Βιβλιο

Πασκάλ Μπρυκνέρ: Ένα κακό ριμέικ

Απόσπασµα από το βιβλίο «Ένας σχεδόν τέλειος ένοχος - Κατασκευάζοντας τον λευκό ως αποδιοποµπαίο τράγο» (εκδ. Πατάκη, μτφ. Ανδρέας Παππάς)

62222-137653.jpg
A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 21ος αιώνας
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πασκάλ Μπρυκνέρ: Ένα κακό ριμέικ
© Eric Fougere / Getty Images

Πασκάλ Μπρυκνέρ: «Ένας σχεδόν τέλειος ένοχος» (απόσπασμα)

* Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1948. To όνοµά του συνδέθηκε µε τους Νέους Φιλοσόφους, ενώ έγινε παγκόσµια γνωστός µε τα Μαύρα φεγγάρια του έρωτα (Εκδόσεις Πατάκη, 2017), που πρωτοεκδόθηκαν το 1981 και έγιναν ταινία από τον Ρόµαν Πολάνσκι το 1992. Τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, Kριτική και Αστάρτη.

Σε κείμενο που στάλθηκε το 2018 στο περιοδικό «Sociology of Race and Ethnicity», Αµερικανοί καθηγητές, εκφράζοντας έντονη ανησυχία για το επίπεδο του πνευµατικού διαλόγου στις Ηνωµένες Πολιτείες, πρότειναν στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού επιλεγµένα αποσπάσµατα από το «Ο αγών µου» του Χίτλερ στα οποία ο όρος «λευκός» θα αντικαθιστούσε τον όρο «εβραίος». Η πρόταση τελικά απορρίφθηκε, όχι όµως χωρίς να λάβει τους επαίνους αρκετών πανεπιστηµιακών. Μεταξύ άλλων, γράφτηκε: «Αυτό το κείµενο έχει την προοπτική να γίνει µια ισχυρή και µοναδική συνεισφορά στη βιβλιογραφία που πραγµατεύεται µηχανισµούς οι οποίοι ενισχύουν την προσκόλληση σε απόψεις περί λευκής υπεροχής». Οι τρεις καθηγητές, ο Peter Boghossian, ο James Lindsay και η Helen Pluckrose ήταν ήδη γνωστοί από άλλες «φάρσες», κάποιες από τις οποίες είχαν φιλοξενηθεί σε έντυπα υψηλού επιπέδου: µία περί «της κουλτούρας του βιασµού στους σκύλους στα πάρκα του Πόρτλαντ (Όρεγκον)» και ακόµα µία, το 2017, που υποστήριζε ότι το πέος είναι κοινωνικό δηµιούργηµα, υπεύθυνο, µεταξύ άλλων, και για την κλιµατική αλλαγή. Οι τρεις ερευνητές απειλήθηκαν µε απόλυση από τα πανεπιστήµιά τους και κατηγορήθηκαν ότι έπαιζαν το παιχνίδι της δεξιάς.

Μια καλπάζουσα µολυσµατική νόσος

Τι μας λένε αυτές οι προκλητικά ακραίες πρωτοβουλίες; Πολλά σχετικά µε την υποβάθµιση των αµερικανικών πανεπιστηµιακών ηθών και ακόµα περισσότερα για µια νοοτροπία που κερδίζει έδαφος στην Ευρώπη. Ένα παράδειγµα, µεταξύ άλλων, από τη Γαλλία: ντοκιµαντέρ που αναρτήθηκε στον ιστότοπο του France Culture, τον Νοέµβριο του 2019, εξηγεί ότι το πάλλευκο χρώµα των αρχαιοελληνικών γλυπτών είναι «αποτέλεσµα αντιδραστικής προσέγγισης δύο χιλιάδων ετών». Μας είπαν ψέµατα: «Όχι, τα αρχαιοελληνικά αγάλµατα δεν ήταν λευκά, αλλά χρωµατισµένα. Η Ιστορία µάς το έκρυψε, για να προωθήσει το λευκό ως ιδεώδες σε µια Δύση που αποστρεφόταν το χρώµα, θεωρώντας το σύµβολο ετερότητας και επιµειξίας». Μολονότι αυτή η καραµέλα έπαψε να αναµασάται µε τον καιρό, εξακολουθεί, σύµφωνα µε τον αρχαιολόγο Philippe Jockey, που επιµελήθηκε το ντοκιµαντέρ, να ισχύει ότι η πολυχρωµία των αρχαίων γλυπτών αποκρύφτηκε για λόγους πολιτικής σκοπιµότητας: «Ας µιλήσουµε µε επίσηµους όρους: στην πραγµατικότητα, πρόκειται για µια απόρριψη του Άλλου, που βλέπουµε να κάνει την εµφάνισή της ήδη από τα πρώτα κείµενα του Πλίνιου του Πρεσβύτερου και να κορυφώνεται µε τις φριχτές ωµότητες του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου». Διάβολε! O Πλίνιος ο Πρεσβύτερος πρόδροµος του Αδόλφου Χίτλερ! Ο Philip Jockey είναι πιθανώς ικανός αρχαιολόγος, αλλά µάλλον κακός ιστορικός. Τα αρχαιοελληνικά γλυπτά ήταν πράγµατι πολύχρωµα, αλλά οι έννοιες που παρουσιάζει µε τόσο στόµφο είναι όψιµα κατασκευάσµατα που εµφανίστηκαν πρόσφατα και τα οποία εκείνος «κολλάει» στην αρχαία Ελλάδα.

Ούτε η «Δύση» ούτε ο «Άλλος», και ακόµα λιγότερο η «επιµειξία», είχαν την παραµικρή εννοιολογική συνάφεια µε την εποχή της αρχαιοελληνικής γλυπτικής, η χρήση τους στα εν λόγω συµφραζόµενα αποτελεί παραλογισµό. Ας µην ξεχνάµε ότι η «φυλή» δεν υπήρχε ως έννοια στην αρχαία Ελλάδα (πρόκειται για επινόηση του 19ου αιώνα, όταν Γερµανοί συγγραφείς σφετερίστηκαν τον αρχαιοελληνικό πολιτισµό, ώστε να αποτελέσει τον πρόγονο του παγγερµανισµού). Ούτε οι αρχαίοι Έλληνες ούτε οι Ρωµαίοι «έβλεπαν κάποιο όνειδος στο χρώµα του δέρµατος». «Οι αρχαίοι αγνοούσαν παντελώς τη φυλετική διάκριση», η αρχαιοελληνική κοινωνία δεν έκανε κανέναν διαχωρισµό µε βάση το χρώµα. Κατά τον Αριστοτέλη, µάλιστα, η διαφορά λευκού/µαύρου είναι καθαρά συµπτωµατική και όχι ουσιαστική. Η πλειονότητα των δούλων των αρχαίων Ελλήνων ήταν λευκοί.

Πασκάλ Μπρυκνέρ: Ένα κακό ριμέικ

Ωστόσο η χρήση του επιθέτου «λευκός» εξαπλώνεται σαν την πυρκαγιά. Διατυπώνετε επιφυλάξεις σχετικά µε τις δηλώσεις της νεαρής σταρ Γκρέτα Τούνµπεργκ; Θα σας αποκαλέσουν «εφηβόφοβο», «γέρο λευκό δυτικό άντρα» και διάφορα άλλα τέτοια. Τι σχέση έχουν όλα αυτά µε τη Σουηδέζα ακτιβίστρια; Καµία! Αν ένας Αφρικανός διανοούµενος ασκούσε κριτική στη νεαρή Σουηδέζα θα τον αποκαλούσαν άραγε µαύρο γέρο; Δείτε επίσης αυτό που γράφει ο «καταρρευσιολόγος» Aurιlien Barrau σχετικά µε τα δικαιώµατα των ζώων: «Αυτό που θεωρώ ζωτικής σηµασίας σήµερα είναι, για να µιλήσω όπως ο Ζακ Ντεριντά, η αποδόµηση του «σαρκοφαλλολογοκεντρισµού», η αµφισβήτηση δηλαδή αυτής της αποτρόπαιης ηγεµονίας του ανθρώπου (θα έπρεπε να προστεθεί του λευκού), σε στύση (µιας και υποτάσσει τον άλλον στη δική του επιθυµία) και σαρκοφάγου (ως αρχετυπική εικόνα της εργαλειοποίησης των µη ανθρώπινων όντων)». Όσο για το «λευκό προνόµιο», χαρακτηριστικό µιας βορειοαµερικανικής προβληµατικής, εντάχθηκε στο καθηµερινό λεξιλόγιο τον Ιούνιο του 2020, έπειτα από την τεράστια απήχηση που είχε στη Γαλλία και αλλού η υπόθεση George Floyd, παρότι η έννοια µικρή σχέση έχει µε τη γαλλική κοινωνία.

Ο κατεξοχήν εγκληµατίας

Η Δύση έχει όλα τα προσόντα προκειμένου να αποτελέσει τον ιδανικό ένοχο.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ίδρυσε ένα νέο έθνος βασισµένο στον αφανισµό των Ινδιάνων, στη δουλεία των Αφρικανών και στις διακρίσεις κατά των µαύρων. Όσο για την Ευρώπη, χρεώνεται το βάρος τεσσάρων αιώνων αποικιοκρατίας, ιµπεριαλισµού και δουλείας, µολονότι σε ευρωπαϊκές χώρες τέθηκε πρώτη φορά το ζήτηµα της κατάργησης όλων αυτών των «κακών». Αυτό που καθιστά τον δυτικό κόσµο το κατεξοχήν εξιλαστήριο θύµα είναι καταρχάς ότι αναγνωρίζει τα εγκλήµατά του, µε τη φωνή των πιο καθαρών συνειδήσεών του, από τον Barhtolomeo de las Casas έως τον Αndre Gide και τον Aime Cesaire, χωρίς να ξεχνάµε τον Μοntaigne, τον Voltaire και τον Goerges Clemenceau. Οι χώρες της δυτικής Ευρώπης προηγήθηκαν στο θέµα των ενοχών και κάνουν καθηµερινά τις απαραίτητες µετάνοιες, σχεδόν µε ένα είδος αυτοµατισµού.

Και µάλιστα σε αντίθεση µε άλλες κρατικές οντότητες, οι οποίες µετά βίας αναγνώρισαν τα κακουργήµατά τους: τη Ρωσική Αυτοκρατορία, την Οθωµανική Αυτοκρατορία, τις κινεζικές δυναστείες, τις διάφορες αραβικές δυναστείες που κατείχαν την Ισπανία για σχεδόν επτά αιώνες. Μόνον εµείς, οι δυτικοί, παραδεχόµαστε τις αµαρτίες µας, ενώ τόσοι και τόσοι πολιτισµοί παρουσιάζονται ως θύµατα ή ως αθώοι. Το Σφάλµα είναι σύµφυτο µ’ εµάς, σε βαθµό µάλιστα να επωµιζόµαστε και τα αµαρτήµατα των άλλων. Επιπλέον, η Δύση είναι αδύναµη όσο ποτέ άλλοτε, χωρίς ηγεσία ή ισχυρή διακυβέρνηση, την ώρα που οι Ηνωµένες Πολιτείες αποσύρονται από την παγκόσµια σκηνή. Θεωρείται υπεύθυνη για όλο και περισσότερα δεινά, ενώ παράλληλα και ο ρόλος της φθίνει. Πρόκειται για αυτό που οι διπλωµάτες αποκάλεσαν, τον Φεβρουάριο του 2020 στο Μόναχο, Westlessness, η εξαφάνιση δηλαδή του Δυτικού µπλοκ. Ήρθε η ώρα η Δύση να πληρώσει. Τίποτα δεν προκαλεί περισσότερη µανία από έναν άνθρωπο πεσµένο καταγής. Η ήδη µισητή για την αλλοτινή κυριαρχία της Δύση αντιµετωπίζεται τώρα πια µε περιφρόνηση λόγω της «πτώσης» της.

Αντίθετα µε τις προσδοκίες που γεννήθηκαν το 1989, την πτώση του Τείχους δεν την ακολούθησε η κυριαρχία της λογικής, και ακόµα λιγότερο βέβαια της µετριοπάθειας. Μια άλλη ιδεολογία αντικατέστησε τις σωτηριολογικές υποσχέσεις που έδινε ο υπαρκτός σοσιαλισµός, βασισµένη αυτήν τη φορά στη φυλή, στο γένος, στην ταυτότητα. Για τρεις θεωρίες, τη νεοφεµινιστική, την αντιρατσιστική και την αποαποικιακή, ο ένοχος είναι πλέον ο λευκός. Υποβιβασµένος σε απλό φορέα του χρώµατος του δέρµατός του, είναι πλέον ο απεχθής, ο δακτυλοδεικτούµενος, ο υπεύθυνος για όλα τα δεινά. Τίποτα δεν εξυπηρετεί καλύτερα αυτές τις τρεις ρητορικές από τη µορφή του Καταραµένου, του λευκού ετεροφυλόφιλου αρσενικού, ο οποίος θεωρείται ό,τι πιο απεχθές. Ωστόσο ούτε οι λευκές γυναίκες εξαιρούνται, θα δούµε ότι η υπεροχή του «ιθαγενούς» τις αφήνει και εκείνες στο έλεος της εκδικητικής µανίας. Η αγία τριάδα της ενοχοποίησης δεν ξεχνάει κανέναν. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι ίδιοι συλλογισµοί, οι ίδιοι µηχανισµοί, ενίοτε και οι ίδιοι άνθρωποι, παρεµβαίνουν µε εντυπωσιακή έλλειψη πρωτοτυπίας, διαµορφώνοντας ένα είδος οικογένειας µε συνεκτικές αντιλήψεις.

 Η γένεση του παραλογισµού

Κατά τη δεκαετία του 1960, τα τµήµατα Φιλοσοφίας, Λογοτεχνίας και Κοινωνιολογίας των αµερικανικών πανεπιστηµίων κατακλύστηκαν, καλώς ή κακώς, από αποδοµητικές θεωρίες προερχόµενες από τη Γαλλία, καταγγελτικές απέναντι στη Δύση, το σύνολο των οποίων απαρτίζουν τη λεγόµενη French Theory. Ας αφήσουµε κατά µέρος το ερώτηµα αν αυτά τα δόγµατα αποτελούσαν µια τεράστια µπλόφα ή, για να δανειστούµε τα λόγια του George Steiner, ένα είδος ήττας του πνεύµατος (µε λιγοστές, βέβαια, εξαιρέσεις). Και να που σήµερα η Αµερική µάς προτείνει φιλοσοφίες γεννηµένες κάποτε στην Ευρώπη, τις οποίες µάλιστα εµείς ασπαζόµαστε τυφλά, καθώς φέρουν τη σφραγίδα Μade in USA. Από το «τέλος της Ιστορίας» µέχρι τη θεωρία του φύλου, διαµέσου του σοκ των πολιτισµών, η Γαλλία γίνεται εκ νέου θλιβερό εργαστήρι για βορειοαµερικανικές χίµαιρες. Η αγγλοσαξονική πολιτισµική ηγεµονία δεν είναι πια ξενόφερτη, έχει γίνει παραδόξως εγχώρια, είναι ο εαυτός µε τη µορφή ενός άλλου, ένα υπερατλαντικό υβρίδιο αλλά σε ξένο ιδίωµα, πολύ πιο κοµψό απ’ ό,τι τα γαλλικά.

Αυτός ο µεταστρουκτουραλισµός επαναπροωθείται και προελαύνει πλησίστιος στο έδαφός µας, υπό την αιγίδα των globish, του νέου παγκόσµιου ιδιόλεκτου. Σε αυτούς τους καιρούς σύγχυσης της ευρωπαϊκής Αριστεράς, διαµελισµένης µεταξύ ενός κοµµουνισµού µε το ένα πόδι στον τάφο και µιας σοσιαλδηµοκρατίας σε απόγνωση, η ιδεολογία της ταυτότητας, ο ταυτοτισµός, µε προέλευση από τον Νέο Κόσµο, χρησιµεύει σαν σανίδα σωτηρίας. Ο δανεισµός είναι συχνά αυτόµατος, µεταξύ άλλων και σε γλωσσικό επίπεδο, όπου ανθεί µια αγγλόφωνη διάλεκτος µε παριζιάνικη προφορά. Θα µπορούσαµε ακόµα και να υποστηρίξουµε ότι η χρήση των franglais στον κόσµο των µέσων ενηµέρωσης και των επιχειρήσεων είναι αντιστρόφως ανάλογη, στην περίπτωση των Γάλλων τουλάχιστον, µε τη γνώση εκ µέρους τους της γλώσσας του Σαίξπηρ, όσο λιγότερο κατέχουν την αγγλική γλώσσα, τόσο περισσότερο ενσωµατώνουν ολόκληρα τµήµατά της στην καθηµερινή οµιλία. Η ταχύτητα της σηµασιολογικής διάδοσης είναι σχεδόν αστραπιαία, µε τη βοήθεια βέβαια ουκ ολίγων διαµεσολαβητών.

Η Αμερική έχει αυτό το μοναδικό γνώρισμα: να ενθαρρύνει εκείνους που επιθυµούν να τη µιµηθούν. Εδώ και έναν αιώνα, η κουλτούρα της εξάγεται καλύτερα από κάθε άλλη. Προσαρµόζεται σε όλα τα κλίµατα και σε όλες τις πεποιθήσεις, διαθέτει µια ασύγκριτη δύναµη διάδοσης και µετάδοσης, είναι ο κατεξοχήν πολιτισµός της µεταµφίεσης. Ακόµα και όσοι τη µισούν θέλουν να της µοιάσουν. Όλος ο κόσµος µπορεί να γίνει αµερικανικός αν το θελήσει, έστω και χωρίς να µιλάει καν αγγλικά. Σαν καλοί εγγαστρίµυθοι, αντιγράφουµε την Αµερική σε όλους τους τοµείς. Επωµιζόµαστε ακόµα και τα εγκλήµατά της, µολονότι η Γαλλία δεν εφάρµοσε ποτέ τη δουλεία ή τις φυλετικές διακρίσεις στο έδαφός της. Οι ανταλλαγές βέβαια είναι αµοιβαίες. Εµείς υιοθετούµε την αµερικανική αντίληψη για την κοινωνία, τη στιγµή που οι Ηνωµένες Πολιτείες (ή η Αριστερά του Δηµοκρατικού Κόµµατος, τουλάχιστον) επιχειρούν να διευρύνουν το κράτος πρόνοιας και µπαίνουν µε τη σειρά τους στην οδύσσεια της µεταµέλειας. Εµείς υιοθετούµε εθνοτικούς όρους, ενώ εκείνοι επιθυµούν να ξαναγράψουν το «εθνικό τους µυθιστόρηµα» µέσα από το πρίσµα της εξόντωσης των Ινδιάνων και των διακρίσεων εις βάρος των Αφροαµερικανών.

Θα είναι ωστόσο δύσκολο να πειστούν 500 εκατοµµύρια Ευρωπαίοι, κυρίως στα ανατολικά, πως είναι επικίνδυνοι λόγω του δέρµατός τους. Μολονότι γίνεται ολοένα και πιο έγχρωµος, ιδίως στη Δύση, ο ευρωπαϊκός πληθυσµός παραµένει στην πλειονότητά του ανοιχτόχρωµος, µε ουσιαστικές διαφορές βέβαια (µε βάση µια άτυπη χρωµατική διαβάθµιση) µεταξύ των Σουηδών, των Ανδαλουσιανών, των Βουλγάρων, των τσιγγάνων. Η ενοχοποίηση αυτών των λαών θα είναι τεράστιο αλλά όχι ακατόρθωτο έργο. Έχει ήδη πετύχει εν µέρει στη δυτική Ευρώπη, όπου γίνεται προσπάθεια να διαποτιστούν τα άτοµα µε ντροπή για αυτό που είναι. Μια εκτεταµένη καµπάνια επανεκπαίδευσης έχει ξεκινήσει στα πανεπιστήµια και στα ΜΜΕ, ζητώντας από αυτούς που αποκαλούµε γενικώς «λευκούς» να απαρνηθούν τον εαυτό τους. Πριν από τριάντα χρόνια, υπήρχε ακόµη αρκετή λογική, δεξιά και αριστερά, ώστε να χλευάζονται αυτές οι ανοησίες.

Η τελευταία φορά που είχαµε υποστεί την προπαγάνδα για τη φυλή ήταν µε τον φασισµό και τον a priori αποκλεισµό ενός µέρους του πληθυσµού κατά τη δεκαετία του 1930. Νοµίζαµε ότι είχαµε τελειώσει µε αυτές τις απόψεις και θεωρίες. Να όµως που επανέρχονται, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού αυτήν τη φορά, µε τη µορφή του αντίθετού τους, του αντιρατσισµού, και µε νέους πρωταγωνιστές, βρίσκοντας απήχηση ακόµα και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι κήρυκες της ντροπής, νεοφεµινιστές, αποαποικιστές, ιθαγενιστές, θέλουν οπωσδήποτε να µας αποδείξουν πως ο τρόπος ζωής µας βασίζεται στη φριχτή εκµετάλλευση άλλων λαών και πως πρέπει να δείξουµε µεταµέλεια. Ξαφνικά, ένα µέρος του δυτικού κόσµου φαίνεται απεχθές στα µάτια ορισµένων µειονοτήτων. Όπως ο κύριος Ζουρνταίν, στον «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου, ήταν πεζογράφος εν αγνοία του, εµείς είµαστε εγκληµατίες χωρίς να το ξέρουµε, από το γεγονός και µόνο ότι ζούµε σε αυτόν τον κόσµο. Για να υπάρξουµε, πρέπει πρώτα να επανορθώσουµε!

Ο λευκός αντιμετωπίζει μια ακόμα κατηγορία: κατέστρεψε τον πλανήτη. Δεν αρκείται στην καταπίεση των γυναικών, στη ρατσιστική και κυριαρχική στάση του, αλλά θέτει και σε κίνδυνο το περιβάλλον, καθώς συγκεντρώνει στα χέρια του µεγάλο µέρος του οικονοµικού και τεχνολογικού πλούτου. Η ενοχή του µοιάζει µε κάτι σαν µιλφέιγ, όπου η κάθε στρώση ενισχύει τη δοµή του συνόλου. Η είσοδος όµως, εδώ και µια τριακονταετία, της Κίνας, της Ινδίας, της Βραζιλίας και της Νότιας Αφρικής στον παγκόσµιο καπιταλιστικό χάρτη, µε την ιδιότητα των µεγάλων παραγωγών και ρυπαντών, εµποδίζει εκ των πραγµάτων να περιοριστεί το οικολογικό ανάθεµα στην αποστροφή για τον λευκό άντρα και την επιδερµίδα του. Με κίνητρο µια πλανητική φιλοδοξία, η σχετική συζήτηση επιµένει στην καταδίκη της παραγωγικότητας αυτής καθεαυτήν, όπως και της «έπαρσης» που τροφοδοτείται από τη νεωτερικότητα. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν εξετάζω εδώ παρά µόνο παρεµπιπτόντως την οικολογική προβληµατική και κριτική.

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ειδική έκδοση για τα 20 χρόνια  Athens Voice “Επιβιώνοντας τον 21ο αιώνα - Οι πολιτικές, οι τάσεις, τα ρεύµατα της εποχής µας”, σε επιµέλεια Σώτης Τριανταφύλλου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ