Βιβλιο

Χρίστος Ρουμελιωτάκης: Ποίηση και πολιτική

Τα ποιήματά του είναι βιωματικά, στοιχειώνουν, κολλούν στο μυαλό σαν αναμνήσεις κι αν δεν προσέξεις μπορεί να σου φέρουν δάκρυα στα μάτια.

4835-79724.jpg
Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 565
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
321183-630709.jpg

Ο ποιητής Χρίστος Ρουμελιωτάκης μιλάει στην Athens Voice για την ποίηση και τη ζωή του

Διαβάζοντας τα ποιήματα του Χρίστου Ρουμελιωτάκη, εισερχόμαστε με γνήσιο διαβατήριο στη μαγική χώρα της Ποιήσεως… γράφει ο Δημήτρης Ραυτόπουλος σε πρόσφατο μεγάλο αφιέρωμα του περιοδικού «Οροπέδιο» #16 και σκέφτομαι πόσοι λίγοι ποιητές έχουν την τύχη να τους εκτιμάει ο σημαντικότερος Έλληνας κριτικός λογοτεχνίας. Εγώ πάλι έχω την τύχη να τον γνωρίσω από μια σύμπτωση που με έβαλε κατά κάποιο τρόπο στην «παρέα της Πέμπτης».
Κάθε Πέμπτη μεσημέρι, βρέξει χιονίσει, μαζεύονται 5-6 παλιοί φίλοι, και περισσότεροι καμιά φορά, στο «Αθηναϊκόν», στον πεζόδρομο της Θεμιστοκλέους, για ένα κρασί. Εκεί, στο πατάρι, ανάμεσα στο σήμερα ξεφυτρώνει πού και πού το χθες, σκόρπιες εικόνες, τα ξερονήσια, οι παλιές συναναστροφές, οι γυναίκες του κάποτε, ξυμυτίζουν οι αναμνήσεις και πάλι επιστροφή στο τώρα. Ο Χρίστος είναι ο ποιητής της παρέας. Τα ποιήματά του είναι βιωματικά, στοιχειώνουν, κολλούν στο μυαλό σαν αναμνήσεις κι αν δεν προσέξεις μπορεί να σου φέρουν δάκρυα στα μάτια. Λιτά, διεισδυτικά, οικουμενικά, με μια εσωτερικότητα που αφοπλίζει.

...Δεν είναι τίποτα/ είναι τα χρόνια σου, που επιστρέφουν/ και διεκδικούν τα δικαιώματά τους. /Δεν είναι τίποτα, είναι μεσάνυχτα και είναι αργά, πολύ αργά /για να φοβάσαι.

Δικηγόρος της πρώτης γραμμής, ποιητής της Δεύτερης Μεταπολεμικής Γενιάς, της γενιάς που «πλήρωσε χωρίς να οφείλει», «πρόσφυγας» από το Ρέθυμνο στη Ν. Ιωνία. «Φτάσαμε το καλοκαίρι του 45 πάνω σ’ ένα κάρο, ο πατέρας μου και η μάνα μου, η αδελφή μου και γω επτά χρονών, σ’ ένα σπίτι με ένα δωμάτιο, χωρίς ηλεκτρικό, με το πάτωμα στρωμένο με χώμα που το σκεπάζαμε με κουρελούδες και που, όταν έβρεχε, έσταζε». Εικόνες που έγιναν βιώματα, βιώματα που έγιναν ποιήματα, που έγιναν μουσική με λέξεις· για τον πατέρα που είχε επιλέξει τη μάχη στην πρώτη γραμμή της ουτοπίας του, για τη μάνα που μόνη κι έρημη αγωνιζόταν στα μετόπισθεν να μεγαλώσει και να στείλει τα παιδιά της στο σχολείο να μάθουν τα γράμματα που εκείνη δεν έμαθε.

Ο πατέρας μου έλειπε, / η μάνα μου δούλευε / και τις νύχτες το σπίτι μας έσταζε./ Έτσι έμαθα από μικρός/ να προφητεύω το μέλλον. (Edgar Lee Masters, 1868-1950)

Κατεβήκαμε με τον Χρίστο για ένα τσιγάρο στον πεζόδρομο της Θεμιστοκλέους. Οι άλλοι, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, οι δημοσιογράφοι Νίκος Νικολάου και Κώστας Τσουράκης, ο Αντώνης Συγκελάκης που «έχει κάνει 15 χρόνια φυλακές», ο Απόστολος Κούρος, ο Τάκης Ιατρού, μας χαιρετούν.
Πόσα χρόνια έρχεστε εδώ; τον ρωτάω. Μιλάει για τις πρώτες φορές, για τον Αντώνη Καρκαγιάννη – ο μεγάλος απών. Μου λέει ιστορίες, που είναι «σαν πέτρες στην ψυχή», με ρωτάει αν είμαι καλά, αν κοιμάμαι καλά. Τα βράδια είναι δύσκολα, μονολογεί. Θυμάται τους βασανισμένους και κατατρεγμένους που του δίδαξαν την καλοσύνη, την αλληλεγγύη και τον πολιτισμό κι ας μην ήξεραν γράμματα. Τον κύριο Μηνά, γείτονα στη Ν. Ιωνία, ένα θεόρατο οικοδόμο που «κοκκίνιζε όταν τον χαιρετούσα. Γιατί; Γιατί ήξερα γράμματα, δηλαδή πήγαινα γυμνάσιο». Βρισκόμαστε στο ’50, ο εμφύλιος έχει τελειώσει, δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι σε αυτή τη μεγάλη σφαγή. Τόσο μακριά, τόσο μακριά. Μιλάει για τα ατέλειωτα χρόνια της ήττας, για τους συντρόφους της εξορίας, αθώοι και υποψιασμένοι, «για τους αγέρηδες της μοίρας που φυσούν και μας πηγαίνουν», για όνειρα μαζεμένα. Δύο φορές μου φάνηκε ότι συγκινήθηκε, πήγε να δακρύσει, αλλά συγκρατήθηκε. Ήταν μέρα μεσημέρι.


Έχετε χαρακτηριστεί ποιητής «χαμηλών τόνων» – εννοείται απέναντι στην εποχή σας (εμφύλιος, δικτατορία, μεταπολιτευτική ρητορική). Γιατί αλήθεια αδράνησαν τα χέρια σας, που τα προορίζατε «για σημαίες πλακάτ και αδιάλλακτες χειρονομίες», όπως γράφατε το 1958; («Τα χέρια μου»)

Δεν ξέρω, αγαπητή μου Αγγελική, αν υπάρχουν σήμερα ποιητές υψηλών τόνων και μάλιστα έναντι της εποχής τους ή αν πέθαναν νέοι, όπως, αν ζούσε, θα έλεγε ο Μιχάλης Κατσαρός. Στην εποχή του Άουσβιτς, των Γκουλάγκ και της ήττας των οραμάτων μόνο η ελεγεία είναι η προσήκουσα στάση.

Τώρα, στο ουσιαστικό ερώτημά σας για «τα χέρια μου», δυσκολεύομαι να απαντήσω. Είναι σαν να μου ζητάτε να γράψω όλη τη βιογραφία μου, πράγμα αδύνατον και, νομίζω, χωρίς σημασία, αφού, όπως γράφει ο Ρίλκε στις «Σημειώσεις», ο ποιητής δεν έχει βιογραφία, βιογραφία του είναι τα ποιήματά του. Με αφετηρία λοιπόν το ποίημα για τα χέρια μου, που γράφτηκε το ’58 και που οι ρίζες του βρίσκονται σε χρόνο προγενέστερο, θα σας παρέπεμπα στην «Μπαλάντα του Αστυάνακτος», που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «ΦΡΕΑΡ», αλλά και στην «Μπαλάντα των Τυφλών», που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Οροπέδιο» και, οπωσδήποτε, στο ποίημα «Δεν είναι τίποτα», που περιλαμβάνεται στην ομώνυμη συλλογή και είναι ένα γνήσιο ελεγείο. Όλα αυτά και άλλα αποτελούν τη συνέχεια του ποιήματος και την απάντηση στο ερώτημά σας.

Μεταξύ της ζωής του ποιητή, της εποχής του και του ποιήματος, όπως γράφει ο Σινόπουλος, υπάρχει πάντοτε ένας αφανής ομφάλιος λώρος – είτε το ξέρει αυτό ο ποιητής είτε όχι. Μπορείτε να θυμηθείτε την εποχή που γράφατε το συγκεκριμένο ποίημα...

Απέχουμε λίγα χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου και τη στρατιωτική ήττα της Αριστεράς και βρισκόμαστε στην κορύφωση του ψυχρού πολέμου. Η Ελλάδα είναι χωρισμένη στα δύο. Από τη μία οι «εθνικόφρονες», οι οποίοι εντούτοις οφείλουν ανά πάσαν στιγμήν να αποδεικνύουν την εθνικοφροσύνη τους, άλλως κινδυνεύουν να μεταταγούν αρμοδίως στην τάξη του «συνοδοιπόρου», κι από την άλλη οι «εαμοβούλγαροι» –μιάσματα τους είπε αργότερα ο βασιλεύς Κωνσταντίνος– οι οποίοι, αν δεν βρίσκονται στις φυλακές ή στην εξορία, κινδυνεύουν ανά πάσαν επίσης στιγμή να βρεθούν στα μέρη αυτά.

Η ηγεσία της κομμουνιστικής Αριστεράς βρίσκεται στις λεγόμενες Λαϊκές Δημοκρατίες μαζί με τα κατάλοιπα του «Δημοκρατικού Στρατού» –χιλιάδες άνθρωποι– και δεν έχει παραδεχθεί την ήττα της. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι η υποχώρηση αποτελεί στρατιωτικό ελιγμό και ότι βρίσκονται «με το όπλο παρά πόδα» και προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τις εν Ελλάδι διαλυμένες και διαβρωμένες από την Ασφάλεια κομματικές οργανώσεις. Στέλνει για το σκοπό αυτό εγνωσμένης αφοσίωσης στελέχη της, τα οποία όμως μετ’ ου πολύ πέφτουν στα δόκανα της Ασφάλειας, η οποία προσφυώς τα βαφτίζει κατασκόπους και τα παραπέμπει στα στρατοδικεία. Έτσι το καλοκαίρι του 1954 καταδικάζεται ως κατάσκοπος και εκτελείται κάπου στο Δαφνί ο Νίκος Πλουμπίδης. Την επομένη οι εφημερίδες (πλην της «Αυγής», ευλόγως) δημοσιεύουν τη φωτογραφία του μετά την εκτέλεση, αλλά η ηγεσία από το εξωτερικό τον χαρακτηρίζει προδότη και πράκτορα της Ασφάλειας, αρνείται ότι εκτελέστηκε και επιμένει ότι έχει φυγαδευτεί στο εξωτερικό, όπου ζει και απολαμβάνει τα αργύρια της προδοσίας του. Εγώ τις μέρες εκείνες είμαι δεκαέξι ετών, βλέπω τη φωτογραφία του εκτελεσμένου Πλουμπίδη αλλά ακούω και τη «Φωνή της Αλήθειας», που επιμένει στην καταγγελία. Και όταν ο φίλος μου Ντίνος Θανόπουλος επιμένει να με ρωτάει αν εκτελέστηκε ή δεν εκτελέστηκε, εγώ δεν απαντώ. Ούτε ναι, ούτε όχι. Είμαι τυφλός ή ηλίθιος ή και τα δύο;

Ούτως εχόντων των πραγμάτων βρίσκομαι φοιτητής της Νομικής και εντάσσομαι στην παράνομη οργάνωση της ΕΠΟΝ. Και μη με ρωτάτε το πώς και γιατί. Ήξερα όσα προανέφερα και πολλά ακόμη. Δεν είχα ακόμη διαβάσει το «Μηδέν και το άπειρον» του Καίσλερ, αλλά και να το είχα διαβάσει είμαι βέβαιος ότι δεν θα με απέτρεπε. Φαίνεται ότι στην ψυχή του ανθρώπου και ιδιαίτερα στην ψυχή ενός νέου δεκαοχτώ ετών υπάρχουν πολλά σκοτεινά δώματα, όπου κατοικεί και η επιθυμία για θυσία και η υποταγή.

Ίσως όμως αυτά τα περί της ψυχής του ανθρώπου να αποτελούν θεωρίες δικές μου και παρανάγνωση των πραγμάτων και η αλήθεια να βρίσκεται στα ίδια τα πράγματα, όπως μου το αποκάλυψαν πολλά χρόνια μετά τα ίδια τα ποιήματά μου. Γιατί στο ποίημα δεν μπορούμε να λέμε ψέματα και ούτε το ποίημα λέει ψέματα.

Μου λέν’ να πάρω ένα σκυλί / καλό σκυλί και φύλακας. / Τώρα, τι να το πάρεις το σκυλί / αφού το ξέρεις / θ’ αρχισει πάλι να αλυχτάει όλη τη νύχτα / και θα ’ρχονται οι χωροφύλακες χαράματα / να παίρνουν τον πατέρα σου.

Μέσα σ’ αυτόν το δυισμό του «θέλω» και της αλήθειας των πραγμάτων γράφτηκε το ποίημα για τα χέρια μου που τα προόριζα για σημαίες, πλακάτ και αδιάλλαχτες χειρονομίες. Υπάρχει το «θέλω» της Επανάστασης αλλά και το ανέφικτο του πράγματος.

Η κριτική έχει επισημάνει πολιτικές αναφορές στους στίχους σας, είτε απηχήσεις αγωνιστικές (εξορία, διωγμοί αριστερών, συντριβή βίων, στέρηση ελευθερίας…), αλλά και μια αξιοπρέπεια που αντιστέκεται. Θα μπορούσε υπό αυτό το πρίσμα η ποίησή σας να χαρακτηριστεί πολιτική; Από την άλλη μεριά δεν κρύβετε την απογοήτευση, τη διάψευση των ιδανικών, που οδηγούν τη στροφή σας προς την εσωτερική, προσωπική διάσταση, τα θέματα του έρωτα, της φιλίας και της πνευματικής επικοινωνίας, προς την υπεριστορική ανθρωπιά, την υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια του ανθρώπου και του πολίτη, της «ανθρωποσύνης μέσα στο χαοτικό σύμφυρμα», όπως λέει και ο κριτικός σας, ο Δημήτρη Ραυτόπουλος.

Έζησα τη ζωή μου μέσα σ’ αυτό που λέμε πολιτικό γίγνεσθαι, με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου, αλλά και στις κοινωνικές οργανώσεις και τις ατέλειωτες και ανιαρές κομματικές συνεδριάσεις. Είναι φυσικό λοιπόν η ζωή μου αυτή, στην υπόγεια ευτυχώς διάστασή της, να εκβάλλει στην ποίηση μου. Ναι, λοιπόν, η ποίησή μου είναι πρωτίστως πολιτική. Και τα ιστορικά πρόσωπα που αναφέρω είναι τα δικά μου εκάστοτε προσωπεία. Με την ελπίδα ή την ψευδαίσθηση ότι έτσι τα λεγόμενά μου αποκτούν το λεγόμενο ιστορικό βάθος. Και με την πρόσθετη φιλοδοξία να στοιχηθώ με τους συνειδητούς ποιητές, που προσπαθούν να μη μένουν στην ατομική τους περίπτωση αλλά να καλύπτουν και άλλες περιπτώσεις. Να μπορεί δηλαδή ο αναγνώστης να λέει, διαβάζοντας το ποίημα, ότι είναι γραμμένο γι’ αυτόν ή, ακόμη καλύτερα, ότι θα ήθελε να το έχει γράψει ο ίδιος. Γιατί όπως έχουμε πει πολλές φορές στις συζητήσεις μας για την ποίηση, αγαπητή μου Αγγελική, ο ποιητής δεν είναι το στρουθίον που ανεβαίνει στο δέντρο και κελαηδεί, αλλά ο συνειδητός δημιουργός, που κάθε φορά αναδημιουργεί τον κόσμο. Και που κάθε φορά αγωνίζεται και αγωνιά να τον κάνει καλύτερο, με το να προσπαθεί το κάθε ποίημά του να είναι καλύτερο από το προηγούμενο και όχι μια απλή ή έστω βελτιωμένη επανάληψη των προηγουμένων. Υψηλό παράδειγμα ο Σολωμός, όπως το σημειώνει ο Πολυλάς και το υπογραμμίζει στο μελέτημά του για τον εκδότη του ποιητή ο Γιώργος Αράγης.

Και, ναι, στη ζωή αυτή υπάρχουν και η απογοήτευση και η διάψευση, όταν μάλιστα ονειρεύτηκες κάτι περισσότερο από μια ζωή δημοσίου υπαλλήλου. Και ο έρωτας και η φιλία και η αξιοπρέπεια και η υπερηφάνεια, που είναι πολύτιμες αρετές, που όμως στην ποίησή μου δεν συνδέονται με τις ιδεολογικές και πολιτικές απογοητεύσεις. Είναι, νομίζω, συστατικά στοιχεία της ψυχής μου.

Η πρώτη εμφάνισή σας στα γράμματα ήταν με το ποίημα «Πίσω από τα βλέφαρα» στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1957. Τι θυμάστε από αυτή την επαφή;

Α, ναι, θυμάμαι πολύ την περηφάνια μου, που ένα τετράστιχο με το όνομά μου δημοσιευόταν σ’ ένα περιοδικό σαν την «Επιθεώρηση Τέχνης» και μάλιστα ανάμεσα στα ονόματα του Λουντέμη και του Μυριβήλη. Αριστερά το κείμενο του Λουντέμη, δεξιά το αφήγημα του Μυριβήλη και στη μέση το δικό μου. Και ήταν ένα ποίημα για τη μελαγχολία των πραγμάτων που προανέφερα. Η «Ε.Τ.» ήταν όργανο της Αριστεράς και έπρεπε να συμπορεύεται με την εκάστοτε κομματική γραμμή και τις ανάγκες του κινήματος, όπως κάθε φορά τις όριζε η ηγεσία του. Υπό αυτά τα δεδομένα οι ποιητές έπρεπε να γράφουν ποιήματα που θα εξυμνούν το σοσιαλισμό, θα υμνούν τους αγώνες του λαού και την παγκόσμια ειρήνη· η μελαγχολία ήταν επιτρεπτή, αλλά μόνο για τους σωστούς λόγους, όπως ad hoc θα έγραφε αργότερα ο Δημήτης Ραυτόπουλος.

Ένα βράδυ στην παρέα (Σινόπουλος, Δικταίος, Λαμπρίδης κ.ά.) ο Μιχάλης Κατσαρός σάς «αναγόρευσε» ποιητή διάδοχο των ποιητών της γενιάς του που «είχαν πεθάνει νέοι». Αυτή η ρήση σάς έσπρωξε να ονειρευτείτε τη «Μεγάλη Ποίηση»;

Α, ο εξαίρετος Μιχάλης Κατσαρός! ΄Ενα βράδυ σηκώθηκε όρθιος, απαίτησε σιωπή και μας ανήγγειλε ότι εγεννήθη ημίν ποιητής. Και με κατέδειξε. Από την άλλη άκρη του δωματίου ο οικοδεσπότης Δημήτρης Δούκαρης απάντησε σε υψηλό τόνο: αυτό, Μιχάλη μου, εμείς το ξέρουμε από καιρό· δεν περιμέναμε να μας το πεις εσύ.

Είχαμε τελειώσει το οκτατάξιο γυμνάσιο, είχαμε δώσει εξετάσεις και περιμέναμε την έκδοση των αποτελεσμάτων. Ήταν τότε που μια παρέα συμμαθητών –ανάμεσά τους ο Γιώργος Μιχαηλίδης και ο Τάσος Γαλάτης– γνωρίσαμε τον ποιητή Δημήτρη Δούκαρη. Ήταν τότε περίπου τριάντα ετών, είχε προλάβει να λάβει μέρος στην Αντίσταση, να περάσει από την Ικαρία και τη Μακρόνησο (όπου είχε αποπειραθεί να κόψει τις φλέβες του), να αποδράσει κατά τη μεταγωγή του στο νοσοκομείο και να περάσει από Στρατοδικείο. Και είχε μεν αθωωθεί κατά πλειψηφία, αλλά έφερε βαρέως το ότι είχε υποχρεωθεί να κάνει τις κεκανονισμένες υποχωρήσεις. Τον επισκεπτόμασταν συχνά στο σπίτι του, ένα και μόνο δωμάτιο πάνω από το σπίτι των γονιών του, βαμμένο κόκκινο και με πολλά βιβλία, που δεν αρνιόταν να μας τα δανείζει και ενίοτε να μας τα χαρίζει. Σιγά-σιγά οι συναντήσεις μας «θεσμοποιήθηκαν», γίνονταν κάθε Σάββατο και, καθώς του άρεσαν τα εντυπωσιακά, τις ονόμασε «Ακαδημία του Σαβάτου». Από το δωμάτιο αυτό περνούσε κατά καιρούς όλη η λογιοσύνη της Αθήνας.

Οι συζητήσεις; Τι άλλο;

Ο σοσιαλισμός και η ποίηση. Και μερικές φορές με φανατισμό. Ο Δούκαρης έλεγε: αν ζούσε ο Λένιν... εννοώντας ότι τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, ενώ οι αδελφοί Λεοντάρη αντέτειναν το δόγμα του Τρότσκυ: σοσιαλισμός στην κοινωνία, καπιταλισμός στην τέχνη. Σ’ αυτές τις συναντήσεις γνωρίσαμε πολλούς αξιόλογους ποιητές, μεταξύ των οποίων και τον Μιχάλη Κατσαρό, και εγώ τουλάχιστον έμαθα πολλά. Ο Κατσαρός μού ζήτησε τα ποιήματά μου και, χωρίς να το ξέρω, έδωσε δύο από αυτά στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Και κατά σύμπτωση ήταν αυτά που πριν από λίγο καιρό είχαν κριθεί απαισιόδοξα. Έτσι τα είδα ξαφνικά δημοσιευμένα και μάλιστα με το όνομά μου στο εξώφυλλο και στη σχετική διαφημιστική καταχώριση στην «Αυγή». Οι άνεμοι στο κομμουνιστικό στρατόπεδο είχαν αρχίσει να αλλάζουν και οι άνθρωποι της «Ε.Τ.» προσπαθούσαν να διευρύνουν τα όριά τους. Αλλά αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία, που ο φιλέρευνος αναγνώστης μπορεί να την αναζητήσει στο «Εργοτάξιο» και στο βιβλίο του Ραυτόπουλου «Αναθεώρηση Τέχνης - η Επιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποί της».

Λίγους μήνες αργότερα ο Μιχάλης Κατσαρός δημοσίευσε την εμβληματική «Μπαλάντα» του για τους ποιητές της γενιάς του –τους ανέφερε έναν ένα– που, όπως ισχυριζόταν, είχαν πεθάνει νέοι, και με την αφιέρωση –οργανικό στοιχείο του ποιήματος– με αντιπαρέθετε σε όλους αυτούς. Ήταν βέβαια ένα παιγνίδι του Μιχάλη, εγώ έτσι το εξέλαβα, αλλά προκάλεσε πολλές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις και ο πολύς Αντρέας Μπελεζίνης έγραψε μια όλόκληρη μελέτη για την «Μπαλάντα» και τους ποιητές της και για την αφιέρωση και το νόημά της.

Βραβευθήκατε το 2009 με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής για τη συλλογή δοκιμίων «Ασκήσεις αυτογνωσίας», 2008...

Με ακούσατε να το μνημονεύω ή να το γράφω σε κάποιο βιογραφικό μου; Ποτέ. Οι ποιητές και οι συγγραφείς δεν γίνονται με τα κρατικά βραβεία. Απλώς, ακολουθώντας τη συμβουλή του Μαρξ (γράφω για να ξεκαθαρίσω τις απόψεις μου), προσπάθησα γράφοντας και καταφεύγοντας κατ’ ανάγκην σε πολλές πηγές να ξεκαθαρίσω τους λογαριασμούς μου με τον εαυτό μου. Και έντινι μέτρω το κατάφερα. Και αυτό μου αρκεί.

Θεωρείτε την ήττα της Αριστεράς ήττα συνολικά της ανθρώπινης ύπαρξης. Αν πιστεύετε ότι «τα ποιήματα είναι βιώματα», πώς ο ποιητής βιώνει την ήττα και τη διάψευση όχι μόνο στον εξωτερικό κόσμο αλλά στη συνείδηση και την ψυχή; Και τελικά αρκεί που «το ταξίδι ήταν υπέροχο»;

Αχ, Αγγελική μου καλή, μου βάζετε πάλι δύσκολα θέματα. Κι εγώ δεν μπορώ να απαντήσω. Έχασα τον πατέρα όταν ήμουν δύο ετών και τον ξαναβρήκα στα επτά, με κομμένο το δεξί του χέρι αλλά και με την περηφάνια της Αντίστασης στα μάτια του. Τον ξαναέχασα πριν από τα δέκα μου και τον ξαναβρήκα μετά από χρόνια πέντε και δέκα – αριθμητικώς 15. Όλα αυτά τα χρόνια έζησα μια ιδιόμορφη ορφάνια. Και όλες τις συνέπειές της. Τι να σου πω; Ότι το καράβι ναυάγησε αλλά το ταξίδι ήταν υπέροχο, όπως συνήθιζε να λέει ο φίλος μας ο Αντώνης Καρκαγιάννης; Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι, ότι, ναι, το καράβι ναυάγησε. Και ότι το καράβι ήταν προορισμένο από το ναυπηγό του, τον Βλαδίμηρο Ίλιτς, να ναυαγήσει και να σε παραπέμψω στα λόγια της Ρόζας Λούξεμπουργκ: Πού πας, Βλαδίμηρε Ίλιτς, έγραφε, χωρίς ελεύθερο τύπο, χωρίς ελεύθερα συνδικάτα, χωρίς αντιπολίτευση; Είσαι καταδικασμένος να σε καταπιεί η γραφειοκρατία. Και στα λόγια μιας άλλης τραγικής μορφής, αυτής του Ροζέ Γκαρωντύ: Εν ονόματι του λαού η εργατκή τάξη, εν ονόματι της εργατικής τάξης το κόμμα της πρωτοπορίας της, εν ονόματι του κόμματος το απαράτ των στελεχών και εν ονόματι των στελεχών ο Πρώτος Γραμματέας.

Μεγάλες «αγραναπαύσεις» χαρακτηρίζουν τον εκδοτικό ρυθμό σας. Είστε αδιάφορος για το ποσοτικό κριτήριο ή άλλες είναι οι αιτίες;

Πόσα ποιήματα μπορεί να γράψει ένας ποιητής στη ζωή του; Δεν το ξέρω. Πάντως ο Κάλβος μάς άφησε είκοσι ωδές, ο Σολωμός κάποια μισοτελειωμένα ποιήματα, ο Καβάφης εκατόν πενήντα τέσσερα και ο Καρυωτάκης λιγότερα από εκατό. Και ο Σεφέρης πολύ λίγα. Μόνο ο Παλαμάς και ο Ρίτσος ξέχασαν να σταματήσουν, χωρίς όμως κάθε φορά να προσθέτουν κάτι καλύτερο στο έργο τους.

Λάβατε μέρος στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής σας και συμμεριστήκατε τη μοίρα της ελληνικής Αριστεράς. Κάποιοι σύντροφοί σας πιστεύουν ότι «ευτύχησαν» να δουν το «πρώτη φορά Αριστερά» και κυρίως την ήττα της Δεξιάς. Εσείς;

Α, οι φίλοι μου αυτοί, τους βλέπω· δεν ξιφουλκούν πια, δεν κατεβαίνουν στους δρόμους, δεν ωρύονται κατά των μνημονίων και των γερμανοτσολιάδων· απλώς έχουν κατεβάσει το κεφάλι και παίζουν με μανία τάβλι. Παίζουν, παίζουν και φέρνουν ασόδυο. Και εγώ; Αποφεύγω να τους κοιτάζω στα μάτια, για να μη τους φέρνω σε δύσκολη θέση. Άλλη μια ήττα της φωνασκούσας Αριστεράς.

Τι θα συμβουλεύατε ένα νέο ποιητή; Αισθάνομαι αναρμόδιος για οποιαδήποτε συμβουλή. Ξέρω όμως ότι ο ποιητής, όπως και κάθε άλλος τεχνίτης, πρέπει να μελετά και να γνωρίζει καλά τους προπάτορες, που φιλοδοξεί να διαδεχθεί, και την τέχνη τους. Και οπωσδήποτε πρέπει να έχει πάει στα ...Κούναξα, όπως γράφει ο Λορεντζάτος. Η ποίηση δεν αρχίζει από εμάς. Και βέβαια δεν τελειώνει μ’ εμάς.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ