Θεατρο - Οπερα

Περί έρωτος

115010-718264.jpg
Δήμητρα Αναγνώστου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
1935-17556.jpg

Ο Δημήτρης Λιγνάδης ανεβάζει την παράσταση «Συμπόσιο Ένα» και μιλάει στην A.V.

Ακουμπώντας στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα αλλά και σε κείμενα αγαπημένων του ποιητών, ο Δημήτρης Λιγνάδης παρουσιάζει φέτος στο «Θησείον», με ένα θίασο ταλαντούχων νέων ηθοποιών, τη νέα του δουλειά με τίτλο «Συμπόσιο (Ένα) Περί έρωτος». Για την απόφασή του να ασχοληθεί με αυτό το σπουδαίο κείμενο μίλησε στην A.V.

«Κλείνοντας τον κύκλο της συνεργασίας μου με το Εθνικό Θέατρο, δέχτηκα με πολλή χαρά την πρόταση του Μιχαήλ για τη συνεργασία μας στο θέατρο “Θησείον”. Όχι μόνο γιατί είναι ένα θέατρο με πολύ μεγάλη ιστορία, αλλά και γιατί μου δίνει τη δυνατότητα να εκφράσω απολύτως ελεύθερα, έξω από λογικές ταμείου και ρεπερτορίου, εκείνο που έχω ανάγκη. Με πετυχαίνει μάλιστα την κατάλληλη στιγμή στη ζωή μου, τώρα που νιώθω την ανάγκη να επιστρέψω, να ξαναγαπήσω και, αν μπορώ, να αναμεταδώσω το ξεχασμένο αυτονόητο, το απλό, το αθώο και –όπως πιστεύω– το απαραίτητο. Γι’ αυτό και πάτησα στους δύο πυλώνες: στο “δικό μου” Πλάτωνα και στην ποίηση που αγαπώ.

Έτσι, προσπάθησα “ακουμπώντας” στους συνδαιτυμόνες του πλατωνικού “Συμποσίου” και χρησιμοποιώντας τους αγαπημένους μου ποιητές να μιλήσω περί έρωτος μέσα από τα στόματα και τα σώματα έξι νέων ηθοποιών και μίας γυναίκας. Με άλλα λόγια βάζω –κυριολεκτικά και μεταφορικά– στο τραπέζι τους την έννοια του έρωτα και βλέπω πώς τον εκφράζουν, πώς τον “μιλάνε” οι νέοι αυτοί μέσα από τα συγκεκριμένα ποιήματα. Δεν είναι ούτε μια φιλοσοφική ούτε μια φιλολογική παράσταση, ίσως δεν είναι καν παράσταση με τη συμβατική έννοια.

Δεν θα δούμε φυσικά αυτούσιους τον Αλκιβιάδη, τον Φαίδρο, τον Σωκράτη, τον Σωλομό, τον Δροσίνη, τον Εμπειρίκο, αλλά κάποιους... “αντ’ αυτών”. Είναι μια προσπάθειά μου ως δασκάλου, ως παλαιότερου, ως πλέον “πεπειραμένου”, το θέμα της συγκεκριμένης δουλειάς μας να μη γίνει θέαμα, αλλά ακρόαμα. Επέλεξα ένα σκελετό απλό και συμβολικό. Ο δάσκαλος, ο Σωκράτης, έχει αποχωρήσει, ίσως πεθάνει, βρίσκεται όμως ανάμεσά τους, ωσεί παρών, και καθοδηγεί τους νέους μαθητές του να εκφραστούν ελεύθερα, απεν0χοποιημένα, για το ερωτικό ζητούμενο μέσα από τα ποιήματα. Γι’ αυτό και στην παράσταση επικρατεί μια πένθιμη μπεκετική ατμόσφαιρα, η οποία φυσικά ανατρέπεται. Θα έλεγα ότι είναι μια περίεργη, άχρονη ξαγρύπνια ενός νεκρού.

Ποιοι είναι αυτοί που τον ξαγρυπνάνε; Ποιο είναι το “σώμα” του νεκρού; Ποιος είναι ο αληθινά νεκρός; Ο λόγος; Η ποίηση; Οι ζωντανοί νέοι ή η εποχή στην οποία ζούμε; Γιατί αυτά τα ερωτήματα; Ο Σαχτούρης θα απαντούσε: “Δεν έχει κόκκινη απάντηση. Το γιατί είναι μια μεγάλη έλλειψη. Κάτι σαν τάφος”. Γνωρίζω ότι το να μιλάει κανείς γι’ αυτές τις σκέψεις, γι’ αυτή την ποίηση, και μάλιστα με αυτό τον τρόπο, στην εποχή μας είναι ένα ρίσκο θεατρικό. Για μένα, όμως, είναι μια μεγάλη ψυχική λύτρωση και μια ανάγκη να εκφράσω εκείνα που θέλω σε εκείνους που πρέπει. Γι’ αυτό και σκέφτομαι να κρατήσω το κοινό σε μια πιο χαλαρή διάθεση, να μπορεί και κείνο να συμμετέχει στην οινοποσία που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της παράστασης.

Πάντα μου αρέσει να δουλεύω με νέους. Γιατί εκτός από τον αυθορμητισμό, το ακατέργαστο που εξ αντικειμένου φέρουν, σου μεταδίδουν τη (φιλο)σοφία της εποχής τους. Κι αν δεν την κατανοήσεις, πέθανες. Ή, ακόμα χειρότερα, γέρασες.

Θα συνόψιζα την άποψη της παράστασής μας με ένα στίχο του Ανδρέα Εμπειρίκου: “Πάρε τη λέξη μου, δώσ’ μου το χέρι σου”».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ