Βιβλιο

Ντορίνα Παπαλιού

Η συγγραφέας του βιβλίου «Το απαραίτητο φως» μιλάει στην A.V.

41889-94342.jpg
Ελεάννα Βλαστού
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
47084-97627.jpeg

Υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες για να γράψει κάποιος;

Η μόνη αναγκαία συνθήκη, για μένα τουλάχιστον, είναι να βρίσκομαι μπρος στον υπολογιστή μου και να έχω ησυχία. Πάνω απ’ όλα όμως, πρέπει να τηρείται ένα πρόγραμμα, ένα συγκεκριμένο ωράριο εργασίας, με αρκετές καθημερινές ώρες γραψίματος. Οι συγγραφείς δεν γράφουν όποτε έχουν έμπνευση, όπως πολλοί νομίζουν. Τότε δεν θα τελείωνε ποτέ κανένα βιβλίο!

Γράφεται πιο εύκολα το δεύτερο βιβλίο;

Αν δεν είχα την εμπειρία του πρώτου βιβλίου, του Γκάτερ, στη δομή και στο στήσιμο της σύνθετης πλοκής που προέκυψε στο απαραίτητο φως, θα είχα δυσκολευτεί περισσότερο. Κάθε βιβλίο όμως είναι μια νέα εμπειρία, μπορεί να ξέρεις να χειρίζεσαι καλά τα δομικά σου υλικά, όμως αυτό δεν αρκεί. Από την αρχική ιδέα ως το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας μακρύς δρόμος με πολλές εκπλήξεις και παγίδες.

Ήρθε αντιμέτωπη ποτέ η πλοκή με την πραγματική σου ζωή;

Ο πραγματικός κόσμος και ο φανταστικός, του βιβλίου που γράφεις, είναι δυο τελείως διαφορετικοί κόσμοι, που όμως συνυπάρχουν μέσα σου, και τελικά είναι σαν να ζεις και στους δυο μέχρι την ολοκλήρωση του βιβλίου.

Υπάρχουν δύο πρωταγωνίστριες η Λουίζ και η Λουίζα, γιαγιά και εγγονή. Για κάποιο λόγο νομίζω ότι την Λουίζα την υπονόμευσες λίγο.

Έτσι μοιάζει; Δεν θα το έλεγα. Αυτό που κυριαρχεί, που χαρακτηρίζει και τις δυο γυναίκες, είναι η αναζήτηση. Στην μεν Λουίζ, είναι η αναζήτηση της ταυτότητάς της, μιας προσωπικής αλήθειας, κάτι που θα επιδιώξει να πετύχει μέσα από την ζωγραφική και στην πορεία και τη δράση της στην αντίσταση. Στην περίπτωση της Λουίζας, η αναζήτηση επικεντρώνεται στον χαμένο πίνακα. Ο πίνακας όμως κρύβει ένα μυστικό. Το τι απέγινε ο πίνακας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αλήθεια της ιστορίας της Λουίζ, της μητέρας του πατέρα της, που κανείς ως τώρα δεν γνωρίζει γιατί εκτελέστηκε. Συνεχώς μπλεγμένη ανάμεσα σε μύθους και την πραγματικότητα, σε ένα δεύτερο επίπεδο, η Λουίζα μέσα από αυτή την διαδικασία ψάχνει απαντήσεις και στα αναπάντητα ως τώρα ερωτήματα που στοίχειωσαν της σχέση της με τον πατέρα της και καθόρισαν τη διαμόρφωση ενός ιδιότυπου, απόμακρου και εσωστρεφή χαρακτήρα, που συχνά λειτουργεί ανασταλτικά στις σχέσεις της με τους γύρω της. Και οι δυο γυναίκες θα έλεγα πως έχουν τις εμμονές τους και τις αδυναμίες τους.

Σε ποιο βαθμό τα πρόσωπα του βιβλίου σου έχουν χαρακτηριστικά υπαρκτών προσώπων;

Δεν έχουν. Έχουν όμως από την εποχή τους. Η Λουίζ Χατζηλουκά, η ζωγράφος, γεννημένη το ’12 από σκωτσέζα μητέρα και έλληνα μικρασιάτη πατέρα, μεγαλώνει μετά το ’22 στην Αθήνα και φοιτεί στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Δανείζεται από τους προβληματισμούς της Γενιάς του ’30, κυρίως στο κομμάτι που αφορά την αναζήτηση της ελληνικότητας στην τέχνη. Αυτό όμως που κάνει την Λουίζ να διαφέρει είναι η διάσταση της εξωστρέφειας. Την Λουίζ περισσότερο την απασχολεί το ζήτημα της ελληνικότητας στην ζωγραφική της ως ζήτημα υπαρξιακό, σε σχέση με την αγωνία της να φτάσει την ιδέα που έχει διαμορφώσει για τον εαυτό της, παρά ως ανάγκη προβολής της τέχνης της προς τα έξω, προς τη δύση. Το ότι η ελληνική τέχνη μπορεί να είναι συγχρόνως ελληνική, με αναφορές στην παράδοση αλλά και μοντέρνα, είναι κάτι που απασχόλησε την γενιά αυτή. Η Λουίζα, νεαρή ανθρωπολόγος που εργάζεται ως ερευνήτρια στο Pitt Rivers, μουσείο κοινωνικής ανθρωπολογίας στην Οξφόρδη, βρίσκεται κοντύτερα στη δική μου, μεταχουντική γενιά.

Για να γράψεις το «Απαραίτητο φως» έκανες έρευνα γύρω από τα ιστορικά γεγονότα και γύρω από την τέχνη, είχες καταλήξει στο θέμα;

Όταν ξεκίνησα να το γράφω είχα πια κατασταλάξει στην βασική ιδέα. Είχα ήδη κάνει μια πρώτη εκτενή έρευνα. Ιστορικά βιβλία, πρωτογενείς πηγές, αρχειακό υλικό πάνω στις αντιστασιακές οργανώσεις, βιβλία πάνω στην ιστορία της τέχνης που είχαν να κάνουν με τους ζωγράφους που διαπραγματευόμουν, βιογραφίες προσώπων που με ενδιέφεραν, δικαστικές υποθέσεις πάνω σε κλεμμένα έργα από τους ναζί και διάφορα άλλα. Όμως συνεχώς ανέτρεχα παράλληλα με το γράψιμο στην αναζήτηση πολύ πιο συγκεκριμένων πραγμάτων, που ξεπηδούσαν ως ανάγκη μέσα από τους χαρακτήρες του βιβλίου, στις σκηνές που έγραφα. Κι αυτά ήταν άλλοτε για να καταλάβω κάτι για την ατμόσφαιρα αυτής της εποχής που δεν έχω ζήσει και άλλοτε είχαν να κάνουν με συγκεκριμένες πληροφορίες που μου έλειπαν.

Τι σε δυσκόλεψε στην έρευνα;

Το πόση πληροφορία κρατάς και πόση θυσιάζεις για χάρη της πλοκής, του ρυθμού που ταιριάζει στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Δεν θα ήθελα με τίποτα να βαρεθούν οι αναγνώστες.

Τι απήλαυσες περισσότερο;

Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Τρία χρόνια τώρα, μόνο βασανίζομαι!

Θυμάσαι κάτι περίεργο που σου συνέβη ή που ανακάλυψες πάνω στην έρευνα κατά τη διάρκεια της συγγραφής;

Ναι, ανακάλυψα τους Glasgow Boys, μια ομάδα πρωτοπόρων ζωγράφων της Γλασκόβης, που έγιναν γνωστοί γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα. Κι έπειτα, τα γράμματα του Βίνσεντ Βαν Γκόγκ στον Τέο, που ξαναδιάβασα με άλλη ματιά και ήταν σαν τώρα να τα ανακάλυψα.

Υπήρχε κάποιο πρόσωπο που συμβουλεύτηκες για τα ιστορικά γεγονότα;

Όχι. Έχω σπουδάσει σύγχρονη ευρωπαϊκή Ιστορία και αργότερα έκανα μεταπτυχιακές σπουδές στην κοινωνική ανθρωπολογία. Το κομμάτι της έρευνας είναι κάτι που το γνωρίζω και άλλωστε δεν μπορούσε παρά να είναι τελείως δικό μου. Δεν γράφω Ιστορικό βιβλίο, αλλά μυθιστόρημα, όπου αυτά που αναζητώ έχουν να κάνουν με τους συγκεκριμένους ήρωες μου που μόνο εγώ γνωρίζω, τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση του βιβλίου. Πήρα όμως συνεντεύξεις από ανθρώπους που έζησαν τον πόλεμο και ήταν οργανωμένοι στην αντίσταση. Οι προφορικές μαρτυρίες δίνουν μια άλλη διάσταση στα πράγματα.

Τι διάβαζες ενόσω έγραφες αυτό το μυθιστόρημα;

Για δουλειά, για το γράψιμό μου δηλαδή, Ιστορία, ιστορία της τέχνης, βιογραφίες, αρχειακό υλικό. Για ξεκούραση, κυρίως αστυνομικά μυθιστορήματα.

Γράφεις για το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ με θάρρος, δεν πιστεύεις ότι ακούμπησες ένα θέμα –ταμπού;

Είναι άραγε ακόμη; Δεν είμαι σίγουρη. Πολλά έχουν αλλάξει με τα χρόνια. Έχουν βγει αρκετές νέες ιστορικές μελέτες που αναθεωρούν την Ιστορία. Άλλωστε η αλήθεια, αυτό που αναζητεί ο ιστορικός, για μένα είναι κάτι άπιαστο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να δοκιμάσεις να την προσεγγίσεις. Κι όσο η απόσταση μεγαλώνει τόσο κερδίζεις σε κάποια πράγματα και άλλο τόσο χάνεις σε άλλα. Σε μια σκηνή του βιβλίου, η Λουίζα περιγράφει πως ένιωσε μια μέρα όταν βρέθηκε στο μουσείο του Ορσέ να κοιτάζει έναν πίνακα του Σερά. Δεν ήξερε που ήθελε να σταθεί, από ποια απόσταση να κοιτάξει, δεν ήξερε αν ήθελε να βλέπει τις κουκίδες, τις λεπτομέρειες στην τεχνική του ζωγράφου, το παιχνίδι που έκανε με το χρώμα ή το αισθητικό αποτέλεσμα που είχε η σύνθεσή του, κοιτάζοντας τον πίνακα από μακριά. Έτσι είναι καμιά φορά και στη ζωή.

Σου έχουν δώσει κάποια πολύτιμη συμβουλή για το γράψιμο;

Δυο πράγματα τηρώ: Να μην μιλώ ποτέ για το βιβλίο μου όσο γράφω και να έχω έναν συγκεκριμένο αναγνώστη στο νου μου, σαν να γράφω για κείνον.

Θα μπορούσες να εκφραστείς και με άλλον τρόπο εκτός από τη γραφή;

Θα ήθελα πολύ να ζωγραφίζω, αλλά δυστυχώς είμαι εντελώς ατάλαντη.

Πως ένιωσες όταν τελείωσε το βιβλίο;

Αγωνία για το επόμενο.


* «Το Απαραίτητο φως» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ