Θεατρο - Οπερα

Το πάθος ταιριάζει στη Φανί Αρντάν

Συνέντευξη με τη σκηνοθέτιδα της παράστασης «Λαίδη Μάκβεθ» του Μτσενσκ

53155-117261.jpg
Λένα Ιωαννίδου
ΤΕΥΧΟΣ 700
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Φανί Αρντάν © Μάρα Δεσύπρη
Φανί Αρντάν © Μάρα Δεσύπρη

Η Φανί Αρντάν μιλά στην ATHENS VOICE λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της «Λαίδης Μάκβεθ» του Μτσενσκ από την ΕΛΣ, για την πρώτη εμπειρία της από τον κόσμο της όπερας

Είναι η αισθησιακή Ματίλντ στη «Γυναίκα της διπλανής πόρτας» του Τρυφό, αλλά και η απολαυστική Έβα στο «Pedale Douce» του Αγκιόν. Είναι η τολμηρή Πιερέτ στις «8 γυναίκες» του Οζόν. Είναι η Μαρία Κάλλας στο «Masterclass» του Μακ Νάλι –σκηνοθετημένη από τον Πολάνσκι– αλλά και στο «Callas forever» του Τζεφιρέλι. 

Η Φανί Μαργκερίτ Τζουντίθ Αρντάν, η υπέροχη Φανί του θεάτρου και του γαλλικού cinema d’auteur, τους τελευταίους μήνες βρίσκεται στην Αθήνα. Καλεσμένη από την ΕΛΣ, σκηνοθετεί για πρώτη φορά όπερα την πολυαναμενόμενη «Λαίδη Μάκβεθ» του Μτσενσκ, του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Ένα μουσικό έργο ωμά ρεαλιστικό αλλά και βαθιά συγκινητικό, που γνώρισε άγρια λογοκρισία αλλά και παγκόσμια αναγνώριση. Έχοντας στο πλάι της μια σπουδαία δημιουργική ομάδα, από τη διάσημη ενδυματολόγο, βραβευμένη με τέσσερα Όσκαρ, Μιλένα Κανονέρο, ως τον διεθνώς αναγνωρισμένο διευθυντή φωτογραφίας Λούκα Μπιγκάτσι –γνωστό από τις ταινίες του Πάολο Σορεντίνο και του Άμπας Κιαροστάμι–, η Φανί Αρντάν μέσα από μια αιχμηρή σκηνοθεσία θα μας μεταφέρει στην επαρχιακή προεπαναστατική Ρωσία για να μάθουμε την ιστορία της Κατερίνα Ισμαήλοβα. Μιας άγριας και αντιφατικής ηρωίδας που αντιστέκεται στους νόμους, μέσα σε μια κοινωνία συμβατική και ομοιόμορφη. Που πληρώνει το τίμημα για να μείνει ελεύθερη και να ακολουθήσει το πάθος της.

Πάθος. Αυτή η λέξη ταιριάζει γάντι και στη Φανί Αρντάν. Μετά από μια ακόμα πολύωρη πρόβα, είδα να μπαίνει στο χώρο που θα κάναμε τη συνέντευξη μια γοητευτική γυναίκα, με γήινη ομορφιά και ανεπιτήδευτους τρόπους. Τη στιγμή όμως που πάτησα το play και έκανα την πρώτη ερώτηση για τη δουλειά της, το βλέμμα της άστραψε! Με χειμαρρώδη λόγο, ενθουσιώδη επιφωνήματα και τη γλώσσα του σώματος πάντα σε πρώτο πλάνο, η Φανί Αρντάν μίλησε για όλα αυτά που αγαπά με πάθος… 

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με την ΕΛΣ; Τίνος ιδέα ήταν η παραγωγή της Λαίδης Μάκβεθ του Μτσενσκ;
Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά με τον Γιώργο Κουμεντάκη όταν ήρθε στο Παρίσι να παρακολουθήσει την παράσταση της Κασσάνδρας του Μάικλ Τζάρελ στην οποία πρωταγωνιστούσα. Η πρόσκλησή του να σκηνοθετήσω όπερα με εξέπληξε, σκέφτηκα όμως «γιατί όχι;». Αρχικά φαντάστηκα ότι όντας Γαλλίδα θα μου πρότεινε ένα γαλλικό έργο, ίσως το «Πελλέας και Μελισσάνθη» του Ντεμπισί – αν και, μεταξύ μας, δεν πολυσυμπαθώ τη γαλλική όπερα, αντίθετα λατρεύω την ιταλική και τη ρωσική. Όταν όμως τον συνάντησα ξανά και του ανέφερα την όπερα του Ντεμπισί μού είπε πως δεν ήταν κατάλληλη για την ορχήστρα της Λυρικής και μου ζήτησε να επιλέξω κάτι άλλο. Δεύτερη έκπληξη! «Ό,τι θέλω;» τον ρώτησα. «Ναι» μου απάντησε. «Είστε σίγουρος;» ρώτησα ξανά… «Απόλυτα!» Και τότε μου ήρθε στο μυαλό η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ, μια όπερα που αγαπώ πολύ, όπως και όλον τον Σοστακόβιτς, και την οποία είχα ακούσει άπειρες φορές αλλά δεν την είχα δει ποτέ live στη σκηνή. Την πρότεινα και ο Γιώργος Κουμεντάκης είπε αμέσως το ναι!

Για πρώτη φορά σκηνοθετείτε όπερα. Ρίσκο ή πρόκληση;
Ξέρετε, υπάρχει μια ελληνική λέξη, η «ύβρις». Για μένα σημαίνει να ονειρεύεσαι περισσότερα από όσα μπορείς. Είμαι 100% ηθοποιός, παθιάζομαι με την υποκριτική. Όταν όμως μου προτείνει κάποιος να κάνω κάτι διαφορετικό, αυτό το ίδιο πάθος με κάνει να πω ναι. Είναι στη φύση μου… Πρότεινα τη «Λαίδη Μάκβεθ» χωρίς να έχω ακόμα συνειδητοποιήσει το τεράστιο μέγεθος αυτού του έργου. Αγαπώ βαθιά την όπερα, αλλά δεν είμαι ειδική. Έχω σκηνοθετήσει μόνο την οπερέτα «Βερονίκη» του Αντρέ Μεσαζέ και το μιούζικαλ «Passion» του Στίβεν Ζοντχάιμ. Όταν είπα σε ένα φίλο ότι έρχομαι στην Ελλάδα να σκηνοθετήσω «Λαίδη Μάκβεθ» με ενημέρωσε ότι παίζεται και στο Παρίσι. Εγώ όμως δεν ήθελα να επηρεαστώ, δεν ήθελα να ξέρω πώς την ανεβάζουν άλλοι δημιουργοί, προτιμούσα να είμαι «παρθένα» στο εγχείρημά μου… 

Έχετε δοκιμαστεί ως σκηνοθέτρια στο θέατρο και το σινεμά. Είναι διαφορετικό να σκηνοθετείς όπερα;
Διαφορετικό και πολύ πιο δύσκολο, γιατί η όπερα τα έχει όλα μαζί! Μουσική, ηθοποιία, χορογραφίες… Στη «Λαίδη Μάκβεθ» καλούμαι να σκηνοθετήσω όχι είκοσι αλλά εξήντα ανθρώπους. Δεν μιλώ ελληνικά και, επιπλέον, είμαι νευρική και ανυπόμονη. Όμως το απολαμβάνω! Έμαθα πολλά, ανακάλυψα νέα πράγματα. Είναι ένα σπουδαίο μάθημα ζωής. Ένα κέρδος που δεν έχει να κάνει με τα λεφτά, την εξουσία, τη φήμη. Όταν  υποχρεώνεσαι να κάνεις κάτι που δεν σ’ αρέσει, είσαι νεκρός! Στην καριέρα μου έκανα και ταινίες που δεν έγιναν επιτυχίες. Ποτέ μου όμως δεν μετάνιωσα, για καμιά από αυτές, γιατί στους δύο-τρεις μήνες γυρισμάτων, πέρναγα πάντα υπέροχα, σαν τις καλοκαιρινές διακοπές των παιδικών μου χρόνων. Άρα ποιος νοιάζεται για την επιτυχία!  

Ξεκινώντας, είχατε μια εικόνα στο μυαλό σας για το πώς θα κινηθείτε σκηνοθετικά;
Όπως σας είπα, αγαπώ την όπερα. Όταν όμως πηγαίνω να δω μια παράσταση, στο Παρίσι ή αλλού, πρέπει να ομολογήσω ότι πολύ συχνά, βαριέμαι… Με ενοχλεί ο τρόπος που κάποιοι τραγουδιστές αδιαφορούν για τη σκηνική τους παρουσία.  Είμαστε μια γενιά που μεγαλώσαμε με το σινεμά. Δεν είμαστε πια στην εποχή της Σάρα Μπερνάρ με το στομφώδες παίξιμο (τη μιμείται απολαυστικά…). Αν πρόκειται να δω κάτι τέτοιο, προτιμώ να μείνω σπίτι μου και να βάλω να παίζει δυνατά ένα cd... Δεν φτάνει να έχεις ωραία φωνή, πρέπει να έχεις κίνηση, υποκριτικό ταλέντο, να είσαι ολοκληρωμένος. Οι σπουδαίοι καλλιτέχνες όπως ήταν η Κάλλας, ή στις μέρες μας ο Γιόνας Κάουφμαν, ή η Ναταλί Ντεσέ, δεν τραγουδούν απλώς τον ρόλο τους, τον ερμηνεύουν, τον ζουν. Αυτό θέλω κι εγώ από τους τραγουδιστές. Να μπει ο καθένας στο πετσί του ρόλου του, όποιος κι αν είναι αυτός. Αν παίζουν τον «κακό» του έργου, θέλω να τολμήσουν να είναι βίαιοι, σκληροί… Είμαι τυχερή γιατί τόσο η Σβετλάνα Σοζντάτελεβα στον ρόλο της Κατερίνα Ισμαήλοβα όσο και ο Σεργκέι Σεμισκούρ στον ρόλο του Σεργκέι είναι εκπληκτικοί. Λατρεύω τους Ρώσους τραγουδιστές, οι φωνές τους μοιάζουν σαν να βγαίνουν από τη γη. Έχουν ενέργεια και πάθος, μπορούν να πεθάνουν από έρωτα, ή να σε σκοτώσουν, να είναι κτηνώδεις και την άλλη στιγμή τρυφεροί.  

Δώσατε επομένως μεγάλο βάρος στην ερμηνεία των τραγουδιστών…
Όχι μόνο. Το ίδιο ζήτησα και από τη χορωδία. Για μένα, είναι βασικοί χαρακτήρες της όπερας αυτής.  Αντιπροσωπεύουν την κοινωνία, μια κοινωνία δειλή, υποτακτική, αιμοδιψή, που δεν μπορεί να δείξει συμπόνια, ίσως μόνο για μια στιγμή. Αυτό που βλέπουμε είναι μια Κατερίνα Ισμαήλοβα μόνη, απέναντι στην κοινωνία και την κριτική της. Ξέρετε, δεν διαφέρει και τόσο από τη δική μας εποχή. Βάζω τον εαυτό μου στη θέση αυτής της γυναίκας. Δεν έχω καθόλου καλή γνώμη για την κοινωνία μας σήμερα. Λέμε ότι έχουμε δημοκρατία αλλά δεν είναι αλήθεια. Η κοινή γνώμη μετατρέπεται ολοένα και πιο πολύ σε δικαστή. Αρχίζει να θυμίζει δικτατορία. Σταυρώνεσαι για μια λέξη. Δέχεσαι κριτική για κάθε τι που κάνεις. «Πώς τολμάς να λες αυτό, πώς τολμάς να τρως κρέας…». Το σιχαίνομαι! Όταν η κοινωνία αποτελεί κίνδυνο για την ανθρώπινη ύπαρξη, τότε το θέμα πλέον είναι πολιτικό. Θα μου πείτε, μα η κοινωνία μάς προστατεύει. Κι εγώ θα απαντήσω, πολύ σπάνια! Αν είσαι ελεύθερο πνεύμα, αν δεν είσαι κονφορμιστής, δεν σε προστατεύει, σε τιμωρεί…

Η ηρωίδα του έργου, η Κατερίνα Ισμαήλοβα, είναι ουσιαστικά μια δολοφόνος. Εσείς πώς την προσεγγίσατε;
Αγάπησα πολύ την Κατερίνα Ισμαήλοβα, όπως είχα αγαπήσει και τη Μήδεια που έπαιξα στο θέατρο. Ναι, είναι δολοφόνος, όμως την καταλαβαίνω, είναι μια γυναίκα που βασανίζεται, ποθεί, λαχταρά την ελευθερία. Διάβασα το διήγημα του Νικολάι Λεσκόφ πάνω στο οποίο βασίζεται η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ. Εκεί η Κατερίνα σκοτώνει και ένα παιδί, μια πράξη που σκόπιμα δεν συμπεριέλαβε ο Σοστακόβιτς στο λιμπρέτο ακριβώς γιατί ήθελε το κοινό να συμπαθήσει την ηρωίδα του – θα ήταν αδύνατον να συμβεί αν την παρουσίαζε σαν παιδοκτόνο. Και ο κόσμος πράγματι αγάπησε την Κατερίνα και το ελεύθερο πνεύμα της, κάτι σπουδαίο, αν σκεφτούμε ότι η όπερα ανέβηκε το 1934, στη Σοβιετική Ένωση. Ο Σοστακόβιτς βέβαια πλήρωσε το τίμημα – το θέμα της δεν άρεσε στον Στάλιν, η Πράβντα έσπευσε να την αποκαλέσει «μικροαστική», «τραχιά», «χυδαία» και η όπερα δεν ξαναπαίχτηκε παρά μόνο μετά από 30 χρόνια, αναθεωρημένη.

Έχετε δουλέψει με τους σημαντικότερους δημιουργούς στο σινεμά και στο θέατρο. Υπάρχει κάτι που μάθατε, που θυμόσαστε από αυτούς, κάτι που σας βοήθησε στα σκηνοθετικά σας βήματα;
Το πάθος για τη δουλειά τους! Κατά ένα περίεργο τρόπο από όλους αυτούς τους μεγάλους δημιουργούς θυμάμαι το συναίσθημα, όχι τη σκέψη τους. Σίγουρα ήταν πολύ πιο έξυπνοι από μένα και πολύ πιο ήρεμοι στη διάρκεια των γυρισμάτων, δεν συμπεριφέρονταν σαν λυσσασμένο σκυλί όπως εγώ (γέλια…). Ακόμα κι όταν ο Τζεφιρέλι απειλούσε να τα γκρεμίσει όλα με το μπαστούνι που κρατούσε, δεν ένιωθα ούτε στιγμή θιγμένη από τον θυμό και τις φωνές του. Καταλάβαινα το πάθος του. Αυτό που σίγουρα έμαθα δίπλα στον Αντονιόνι, στον Έττορε Σκόλα, στον Τρυφό, ή στον Κώστα Γαβρά ήταν ότι είναι μεγάλο προνόμιο να βρίσκεσαι στη σκηνή ή σε ένα κινηματογραφικό σετ, σαν σκηνοθέτης ή σαν ηθοποιός. Δεν είναι μια δουλειά σαν τις άλλες. Γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να χαραμίζεις ούτε στιγμή. 

Και κάτι ακόμα. Μελετώντας τη Μαρία Κάλλας –σ.σ. την έχει υποδυθεί στο σινεμά και στο θέατρο– κατάλαβα ότι αυτό που την έκανε μεγάλη, και όχι μόνο σαν τραγουδίστρια όπερας, ήταν το γεγονός ότι σε όλη της την καριέρα αναζητούσε το απόλυτο. Το ιερό δισκοπότηρο. Αυτό που πάντα σου διαφεύγει και ίσως χρειαστείς όλη σου τη ζωή για να το φτάσεις. Ακόμα και στις πρόβες η Κάλλας έδινε όλον της τον εαυτό, σαν να βρίσκεται στη σκηνή. Η ζωή της με δίδαξε ότι αυτό που μετράει είναι να κάνεις αυτό που ξέρεις, με τον καλύτερο τρόπο που μπορείς, είτε είσαι καλλιτέχνης, είτε μηχανικός ή φούρναρης. Και ίσως τελικά να είναι προτιμότερο να ζήσεις δέκα χρόνια στην κορυφή παρά τριάντα στη μετριότητα…

Φανί Μαργκερίτ Τζουντίθ Αρντάν © Μάρα Δεσύπρη
Φανί Μαργκερίτ Τζουντίθ Αρντάν/ Φωτογραφία: Μάρα Δεσύπρη

Μιας και αναφερθήκατε στην Κάλλας, να σας θυμίσω κάτι που έλεγε: ότι στην όπερα τα πάντα υπάρχουν μέσα στην παρτιτούρα του συνθέτη. Αρκεί να ακούσεις τη μουσική για να καταλάβεις τι πρέπει να κάνεις, πώς να παίξεις. Το πιστεύετε κι εσείς;
Ισχύει απολύτως, ιδιαίτερα για μένα που η όπερα είναι μια καινούργια εμπειρία. Λέω στον εαυτό μου: «Δεν γίνεται να είσαι πιο έξυπνη από τον συνθέτη! Ο Σοστακόβιτς τα έχει πει ήδη όλα με τη μουσική του… Δεν μπορείς να πας ενάντια σ’ αυτήν.

Πολλοί σκηνοθέτες επιλέγουν να προσεγγίσουν την όπερα με μια σύγχρονη, μινιμαλιστική αισθητική, μεταφέροντας συχνά την ιστορία στο σήμερα. Εσείς αντίθετα δεν παρεκκλίνατε από το λιμπρέτο, κρατήσατε την υπόθεση στην προεπαναστατική Ρωσία του 19ου αιώνα.
Όταν πηγαίνω στο θέατρο να παρακολουθήσω ένα έργο, δεν θέλω ο σκηνοθέτης να με βάζει με το ζόρι να σκεφτώ. Να μου δείξει μόνο τη δική του άποψη. Θέλω να μου πει μια ιστορία, σαν παραμύθι. Μια φορά κι έναν καιρό… Θέλω εγώ να αποφασίσω στο τέλος του έργου τι μου άρεσε και τι όχι. Από την άλλη, δεν αγαπώ τον μινιμαλισμό. Κατά τη γνώμη μου, μινιμαλισμός σημαίνει να μην παίρνεις ρίσκα. Είναι σαν να φοράς πάντα τζιν. Από την πρώτη στιγμή είπα στον Γιώργο Κουμεντάκη ότι θέλω να κρατήσω την ιστορία στην τσαρική εποχή, όπως ακριβώς την τοποθετεί ο Λεσκόφ, για να αφηγηθώ επί σκηνής ένα συναρπαστικό παραμύθι. Ζήτησα τους καλύτερους, τη Μιλένα Κανονέρο και την Πέτρα Ράινχαρτ στα κοστούμια, τον Λούκα Μπιγκάτσι στους φωτισμούς, τον Τομπίας Χόαϊζελ στα σκηνικά, ή τους (ΛΑ)ΟΡΝΤ στην κινησιολογία, γιατί ήθελα την ομορφιά. Και πρέπει να σας πω ότι όλοι ενθουσιάστηκαν γιατί το θέμα και η εποχή τους πρόσφεραν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν. Κάπως έτσι όλη η Ευρώπη μαζεύτηκε στην Ελλάδα!

Αλήθεια, πώς σας φαίνεται που βρεθήκατε στην Ελλάδα;
Είμαι χαρούμενη γιατί η αγάπη μου για την Ελλάδα είναι βαθιά και πολύ παλιά. Από την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια», έμαθα τη μαγεία του να αφηγείσαι μια ιστορία. Το ότι ο μύθος λειτουργεί σε ένα πρώτο επίπεδο και ύστερα καλείσαι εσύ να ανακαλύψεις μόνος σου αυτό που κρύβεται από πίσω – κανείς δεν με πίεσε να προτιμήσω τον Έκτορα από τον Αχιλλέα, στο χέρι μου ήταν να αποφασίσω. Προσωπικά πιστεύω ότι κάθε τι όμορφο που έχουμε σήμερα στη Δύση ξεκίνησε από εδώ. 

Στο διάστημα που βρίσκομαι στην Ελλάδα δεν έχω καταφέρει δυστυχώς να δω πολλά. Αν θέλεις πάντως να γνωρίσεις πραγματικά μια χώρα θα πρέπει να μείνεις, να δουλέψεις σ’ αυτήν, να την αγαπήσεις, αγαπώντας τους ανθρώπους της. Αυτός είναι ο δικός μου τρόπος. Το να είμαι τουρίστας δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Εγώ θέλω να ανήκω στην πόλη, έστω κι αν κάνω, όπως τώρα, μια και μόνη διαδρομή –την ίδια– καθημερινά. Ήδη, στη γειτονιά που μένω, κάθε φορά που πετάγομαι στα γρήγορα να αγοράσω τις μπανάνες μου, οι άνθρωποι με αντιμετωπίζουν με γλυκύτητα, καταλαβαίνουν ότι είμαι ξένη αλλά και ότι δεν έχω έρθει για τουρισμό. Και αυτό μ’ αρέσει πολύ… 


Δείτε περισσότερες πληροφορίες στο Guide της Athens Voice

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ