Βιβλιο

Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι του «Χόλιγουντ» είναι ένας και μέγας και παντός καιρού

Μια νέα μετάφραση μας δίνει την αφορμή να ξαναδιαβάσουμε ένα από τα κορυφαία του έργα

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
360946-747446.jpg
© Sasha │instagram.com/sanfrancisco via Unsplash

Το πιο διάσημο ποτήρι του κόσμου σε ένα βιβλίο με ανεξάντλητο μπρίο, αστείρευτο κέφι. «Α, που να πάρει, λέω να στρωθώ να γράψω ένα μυθιστόρημα για το πώς γράφτηκε ένα σενάριο και έγινε μια ταινία». Αυτό είναι σε μια αράδα το «Χόλιγουντ». Ένα νοερό ταξίδι στον χρόνο, με τον Μπουκόβσκι να θυμάται τις στιγμές που άφησε πίσω προκειμένου να παραδώσει στον Μπάρμπερ Σρέντερ το «Barfly», το οποίο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με πρωταγωνιστές τον Μίκι Ρουρκ και τη Φέι Ντάναγουεϊ το 1987.

Η επεισοδιακή ολοκλήρωση του έργου, η ταραχώδης συναναστροφή του συγγραφέα με το σύμπαν της βιομηχανίας των ονείρων, η συμβίωση με την τελευταία γυναίκα της ζωής του, τη Λίντα Λη Μπέιλ, οι μέρες κρασιού και λουλουδιών της ωριμότητας, με ζεστό παραδάκι στην τσέπη, καλοταϊσμένες οικόσιτες γάτες, τακτικές επισκέψεις στον ιππόδρομο, ο ιερός πόλεμος που δεν έπαψε να διεξάγει απέναντι στη μετριότητα και την αισθητική της μάζας, η σύμπνοιά του με τις χαμένες ψυχές, τους αποκαρδιωμένους, τις κυρίες από την κόλαση και με τα υπόλοιπα πλάσματα της μπάρας, αυτού του τόσο προσφιλούς στον Μπουκόβσκι ναού των αουτσάιντερ, όλα αυτά είναι τα συστατικά στοιχεία ενός μυθιστορήματος που ανοίγει το δρόμο για ακόμη καλύτερες νύχτες και γλυκοχαράματα στο αναγνωστήριο. Η πένα που μας μέθυσε ξανά και ξανά, σε μια υπέροχη στιγμή της.

Υιοθετώντας για πολλοστή φορά την περσόνα του Χένρι Τσινάσκι, αλλιώς Χανκ, ο Μπουκόβσκι του «Χόλιγουντ» αποσπά μια προκαταβολή δέκα χιλιάδων δολαρίων για τη συγγραφή του σεναρίου, ενώ ταυτόχρονα έχει εισπράξει τριάντα πέντε χιλιάρικα για τα δικαιώματα του έργου του στα γερμανικά. Ανήκουστες στο παρελθόν απολαβές για τον δημιουργό που καταμετρά αναρίθμητες στιγμές ένδειας στο βιογραφικό του. Η ζωή αρχίζει στα εξήντα πέντε, όπως τοποθετείται και ο ίδιος. «Τι έχεις κατά νου;», διερωτάται ο Σρέντερ, Τζον Πίντσον για τις ανάγκες του βιβλίου. «Θα είναι για έναν μεθύστακα. Για έναν τύπο που κάθεται στο σκαμπό του μπαρ νύχτα μέρα. «Και πιστεύεις ότι ο κόσμος θα νοιαστεί για έναν τέτοιο τύπο;». «Αν σκοτιζόμουν για το τι νοιάζει και τι δεν νοιάζει τον κόσμο, δεν θα είχα γράψει τίποτα και ποτέ». Και έτσι γεννήθηκε το «Barfly». Παρότι ο Μπουκόβσκι δεν τρέφει εκτίμηση για το σινεμά, «ένα μέσο που ακατάπαυστα και ολοένα και περισσότερο, ξανά και ξανά, αποτύγχανε να παραγάγει το οτιδήποτε», ρίχνεται με ορμή  στο εγχείρημα: «Πρίμα πήγαινε το σενάριο. Ποτέ δεν μου ήταν αγγαρεία το γράψιμο. Έκανα τα ίδια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου: Έβαζα το ραδιόφωνο σε έναν σταθμό με κλασική μουσική, άναβα ένα τσιγάρο ή ένα πούρο, άνοιγα ένα μπουκάλι. Η γραφομηχανή έκανε τα υπόλοιπα. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να βρίσκομαι εκεί».

Το σενάριο που εδώ ονομάζεται «Ο χορός του Τζιμ Μπιμ» και αναφερόταν σε έναν νέο άνδρα που ήθελε να γράφει και να πίνει, αλλά πιο μεγάλη επιτυχία είχε με την μποτίλια, ολοκληρώνεται, και μαζί με τον κυκεώνα των προσώπων του και τις φωνές που ανακαλεί, ξεκινά η δαιδαλώδης περιπέτεια της χρηματοδότησης και της κινηματογραφικής μεταφοράς του. Υπαρκτά πρόσωπα με επινοημένα ονόματα περνούν από τις σελίδες: Ο Σον Πεν ως Τομ Πελ, η Μαντόνα ως Ραμόνα, ο Γκοντάρ γίνεται Ζον – Λυκ Μοντάρ και ο Ντέιβιντ Λιντς μετονομάζεται Μανζ Λεμπ, ενώ ο συγγραφέας αφιερώνει και μια καλή κουβέντα στον Νόρμαν Μέιλερ / Βίκτορ Νόρμαν, έναν «από τους τελευταίους υπερασπιστές του ανδρισμού και των αρχιδιών στις Ηνωμένες Πολιτείες».

Ο Μπουκόβσκι δεν ξέρει τι θα πει αφηγηματική φειδώ. Γι’ αυτό στις σελίδες των βιβλίων του δεν υπάρχει ο στάνταρ συγγραφικός κανόνας. Αντίθετα είναι ντυμένες με την παράφορη μανία που τον χαρακτηρίζει. Ολόκληρος ο κόσμος του βρίσκεται εδώ: από την ερωτική σχέση του με το οινόπνευμα («Σου παίρνει τουλάχιστον είκοσι πέντε χρόνια για να γίνεις κανονικός αλκοολικός. Εγώ ήμουν σαράντα πέντε χρόνια στο ποτό και δεν μετάνιωνα στιγμή γι’ αυτό») και την εξίσου αρμονική συμβίωσή του με το γράψιμο («Το γράψιμο ήταν εύκολη υπόθεση για μένα, πάντοτε. Οι λέξεις κυλούσαν αβίαστα καθώς έπινα και άκουγα ραδιόφωνο»), μέχρι τις πολιτικές του σκέψεις («Σε μια καπιταλιστική κοινωνία οι χαμένοι γίνονται σκλάβοι των νικητών, και πρέπει να υπάρχουν πιο πολλοί χαμένοι απ’ ότι νικητές. Τι σκεφτόμουν; Ήξερα ότι η πολιτική δεν θα έλυνε ποτέ το πρόβλημα, και ότι δεν απέμενε χρόνος αρκετός για να σου χαμογελάσει η τύχη») αλλά και την τρυφερή όψη που καμουφλάριζε με τη μισανθρωπία και τον κυνισμό του: «Κάτι έλειπε ολωσδιόλου σ’ αυτούς τους φουκαράδες και κάτι μέσα μου λύγισε, για μια στιγμή μονάχα, και μου ήρθε να τους πάρω στην αγκαλιά μου και να τους παρηγορήσω… αλλά ήξερα ότι αυτό δεν θα οδηγούσε πουθενά παρά μονάχα στη γελοιοποίηση και στον εξευτελισμό, τόσο για μένα όσο και για εκείνους. Ο κόσμος το είχε πάει πολύ μακριά το πράγμα, και η αυθόρμητη καλοσύνη δεν μπορούσε να είναι πια εύκολη και αβίαστη. Ήταν κάτι που θα έπρεπε να το δουλέψουμε ξανά κι απ’ την αρχή». Οι ασταμάτητες προτροπές του «να διαβάζετε Σελίν», η ευγνωμοσύνη του για τη Λίντα Λη Μπέιλ: «Η Σάρα ήθελε να μου δώσει άλλα δέκα χρόνια ζωής, για το καλύτερο ή το χειρότερο», ο σιωπηλός λυγμός για τα χαμένα χρόνια: «Νιότη, παλιογαμιόλα, πού πήγες, νιότη μου;». Απάντηση: πήγε όλη στις ιστορίες του, στη διέξοδο που αποφάσισε να δώσει στις νοητικές συμφωνίες που έτρεχαν σκόρπιες στο μυαλό του και οι οποίες καθιερώθηκαν ως αγέραστη πρόζα. Το κουαρτέτο πρόσφατων εκδόσεων του Μεταίχμιου («Τοστ ζαμπόν, «Γυναίκες», «Pulp», «Χόλιγουντ») κρατά ζωντανή την πολύτιμη κληρονομιά του.

Εσύ με ποιον τρόπο θέλεις να θυμάσαι τον Μπουκόβσκι; Μέσα εδώ θα βρεις τι τον έσπρωξε σε στη μειλίχια ωριμότητα της τελευταίας φάσης του, ποια ήταν τα σημάδια που του έδειξαν το δρόμο για την εσωτερική ειρήνη. Την ώρα που θα διαβάζεις το «Χόλιγουντ», ο ίδιος μάλλον θα μαζεύει καυτό καλιφορνέζικο ήλιο στον παράδεισο, τραβώντας αργές ρουφηξιές από το πούρο του, ακούγοντας Μότσαρτ στο ραδιόφωνο και απολαμβάνοντας τα οινοπνευματώδη καταπότια του. Το «Χόλιγουντ» του Μπουκόβσκι: Ένα μικρό αντίο στον λογοτέχνη που δεν θέλουμε ποτέ να αποχαιρετίσουμε.

Τσαρλς Μπουκόβσκι, «Χόλιγουντ», σελίδες 392, εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση – επίμετρο Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ