Βιβλιο

Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος κάνει λογοτεχνικό σαφάρι στην Κυψέλη

«Τα χλωμά σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη» (εκδ. Οξύ) είναι το νέο του μυθιστόρημα. Αφορμή για κουβέντα περί όσων γέννησαν την ιστορία που διαδραματίζεται στα πέριξ του καφέ Select και του αγάλματος του Σκύλου.

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
ΤΕΥΧΟΣ 800
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος κάνει λογοτεχνικό σαφάρι στην Κυψέλη
© Θανάσης Καρατζάς

Συνέντευξη με τον Στέφανο Τσιτσόπουλο με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα «Τα χλωμά σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη», που κυκλοφορεί από τις εκδ. Οξύ.

Μια ευανάγνωστη ιστορία με ήρωα έναν απόμακρο, αινιγματικό, ανέστιο μποέμ, έναν έξοχο τύπο με πανοπτικό βλέμμα και περιβολή σαν εξώφυλλο των Birthday Party, που συστήνεται κάπως έτσι: «Από τη Θεσσαλονίκη των προσωπικών μου φαντασμάτων, θα κατεβώ σιγά-σιγά στην Αθήνα της πανωλεθρίας μου και ειδικά στην Κυψέλη που μου ολοκαύτωσε εαυτό και χαρακτήρα. Και μετά θα έρθω και σ’ εσένα, μοναδικέ μου έρωτα». Το όνομα αυτού, Μίλτος Ρογκότης. Λίγη πλοκή: Ο πρώην ντράμερ των βραχύβιων Baby On Board, ο οποίος γαλουχήθηκε σε ορφανοτροφείο, εγκαταλείπει κάποτε τη συμπρωτεύουσα που «σκέβρωνε το χάι του» για να εξασκήσει το επάγγελμα ρεπόρτερ σε μια Αθήνα της οποίας ο λαϊκός πολιτισμός που εξαφανίζεται ξυπνά μέσα του την επιθυμία να γίνει κοινωνός μιας ιδιότυπης ποιητικής γεωγραφίας. «Περιπλανήθηκα στους δρόμους της Κυψέλης και ταξίδεψα πίσω στον χρόνο», ομολογεί ένας πρωταγωνιστής ο οποίος, με μαθηματικό σημείο – χρονολογία το 1845, ως έτος ιδρύσεως του έθνους Φωκίωνος Νέγρη, και με τοπόσημο το μαρμάρινο λαγωνικό του Ευριπίδη Βαβούρη από το 1940, ανακαλύπτει μια μυστική καταπακτή. Στα έγκατά της, η Κυψέλη σαν ολοζώντανο μουσείο του εαυτού της, «υπέρτατος αισθητικός τόπος, φορέας σημειώσεων και ιστορίας, παράθυρο για το αύριο». Ο συγγραφέας επιβιβάζει τον αναγνώστη σε ένα διαρκές ticket to ride στη νοσταλγία, και σε μια εποχή κατά την οποία στη Φωκίωνος Νέγρη «ηθοποιοί, τραγουδίστριες, μπουζουκτσήδες, ποδοσφαιριστές και ντιζέζ κάθε θεάματος αντάλλασσαν όρκους, βέρες και κρεβάτια λες και ο δρόμος ήταν ενεχυροδανειστήριο». Είναι σκέτη απόλαυση να παρακολουθείς όλους τους σουπερστάρ της περιοχής να γλεντοκοπάνε στην έδρα τους μέσα από την παράφορη αφήγηση του Στέφανου Τσιτσόπουλου, όσο και να βιώνεις τη δράση στο πλευρό των υπαρκτών και επινοημένων χαρακτήρων του. Της ιέρειας και πόθου της καρδιάς του κεντρικού ήρωα, Λίνας Μάντη, μιας απολλώνειας ιδιοσυγκρασίας, ψυχίατρος της οποίας η επιστολική επικοινωνία με τον Ρογκότη υποκινούν τη δράση, της φωτογράφου Λιλίκας Μαρίνου, καθώς και των υπόλοιπων προσώπων που συμπληρώνουν τον θίασο του κυψελιώτικου υπερθεάματος: Ρίκι και Τόνι Βακιάνης, Λούλα Κοντομέρκου και Σέβη Οικονόμου (οι σιέλ μούσες οι οποίες ίσως κρατούν το κλειδί για την ερμηνεία του γενεαλογικού δέντρου του Ρογκότη), ενώ καίριο ρόλο στο μυθιστόρημα διαδραματίζει ο αλησμόνητος Νικόλας Τριανταφυλλίδης, του οποίου το πρότζεκτ επαυξημένης πραγματικότητας γύρω από τη μυθολογία της Φωκίωνος Νέγρη, αλλά προπάντων η ποιητική, μουσική, αλχημιστική, κινηματογραφική και πεισματικά δικέφαλη φύση του προσφέρουν έναν ιδεώδη Διόσκουρο στη φιλέρευνη φύση του Μίλτου Ρογκότη.

Ποιήματα του Σαχτούρη, Ελύτης και Γκάτσος, Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος, Ομάρ Σαρίφ, Μπελμοντό, Ρίτα Κάντιλακ, η στριπτιζέζ που ξεμυάλισε όλη την Αθήνα το 1963, Γουστάβος Φλωμπέρ, Ζωζώ Νταλμάς, Λογοθετίδης και Ίλυα Λυβικού, πανδαισιακά ρεβεγιόν της Έρικας Μπρόγιερ, Δομάζος και Μοσχολιού, Μπάμπης Μουτσάτσος, Κική Δημουλά, θρυλικής αίγλης τζαμαρίσματα του Έρικ Κλάπτον στην Quinta, με τους Juniors του Θάνου Σουγιούλ, Select και Au Revoir, προσκυνηματικά σουλάτσα του Τζόι Ραμόουν και αμέτρητα ακόμη επεισόδια σελέμπριτι και αστικού who is who παρατίθενται σε ένα βιβλίο το οποίο επιγραμματίζει την Αθήνα του χθες και του σήμερα, σε αυτή την υπέροχη μπαλάντα της ελληνικής μητρόπολης που διαβάζεται μονορούφι.

atk_3916small.jpg

«Μεταμορφώσου, Ρογκότη, σε συνειδητό κοπρόσκυλο», εξορκίζουν τον ήρωα κάποιες αόρατες φωνές. «Να χαμαλάς, να χαρχαλάς και να καταγράφεις όλα που θ’ ακούς στα λεωφορεία, στα ταξί ή στα διπλανά τραπέζια. Να παρατηρείς πυρετικά, να αναμοχλεύεις ακατάπαυστα. Αν θες να εκφράσεις τον κοινωνικό ρεφενέ, να ψάχνεις τη βαθύτερη πλευρά των εικόνων». Ίσως εκτός από τον Μίλτο Ρογκότη, αυτή είναι και η ιστορία της ζωής σου σε μια αράδα;
Αυτή είναι η ιστορία της ζωής του Χάντερ Τόμσον, βασικά! Είτε ως δημοσιογράφος είτε ως συγγραφέας, αυτό έκανε ο μπαγασάκος. Ανακατευόταν με το πλήθος και τα ντράβαλα, με τον μποντλερικό τρόπο του φλανέρ ή τον καραγατσικό τρόπο της παρατήρησης και της εμπλοκής με τα συμβάντα. Είναι και η μέθοδος, ας την πω, του Τσαρλς Μπουκόφσκι, ή του Χωμενίδη, ο τρόπος του Τζακ Κέρουακ, του Ρεμπό, του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, του Λου Ριντ, του Μπρετ Ίστον Έλις, των Kinks, του Μένη Κουμανταρέα, της Σώτης Τριανταφύλλου, του Γκοντάρ και άλλων πολυαγαπημένων Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών που με επηρέασαν δημοσιογραφικά, μουσικά ή λογοτεχνικά, με τον τρόπο τους. Σχολή κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τους έχω εικονίσματα καθώς μου παρέδωσαν την εμπειρία τους σε κείμενα, ρεπορτάζ, βιβλία ή ήχους υπέρτατης αποκρυστάλλωσης. Αν τους επικαλεστώ λιγότερο θεολογικά, ως μέντορες, θα απαντήσω με το θυμοσοφικό λαϊκό κλισέ «με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις».

«Τα χλωμά σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη» του Στέφανου Τσιτσόπουλου, από τις εκδ. Οξύ
Οι πρώτες εντυπώσεις του μέτοικου από τη Θεσσαλονίκη-πρωταγωνιστή του βιβλίου από την περιοχή του ενδιαφέροντός του δεν είναι οι ιδανικότερες: «Στην Κυψέλη αντίκριζα δρόμους σκέτους ερειπιώνες, που μύριζαν κάτουρο και στίβο μάχης… Ένα ντικενσιανό αχούρι, αυτό μου έβγαζε η Κυψέλη». Πότε άρχισες να διακρίνεις κάτι βαθύτερο στην περιοχή; Και πώς σχηματίστηκε η ιδέα ενός βιβλίου γύρω από όλα αυτά;
Το προηγούμενο μυθιστόρημά μου ήταν το «Ροκ Σταρ». Εξαιτίας του γνώρισα την ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη αλλά και έκανα στενή παρέα με τον σκηνοθέτη Μενέλαο Καραμαγιώλη. Και οι δυο τους είναι κάτοικοι της Φωκίωνος. Ο δεύτερος άρχισε να με μυεί στα μυστικά της και τον θρύλο του ποταμιού που κυλά ακόμα κάτω από το άγαλμα του Σκύλου. Διηγούμενος ιστορίες που συνέβησαν ενώπιον του Σκύλου σε άλλους χωροχρόνους, αλλά και συνεχίζουν να πατινάρουν στο τώρα της συνοικίας, ο Μενέλαος μου γέννησε την έξαψη, την ιστορική διασταύρωση και τη συνεχή περιέργεια. Η Κυψέλη ακόμα γεννάει μουλτικάλορ θαύματα, αρκεί να έχεις τα αυτιά και τα μάτια σου ανοιχτά, και με τον Καραμαγγιώλη να συντονίζει πρόσωπα και καταστάσεις μού ήταν κάπως πιο εύκολο να τα ξεκλειδώσω. Με την Τζένη Μαστοράκη περάσαμε και συνεχίζουμε να περνάμε άπειρες ώρες στο καφέ Select συζητώντας περί ανέμων και υδάτων, ακτινογραφώντας ταυτόχρονα την ανθρωπολογική πανίδα και χλωρίδα που σουλάτσαιρνε στο κάποτε και επιμένει να σουλατσάρει ακριβώς μπροστά από το σιντριβάνι της γωνίας Νέγρη με Επτανήσου. Μια νύχτα που ελαφρά μεθυσμένος μετά από ένα dj σετ στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης (με κάλεσαν να παίξω μουσική τη νύχτα των εγκαινίων της), κατηφόρισα από τη Νέγρη στην Πατησίων για μια τελευταία γύρα στο μπαρ Au Revoir. Χάζευα από την τζαμαρία του το κουφάρι του κραταιού κάποτε Ηραίου όπου σύχναζαν ο Ελύτης και ο Γκάτσος, ενώ στο μυαλό μου κουδούνιζαν τα λόγια μιας γλυκυτάτης γηραιάς Κυψελιώτισσας. Λίγο πριν, στη Δημοτική Αγορά, κλείνοντας το σετ μου με το Somewhere Over the Rainbow της Τζούντι Γκάρλαντ, ήρθε και μου είπε πως στα νιάτα της σύχναζε στη μυθική Quinta και σαν τώρα τη θυμάται την Τζούντι να διασκεδάζει εκεί. Την ίδια στιγμή πέρασε από μπροστά μου μια παρέα Αφρικανών, αγόρια και κορίτσια, που το έστριψαν για τη Φωκίωνος. Είδα το χθες και το τώρα σε μια κυριολεκτικά μεθυστική (ντίρλα είναι το σωστό) διάσταση και είπα «εδώ είμαστε, εδώ θα στήσω την ιστορία»!

Όμοια με τον Ντίκενς, «Τα χλωμά σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη» αφηγούνται την ιστορία δύο πόλεων. Όμοια με τον Ντίκενς, οι χαρακτήρες είναι συχνά σημαντικότεροι από την πλοκή. Πόσο δύσκολο στάθηκε να μετουσιωθούν σε μυθοπλασία όλα αυτά τα στοιχεία;
Αν μου επιτρέπεις, τα «Χλωμά σιντριβάνια» αφηγούνται την ιστορία τεσσάρων πόλεων: της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Κυψέλης και της Άνω Πόλης. Και εδώ κρύβεται το twist του βιβλίου, ή καλύτερα η προσέγγιση του ήρωα ως προς την Κυψέλη και την Άνω Πόλη. Ο Μίλτος Ρογκότης θεωρεί την Κυψέλη και την Άνω Πόλη ξεχωριστές και κανονικές πόλεις-κράτη. Μπορεί να συνορεύουν με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, έτσι ενταγμένες όπως είναι χρόνια στον αστικό ιστό τους, όμως στο μυαλό του τα δύο αυτά τοπόσημα περισσότερο προσομοιάζουν με χαμένα δίδυμα και μοναχικά αστέρια. Αστέρια καταδικασμένα να περιστρέφονται γύρω από τους αφιλόξενους πλανήτες που είναι φυτεμένοι στα νεφελώματα που περιβάλλουν το σύμπαν Βορράς - Νότος.

Οι παλιοί θα αναπολήσουν, οι νέοι θα ανακαλύψουν και όλοι έχουμε να μάθουμε πολλά σε αυτό το βιβλίο γύρω από την Κυψέλη και την ιστορία της. Ποιοι θα ήθελες να το διαβάσουν προπάντων;
Όσοι Αθηναίοι τριπάρουν με τη φαντασίωση και τον ευσεβή πόθο πως η πόλη τους είναι το νέο Βερολίνο χωρίς να γνωρίζουν πως η Φωκίωνος Νέγρη είναι ό,τι κοντινότερο υπάρχει ήδη σε πεζόδρομο στο Κρόιζμπεργκ ή το Μίτε. Το λέω γιατί αυτό που κατάλαβα τέσσερα χρόνια τώρα στην Αθήνα είναι πως οι κάτοικοί της ζουν περισσότερο στα κουτάκια - συνοικίες τους πληροφορούμενοι τα συμβάντα μέσα από οθόνες και φαντασιακά αναπτυξιακά σχέδια, αντί να διακτινίζονται και κάπου αλλού πέριξ των θεσμοθετημένων αμπιγιέ downtown trends και κατασκευασμένα must see. Επίσης θέλω να το διαβάσουν όσοι Θεσσαλονικείς νομίζουν πως το βόρειο πάτωμα ή ο άνω όροφος της χώρας, αν δεις την πατρίδα μας και σαν μεζονέτα, έχει όλα τα φόντα να γίνει η νέα Βαρκελώνη. Κάτι βέβαια που συμβαίνει χρόνια τώρα, αλλά για να το νιώσεις πρέπει να ξεκολλήσεις από τις Τσιμισκάδες και τα ίνσταγκραμ με πόζες αυστηρά χωροθετημένες στις μπουτίκ της Μητροπόλεως ή τα «καλά μαγαζιά» για τα οποία γράφουν ως και οι «Αθηνέζοι». Το λέω γιατί κάθε φορά που ανεβαίνω στην πατρίδα και περιπολώ πάνω από την Εγνατία, βλέπω τα καλύτερα να κολάζουν και να κοχλάζουν. Υπάρχει και άλλο, ιδανικό ας το αποκαλέσω, κοινό. Αυτοί που θεωρούν πως η Μπίλι Χολιντέι και η Τζένη Βάνου είναι ισοδύναμες μπλουζ κυρίες ή πως Καραγάτσης και Χέμινγουεϊ, Σταρ Τρεκ και Λάνθιμος, Saint Etienne και Keep Shelly in Athens, ντίσκο Rebound στην πλατεία Αμερικής και λονδρέζικο γκοθ κλαμπ Angels είναι παραλλαγές στο ίδιο θέμα: ισόποσα μεγάλες στιγμές!

Ο ρομαντισμός των απελθόντων βίων είναι ένα στοιχείο που σε απασχολεί διαχρονικά στην πορεία σου στα μίντια και τα γράμματα. Είναι το πρίσμα του παρελθόντος που τα κάνει όλα αυτά τόσο γοητευτικά; Ή μήπως φταίει η έλλειψη σύγχρονων μύθων;
Ρομαντισμός, περιπλάνηση, ψάξιμο, ουτοπία εναντίον αλγόριθμου και οικονομοτεχνικών ισολογισμών, που ειδικά στην κουλτούρα ομογενοποιούν τα πάντα και παντού. Αφήστε μας να είμαστε παιχνιδιάρηδες και ανισόρροποι. Και για να σ’ το κάνω δίφραγκα: Velvet Underground, Fall, Σελίν, Σάλιντζερ, Πάμπλο Πικάσο, Βέντερς, Sonic Youth και Πήτ Κουτρουμπούσης πάντα να ατενίζουν με ελαφρύ καγχασμό και μελαγχολικά αλαζονικό μειδίαμα την απέναντι όχθη, που για να ξεμπερδεύει μαζί τους τους βάφτισε δύσκολους, περίεργους, underground και τέτοια αντιεμπορικά.

Λένε πως το δεύτερο βιβλίο είναι το δυσκολότερο. Ισχύει στην περίπτωσή σου;
Κάθε άλλο. Τα «Χλωμά Σιντριβάνια» μου βγήκαν φόρα παρτίδα ως προς την ιστορία, τους μυθοπλασμένους ήρωες και τους διαλόγους ή την ιστορική τεκμηρίωση ως προς το κομμάτι που είχε να κάνει με τα έπη των μη fiction, αληθινών συμπρωταγωνιστών. Με βοήθησε βέβαια και η καραντίνα όπως και τα απανωτά λοκντάουν. Για δεκαοκτώ μήνες δεν είχα γλυκούς αντιπερισπασμούς με συναυλίες, μουσεία, γκαλερί, θέατρα και κάθε είδους ξελογιάσματα, να με «αποπλανούν» ή να μου κλέβουν χρόνο από τη συγγραφή.

Ως κάτοικος της πρωτεύουσας, ως πολίτης, κάνεις σκέψεις για την περιοχή της Κυψέλης; Θα μπορούσε να επινοήσει τον εαυτό της εκ νέου ή είναι καταδικασμένη να συντηρείται μέσα από λογοτεχνικές αφηγήσεις;
Νομίζω πως η Κυψέλη είναι η μοναδική περιοχή στην Αθήνα που τον ξένο και ειδικά τον Αφρικανό, μιας και τη γειτονιά μού αρέσει να την αποκαλώ και μικρή Αιθιοπία ή Σενεγάλη, όχι μόνο τον ανέχεται, αλλά και τον περιθάλπει κάπως πιο στοργικά από άλλες καχύποπτες ή φοβικές γειτονιές. Γι’ αυτό και ένα από τα πράγματα που με μαγεύουν στα σιντριβάνια ή το άγαλμα του Σκύλου είναι κάτι απογεύματα ή βράδια που βολτάρω και ακούω διάφορες γλώσσες, ή βλέπω παιδιά από ποικιλία εθνοτήτων και χρωμάτων να παίζουν μπάλα ή μπασκετάκι. Δεν εξιδανικεύω ούτε και τα βρίσκω όλα ρυθμισμένα, αλλά κατά κάποιον τρόπο θέλω να πιστεύω πως στην Κυψέλη συντελείται ένα κοινωνικό, αισθητικό και πολιτικό πείραμα συμβίωσης. Από το πώς θα συνεχίσει να εξελίσσεται θα δείξει και το κατά πόσο η Αθήνα θα γίνει αληθινά πολύχρωμη και πλουραλιστική. Γνήσια κοσμόπολη όπως η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο. Κάτι που δεν θα το καταφέρει αν αρκείται μόνο σε αφελή ευχολόγια ή κλείνεται στο καβούκι της φοβισμένη από αναλύσεις.

Επιστρέφοντας στο νέο αυτό βιβλίο: Au Revoir και μπαρ Θερμαϊκός, Κυψέλη και Εγνατία, Ρογκότης, ένας ήρωας αμφιταλαντευόμενος σε βορρά και νότο. Τι ισχύει στην περίπτωσή σου; Έχεις συμφιλιωθεί με τη ζωή στην Αθήνα;
Μια ζωή αυτό είναι το «θέμα» μου και δεν ξέρω πώς να το λύσω: Στη Θεσσαλονίκη ένιωθα Αθηναίος, στην Αθήνα νιώθω Θεσσαλονικιός, στην πατρίδα μου την Ξάνθη νιώθω UFO και μόνο στο αγαπημένο μου νησί, τη Λήμνο, νιώθω άνθρωπος χωρίς καμία από τις παραπάνω ιδιότητες, πλην αυτήν του ελεύθερου και του απαλλαγμένου από γεωγραφικές ταυτότητες υποκειμένου που απλά ρεμβάζει με θέα τη θάλασσα. Και δυστυχώς το Λονδίνο, το Άμστερνταμ και το Βερολίνο μου πέφτουν πια λόγω ηλικίας πολύ μακρινά για να την κοπανήσω.

Όπως και στο «Ροκ σταρ», όπως και στα μικρότερης φόρμας γραπτά σου, η μουσική, το σινεμά και οι τέχνες δημιουργούν δεσμούς μεταξύ ανθρώπων και τόπων πέρα από κάθε γεωγραφικό σύνορο. Είναι η κουλτούρα η πιο σημαντική σου πατρίδα;
Ωραία το θέτεις, ναι, η κουλτούρα είναι η μόνη μου πατρίδα. Η υπέρτατη έστω και φαντασιακά χώρα που κατοικώ, χωρίς να υπολογίζω γλώσσες, έθιμα, επιβαλλόμενες νόρμες και λοιπούς καταναγκασμούς που τους επιβάλλουν τα πνευματικά ήθη και έθιμα του τόπου μας.

Να ένα πολύ όμορφο εδάφιο, το οποίο θα σε παρακαλούσα να σχολιάσεις. Είναι ίσως το επιμύθιο του βιβλίου σου; «Η Κυψέλη σαν ολοζώντανο μουσείο του εαυτού της, υπέρτατος αισθητικός τόπος, φορέας σημειώσεων και ιστορίας, παράθυρο για το αύριο. Έρωτας, γέννηση, ζωή και στο ενδιάμεσο ως τον θάνατο ταξίδια και μουσικές, φιλιά, χοροί, φιλίες, τσιμπούσια, διαβάσματα και σώματα σε έκσταση για να ταΐζεται ο τροχός, να πολλαπλασιάζεται η ελπίδα. Η ελπίδα του νέου και η αναμονή της ομορφιάς είναι αυτά που θα σώσουν τον κόσμο αναφυόμενες μέσα από τις ζωογόνες τέφρες των ιδεατών παλιών».
Ε, καλά, δεν είναι και καμιά βαριά φιλοσοφία, κλέβει λίγο από Ντοστογιέφσκι αλλά και από το Fiesta των Pogues. Ο κεντρικός ήρωας, ο Μίλτος, το λέει, κάπου προς το (happy) τέλος, όταν καταφέρνει επιτέλους να συνδεθεί με τη ζωή και να την αντιμετωπίζει όχι σαν μισάνθρωπος, αλλά σαν ώριμο άτομο έτοιμο να αγωνιστεί και να προασπιστεί όλα τα παραπάνω που ανέφερες.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ