Πολιτικη & Οικονομια

Η εποποιία των προσφύγων

Το προσφυγικό δεν είναι σύγχρονο πρόβλημα

32014-72458.jpg
A.V. Guest
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
342711-712616.jpg

Ενενήντα τρία* χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή όλοι συμφωνούν, ότι το γεγονός αυτό, συγκλονιστικό αυτό καθ’ εαυτό, υπήρξε το μεγαλύτερο πλήγμα που δέχθηκε ο νεώτερος ελληνισμός από την εποχή της Αλώσεως μέχρι σήμερα. Μερικοί μάλιστα, όπως ο γάλλος ιστορικός Driault,[1] το θεωρούν μεγαλύτερο και χειρότερο ακόμη και από την Άλωση. Ένα και μισό εκατομμύριο άνθρωποι αναγκάστηκαν δια στόματος μαχαίρας αλλά και με το γράμμα του νόμου, την Ειδική Σύμβαση της ανταλλαγής πληθυσμών της 30ης Ιανουαρίου 1923 δηλαδή, να εγκαταλείψουν οριστικά και αμετάκλητα τις πατρογονικές τους εστίες και να ζητήσουν καταφύγιο στην Ελλάδα αλλά και, σαν πουλιά κυνηγημένα, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, από τον Ρωσικό Πόντο μέχρι τη Μασσαλία, τον Ιζέρ ποταμό και τον Καναδά.

Επιβεβαίωση του ισχυρισμού αυτού αποτελεί και η οσημέραι για το γεγονός αυτό αυξανόμενη βιβλιογραφία. Ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, δημοσιολόγοι και λόγιοι μεγάλου βεληνεκούς εξακολουθούν να αναψηλαφούν τα γεγονότα, να  αναδιφούν τις Σελίδες της Ιστορίας και να προσπαθούν να βρουν απαντήσεις σε ερωτήματα από τη φύση τους πελώρια. Και φυσικά να διαφωνούν. Γιατί το γεγονός είναι όντως πολυσήμαντο και δεν επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις.[2]

Πελώρια ερωτήματα, όπως η πατρότητα της ιδέας της ανταλλαγής των πληθυσμώ –πρωτοφανούς και ευτυχώς χωρίς επανάληψη γεγονότος‒ είναι φυσικό να μη βρίσκουν απαντήσεις. Γιατί ακόμη και αν υπάρχουν (και υπάρχουν) η ψυχή του ανθρώπου αρνείται να τις αποδεχθεί. Δεν μπορεί να γίνει κατανοητό και πολύ περισσότερο αποδεκτό, πώς ανθρώπινα χέρια μπόρεσαν να υπογράψουν μια τόσο απάνθρωπη συμφωνία, ερήμην μάλιστα των ενδιαφερομένων, η οποία όχι μόνο επέβαλε την αναγκαστική εντός τακτού χρόνου ανταλλαγή ανθρώπων (και η οποία μάλιστα απέκλειε ες αεί το δικαίωμα της επιστροφής) αλλά και πώς η Κοινωνία των Εθνών έβαλε πάνω στη συνθήκη αυτή τη σφραγίδα της διεθνούς νομιμότητας.[3]

Και βέβαια το καθοριστικό ερώτημα: Τι έφταιξε; Και τα επιμέρους ερωτήματα: α) Υπήρχε πιθανότητα η εκστρατεία στη Μικρά Ασία να είχε αίσιον τέλος για την Ελλάδα και τους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς; Και, β) Αν στο τιμόνι της Ελλάδος εξακολουθούσε να βρίσκεται μέχρι το τέλος η πολιτική ιδιοφυΐα του Ελεθερίου Βενιζέλου, θα ήταν η έκβαση του πολέμου διαφορετική ή εν πάση περιπτώσει δεν θα επήρχετο η καταστροφή;

Νομίζω ότι τα ερωτήματα αυτά, που δικαίως φωλιάζουν στις ψυχές μας, επιδέχονται μόνο πολιτικές απαντήσεις. Όχι επιστημονικές. Γι’ αυτό παρεμβάλλοντας ένα πελώριο ΑΝ θα αναφερθώ στα ίδια τα γεγονότα. Ναι λοιπόν, μπορούσε η απόβαση στη Σμύρνη να είχε αίσιο τέλος για την Ελλάδα και τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικρασίας, αν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε γίνει όντως για τις αρχές που επισήμως διεκήρυσαν οι νικητές και όχι για το μοίρασμα των αγορών και την ανακατανομή των σφαιρών επιρροής.[4] Η Συνθήκη των Βερσαλλιών, μια από τις πιο αμφιλεγόμενες διεθνείς συνθήκες, έδωσε στους Συμμάχους υπό μορφήν εντολής όλες τις γερμανικές αποικίες στην Ανατολική και Νοτιοδυτική Αφρική, στο Καμερούν, τη Νήσο Σομόα, Τη Νέα Γουινέα και τα Νησιά Μάρσαλ. Το ίδιο συνέβη και με τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Ναι λοιπόν, αν οι ρυθμίσεις της συνθήκης των Σεβρών, που έδιναν στην Ελλάδα την Ανατολική Θράκη, ( πλην της Κωνσταντινουπόλεως, της Ανδριανούπολης και της Χερσονήσου της Καλλίπολης), την Ίμβρο και την Τένεδο και την περιοχή της Σμύρνης, (όπου όμως δημοψήφισμα που θα γινόταν μετά πενταετία θα αποφάσιζε για την οριστική τύχη των κατοίκων της) εφαρμοζόταν. Η Συνθήκη των Σεβρών όμως, όπως είχε προβλέψει ο γάλλος πρόεδρος Ραιημόν Πουανκαρέ, αποδείχθηκε πιο εύθραυστη και από τις περίφημες πορσελάνες των Σεβρών. Άλλωστε ουδεμία χώρα της Αντάντ την επικύρωσε, ούτε καν η ελληνική Βουλή.

Ναι λοιπόν, θα μπορούσε να έχει αίσιο τέλος, αν η Ελλάδα εκουσίως ή ακουσίως δεν επιχειρούσε την εκστρατεία προς την Άγκυρα. Ναι λοιπόν, αν στην πορεία δεν αναδυόταν η στρατιωτική και πολιτική ιδιοφυΐα του Μουσταφά Κεμάλ, που δικαίως ονομάσθηκε από τους τούρκους Ατατούρκ, και ο εύλογος τουρκικός εθνικισμός. Ναι λοιπόν, αν στο δημοψήφισμα του Νοεμβρίου του 1920 δεν επικρατούσαν οι πολιτικοί αντίπαλοι του Βενιζέλου και αν δεν επέστρεφε ο Κωνσταντίνος, γεγονός που έδωσε το πρόσχημα στους Συμμάχους να εγκαταλείψουν την Ελλάδα εκεί στα βάθη του Εσκί-Σεχίρ και στον Σαγγάριο ποταμό, παίρνοντας ο καθένας τα ανάλογα ανταλλάγματα από τα χέρια του Μουσταφά Κεμάλ, που αποδείχθηκε και κατά τούτο διπλωματική ιδιοφυΐα – μεταξύ των εθνικών κρατών δεν υπάρχουν αιώνιοι φίλοι ούτε αιώνιοι εχθροί, υπάρχουν μόνο αιώνια συμφέροντα, είχε πει τον 19ο αιώνα ο λόρδος Πάλμερστον.[5]  Τα κράτη δεν έχουν φίλους, έχουν συμφέροντα, θα επαναλάβει αργότερα ο Κάρολος Ντε Γκωλ.[6]

Με το ΑΝ όμως και υποθέσεις ούτε ξαναγράφεται η ιστορία, ούτε αλλάζουν τα πράγματα. Απλώς εμείς τώρα, εκ των υστέρων, βρίσκουμε ευκαιρία και προσχήματα για να διαιωνίζουμε τις πολιτικές μας αντιδικίες και, προβάλλοντας το παρελθόν στο σήμερα, να το χρησιμοποιούμε για να ελέγξουμε το αύριο, αφού ο έλεγχος της ιστορίας αποτελεί υψηλό πολιτικό διακύβευμα.

Ενενήντα τρία χρόνια μετά την Καταστροφή όλοι επίσης συμφωνούμε, ότι το καθοριστικό αυτό γεγονός μετέβαλε όχι μόνο τον ρουν της νεώτερης ιστορίας μας αλλά και τη συλλογική μας συνείδηση και την οπτική γωνία υπό την οποία βλέπουμε τα πράγματα. Η μικρασιατική τραγωδία, γράφει ο καθηγητής Πασχάλης Κιτρομιλίδης, εξακολουθεί να κυριαρχεί στη συνείδηση του νέου ελληνισμού σαν το θεμελιώδες γεγονός το οποίο μετέβαλε τον χαρακτήρα και τη ροή της ιστορίας του έθνους στη σύγχρονη εποχή.[7] Το φαινόμενο, γράφει ο καθηγητής Γεώργιος Τενεκίδης, σχολιάζοντας τη διαπίστωση του Κιτρομιλίδη, εντάσσεται, κατά κύριο λόγο, στην ανάγκη της αναζήτησης και της συνειδητοποίησης της ταυτότητας μας.

Πέρα όμως και πάνω από τις διαπιστώσεις αυτές αδιάψευστη απόδειξη, καθρέπτη θα λέγαμε, της αλλαγής και της αναζήτησης αυτής της ψυχής μας, αποτελεί η ποίηση μας. Γιατί η ποίηση όταν είναι ποίηση και για να είναι ποίηση δεν μπορεί να ψεύδεται. Στα χρόνια λοιπόν που επακολουθούν η στεντόρεια φωνή του Κωστή Παλαμά, που επί 50 χρόνια αποτελούσε τη συλλογική μας συνείδηση, παύει σιγά- σιγά να ακούγεται ή υποχωρεί ή όταν εκφέρεται ακούγεται ως ήχος κενός, που δεν πείθει. Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς δεν είναι πια ούτε μαρμαρωμένος, ούτε βασιλιάς και πάντως δεν μας περιμένει να τον αναστήσουμε. Η Μεγάλη Ιδέα δεν είναι πια ούτε μεγάλη, ούτε ιδέα. Ο ελληνισμός αναζητά ένα καινούριο πεπρωμένο, περισσότερο κοντά στην πραγματικότητα που ζει και στις ανάγκες του. Μάταια ο Άγγελος Σικελιανός προσπαθεί με τις Δελφικές γιορτές να βάλει στη θέση της μιαν άλλη μεγάλη ιδέα, αυτή του Παγκόσμιου Ελληνισμού, που δήθεν είναι προορισμένος από τη μοίρα να φέρει την Παγκόσμια Αρμονία Ο διαχρονικός και υπερτοπικός αυτός ελληνισμός και αν ακόμη υπήρξε, σήμερα δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Τώρα ακούγονται ο σαρκαστικός λόγος του Καρυωτάκη και η στοχαστική φωνή ενός παράξενου Σμυρνιού, που ακούει στο όνομα Σεφέρης και προσπαθεί να μιλήσει με νέους τρόπους, φερμένους από την Εσπερία.

Στους Δελφούς εμετρήθηκε το πνεύμα δύο Ελλάδων

Ο Αισχύλος πάλι ξύπνησε την ηχώ των Φαιδριάδων

Lorgnons, Kodaks, opérateurs στου Προμηθέα τον πόνο

Έδωσαν ιδιαίτερο, γραφικότατο τόνο.

σαρκάζει ο Καρυωτάκης. Η ηχώ μόνο, χωρίς τη φωνή που προκαλεί την ηχώ. Και προπάντων ο πόνος του Προμηθέα που δεν θεραπεύεται με γραφικότητες.

Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά.

Άλλοτε μας ήταν εύκολο να αντλήσουμε είδωλα και στολίδια

για να χαρούν οι φίλοι, που μας έμειναν πιστοί.

Έσπασαν τα σκοινιά μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού το στόμα

μας θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία.

διαπιστώνει ο Γιώργος Σεφέρης και αναρωτιέται:

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας

πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών

στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε,

χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα

ούτε με τ’ άστρα που δηλώνουν την άκρη του καταρτιού.

Ναι  λοιπόν, η Μικρασιατική καταστροφή υπήρξε το μεγαλύτερο μετά την Άλωση πλήγμα για τον νεώτερο ελληνισμό. Και η συμφωνία για την ανταλλαγή υπήρξε μέτρο ασύλληπτης σκληρότητας.  Αλλά σήμερα, ένα αιώνα περίπου μετά την Καταστροφή μπορούμε να συμφωνήσουμε –όλοι συμφωνούν σ’ αυτό– ότι η έλευση των προσφύγων υπήρξε η αφετηρία για μια νέα αναγέννηση του ελληνισμού. Αντιγράφω από τον 7ο τόμο της «Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού 1770-2000» της εκδοτικής εταιρίας «Ελληνικά Γράμματα»: «Το βέβαιο είναι ότι η σύμβαση της ανταλλαγής (1923) οριοθετεί μια νέα εποχή για την Ελλάδα, καθώς για πρώτη φορά δημιουργούνται οι συνθήκες για τη θεμελίωση ενός σύγχρονου και βιώσιμου εθνικού κράτους. Τόσο δραματικά αλλάζουν τα δεδομένα ύπαρξης και εξέλιξης της χώρας, ώστε μπορούμε να μιλήσουμε όχι απλώς για τομή της ιστορικής πορείας αλλά για νέα αφετηρία δημιουργίας της σύγχρονης Ελλάδας».[8]

Η έλευση των προσφύγων συνετέλεσε όχι μόνο στη συγκρότηση ενός εθνολογικά ομοιογενούς κράτους αλλά και στην ανάπτυξη αυτού του κράτους πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά. Οι πρόσφυγες ως σύνολο σχεδόν ήταν σταθερά προσανατολισμένοι στον δημοκρατικό χώρο, η χώρα πλουτίστηκε με ανθρώπους δεδομένης επιχειρηματικής ικανότητας και πείρας, που μέχρι τότε πρωταγωνιστούσαν στις μεγάλες αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως αναφέρεται στην έκθεση του 1926 της ΚΤΕ, τον χρόνο αυτό από τους 7000 εμπόρους και βιομηχάνους τους εγγεγραμμένους στο Επιμελητήριο Αθηνών οι 1000 ήταν πρόσφυγες, ενώ στον Πειραιά η αναλογία ήταν μεγαλύτερη.[9]

Το ίδιο  συνέβη και στην παιδεία, την τέχνη του λόγου, τη ζωγραφική και στον λαϊκό πολιτισμό. Αναφέρω τα ονόματα του Σεφέρη, του Ηλία Βενέζη, του Φώτη Κόντογλου, του Γιώργου Θεοτοκά, του Κοσμά Πολίτη, του Δημήτρη Γληνού. Και αντιγράφω από την ίδια Ιστορία: «Ο λαϊκός πολιτισμός, η μουσική, το τραγούδι, ο χορός, η μαγειρική, η ενδυμασία, τα έθιμα των Μικρασιατών πλούτισαν την ελληνική λαϊκή παράδοση»[10].

Είπαμε παραπάνω ότι η έλευση των προσφύγων υπήρξε η αφετηρία για μια νέα αναγέννηση του νέου ελληνισμού. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, ότι η εγκατάσταση και η προσπάθεια αποκατάστασης και ενσωμάτωσης των προσφύγων υπήρξε μια πραγματική εποποιΐα. Ένα και μισό εκατομμύριο άνθρωποι, αν στους αφιχθέντες μετά την καταστροφή προσθέσουμε και αυτούς που είχαν έλθει πριν από την καταστροφή εκουσίως ή ακουσίως,  έπρεπε να αποκτήσουν στέγη και τροφή και επαγγελματική αποκατάσταση. Και αυτό εν πολλοίς έγινε χάρις στην οικονομική συμβολή της διεθνούς κοινότητας και ιδιαίτερα της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία αποδεχόμενη σχετικό ελληνικό αίτημα, ενέκρινε τη δανειοδότηση της χώρας μας, θέτοντας ως όρο: α) ότι τα χρήματα του δανείου θα τα διαχειριζόταν μια διεθνής επιτροπή, που θα την αποτελούσαν δύο ξένοι υπήκοοι (πρόεδρος και αντιπρόεδρος –ο πρόεδρος υποχρεωτικά αμερικανός) και δύο έλληνες και β) ότι τα χρήματα αυτά η επιτροπή δεν θα μπορούσε να τα διαθέσει για την  προσωρινή περίθαλψη των προσφύγων, αλλά μόνο για την οριστική αποκατάσταση τους σε σπίτια και σε παραγωγική εργασία. Η ελληνική πολιτεία έθεσε στη διάθεση της επιτροπής 8.4000.000 στρέμματα γης, (αγροτικές εκτάσεις και περιαστικά ακίνητα) και το ποσόν των δύο δανείων που είχε συνάψει στο εξωτερικό. Η επιτροπή αυτή ήταν η περίφημη έκτοτε “Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων”, (ΕΑΠ), η οποία στα επτά χρόνια της λειτουργίας της επιτέλεσε ένα τιτάνιο έργο. Πρώτος πρόεδρος υπήρξε ο αμερικανός διπλωμάτης και θερμός φιλέλληνας Ερρίκος Μορκεντάου (Herny Morgenthau).[11] ( Μέχρι κάποια εποχή ένας κεντρικός δρόμος του Δήμου μας έφερε το όνομα του, αργότερα στον δρόμο αυτόν δόθηκε το όνομα μιας βασίλισσας, ενώ από το 1974 ο δρόμος αυτός φέρει ένα άλλο όνομα –δείγματα της αλλαγής των καιρών αλλά και της επιπολαιότητας με την οποία διαβάζουμε την ιστορία μας).

Τιτάνιο έργο όμως επιτελέσανε και οι πρόσφυγες. Σε σχετικά σύντομο διάστημα χρόνου όχι μόνο κατάφεραν να στήσουν το σπιτικό τους, να στήσουν επιχειρήσεις, να αναπροσανατολισθούν επαγγελματικά, αλλά και να αρχίσουν τον αγώνα για τη βελτίωση της ζωής τους.

 Ο ακάματος Λουκάς Χριστοδούλου –γιος του τυπογράφου Παναγιώτη Χριστοδούλου, με τον οποίο είχα την τύχη να συνεργαστώ πολλές φορές– στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του για τα σωματεία της Νέας Ιωνίας σημειώνει: «Μέσα σε λίγες μέρες, τον τραγικό εκείνο Σεπτέμβρη του 1922, εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένοι της καθ’ ημάς Ανατολής, με τη φλόγα της πυρκαγιάς ακόμη στα μάτια , έφταναν στη “μητέρα πατρίδα” για να βρουν τη σωτηρία κι αν μπορούν να ξαναφτιάξουν από την αρχή τη σακατεμένη ζωή τους. Αρκετοί από αυτούς κατέληξαν στον τόπο που τον έλεγαν τότε “Ποδαράδες”,  λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. “Εδώ τους είπαν θα εγκατασταθείτε!”. “Μη ζητάτε πολλά. “Μη σκέφτεστε αυτά που χάσατε”».

Και όντως εκείνοι δεν ζήτησαν πολλά, ζήτησαν όμως  τα αυτονόητα και ποτέ δεν έπαψαν να αναζητούν και να νοσταλγούν τις χαμένες πατρίδες τους. «Χρόνια μετά την Καταστροφή», γράφει ο Γ. Τενεκίδης, «άνδρες ώριμοι, σκληροί στην αντιμετώπιση της ζωής, αξιοπρεπείς και γενναίοι ξεσπούσαν σε λυγμούς όταν αναπολούσαν τη χαμένη τους πατρίδα και ξανάφερναν στη μνήμη το ρημαγμένο σπιτικό, που κληροδότησαν σ’ αυτούς, μαζί με την οικογενειακή θαλπωρή και τις συνυφασμένες με αυτήν ακατάλυτες εθνικές αξίες, οι πατέρες τους».[12]

Δύο ήταν τα μεγάλα προβλήματα των προσφύγων, η αποκατάσταση και η νοσταλγία. Στην αποκατάσταση περιλαμβανόταν η στέγαση, η εργασία αλλά και η αποζημίωση, που σύμφωνα με τη Συμφωνία  της Λωζάνης έπρεπε να λάβουν για τις περιουσίες που είχαν αφήσει πίσω τους. Στη νοσταλγία περιλαμβανόταν και η ελπίδα, ότι γρήγορα θα γύριζαν στις πατρίδες τους. Η ανάγκη της στέγασης ικανοποιήθηκε κατά ένα μέρος με την ανέγερση τυποποιημένων, διαφόρων μορφών κατά περιοχή, κατοικιών, ενώ η ανάγκη για εργασία ικανοποιήθηκε κατά ένα μεγάλο ποσοστό με την ανέγερση και τη λειτουργία μικρών ή μεγαλύτερων εργοστασίων υφαντουργίας και ταπητουργίας επί οικοπέδων που παραχωρήθηκαν σε πρόσφυγες επιχειρηματίες σε πολύ χαμηλή τιμή.

«Οι συνθήκες στέγασης των προσφύγων ήταν άθλιες», γράφει ο ιστορικός Χάρης Σαπουντζάκης. «Στην αρχή σε σκηνές, παράγκες, πρόχειρα καταλύματα από χαρτόνια, τενεκέδες, πισόχαρτα, Μετά, εγκατάσταση στις προσφυγικές κατοικίες, κατά τρόπο μαζικό. Οι χώροι όμως αυτοί στερούνται των αναγκαίων. Δεν υπάρχει ύδρευση, φως, αποχέτευση. Γύρω λάσπη και τέλματα. Με τις αρρώστιες να θερίζουν, ιδίως τα παιδιά». Και οι κατοικίες; «Η βασική κατοικία», γράφει, «είχε εμβαδόν 40 τ.μ. Απετελείτο από μια μικρή είσοδο (χωλ), δυο κύρια δωμάτια και ένα w.c.» Υπήρχε όμως και η “Ελεύθερη” κατοικία, όπως την έλεγαν, είχε εμβαδόν 27 τ.μ., ένα κύριο δωμάτιο, μια κουζίνα – καθιστικό και το αποχωρητήριο. «Πολλές φορές», επιλέγει,  «υπήρχε ένα μόνο δωμάτιο και αποχωρητήριο κοινόχρηστο. Γι’ αυτό και όλα σχεδόν τα πεζοδρόμια της Ελευθερούπολης κατελήφθησαν αυθαίρετα για να επεκταθεί ο ωφέλιμος χώρος». [13]

Ένα τρίτο, όχι μικρό, πρόβλημα ήταν η ένταξη των προσφύγων στην κοινωνία και οι εις βάρος τους ρατσιστικές διακρίσεις στον καθημερινό βίο, που σε ορισμένες περιπτώσεις –ευτυχώς όχι στη Νέα Ιωνία, όπου άλλωστε δεν υπήρχαν γηγενείς– έλαβαν και τη μορφή συγκρούσεων γηγενών και προσφύγων. Η λέξη πρόσφυγας είχε άκρως απαξιωτική και υβριστική σημασία   Πολλοί, όπως γράφει ο ιστορικός Γιώργος Γιαννακόπουλος στο βιβλίο που προανέφερα, αναγκάστηκαν να απαλείψουν από τα επώνυμά τους τα τουρκογενή προθέματα και τις καταλήξεις ή και να τα αλλάξουν τελείως.[14]

Για την αποκατάσταση των προσφύγων, γράφει ο ιστορικός Νίκος Ανδριώτης, η ΕΑΠ επιδίωξε οι πρόσφυγες που προέρχονταν από τον ίδιο οικισμό ή έστω την ευρύτερη περιοχή, να εγκατασταθούν μαζί στο ελληνικό έδαφος. Αυτή η επιδίωξη είναι που διαμόρφωσε και τις διάφορες συνοικίες της πόλης μας. Και τους έδωσε και τα ονόματα τους. Πάντοτε γύρω από μια εκκλησία, που έκτιζαν και την αφιέρωναν στον Άγιο που λάτρευαν και στην πατρίδα τους.[15]

Αυτές οι ανάγκες και η νοσταλγία είναι που ώθησαν αυτούς τους πρώτους οικιστές να δημιουργήσουν και τα πρώτα σωματεία, που  ο ακάματος, επίμονος και συστηματικός Σπάρταλης Λουκάς Χριστοδούλου έχει καταγράψει στο βιβλίου του. Και τα παρακολουθεί έκτοτε και μέχρι σήμερα με ονόματα, ημερομηνίες, αριθμούς εγκρίσεως και δράσεις. Όπως και αυτά που δημιουργήθηκαν αργότερα και μέχρι το 1974. Τρία χρόνια, λέει, του πήρε αυτή η αναδίφηση, ‒κυρίως στα Αρχεία του Κράτους‒, και η συστηματική μελέτη και καταγραφή. Και δεν είναι λίγα για μια δουλειά που από τη φύση της είναι κοπιαστική  και ψυχοφθόρος και δεν είναι πολλά όταν το κίνητρο είναι η αγάπη.

Μόνο για την περίοδο των πρώτων 50 χρόνων ανιχνεύει και καταγράφει 250 περίπου σωματεία, συλλόγους, ενώσεις, οργανώσεις, συνδικάτα, συνεταιρισμούς οικοδομικούς και καταναλωτικούς, αδελφότητες, επιτροπές κλπ κατανεμημένα σε πολλές κατηγορίες: σωματεία προσφυγικά, κοινωνικά, αθλητικά, πολιτικά, επαγγελματικά, θρησκευτικά κλπ.

Το πρώτο σωματείο που εντοπίζει είναι η «Προσφυγική Κοινότης Ινεπόλεως», που ιδρύεται στις 18 Μαΐου 1923 και έχει έδρα τη σημερινή συνοικία της Ινέπολης. Το δεύτερο είναι ο «Προσφυγικός Σύλλογος των εν Αθήναις και Περιχώροις Ινεπολιτών “Η Κοίμησις της Θεοτόκου”». Το παράδοξο είναι ότι και τα δύο σωματεία έχουν την ίδια έδρα, επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς και πολλά μέλη ανήκουν και στα δύο σωματεία. Ο Πέτρος Κοπτερίδης πχ στο πρώτο είναι ταμίας και στο δεύτερο πρόεδρος. Τα σωματεία αυτά κατάφεραν σε λίγο χρόνο να εγκαταστήσουν στην περιοχή της Ινέπολης διάσπαρτους  σ’ όλη  την Αττική συμπατριώτες τους, να βάλουν τα θεμέλια για την ανέγερση της εκκλησίας τους, να αποκτήσουν δική τους στέγη και να δημιουργήσουν το ιστορικό πια νυκτερινό γυμνάσιο Ινεπόλεως. Σήμερα επιζεί μόνο το ένα και στεγάζεται στο ιδιόκτητο κτίριο του στην οδόν Τρωάδος. Τον ίδιο καιρό δημιουργείται ο βραχύβιος, όπως φαίνεται, «Σύλλογος Σαμφραμπολιτών “Ο Άγιος Στέφανος”.

To 1924 ιδρύεται και το πρώτο επαγγελματικό σωματείο. Είναι η “ Ένωσις Εμπόρων και Καταστηματαρχών Ιωνίας”, που, όπως σημειώνει ο Λουκάς Χριστοδούλου, είχε τα μετέπειτα χρόνια μεγάλη κοινωνική δράση και έκανε αποτελεσματικές παρεμβάσεις στην Πολιτεία για όλα τα θέματα της Νέας Ιωνίας. Μια υποχρεωτική στάση πρέπει όμως να κάνουμε στην “Πανιώνιο Οργάνωση Προσφύγων”, η οποία ιδρύθηκε το 1924 και εξέδιδε την εβδομαδιαία εφημερίδα “Η Κυριακάτικη” και αγωνίσθηκε μαχητικά για τα προβλήματα των προσφύγων. Στις 19 Οκτωβρίου μάλιστα οργάνωσε μεγάλο συλλαλητήριο στη Νέα Ιωνία, στην πλατεία Αγίων Αναργύρων, κατά της αυξήσεως των εισιτηρίων στο σιδηρόδρομο και κατά της μειώσεως των δρομολογίων, ενώ το 1925 είχε το θάρρος να αντιταχθεί στο δημοψήφισμα του Παγκάλου, γεγονός που προκάλεσε την κατάσχεσή της από τις αστυνομικές αρχές. Δεν θα μιλήσω για τα άλλα σωματεία, ούτε δηλαδή για την όντως ιστορική “Ένωση Σπάρτης”, ούτε για τον επίσης ιστορικό “Ιωνικό Σύνδεσμο”, ούτε για τα αθλητικά σωματεία και τους διάσημους ποδοσφαιριστές τους, γιατί υπάρχει κίνδυνος να ξεπεράσω το μέγεθος του βιβλίου του Λουκά. Θα σημειώσω μόνο ότι η Ένωση Σπάρτης Μικράς Ασίας αποτελεί μετεξέλιξη του “Συλλόγου Νέων Σπάρτης Νέας Ιωνίας”, που λειτούργησε εν τοις πράγμασι από το 1923. Ιδρύθηκε το 1933 και σήμερα υπηρετεί επιτυχώς κυρίως την παράδοση, ενώ ο Ιωνικός Σύνδεσμος που ιδρύθηκε το 1950, διαλύθηκε βιαίως από τη χούντα των συνταγματαρχών το 1967 και ανασυστήθηκε το 1974, υπηρετεί πρωτίστως την τρέχουσα πολιτιστική πραγματικότητα.

Θα τελειώσω με δύο πληροφορίες που μας παρέχει ο Λ.Χ.: α) Η δικτατορία των συνταγματαρχών χαρακτήρισε το 1967 δέκα σωματεία ως αντεθνικώς δρώντα και τα διέλυσε και β) ότι από τα 250 σωματεία που κατά καιρούς ιδρύθηκαν, σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν μόνο έντεκα. 

Εν κατακλείδει: Το βιβλίο του Λουκά Χριστοδούλου αποτελεί φόρο τιμής στους ξεριζομένους έλληνες και τη συλλογική τους δράση για να ξανακερδίσουν τη ζωή τους. Και προφανώς εκπλήρωση οφειλής στον Παναγιώτη και την Ελισάβετ, όπως το επιβεβαιώνει και η σχετική αφιέρωση.


[1] Φ.Δ. Αποστολόπουλος, «Ο Ελληνισμός της Μικρασίας», στο «Η Έξοδος»,  τόμος Α΄, σελ. οζ΄, εκδ. “Κέντρο Μικρασιατικών Μελετών”, Αθήνα 1980.

[2]  Γ.Κ. Τενεκίδης, «Πρόλογος», στο «Η Έξοδος» όπ. π. , τ. Α΄, σελ. ιζ., όπου και παραπομπές.

[3] Η σύμφωνία της ανταλλαγής έγινε υπό το βάρος της σκληρής πραγματικότητας, που είχε διαμορφωθεί μετά την έξοδο χιλιάδων Ελλήνων από τις πατρογονικές εστίες τους και την άρνηση του Κεμάλ να δεχθεί την επιστροφή τους. Εξ άλλου διευκόλυνε τα σχέδια και του Βενιζέλου και του Ατατούρκ για τη δημιουργία και την αναγνώριση σταθερών συνόρων και ομοιογενών εθνικών κρατών. Βλ. Νίκος Ανδριώτης, «Οι Πρόσφυγες, Η άφιξη και τα πρώτα μέτρα περίθαλψης», στο «Ιστορία του νέου ελληνισμού», 7ος τόμος, σελ. 83, εκδ. “Ελληνικά Γράμματα”, Αθήνα 2003

[4] Φ.Δ. Αποστολόπουλος, «Ο Ελληνισμός της Μικρασίας», όπ.π.  τόμος Α΄, σελ. νζ΄.

[5] Ηλίας Θερμός, Η γερμανική ηγεμονία, εκδ. Το Βήμα, σελ. 112 Αθήνα 2015.

[6] Στην διακοίνωση των  Συμμάχων, ότι η επαναφορά του Κωνσταντίνου θα σήμαινε ρήξη στις σχέσεις τους με την Ελλάδα, η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ (23.11.1920), απηχούσα τις απόψεις της κυβέρνησης, απαντούσε: «Αι Δυνάμεις  με προειδοποιούν ότι αν επαναφέρω τον Βασιλέα μου, θα δημιουργηθούν σχέσεις όχι  φιλικαί. Θα επαναφέρω λοιπόν ΕΓΩ  τον βασιλέα μου, διότι είμαι βέβαιος, ότι αι Δυνάμεις δεν θα έχουν λόγον να να δυσπιστούν και να ανησυχούν και συνεπώς αι σχέσεις μας δεν θα ζημιωθούν». Και περαιτέρω αναφερόμενη στο ενδεχόμενο οικονομικών κυρώσεων έγραφε:  «… βεβαίως θα εζημιούμην εγώ, αλλά (άλλο) τόσον και αυτοί». (Βλ. Π. Μανδραβέλης, εφ. Η Καθημερινή / 19.4.2015 σελ.16.)  

[7]  Γ.Κ. Τενεκίδης, «Πρόλογος», στο «Η Έξοδος» όπ. π. , τ. Α΄, σελ. ιζ., όπου και παραπομπές.

[8]  Γιώργος Γιαννακόπουλος, «Η Ελλάδα με τους πρόσφυγες», στο «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000», σελ.100 εκδ. “Ελληνικά Γράμματα”, Αθήνα 2003

[9] Γιώργος Γιαννακόπουλος, «Οι Πρόσφυγες, Η άφιξη και τα πρώτα μέτρα περίθαλψης», όπ.π,. 7ος τόμος, σελ.97.

[10] Γιώργος Γιαννακόπουλος, ,όπ. π. σελ. 99

[11] Νικος Ανδριώτης, «Οι Πρόσφυγες, Η άφιξη και τα πρώτα μέτρα περίθαλψης», όπ.π., σελ. 85.

[12] Γ.Τενεκίδης, «Η Εξοδος», σελ΄ ιθ΄, όπ. π.

[13] Χάρης Σαπουντζάκης, στον τόμο «Νέα Ιωνία 1923- 2003, 80 Χρόνια», σελ.14 εκδ. ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ, Αθήνα 2004.

[14] Γιώργος Γιαννακόπουλος, «Οι Πρόσφυγες, Η δύσκολη κοινωνική αφομοίωση», όπ.π., 7ος τόμος, σελ.91.

[15] Νικος Ανδριώτης, «Οι Πρόσφυγες, Η άφιξη και τα πρώτα μέτρα περίθαλψης»,όπ. π., 7ος τόμος, σελ. 79. 

*Ο Χ.Ρ είναι ποιητής. Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή το βιβλίο του Λουκά Π. Χριστοδούλου «Η Ιστορία των σωματείων της Νέας Ιωνίας, από την ίδρυση της πόλης έως τη Μεταπολίτευση, 1923- 1974», εκδόσεις ΜΠΑΛΤΑ, 2014, σελ.655

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ