- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Hello, φίλε
Όσο χάλια είναι να χάνεσαι με τους κολλητούς σου, τόσο σούπερ είναι να ξαναβρίσκεστε.
Όσο χάλια είναι να χάνεσαι με τους κολλητούς σου, τόσο σούπερ είναι να ξαναβρίσκεστε. Και να περνάτε ώρες μαζί πίτσι-πίτσι σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι. Που δεν είναι εκνευριστικό, είναι απλώς (ιιιου) ανθρώπινο…
Όταν κάνω τέτοιου είδους διαπιστώσεις σημαίνει (α) ότι βγήκα για βράδυ μετά από πολλές νύχτες σερί με τα μωρά στο σπίτι ή (β) ότι ήπια, μετά από επίσης πολλές νύχτες με τα μωρά στο σπίτι. Όσοι έχουν μωρά ξέρουν ότι (γ) δεν μπορείς να βγαίνεις συνέχεια γιατί μετά τα μωρά σε κατουράνε μόλις σε (ξανα)δούνε και γενικά φέρονται χυδαία, και (δ) άμα πίνεις στο σπίτι με τα μωρά σε βάζουνε φυλακή ή σε τρελάδικο, όπου κάνεις ωραίες χειροτεχνίες μεν, είσαι δε κάπως περιορισμένος και δεν σου αρέσει πολύ.
Πού είχαμε μείνει; Σε ένα βράδυ που βγήκαμε με κολλητό χαμένο στην ομίχλη. Πήγαμε στο “My bar”, ήπιαμε, είδαμε ωραία έργα ζωγραφικής της Μαρίας Βλαχοπούλου στους τοίχους, γείραμε πάνω στον Βαγγέλη Προβιά και τον Παύλο Παπαδόπουλο για να μη πέσουμε, φάγαμε κριτσίνια γύρω από ένα σκαμπό μπροστά σε νόστιμο μελαχρινό μπάρμαν, είπαμε αμπελοφιλοσοφίες και κάποια στιγμή φύγαμε.
Ήταν μια ωραία νύχτα με μεγάλο φεγγάρι (τςςς!) και ο κολλητός είπε με βλέμμα ρομαντικό, «πεινάω, εδώ κοντά είναι τα κουλούρια, πάμε να πάρουμε κανα-δυο-πέντε;» Τα κουλούρια τα βρίσκεις από τη μυρωδιά, το ξεροψημένο σουσάμι, γενικά τη «φρεσκο-κουλουρίλα» που σε αρπάζει από τη μύτη καθώς ανεβαίνεις την Καραϊσκάκη… Πήραμε 6 κουλούρια από το «Κουλούρι του Ψυρρή» με 50 λεπτά το ένα και συνεχίσαμε προς στην Ερμού, προσπερνώντας μπαρ, μαγαζιά, φαστ-φουντάδικα, παρέες πιτσιρικάδων με περίεργα ή/και ξυρισμένα μαλλιά, εναλλακτικά καφέ, βιτρίνες με μποτάκια που ευχαρίστως θα αγοράζαμε, στενά, πεζοδρόμια και φισκαριμένους σκουπιδοτενεκέδες: αστικό τοπίο, νύχτα (αν κάποιος έπρεπε να βάλει λεζάντα) και αναδρομή στις μέρες που δεν βρεθήκαμε, στις εβδομάδες που δεν μιλήσαμε και δεν ανταλλάξαμε τηλεφωνήματα. Τι έγινε, τι δεν έγινε, ποιον είδαμε, ποιος μας έστησε και πώς πάνε ή δεν πάνε οι δουλειές. Σε γενικές γραμμές, θα μας κάναμε παρέα ακόμα κι αν δεν ήμασταν φίλοι – με την έννοια ότι θα έκανα παρέα με τον κολλητό μου αλλά και με τον εαυτό μου επίσης, κι αυτός τα ίδια. Δεν γκρινιάζω, βαριέμαι εύκολα, έχω θετική ενέργεια, ξέρω απέξω τα παλιά Λούκι Λουκ και βρίσκω αξεπέραστα το «Ρόι Μπιν» και το «Τρυφερό πόδι». Ο κολλητός, πάλι, γκρινιάζει. Αλλά επειδή ισορροπεί με μαγικό τρόπο ανάμεσα στον Κώστα Ταχτσή και την Έφη Σαρρή, επειδή είναι ο Νόμος Δυτικά του Πέκος, επειδή κι αυτός κάνει παρέα με τον εαυτό του χωρίς δεύτερη σκέψη… είμαστε φίλοι. Χρόνια τώρα, και χωρίς να σκάμε. Αν δεν μπορεί ο ένας ή ο άλλος, έχουμε ο καθένας από έναν εαυτό πολύ κουλ, πολύ στα μέτρα μας. Δεν υποφέρουμε ποτέ από μοναξιά. Ακόμα κι αν μας βαριούνται οι άλλοι (πόσες φορές να ακούσουν πια για το Κουτάλι του τσαγιού;), όταν οι άλλοι θέλουν να μας τσιμεντώσουν τα πόδια και να μας ρίξουν στο Τουρκολίμανο… εμείς έχουμε τους πολυαγαπημένους εαυτούς μας για παρηγοριά.
Και ελπίζω να μη με διαβάζει τώρα κανένας/μία κολλητός/ή μου, γιατί η όλη επιχειρηματολογία είναι της κατηγορίας «βρήκε ο γύφτος τη γενιά του και αναγάλλιασε η καρδιά του». Για να κάνουμε και καμιά δουλειά: το “My bar”, μια και το έφερε η κουβέντα, είναι ένα ζωηρό, όμορφο, πιτσικωτό μπαρ – λίγο πριν φύγουμε ξεκίνησε ένα συγκινητικό μουσικό αφιέρωμα στη Μαντόνα. Απλώς έχουμε κάνει κι εμείς πολλά αφιερώματα στη Μαντόνα κατά καιρούς, έστω κι αν η ίδια δεν έχει δείξει καμιά πρεμούρα να ανταποδώσει (μουλάρα).
Πριν καλά-καλά περάσει η νύχτα, είχαμε φτάσει στο Σύνταγμα. Χιλιάδες άδεια ταξί περίμεναν στις πιάτσες, που τώρα με την Κρίση πρόσεξα ότι είναι δύο (πιάτσες) – παλιά νόμιζα ότι ήταν καμία. Και συνέβη αυτό που στα παλιά χρόνια γινόταν με γκόμενους/ες, που στεκόσουν μπροστά στα αδειανά ταξί και δεν ήθελες να μπεις για να μη χαλάσει η μαγιά. Δηλαδή στεκόσουν στη στάση των λεωφορείων ή ευχόσουν να μην έρθει κανένα ταξί, για να συνεχίσεις να ανταλλάσσεις μπούρδες μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, με την έννοια ότι παλιά (α) ή δεν είχες λεφτά για ταξί (μιλάμε για εποχή με μεγάλη προσφορά σε γκομενικά, έτσι; Άρα, πολύ παλιά), ή (β) δεν υπήρχαν καθόλου ταξί, μπροστά στα οποία να ταλαντεύεσαι αν πρέπει να φύγεις ή όχι, άρα ταλαντευόσουν επειδή είχες πιει, ήταν στραβό το πεζοδρόμιο και άλλες ηλίθιες δικαιολογίες. Τις οποίες έβρισκε με κόπο ο συμπαθητικός εαυτός σου και τις σερβίριζε, όχι μόνο στον έξω κόσμο, αλλά και στον άλλον, τον πιο στριτζωμένο εαυτό σου που ζητούσε τα ρέστα. Αντί να πάει για τούφες και να αφήσει τον εαυτό-χαλαρουίτα να κάνει δουλειά του, όπως συνήθως…
My bar, Κακουργοδικείου 6, Ψυρρή
Το κουλούρι του Ψυρρή, Καραϊσκάκη 23, 210 3215.962, 210 3216.797