Θεατρο - Οπερα

Γιάννης Μόσχος: «Είμαστε πια στον χάρτη των διεθνών συνεργασιών»

Μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου

4835-79724.jpg
Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 888
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιάννης Μόσχος: «Είμαστε πια στον χάρτη των διεθνών συνεργασιών»
© Ελίνα Γιουνανλή

Γιάννης Μόσχος: Συνέντευξη του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου στην Athens Voice

Καθισμένος στο ολόφωτο γραφείο του στο κτίριο Τσίλλερ κάτω από έναν μικρό ερωτιδέα –«κληρονομιά» από τα σκηνικά μιας παράστασης στο Αμόρε, ένα σχήμα που τον καθόρισε δημιουργικά– ο Γιάννης Μόσχος με υποδέχεται χαμογελαστός παρά την ένταση της δουλειάς και τα απανωτά ραντεβού που συνδέονται με το ξεκίνημα της σεζόν. Ίσως γιατί η περασμένη καλλιτεχνική περίοδος αποδείχθηκε «εντυπωσιακά καλή», όπως λέει, καθώς ο κόσμος ξαναγύρισε στο θέατρο.

Φέτος επέλεξε να μη σκηνοθετήσει ο ίδιος επιθυμώντας να αφήσει χώρο στους συναδέλφους του και να επικεντρωθεί στην προσπάθεια που γίνεται για εξωστρέφεια του Εθνικού Θεάτρου. Το 2024, όμως, οπότε ολοκληρώνεται η τριετής θητεία του, η προσωπική του σφραγίδα αναμένεται εντυπωσιακή και σε διάρκεια αφού σκοπεύει να συστήσει στο ελληνικό κοινό το «The inheritance» του Μάθιου Λόπεζ. Ένα επτάωρο έργο που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Young Vic και θα παίζεται σε δύο ξεχωριστά μέρη εναλλάξ και τις Κυριακές σε «μαραθώνιο», παρακολουθεί τις διαδρομές μιας ομάδας γκέι Νεοϋορκέζων δύο δεκαετίες μετά την κορύφωση της επιδημίας του AIDS, και τον τρόπο που η πολιτική διαχείρισή της σημάδεψαν την προηγούμενη γενιά.

Τώρα, λίγο πριν ανέβει η αυλαία για το ρεπερτόριο της νέας σεζόν, ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, μιλάει με πάθος για όλα όσα έρχονται, αλλά και για το άνοιγμα που επιχειρεί στο εξωτερικό, τα θεατρικά πράγματα στην Ελλάδα και το στίγμα της θητείας του.

Γιάννης Μόσχος
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Γιάννης Μόσχος © Ελίνα Γιουνανλή

Γιάννης Μόσχος: οι άξονες του προγραμματισμού του για το Εθνικό Θέατρο

Έχοντας τη διπλή ιδιότητα του δημιουργού αλλά και του επικεφαλής ενός μεγάλου κρατικού πολιτιστικού φορέα, πόσο υφίσταται η σύγκρουση ανάμεσα στα θέλω του καλλιτέχνη και τα πρέπει του διευθυντή;
Κάποιες φορές συγκρούονται αναγκαστικά γιατί καλούμαι να διαχειριστώ με σύνεση τους προϋπολογισμούς που έχω στη διάθεσή μου προκειμένου να είναι εύρωστο οικονομικά το θέατρο. Τα καλλιτεχνικά σχέδια που ονειρεύεται κανείς πρέπει και να μπορούν πραγματικά να υλοποιηθούν, δεν μπορεί κανείς να αγνοεί τα νούμερα. Πρέπει, λοιπόν, να συμβιβάζομαι με την πραγματικότητα, αλλά δεν αισθάνομαι πως έχω προδώσει αυτό που πιστεύω, ούτε το καλλιτεχνικό πρόγραμμα που έχω καταρτίσει.

Αναρωτιέμαι πόσο το ταμείο επηρεάζει τα πλάνα σας.
Προσπαθώ να κρατήσω μια ισορροπία. Χρηματοδοτούμαστε από το ελληνικό κράτος για να προάγουμε το ελληνικό θέατρο, παράγοντας παραστάσεις υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου, εγχειρήματα που δύσκολα μπορεί να πραγματοποιηθούν στο ελεύθερο θέατρο. Από την άλλη, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ούτε τις εισπράξεις, ούτε το τι ενδιαφέρει το μέσο κοινό. Δεν μπορούμε να κάνουμε στις μεγάλες μας σκηνές παραστάσεις άκρως πειραματικές με τις οποίες δεν μπορεί να επικοινωνήσει ο κόσμος. Το μέγεθος μιας σκηνής ορίζει προφανώς και τις επιλογές που γίνονται. Σημαίνει αυτό ότι πρέπει να κάνουμε μόνο «ασφαλείς» εισπρακτικά παραστάσεις; Προφανώς και όχι. Δεν κρίνω σκόπιμο να τρομάξουμε το μέσο κοινό, αλλά να το εξοικειώσουμε και με νέους τρόπους θεατρικής έκφρασης στις οποίες δεν είναι συνηθισμένο. Το γούστο όλων μας αλλάζει συν τω χρόνω, μετακινείται, και το Εθνικό Θέατρο μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη μετακίνηση, μπορεί να προτείνει στο κοινό και νέους δρόμους θέασης.

Η κατάρτιση του καλλιτεχνικού προγραμματισμού είναι μια σύνθετη ιστορία. Τι βαραίνει για σας σ’ αυτή την εξίσωση;
Είναι προφανώς πολλές οι συνισταμένες. Καταρχάς οι επιλογές ρεπερτορίου καθορίζονται από τη φυσιογνωμία τής κάθε σκηνής την οποία έχω καθορίσει ήδη από πέρυσι. Η Κεντρική Σκηνή του Κτιρίου Τσίλλερ είναι αφιερωμένη στο κλασικό ρεπερτόριο, η Σκηνή Νίκος Κούρκουλος στα σύγχρονα άπαιχτα έργα. Στο κτίριο του Ρεξ στη Σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη παίζονται μεγάλα θεάματα, μουσικά και άλλα, στη Σκηνή Κατίνα Παξινού στεγάζεται η Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών και στο ισόγειο του Ρεξ, στη Σκηνή Ελένη Παπαδάκη, οι παραγωγές της παιδικής και της εφηβικής μας σκηνής. Έχοντας αυτή την αφετηρία αρχίζει το παζλ των επιλογών ρεπερτορίου και σκηνοθετών για την κάθε σκηνή. Οι επιλογές των σκηνοθετών γίνονται με ποικίλους τρόπους, είτε επιλέγοντας από προτάσεις που έχουν γίνει στο πρωτόκολλο του θέατρου, είτε από προτάσεις που μου κάνουν απευθείας συνάδελφοι σκηνοθέτες, είτε προτάσεις που κάνω εγώ σε σκηνοθέτες για συγκεκριμένα έργα ή εν γένει για μια συνεργασία. Άλλος βασικός γνώμονας είναι βέβαια οι θεματικές των παραστάσεων και οι σκηνοθετικές αναγνώσεις των έργων, προσπαθώντας να αφουγκραστούμε όσα συμβαίνουν γύρω μας. Βαραίνει φυσικά για τις επιλογές που γίνονται και το ένστικτό μου, το οποίο, μεγαλώνοντας, έχω μάθει να μην το αγνοώ.

Εθνικό Θέατρο: η κεντρική σκηνή στο κτίριο Τσίλλερ
Εθνικό Θέατρο: η κεντρική σκηνή στο κτίριο Τσίλλερ

Η πολυσυλλεκτικότητα στο ρεπερτόριο και η συμπερίληψη είναι έννοιες στις οποίες επανέρχεστε. Πώς αντιλαμβάνεστε τον ρόλο του Εθνικού Θεάτρου σε σχέση με την κοινωνία;
Το Εθνικό Θέατρο πρέπει να βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με την κοινωνία. Οι παραστάσεις πρέπει να συνομιλούν με όσα μας απασχολούν τη δεδομένη χρονική στιγμή. Η ελληνική κοινωνία δυσκολεύεται ακόμα να προσαρμοστεί στη νέα, πολυπολιτισμική πραγματικότητα της χώρας, την τρομάζει ακόμα η διαφορετικότητα. Για αυτό και επανέρχομαι από σκοπού στις έννοιες που αναφέρεστε: στην πολυσυλλεκτικότητα και στη συμπερίληψη. Είναι σημαντικό να προάγουμε κι εμείς ως Εθνικό −όσο μπορούμε− το άνοιγμα της κοινωνίας στο διαφορετικό, ειδικά σήμερα που η ακροδεξιά έχει επανέλθει −δυστυχώς− δυναμικά, εργαλειοποιώντας τον φόβο της ελληνικής κοινωνίας για το διαφορετικό. Δεν πρέπει να το επιτρέψουμε.

Σχολιάστηκε ότι δεν τροφοδοτήσατε με έναν πολιτικό ή άλλον άξονα τον προγραμματισμό σας.
Δεν πιστεύω στους μονοθεματικούς άξονες για το Εθνικό. Κατά την κρίση μου πρέπει να θίγουμε πολλά και διαφορετικά ζητήματα τόσο πολιτικά, κοινωνικά, αλλά και υπαρξιακά. Και δεν πρέπει βέβαια και να φοβόμαστε να εντάξουμε και ψυχαγωγικά θεάματα − είναι κι αυτά απαραίτητα για την ψυχική ανάταση των θεατών σε μια τόσο δύσκολη εποχή. Πιστεύω σε ένα πολυσυλλεκτικό Εθνικό. Και μην ξεχνάτε ότι είμαστε η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που έχει μόνο ένα μεγάλο κρατικά επιχορηγούμενο θέατρο. Άρα καλούμαστε εξ ορισμού να καλύψουμε πολλές και διαφορετικές ανάγκες. Όσο για την κριτική ότι δεν έχει πολιτική στόχευση ο φετινός προγραμματισμός, παρακαλώ να μην προτρέχουν κάποιοι σε συμπεράσματα πριν δουν τις παραστάσεις. Γιατί δεν είναι μόνο η επιλογή των έργων, που αρκετά από αυτά είναι εξόχως πολιτικά, όπως το «Όλοι εμείς πουλιά» του Ουαζντί Μουαουάντ, το «Generation Lost» του Γρηγόρη Λιακόπουλου, η ανάθεση που κάναμε στον Κρις Κούπερ να γράψει ένα έργο για την Εφηβική Σκηνή για το προσφυγικό («Στα όρια»), ή τον «Καταποντισμό» του Βασίλη Βηλαρά, αλλά και η ανάγνωση των έργων από τους σκηνοθέτες που θα φωτίσουν κυρίως το πολιτικό περιεχόμενο των έργων, όπως για παράδειγμα ο «Βασιλιάς Ληρ» που θα σκηνοθετήσει ο Γιάννης Χουβαρδάς ή το «Ονειρόδραμα» σε σκηνοθεσία της Γεωργίας Μαυραγάνη. Ας δείξουν, λοιπόν, λίγο υπομονή οι φίλοι δημοσιογράφοι και ας γίνει ο απολογισμός στο τέλος της χρονιάς και μετά χαράς να ασκηθεί αυστηρή κριτική, και να κάνω κι εγώ την αυτοκριτική μου.

Αλήθεια, πώς στέκεστε απέναντι στην κριτική;
Την ακούω και με απασχολεί, δεν θεωρώ ότι κάνω τα πάντα τέλεια. Θα δώσω σημασία ακόμα και στις κακεντρεχείς κριτικές, προσπερνώντας το ύφος ή και τις σκοπιμότητες που καμιά φορά υπάρχουν. Προσπαθώ να μην παραδίδομαι στο θυμικό μου, δεν είναι χρήσιμο. Όλοι μας αρεσκόμαστε να μας επισημαίνουν μόνο τα καλά, αλλά η αλήθεια είναι ότι περισσότερο μας βοηθά η επισήμανση των αρνητικών προκειμένου να τα διορθώσουμε και να τροποποιήσουμε την πορεία μας.

Θα τολμούσατε ξανά μια «αιρετική» ανάθεση για την Επίδαυρο;
Φυσικά και ναι. Αν δεν το κάνει το Εθνικό, ποιος θα το κάνει; Ο παραγωγός του ελεύθερου θεάτρου που διακινδυνεύει στην Επίδαυρο ένα σημαντικό χρηματικό κεφάλαιο; Ποιος άλλος μπορεί να πειραματιστεί στην Επίδαυρο, αν όχι τα κρατικά θέατρα; Υπενθυμίζω ότι όλα τα μεγάλα «σκάνδαλα» που έχουν γίνει στην Επίδαυρο από τη δεκαετία του ’80 έως σήμερα αφορούσαν παραγωγές είτε του Εθνικού είτε του ΚΘΒΕ. Ακριβώς γιατί είναι τα μόνα που έχουν τη δυνατότητα να κάνουν αιρετικές επιλογές σε σχέση με την εποχή. Και τα «σκάνδαλα» που προκλήθηκαν βοήθησαν στην ανανέωση της Επιδαύρου, οδήγησαν εν τέλει και το κοινό στο να είναι πιο ανοιχτό σε πιο σύγχρονες παραστάσεις αρχαίου δράματος. Η «Άλκηστη» του Γιάννη Χουβαρδά στις αρχές του ’80 προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων για τη χρήση σύγχρονων κοστουμιών, σήμερα έχουμε φτάσει να το θεωρεί το κοινό αυτονόητο.

Ο Γιάννης Μόσχος στο κτίριο Τσίλλερ
Ο Γιάννης Μόσχος στο κτίριο Τσίλλερ του Εθνικού Θεάτρου © Ελίνα Γιουνανλή

Γιάννης Μόσχος: τα πλάνα του για τη νέα σεζόν στο Εθνικό Θέατρο

Πώς βλέπετε την ελληνική δραματουργία σήμερα; Στις επτά καινούργιες παραγωγές του κτιρίου Τσίλλερ και της σκηνής Κοτοπούλη στο Ρεξ, πέραν της Πειραματικής και του Μικρού Εθνικού, βρίσκουμε δύο ελληνικά έργα.
Προσπαθούμε να εντάξουμε όσο μπορούμε την εγχώρια δραματουργία. Στη Σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη από τις δύο παραγωγές μας η μία, «Ο Ευαγγελισμός», το μιούζικαλ, είναι ανάθεση σε έναν Έλληνα συγγραφέα της νεότερης γενιάς, στον Γιάννη Αστερή. Στη Νέα Σκηνή το ίδιο, από τις δύο καινούργιες παραγωγές η μία είναι ένα άπαιχτο ξένο έργο και η άλλη το «Generation Lost» ενός επίσης νέου σύγχρονου Έλληνα συγγραφέα, του Γρηγόρη Λιακόπουλου. Και μην παραγνωρίζουμε ότι φέτος στην Πειραματική όλα τα κείμενα που θα παιχτούν είναι ελληνικά, είτε πρόκειται για σκηνοθέτες-συγγραφείς, είτε κειμενικές συνθέσεις των σκηνοθετών, είτε διασκευές ελληνικής λογοτεχνίας. Η έμφαση κατά τη διάρκεια της θητείας μου είναι στην ανάδειξη νέων σύγχρονων συγγραφικών φωνών. Για αυτό και την επόμενη θεατρική περίοδο, 2024-25, σε μια νέα σκηνή που θα αποκτήσουμε στην Αθήνα θα αφιερωθεί αποκλειστικά στο ελληνικό έργο, ανεβάζοντας τρία ελληνικά έργα, δύο εξ αυτών αναθέσεις σε γνωστούς σύγχρονους συγγραφείς. Βλέπετε τον προσεχή Μάιο, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα κλείσει η Σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη για έναν χρόνο, καθώς αναμένεται να ξεκινήσουν οι εργασίες για την πλήρη ανακαίνισή της. Το Υπουργείο Πολιτισμού μάς εξασφάλισε ένα κονδύλι επτάμιση εκατομμύριων από το Ταμείο Ανάκαμψης, και μάλιστα οι εργασίες της ανακαίνισης θα γίνουν υπό την πλήρη εποπτεία του Υπουργείου που το υποστήριξε και το υποστηρίζει με θέρμη.

H εξωστρέφεια του Εθνικού Θεάτρου

Από τους βασικούς στόχους σας είναι η εξωστρέφεια, τόσο με την εξαγωγή παραστάσεων εκτός συνόρων όσο και με τις συμπαραγωγές. Τι καρπούς έχουν αποφέρει τα ταξίδια σας στο εξωτερικό;
Ταξιδεύω συνεχώς εδώ και έναν χρόνο. Έχω επισκεφθεί έως σήμερα το Παρίσι, το Βερολίνο, το Λονδίνο, τη Βιέννη, το Άμστερνταμ, τις Βρυξέλλες, τη Ζυρίχη, τη Βασιλεία, το Μόναχο, το Ντύσσελντορφ, το Μπόχουμ. Και θα συνεχίσω όλο τον επόμενο χρόνο να ταξιδεύω και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης προκειμένου να αναπτύξει το Εθνικό σχέσεις με τα μεγάλα θέατρα του εξωτερικού. Τα ταξίδια αυτά αποσκοπούν στο να συστηθούμε ως Εθνικό και να αρχίσουμε να συζητάμε πιθανές συνέργειες για το μέλλον. Και επειδή όλες αυτές οι επαφές δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα και δεν θέλω να μένει καμία σκιά, όλα αυτά τα ταξίδια έγιναν με δικά μου, προσωπικά έξοδα, και δεν επιβάρυναν τον προϋπολογισμό του Εθνικού. Συζητάμε διάφορες συνεργασίες αυτή τη στιγμή, συμπαραγωγές με άλλα ξένα θέατρα και ανταλλαγές παραστάσεων. Είναι πολλά σε εξέλιξη και δεν θέλω ακόμα να πω λεπτομέρειες, πολλές φορές αυτές οι συζητήσεις δεν προχωρούν σε υλοποίηση, όπως είναι αναμενόμενο. Έχει δε ήδη ξεκινήσει η διεθνής περιοδεία του «Goodbye, Lindita», παίξαμε μόλις στο Βελιγράδι με μεγάλη επιτυχία και ακολουθούν Δρέσδη, Άμστερνταμ και Αδελαϊδα της Αυστραλίας. Για την άνοιξη του 2024 προγραμματίζουμε το δεύτερο showcase του Εθνικού, όπου θα προσκληθούν πάνω από 20 ξένοι καλλιτεχνικοί διευθυντές και επιμελητές φεστιβάλ και θεάτρων, καθώς και ξένοι δημοσιογράφοι.

Εθνικό Θέατρο, το κτίριο Τσίλλερ
Εθνικό Θέατρο, το κτίριο Τσίλλερ © Θωμάς Γερασόπουλος

Την άνοιξη του 2024 αναμένονται και τα πρώτα residencies Ελλήνων καλλιτεχνών στο εξωτερικό, ενώ θα κληθούν ξένοι ομότεχνοί τους στην Αθήνα.
Θα πάνε 3 Έλληνες καλλιτέχνες στο εξωτερικό, ενώ άλλοι τόσοι αναμένονται σ’ εμάς. Συνολικά 18 δημιουργοί μέχρι το 2025. Θέλουμε αφενός να δώσουμε τη δυνατότητα σε νέους Έλληνες καλλιτέχνες να έρθουν σε επαφή με άλλα θέατρα του εξωτερικού, να μελετήσουν τον τρόπο εργασίας τους, να διευρύνουν τους προσωπικούς καλλιτεχνικούς τους ορίζοντες, και αφετέρου επιθυμούμε να ανοίξουν προοπτικές συνεργασίας με ευρωπαϊκούς και όχι μόνο, καλλιτεχνικούς φορείς του εξωτερικού. Η σκέψη μας γι’ αυτούς που θα έρθουν στην Ελλάδα είναι να προέρχονται από διαφορετικές ειδικότητες και να συνεργαστούν σε ένα κοινό πρότζεκτ που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια διεθνή συμπαραγωγή.

Πώς το δικό μας τοπικό θα μιλήσει στο διεθνές;
Το τοπικό είναι και διεθνές όταν είναι ουσιαστικό και ειλικρινές. Μπορεί η δική μας πραγματικότητα να έχει διαφορές από τις άλλες δυτικές χώρες, αλλά είναι περισσότερες οι ομοιότητες εν τέλει από τις όποιες διαφορές μας. Αντίστοιχα ζητήματα απασχολούν όλους τους ανθρώπους, κι ας είναι διαφορετικές οι συνθήκες ζωής. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η υποδοχή του «Goodbye, Lindita» στο Βελιγράδι. Η παράσταση άγγιξε τους θεατές με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχε αγγίξει τους θεατές στην Αθήνα, και ας είχε αναφορές ελληνικές και αλβανικές.

Στο επόμενο showcase τι θα παρουσιάσετε;
Θα πραγματοποιηθεί τον Απρίλη και θα δείξουμε τις παραγωγές που θα παίζονται στο τρίτο κομμάτι της σεζόν: το «Ονειρόδραμα» του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ σε σκηνοθεσία της Γεωργίας Μαυραγάνη, σε μια ιδιαίτερη αφηγηματική σκηνοθετική εκδοχή του, την «Προξενήτρα» του Θόρντον Ουάιλντερ, μια σπαρταριστή φάρσα από τον Θωμά Μοσχόπουλο, το νέο άπαιχτο ελληνικό έργο του Γρηγόρη Λιακόπουλου «Generation Lost» που αναφέρεται στη γενιά των millennials σε σκηνοθεσία Κατερίνας Γιαννοπούλου, τον «Καταποντισμό» σε σκηνοθεσία-κείμενο Βασίλη Βηλαρά στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών, παράσταση που αφορμάται από τα γράμματα αναγνωστών στο «Αμφί», ενός από τα πρώτα ελληνικά gay περιοδικά, ενώ στην παιδική μας σκηνή θα παίζεται ο «Πινόκιο» σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου. Θα δείξουμε δηλαδή πολλά και διαφορετικά πράγματα, αντιπροσωπευτικά της δραστηριότητας του Εθνικού. Θέλω να ελπίζω ότι κάποιες από αυτές τις παραστάσεις θα ενδιαφέρουν το ξένο ακροατήριό μας και θα καταφέρουμε να τις ταξιδεύσουμε στο εξωτερικό.

Γιάννης Μόσχος: πώς βλέπει τα θεατρικά πράγματα και τι αποτύπωμα θέλει να αφήσει

Από τις συναντήσεις σας με τους συναδέλφους σας εκτός Ελλάδας, τι προκύπτει ως προβληματισμός και αίτημα;
Κοινή διαπίστωση είναι η τρομακτική άνοδος της ακροδεξιάς και η ανάγκη αντίστασης όλων μας στον εκφασισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Όλους, επίσης, τους απασχολεί η μείωση στα κονδύλια για τον πολιτισμό που συμβαίνει συνολικά στην Ευρώπη. Λίγο πολύ τα θέατρα τα ίδια ζητήματα αντιμετωπίζουν, απλώς είναι τελείως διαφορετικά τα οικονομικά μεγέθη. Όταν αναφέρω τον προϋπολογισμό μας, δεν μπορούν να πιστέψουν πώς είναι δυνατόν να κινούμαστε με τόσο χαμηλό προϋπολογισμό έχοντας να διαχειριστούμε ένα τόσο μεγάλο αριθμό παραγωγών και σκηνών. Και δεν μιλώ μόνο για τους διευθυντές των «πλούσιων» κεντροευρωπαϊκών χωρών, αλλά και για θέατρα λιγότερο εύρωστων οικονομικά χωρών, όπως της Πολωνίας, της Λετονίας κ.ά.

Ποια είναι η τάση στο θέατρο διεθνώς σήμερα;
Υπάρχουν πολλές τάσεις ταυτόχρονα. Από τη μία παραμένει ισχυρό το θέατρο του σκηνοθέτη-δημιουργού ο οποίος λειτουργεί και ως δραματουργός κάνοντας και την κειμενική σύνθεση. Απο την άλλη όμως, τα θέατρα του εξωτερικού επιστρέφουν και δυναμικά στα θεατρικά έργα, κλασικά και σύγχρονα. Σε θέματα φόρμας έχει αρχίσει να υποχωρεί η τάση αποδόμησης που ήταν πολύ ισχυρή τα τελευταία χρόνια και εμφανίζονται πια και αρκετές φωνές που επιστρέφουν στον ρεαλισμό, φτάνοντας στα όρια του νατουραλισμού, αλλά και νέες πρωτότυπες σκηνοθετικές φόρμες που είναι μακριά από τον ρεαλισμό. Είναι ένα ενδιαφέρον τοπίο που θα δούμε πώς θα εξελιχθεί.

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Γιάννης Μόσχος
Γιάννης Μόσχος © Ελίνα Γιουνανλή

Τον Δεκέμβριο συμπληρώνετε δύο χρόνια στο τιμόνι του Εθνικού. Τι κρατάτε στα θετικά και πού βρίσκετε ότι έχουν γίνει λάθη ή ότι χρειάζεται ακόμα πολλή δουλειά;
Είναι σημαντικό ότι το Εθνικό ξαναβρήκε την εμπιστοσύνη τού κοινού, είμαι πολύ χαρούμενος για την αθρόα προσέλευση του κοινού την περσινή χρονιά. Και είμαι πολύ ικανοποιημένος από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα όλων σχεδόν των παραγωγών μας. Επίσης, στο κομμάτι της εξωστρέφειας, έχει επανασυστηθεί δυναμικά το Εθνικό Θέατρο στο εξωτερικό, συνομιλούμε με σημαντικά φεστιβάλ και θέατρα του εξωτερικού που γνωρίζουν πια και εκτιμούν τη δουλειά που γίνεται στο Εθνικό, είμαστε πια στον χάρτη των διεθνών συνεργασιών. Δεν έχω κάνει τα πάντα τέλεια φυσικά, έχουν γίνει και αστοχίες ορισμένες φορές στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού του θεάτρου. Θέλω να ελπίζω πως διαχειρίζομαι καλύτερα πλέον καταστάσεις που αφορούν στο έμψυχο δυναμικό μας. Επίσης, η βελτίωση των κτιριακών υποδομών του Εθνικού δεν έχει προχωρήσει όσο θέλω. Απαιτείται ακόμα πολύ κυνήγι, δυστυχώς όμως συχνά πνίγεται κανείς από τις πολλές υποχρεώσεις και κάποια πράγματα πάνε πίσω.

Ποιο θέλετε να είναι το στίγμα της θητείας σας;
Ένα θέατρο ανοιχτό σε όλες, όλους, όλα, που είναι και το φετινό μας σύνθημα. Ένα θέατρο ανοιχτό σε όλες τις σκηνοθετικές τάσεις από τις πιο πειραματικές στις πιο κλασικές. Ένα θέατρο με ανοιχτές πόρτες στο εξωτερικό και σε συνεχή δίαυλο με όλα τα μεγάλα ξένα θέατρα.

Πώς βλέπετε τα θεατρικά πράγματα στη χώρα;
Έχουμε πολύ σημαντικούς δημιουργούς, αλλά προβληματικές δομές. Πέρα από τα δύο κρατικά θέατρα και το Φεστιβάλ Αθηνών, δεν υπάρχουν άλλοι σημαντικοί −κρατικά επιδοτούμενοι− φορείς θεατρικής παραγωγής. Δεν παραγνωρίζω καθόλου τη δουλειά που προσπαθούν να κάνουν κάποιοι διευθυντές των ΔΗΠΕΘΕ, αλλά είναι εγκλωβισμένοι σε πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες, με ανύπαρκτους προϋπολογισμούς και παρεμβάσεις από τους Δήμους. Το ελεύθερο, επιχορηγούμενο θέατρο βρίσκεται επίσης σε πολύ δύσκολη θέση. Η γενιά μου μεγάλωσε με ορισμένους ισχυρούς θεατρικούς πυρήνες, όπως το Αμόρε, το Εμπρός, το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, τη Μικρή Πόρτα της Ξένιας Καλογεροπούλου, ομάδες και ανθρώπους που έκαναν δουλειά ουσίας τη δεκαετία του ’90 και απέδωσαν τρομερούς καρπούς, προχώρησαν σημαντικά το ελληνικό θέατρο. Και η άνθηση αυτών των σχημάτων έγινε χάρη στη γενναία επιχορήγηση που τους δόθηκε για κάποια χρόνια. Τώρα έχουμε μονάδες που προσπαθούν με χαμηλές επιχορηγήσεις να επιβιώσουν, περιφερόμενοι από θέατρο σε θέατρο, δεν τους προσφέρονται οι συνθήκες για να εξελίξουν τη δουλειά τους. Το επιχορηγούμενο θέατρο έχει ανάγκη μιας γενναιότερης στήριξης.

Υπάρχει η ανάγκη της ομάδας ξανά;
Σίγουρα. Υπάρχουν αρκετές που έχουν ανακύψει τα τελευταία χρόνια, που όμως αντιμετωπίζουν τρομακτικά οικονομικά προβλήματα και δυσκολεύονται να μακροημερεύσουν στις παρούσες συνθήκες. Δεν είναι ο μόνος δρόμος φυσικά, υπάρχουν και πολύ σημαντικοί σκηνοθέτες που θα έπρεπε η πολιτεία να είχε φροντίσει να έχουν δική τους θεατρική στέγη.

Στο σημείωμα της παράστασης «Όλοι εμείς πουλιά», που παρουσιάζετε σε πανελλαδική πρεμιέρα, διαβάζουμε ότι ο συγγραφέας οραματίζεται έναν άνθρωπο «που να φλογίζεται από τον πόθο για το άλλο, το διαφορετικό, κι αυτός ο πόθος να είναι τόσο απόλυτος, τόσο απέραντος, τόσο πνευματικός…». Εσείς από τι πόθο/ους φλογίζεστε;
Από τον πόθο του θεάτρου, είμαι αθεράπευτα άρρωστος με το θέατρο (σ.σ. γελώντας). Από πολύ μικρός ήθελα διακαώς να ασχοληθώ επαγγελματικά με το θέατρο όταν μεγαλώσω. Μάλιστα είχα αρθρώσει μέσα μου, ήδη από 20 χρονών, τη φιλοδοξία να αναλάβω κάποια στιγμή την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου. Δεν μπορώ να έχω κανένα παράπονο, όλα τα επαγγελματικά όνειρά μου πραγματοποιήθηκαν. Αισθάνομαι χορτασμένος. Από την άλλη βέβαια έχω βάλει στο περιθώριο την προσωπική μου ζωή εδώ και αρκετά χρόνια. Συνειδητοποιώ τώρα, με τη βοήθεια της ψυχανάλυσης που κάνω, ότι η ενασχόλησή μου με το θέατρο είναι μαζί και μια υπεκφυγή από το να ζήσεις την πραγματική ζωή. Τώρα πια επιθυμώ τη συντροφικότητα, τη συμπόρευση με έναν άλλο άνθρωπο, κάτι που με τρόμαζε παλιότερα. Ελπίζω να προκύψει στο άμεσο μέλλον. Και βέβαια συνεχίζω να ονειρεύομαι και πολλά άλλα πράγματα που αφορούν στο θέατρο, τόσο για το Εθνικό, όσο και για το τι θα κάνω μετά τη λήξη της θητείας μου.

Υπάρχει κάποια θεατρική ατάκα που καθοδηγεί τα βήματά σας;
Δεν είναι ακριβώς θεατρική ατάκα, αφορά περισσότερο το πνεύμα που διατρέχει όλο το συγγραφικό έργο του Τσέχωφ: η ζωή είναι περισσότερο κωμωδία παρά τραγωδία.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ