Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Δημήτρης Σουκαράς: Η αλήθεια ενός τραγουδιού βρίσκεται στην απλότητα, όχι στη δεξιοτεχνία
Ο κιθαριστής Δημήτρης Σουκαράς μιλάει για το «Everything You’ve Ever Lived», τον δίσκο που ηχογράφησε με τη Lotte Betts-Dean και που θα παρουσιαστεί στις 13 Δεκεμβρίου στην Αγγλικανική Εκκλησία
Μπήκα για πρώτη φορά στον κόσμο της κλασικής μουσικής το 2003, όταν ξεκίνησα εκπομπές στο Τρίτο Πρόγραμμα. Παρότι η συγκεκριμένη μουσική απαιτεί πολύ σοβαρή παιδεία από τους ακροατές της, ο κόσμος της ήταν περίκλειστος και φοβικός απέναντι σε άλλα μουσικά ιδιώματα. Εκείνη την εποχή, η «καθαρότητα» των ήχων αλλά και των προθέσεων ήταν το απόλυτο ζητούμενο. Οποιαδήποτε πρόσμιξη απορριπτόταν ως -τουλάχιστον- ύποπτη. Έχοντας ο ίδιος ένα παρελθόν σε άλλα ιδιώματα, από το rock και το heavy metal μέχρι τη jazz, ένιωθα άβολα σ’ αυτό το περιβάλλον. Μέχρι που σιγά-σιγά τα τείχη έπεσαν, πράγμα που δεν συνέβη -φυσικά- επειδή επέμενα να συμπεριλαμβάνω δύο ή τρία μη λόγια έργα στις εκπομπές μου. Οι καιροί άλλαζαν και οι δισκογραφικές εταιρείες του εξωτερικού, ανάμεσά τους και η πιο σημαντική εταιρεία της κλασικής μουσικής, η Deutsche Grammophon, άρχισαν να αναπτύσσουν ένα crossover ρεπερτόριο, υλικό που είχε σκοπό να απευθυνθεί στο κοινό που δεν άκουγε κλασική μουσική, χωρίς όμως να αποξενώσει το φανατικό κλασικό ακροατήριο. Αυτό το άνοιγμα είχε αρκετούς πολέμιους στην αρχή. Όμως, στο πέρασμα του χρόνου επικράτησε απόλυτα.
Ο Δημήτρης Σουκαράς έχει κλασική παιδεία. Έχει όμως και ανοιχτά αυτιά. Δεν έχει κανένα πρόβλημα να εντάξει στην αισθητική του ιδιώματα που έρχονται από μη κλασικούς κόσμους, δεν έχει πρόβλημα να συνδέσει τον John Dowland με τον Nick Drake, δεν έχει πρόβλημα να συνδυάσει την κλασική με την ηλεκτρική κιθάρα. Αντιθέτως μάλιστα, αυτό είναι που αποζητά. Ήδη το έκανε στην προηγούμενη δουλειά του, το «Antithesis» με εξαιρετικά αποτελέσματα. Και τώρα στο «Everything You’ve Ever Lived» πηγαίνει μαζί με τη Lotte Betts-Dean ένα βήμα πιο πέρα. Ας ακούσουμε τι έχει να πει για το νέο αυτό άλμπουμ αλλά και τα υπόλοιπα πρότζεκτ με τα οποία ασχολείται.
Το «Antithesis» ήταν ένας απαιτητικός δίσκος. Είσαι ευχαριστημένος από την αποδοχή που είχε;
Θεωρώ πως το «Antithesis» ήταν ένας πολύ σημαντικός δίσκος στην πορεία μου. Είναι ο πρώτος δίσκος όπου συνεργάστηκα με συνθέτες που ονειρευόμουν από παιδί να δουλέψω μαζί τους, ανθρώπους των οποίων τα έργα μελετώ από μικρός, όπως ο Leo Brouwer και ο Sérgio Assad. Επίσης, είχα τη χαρά να συνεργαστώ με τη Belle Chen σε ένα νέο έργο για κλασική κιθάρα και ηλεκτρονικούς ήχους. Ο δίσκος αυτός γεννήθηκε από την ανάγκη μου να δημιουργήσω ένα album που θα περιλαμβάνει τραγούδια και κομμάτια για σόλο κλασική κιθαρα, αλλά θα περιλαμβάνει και την ηλεκτρική κιθάρα μέσα από δικές μου συνθέσεις. Το Antithesis είναι ουσιαστικά η καταγραφή όλου αυτού του πειραματισμού που εξερεύνησα μεταξύ 2022-2024 και της ανάγκης μου να εκφράσω διαφορετικές πλευρές του εαυτού μου. Δεν ξέρω αν θα τον χαρακτήριζα απαιτητικό, ίσως να είναι για κάποιον που δεν έχει ξανακούσει τέτοια μουσική. Για το κοινό της κλασικής μουσικής/κιθάρας ίσως είναι ένας πειραματικός/εναλλακτικός δίσκος, γιατί δεν είναι αυτό που θα περίμενε κανείς από έναν κλασικό κιθαρίστα. Επίσης, περιέχει μόνο νέα έργα, όλα σε παγκόσμια πρώτη εκτέλεση. Όσον αφορά την αποδοχή, πιστεύω πως σε αυτό το είδος μουσικής, η αναγνώριση έρχεται με το χρόνο. Ο δίσκος κυκλοφόρησε μόλις τον Απρίλιο, έχει πάρει κάποιες πολύ όμορφες κριτικές, αλλά είναι νωρίς να πω πόσο ικανοποιημένος είμαι συνολικά. Αυτό που με χαροποιεί είναι ότι μέσα από τις συναυλίες, όπου παρουσιάζω μέρος του project, στο ρεσιτάλ «Monologues» (που έχω δώσει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο Φεστιβάλ Μουσικής Χίου, στο φεστιβάλ μουσικής Χάλκης, στο Λονδίνο, στη Ρουμανία και αλλού) βλέπω πως ο κόσμος ενθουσιάζεται με τη συνύπαρξη των διαφορετικών μουσικών ειδών και οργάνων, όπως της κλασικής και της ηλεκτρικής κιθάρας. Με γεμίζει χαρά όταν ο κόσμος έρχεται μετά τις συναυλίες, με ρωτάνε πράγματα, αγοράζουν τον δίσκο και δείχνουν πραγματικό ενδιαφέρον. Τέλος, είμαι ιδιαίτερα περήφανος που ο δίσκος, κυκλοφορώντας από την ΠΚ Music, κατατέθηκε ως υποψηφιότητα στα Grammy στην κατηγορία Best Instrumental Solo Classical.
Το «Everything You’ve Ever Lived» πώς προέκυψε ως ιδέα;
Το «Everything You’ve Ever Lived» γεννήθηκε μέσα από συζητήσεις που είχαμε με τη Lotte Betts-Dean κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στο Φεστιβάλ των Παξών, τον Σεπτέμβριο του προηγούμενου έτους. Εκείνη την εβδομάδα, πέρα από τις πρόβες για το project που παρουσιάζαμε στο φεστιβάλ, είχαμε τον χρόνο να μοιραστούμε προσωπικές σκέψεις και εμπειρίες, από παιδικές αναμνήσεις και όνειρα έως στιγμές ζωής που μας ένωναν, μας δίχασαν ή μας έκαναν να αναρωτηθούμε για το μέλλον. Αρχικά, δεν υπήρχε πρόθεση για τη δημιουργία ενός νέου δίσκου, υπήρχε περισσότερο μια κοινή ανάγκη καλλιτεχνικής εξερεύνησης. Σταδιακά, συνειδητοποιήσαμε ότι μοιραζόμασταν ένα ευρύ φάσμα κοινών αναφορών — κομμάτια που αγαπήσαμε στην παιδική μας ηλικία, κοινούς καλλιτέχνες και μια παρόμοια αισθητική αντίληψη, παρά τις διαφορετικές μας ρίζες. Η Lotte γεννήθηκε στην Αυστραλία και μεγάλωσε στο Βερολίνο, ενώ εγώ στην Κόρινθο. Μοιραζόμαστε καλλιτέχνες που αγαπάμε, αλλά και μια βαθιά ελευθερία στο πώς αγγίζουμε τη μουσική, χωρίς περιορισμούς, κινούμενοι ανάμεσα στην κλασική, την pop, τη jazz και τη rock. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα να δημιουργήσουμε έναν κοινό κόσμο, που θα εξερευνά εκείνη τη λεπτή στιγμή ανάμεσα στο συνειδητό και το υποσυνείδητο, τη στιγμή λίγο πριν αποκοιμηθείς, όπου ονειρεύεσαι αλλά καταλαβαίνεις ότι είναι ένα όνειρο.
Ο κόσμος αυτού του δίσκου είναι μια χαρτογράφηση της μνήμης, του έρωτα, της απώλειας και της νοσταλγίας. Περιλαμβάνει τραγούδια για αγγέλους, για όνειρα, για σκιές που κουβαλάμε μέσα μας.
Με τη Lotte Betts-Dean δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεσαι. Συμμετείχε και στο «Roots». Τι είναι αυτό που σας συνδέει καλλιτεχνικά;
Σωστά, η συνεργασία μας με τη Lotte ξεκίνησε με αφορμή την περίοδο που δημιουργούσα το άλμπουμ «Roots» για τη Naxos. Τότε είχα ζητήσει από τον Φίλιππο Τσαλαχούρη να γράψει έναν κύκλο τραγουδιών για κιθάρα και φωνή, και αναζητούσα τη φωνή που θα τα ερμήνευε.
Εντελώς τυχαία, βρέθηκα να παρακολουθώ μια συναυλία στο Wigmore Hall στο Λονδίνο, όπου άκουσα τη Lotte για πρώτη φορά ζωντανά. Αν και είχαμε σπουδάσει και οι δύο στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής του Λονδίνου, εκείνη είχε αποφοιτήσει λίγο νωρίτερα. Από την πρώτη στιγμή που την άκουσα, ενθουσιάστηκα και κατάλαβα αμέσως ότι πρόκειται για μια μουσικό με την οποία ήθελα να συνεργαστώ. Θυμάμαι ότι την επισκέφθηκα λίγο αργότερα στο διαμέρισμα της, στο King’s Cross, για μια σύντομη πρόβα. Από την πρώτη μας κιόλας συνάντηση υπήρξε αυτή η μοναδική χημεία, όλα κυλούσαν φυσικά, χωρίς προσπάθεια. Επικοινωνούμε πολύ εύκολα μουσικά, καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον σε βάθος. Πρέπει επίσης να πω πως η Lotte έχει ένα εξαιρετικό ταλέντο στη γλωσσική έκφραση· μπορεί να ερμηνεύει τραγούδια σε πολλές διαφορετικές γλώσσες με απόλυτη φυσικότητα. Στον δίσκο μας «Everything You’ve Ever Lived» τραγουδά σε έξι διαφορετικές γλώσσες, ενώ στο «Roots», την πρώτη μας μόλις συνεργασία, ερμήνευσε τα Χαϊκού του Φιλίππου Τσαλαχούρη στα ελληνικά.
Με ποιο κριτήριο έγινε η επιλογή των τραγουδιών για τον δίσκο;
Στην αρχή, η διαδικασία ξεκίνησε αρκετά αυθόρμητα. Δημιουργήσαμε μια playlist βασισμένη σε αυτό το συναίσθημα που είχαμε ήδη περιγράψει, τη στιγμή όπου το συνειδητό και το υποσυνείδητο συναντιούνται, εκεί μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Με αυτή τη λογική, συγκεντρώσαμε κομμάτια που αγαπάμε, χωρίς να σκεφτούμε είδος ή εποχή: pop, folk, σύγχρονη μουσική, τραγούδια που μας συνόδευσαν ως μαθητές μουσικής αλλά και κομμάτια που ακούμε στην καθημερινότητά μας σήμερα. Αυτή η αρχική λίστα είχε διάρκεια περίπου δύο με δυόμιση ώρες, οπότε στη συνέχεια έπρεπε να περιοριστεί. Τότε μπήκε το πιο «αντικειμενικό» κριτήριο: ποια κομμάτια μάς άγγιζαν περισσότερο. Το πρώτο που ξεχώρισε ήταν το «Sodade» ένα τραγούδι που και οι δύο γνωρίσαμε από τη θρυλική ερμηνεία της Cesária Évora. Μας συγκίνησε το γεγονός ότι, παρότι προερχόμαστε από διαφορετικούς κόσμους, και οι δύο το είχαμε ακούσει από τους γονείς μας σε παιδική ηλικία. Ήταν ξεκάθαρο ότι το «Sodade» θα αποτελούσε κομβικό σημείο του δίσκου και τελικά, έγινε και το τραγούδι που τον κλείνει, σαν μια μουσική επιστροφή στην αρχή. Ήθελα οπωσδήποτε να συμπεριλάβω και σόλο κομμάτια για κιθάρα που έχουν προσωπική σημασία για μένα, όπως η «Milonga» του Cardoso, που είναι και το πρώτο κομμάτι που θυμάμαι να παίζει ο πατέρας μου στην κιθάρα, αυτό που με έκανε να διαλέξω την κιθάρα αντί για οποιοδήποτε άλλο όργανο. Ενώ, η Lotte επέμεινε να διασκευάσω το «Blue Moon», ένα κομμάτι που σημαίνει πολλά για εκείνη καθώς ήταν το νανούρισμα που της τραγουδούσε η μητέρα της όταν ήταν παιδί. Θέλαμε επίσης να υπάρχει και κάτι στα ελληνικά, ως συνέχεια της πρώτης μας συνεργασίας στο «Roots», που ήταν ένας κύκλος τραγουδιών στα ελληνικά. Έτσι επέλεξα να διασκευάσω το πρώτο και το τέταρτο από τα ελληνικά τραγούδια του Ravel από πιάνο για κιθάρα. Στη συνέχεια προσθέσαμε κλασικά κομμάτια που μας συνόδευαν από την περίοδο των σπουδών μας όπως τραγούδια του Debussy, του de Falla, του Britten, αλλά και γαλλικά τραγούδια στις διασκευές του Seiber. Από εκεί και πέρα, η φαντασία μας άρχισε να «οργιάζει»: έκανα πολλές μεταγραφές για κιθάρα σε τραγούδια που προέρχονταν από τον χώρο της pop, όπως της Caroline Polachek, των My Brightest Diamond και της Sinead O’ Connor.
Τι στόχο είχαν οι διασκευές που έκανες;
Ως κιθαρίστας και διασκευαστής των περισσότερων τραγουδιών ο στόχος μου ήταν να δημιουργήσω συνοχή ανάμεσα στα διαφορετικά μουσικά είδη του δίσκου μέσα από τις ενορχηστρώσεις και τις διασκευές μου. Ήθελα η κιθάρα να αγκαλιάζει τη φωνή, να τη στηρίζει με απλότητα και βάθος, αλλά ταυτόχρονα να διηγείται και τη δική της ιστορία. Πιστεύω πως η αλήθεια ενός τραγουδιού βρίσκεται στην ευφυή απλότητα, όχι στην επίδειξη δεξιοτεχνίας. Με μικρές λεπτομέρειες, με πετάλια, ηλεκτρονικούς ήχους, έξυπνες δυναμικές και αρπίσματα προσπάθησα να φτιάξω συνοδείες που επιτρέπουν στον ακροατή να αφεθεί, να «ταξιδέψει» μέσα στο τραγούδι. Για μένα, αυτό είναι το πιο αποκαλυπτικό κομμάτι της μουσικής εμπειρίας του δίσκου μας.
Στο πρότζεκτ «Time Stands Still» συνδέεις τον John Dowland με τον Nick Drake. Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σου τους φέρνει κοντά;
Το «Time Stands Still» είναι ένα project που ξεκίνησε από τη Lotte, μια δική της ιδέα που με ενθουσίασε αμέσως και θέλησα να την αγκαλιάσω και να τη μεγαλώσουμε μαζί. Είναι ένα ιδιαίτερο εγχείρημα, γιατί μου δίνει τη δυνατότητα να ερμηνεύω τη μουσική του John Dowland σε μια ρομαντική κιθάρα, ένα όργανο φτιαγμένο στις αρχές του 19ου αιώνα, που προσεγγίζει περισσότερο από οποιαδήποτε σύγχρονη κιθάρα τον ήχο του αναγεννησιακού λαούτου που έπαιζε ο Dowland. Παράλληλα, όλα τα τραγούδια του Nick Drake τα παίζω σε μια ακουστική κιθάρα Martin, της οποίας ο ήχος θυμίζει έντονα την ατμόσφαιρα των ηχογραφήσεών του, εκείνη τη μελαγχολική, σχεδόν αιθέρια ηχητική ταυτότητα που τον χαρακτηρίζει. Αν και οι δύο δημιουργοί χωρίζονται από περίπου 400 χρόνια, υπάρχει ανάμεσά τους μια εκπληκτική εσωτερική σύνδεση. Και οι δύο ήταν Λονδρέζοι, τραγουδοποιοί που ερμήνευσαν οι ίδιοι τα τραγούδια τους, και πάνω απ’ όλα, και οι δύο αποτύπωσαν στη μουσική τους και στους στίχους τους μια βαθιά μελαγχολία.
Ο Nick Drake, πέθανε μόλις στα 26 του, ήταν μια μυστηριώδης και ευφυέστατη μορφή, και πάντα με συγκλονίζει ο τρόπος που χρησιμοποιούσε εναλλακτικά κουρδίσματα στην κιθάρα του για να δημιουργήσει έναν ολόκληρο ηχητικό κόσμο, σχεδόν ονειρικό. Το να τον τοποθετήσουμε «απέναντι» στον Dowland, έναν συνθέτη που έζησε αιώνες πριν αλλά εξέφρασε εξίσου υπαρξιακά συναισθήματα, είναι για μένα μια αποκάλυψη. Το «Time Stands Still» είναι ένα πρόγραμμα που θα παρουσιάσουμε και στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2026, μαζί με τη Lotte και τον Misha Mullov-Abbado, έναν εξαιρετικό κοντραμπασίστα και συνθέτη από τον χώρο της jazz. Το σχέδιο είναι να ηχογραφήσουμε το δίσκο μέσα στο 2026, μια χρονιά ιδιαίτερη, αφού συμπληρώνονται 400 χρόνια από τη γέννηση του Dowland. Ένα ιδανικό χρονικό σημείο για να «συναντηθούν» αυτοί οι δύο καλλιτέχνες.
Είναι αρκετά συνηθισμένο, οι μουσικοί που έχουν σπουδάσει κλασική μουσική να αποφεύγουν να απομακρυνθούν από τον κόσμο της. Με εσένα δεν συμβαίνει αυτό. Τι είναι αυτό που σε κάνει να βλέπεις τα πράγματα τόσο ανοιχτά;
Η αλήθεια είναι πως δεν αισθάνομαι ότι απομακρύνομαι από τον κόσμο της κλασικής μουσικής· απλώς πιστεύω ότι, με τα χρόνια, αυτός ο κόσμος έχει γίνει υπερβολικά αυστηρός και «τελειοθηρικός». Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, στερεί πολλά, τόσο στο κοινό, όσο και στους ίδιους τους μουσικούς. Ναι, είμαι κλασικός μουσικός και έχω σπουδάσει κλασική μουσική, με δίδαξε τη δομή, την πειθαρχία και την αξία της αναζήτησης της αυθεντικότητας. Οι σπουδές μου στην κιθάρα με οδήγησαν πολλές φορές σε εκφραστικά και τεχνικά άκρα, με ανάγκασαν να αναμετρηθώ με τα όριά μου και να ανακαλύψω νέες πτυχές του εαυτού μου. Παράλληλα, όμως, προέρχομαι από έναν κόσμο rock και metal μουσικής. Εκεί, στα σχολικά μου πρώτα μουσικά βιώματα, έμαθα να εκφράζομαι χωρίς ντροπή, να εκτιμώ την ομορφιά του ακατέργαστου και να αντιλαμβάνομαι τη δύναμη της ειλικρινούς αυθόρμητης έκφρασης. Μεγάλωσα, επίσης, σε ένα σπίτι γεμάτο τραγούδια και παράδοση· στοιχεία που με συνδέουν με κάτι αρχέγονο, με την ίδια την ουσία της μουσικής ως βιωματική εμπειρία. Όλα αυτά μαζί με κάνουν να αισθάνομαι ανοιχτός στον αυτοσχεδιασμό, στη συνεργασία, στην εξερεύνηση νέων κόσμων. Θέλω να κολυμπώ σε βαθιά νερά, να τραγουδώ, να συνθέτω, να δοκιμάζω. Πάνω απ’ όλα, αισθάνομαι μουσικός, οι ταμπέλες των ειδών δεν με αφορούν. Το μόνο που ξέρω είναι ότι η μουσική για μένα είναι μια εμπειρία ζωής, και το μέσο με το οποίο την εκφράζω είναι η κιθάρα σε όλες τις μορφές της.
Ποια είναι η σχέση σου με την ηλεκτρική κιθάρα;
Η ηλεκτρική κιθάρα είναι ένα όργανο που αγαπώ πολύ και το οποίο ήρθε στη ζωή μου σχετικά νωρίς, από τότε που ήμουν έφηβος και έπαιζα σε μπάντες, κυρίως ροκ μουσική. Εκείνη την περίοδο άρχισα να γράφω και τη δική μου μουσική, και η ηλεκτρική κιθάρα μου έδωσε μια αίσθηση ελευθερίας. Μου άνοιξε τον δρόμο να πειραματιστώ με διαφορετικούς ήχους, με πετάλια, με λούπες, και να ανακαλύψω μια διαφορετική προσέγγιση στη σύνθεση και στην εκτέλεση. Είναι ένα όργανο που μου επιτρέπει να εξερευνώ συνεχώς νέες δυνατότητες. Ανάλογα με τα εφέ και τον τρόπο που τη χειρίζεσαι, μπορεί να ακουστεί σαν συνθεσάιζερ ή ακόμη και σαν κάποιο ηλεκτρονικό όργανο, κάτι που σε ωθεί να ξεπεράσεις τα όρια του αναμενόμενου ήχου της κιθάρας. Αυτό που με ενθουσιάζει είναι ο συνδυασμός της ηλεκτρικής με την κλασική κιθάρα. Όταν συνυπάρχουν, μπορούν να χτίσουν ένα πρόγραμμα ολοκληρωμένο, πολυδιάστατο, που γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν και την παράδοση με τη σύγχρονη έκφραση.
Αγαπάς και το bandoneon, έτσι δεν είναι;
Ναι. Η πρώτη μου επαφή μαζί του ήταν μέσα από τη μουσική του Astor Piazzolla, του συνθέτη που με έκανε να ανακαλύψω όχι μόνο τον κόσμο του bandoneon, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο του tango, από το παραδοσιακό μέχρι το nuevo tango. Είναι ένα όργανο με απίστευτες εκφραστικές δυνατότητες, αν και παίζεται με κουμπιά, είναι στην ουσία ένα πνευστό, αναπνέει, παίρνει και δίνει αέρα για να παραγάγει ήχο. Ο ήχος του έχει μια απίστευτη δύναμη και ταυτόχρονα μελαγχολία που με αγγίζει. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Λονδίνο είχα την τύχη να γνωρίσω έναν εξαιρετικό bandoneonίστα, τον Giancarlo Palena. Από το 2019 συνεργαζόμαστε στενά και έχουμε δημιουργήσει πολλές διασκευές για κιθάρα και bandoneon, που κινούνται από μπαρόκ και αναγεννησιακή μουσική έως κινηματογραφική, και φυσικά, τη μουσική του Piazzolla.
Τι είναι αυτό που σε ελκύει στον κόσμο του κονσέρτου;
Ο κόσμος του κονσέρτου με ελκύει βαθιά… η κιθάρα είναι ένα όργανο που δεν ανήκει στη συμφωνική ορχήστρα. Μέσω της φόρμας του κονσέρτου δημιουργείται ουσιαστικά η πρώτη και πιο άμεση ευκαιρία να έρθει ο σολίστ σε διάλογο με μια ορχήστρα. Κάθε κονσέρτο είναι εξαιρετικά απαιτητικό, και φέρνει κάθε σολίστ πάντα αντιμέτωπο με τον εαυτό του, με τα όρια, με την ανάγκη να λύνει προβλήματα. Αυτό με εξιτάρει, το να βουτάω βαθιά μέσα στο έργο και να ανακαλύπτω τη λογική, τη δομή και τη φωνή του. Ο σολίστ πρέπει να σταθεί στο επίκεντρο, ταυτόχρονα να «αναπνέει» μαζί με την ορχήστρα. Ένα κονσέρτο είναι πάντα ένα μεγάλο έργο, διάρκειας 20 έως και 40 λεπτών, πράγμα που σημαίνει ότι ο συνθέτης έχει το χώρο να αναπτύξει μια πλήρη μουσική γλώσσα, κάτι που δύσκολα μπορεί να συμβεί σε ένα τραγούδι ή μια σονάτα και λόγω διάρκειας. Η κιθάρα, βέβαια, είναι σχετικά νέο όργανο στο συμφωνικό ρεπερτόριο· δεν έχει την παράδοση που έχουν το πιάνο, το βιολί ή το τσέλο, κυρίως επειδή παλιότερα δεν μπορούσε να ακουστεί επαρκώς μέσα σε μια μεγάλη αίθουσα συναυλιών, όταν έπαιζε ολόκληρη ορχήστρα. Πλέον, όμως, με τον σύγχρονο τεχνικό εξοπλισμό, μπορούμε να ενισχύσουμε φυσικά τον ήχο της, κρατώντας το αυθεντικό της χρώμα. Ένας από τους προσωπικούς μου στόχους είναι να συμβάλω ώστε να γραφτούν περισσότερα έργα για κιθάρα και ορχήστρα, όχι απαραίτητα «κονσέρτα» με την κλασική έννοια, αλλά πολυμερή έργα που να ενώνουν τον κόσμο της κιθάρας με εκείνον της συμφωνικής μουσικής. Και τώρα, είμαι πολύ χαρούμενος γιατί ο Leo Brouwer, ένας από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους συνθέτες για κιθάρα, μου εμπιστεύτηκε το τελευταίο του κονσέρτο, το «Concerto di Corinto», το οποίο θα παρουσιάσουμε με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών τον Ιούνιο του 2026, και θα το ηχογραφήσουμε αμέσως μετά. Από τα κονσέρτα που αγαπώ ιδιαίτερα θα ανέφερα το «Concerto de Toronto» του Brouwer, το κονσέρτο του Malcolm Arnold, το κονσέρτο του Tōru Takemitsu, και φυσικά το εμβληματικό «Concierto de Aranjuez» του Joaquín Rodrigo.
Τι σημαίνει για εσένα η διδασκαλία της κιθάρας και της μουσικής;
Αγαπώ βαθιά τη διδασκαλία. Είναι κάτι που κάνω εδώ και πολλά χρόνια, από τότε που πήρα το πτυχίο μου στο Ωδείο το 2014. Θυμάμαι ότι ξεκίνησα να διδάσκω στην Κέρκυρα, παράλληλα με τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο, και από τότε δεν το έχω σταματήσει. Η διδασκαλία είναι για μένα μια αποκαλυπτική εμπειρία. Δεν είναι μια μονόδρομη διαδικασία, κάθε μάθημα είναι μια σχέση ανταλλαγής με τον μαθητή. Στην αρχή, μπορεί να φαίνεται δύσκολη, γιατί κάθε μαθητής είναι εντελώς διαφορετικός: έχει άλλες ανάγκες, άλλους στόχους, άλλες προσδοκίες. Κάποιος έρχεται με όνειρο να περάσει στο πανεπιστήμιο, άλλος θέλει να ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό του, κάποιο παιδί ξεκινά τα πρώτα του βήματα στην κιθάρα, ενώ άλλος απλώς θέλει να μάθει να παίζει τα τραγούδια που αγαπά. Ως δάσκαλος, οφείλεις να προσαρμοστείς σε αυτές τις ιδιαιτερότητες· να καταλάβεις τι ζητά πραγματικά ο άνθρωπος απέναντί σου και να του δώσεις τα μέσα για να το πετύχει. Αυτό απαιτεί, πρώτα απ’ όλα, να στρέψεις τον καθρέφτη προς τον εαυτό σου, να θυμηθείς πότε κι εσύ βρέθηκες στη θέση του μαθητή, τι σε δυσκόλεψε, τι σε ενέπνευσε, τι θα ήθελες ίσως να σου είχαν διδάξει διαφορετικά. Και μέσα από αυτή τη διαδικασία, προσπαθείς να μεταδώσεις όχι μόνο γνώση, αλλά κυρίως έμπνευση και αγάπη για το όργανο και τη μουσική. Η διδασκαλία έχει και έναν βαθιά προσγειωτικό χαρακτήρα. Όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε συναυλίες, πρόβες ή ταξίδια, και σκέφτομαι μόνο τους στόχους μου, το να επιστρέφω στη διδασκαλία με βοηθά να επανασυνδέομαι με την ουσία της μουσικής και με το πώς τη βιώνει ο κόσμος γύρω μου.
Θέλω να μου μιλήσεις για το MUΣΑ. Πώς συνέλαβες την ιδέα; Τι πιστεύεις ότι προσφέρει;
Θυμάμαι κάποια στιγμή το καλοκαίρι του 2018 επισκέφθηκα με τους γονείς μου τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Κορίνθου για μια συναυλία, ένα κουαρτέτο από την Αυστρία. Ήμασταν περίπου 50 άτομα εκείνη τη στιγμή στην είσοδο του κλειστού αρχαιολογικού χώρου περιμένοντας για ώρα. Κάποια στιγμή καταλάβαμε ότι η ανακοίνωση στο site δεν είχε ανανεωθεί για έναν ολόκληρο χρόνο, η συναυλία είχε γίνει ένα χρόνο νωρίτερα. Παρ’ όλη την απογοήτευση, το ότι είδα περίπου 50 άτομα να περιμένουν για μία συναυλία που είδαν αναρτημένη τυχαία, χωρίς καμία προώθηση, και μάλιστα σε ένα site που είχε να ανανεωθεί έναν ολόκληρο χρόνο, μου έδωσε την ιδέα να κάνω το φεστιβάλ. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα για το MUΣΑ, με γνώμωνα οι συναυλίες μας να γίνονται αποκλειστικά μπροστά στον ναό του Απόλλωνα, χώρος που μέχρι τότε δεν φιλοξενούσε συναυλίες. Ο σκοπός του MUΣΑ είναι να ενώσει διαφορετικά μουσικά είδη, να παρουσιάσει παραγωγές και καλλιτέχνες διαφορετικών προσεγγίσεων, να δώσει βήμα σε νέα μουσικά σχήματα, αλλά και να φέρει μεγάλες ορχήστρες και σύνολα από την Ελλάδα και το εξωτερικό και όλες οι συναυλίες να πραγματοποιούνται με ελεύθερη είσοδο. Κύρια αποστολή του φεστιβάλ είναι να προάγει την ενόργανη μουσική και το λόγιο τραγούδι, δημιουργώντας ένα χώρο όπου η μουσική γίνεται γέφυρα μεταξύ διαφορετικών κόσμων, ανθρώπων και εμπειριών. Το MUΣΑ, λοιπόν, είναι για μένα μια γιορτή της μουσικής, αλλά και μια προσπάθεια να φέρουμε τη μουσική κοντά στον κόσμο, μέσα σε χώρους που εμπνέουν και συνδέουν παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Κάνεις τόσο πολλά πράγματα που οι πιθανότητες είναι ότι δεν έχεις πολύ ελεύθερο χρόνο. Πώς σου αρέσει να περνάς τον λίγο που έχεις στη διάθεσή σου;
Παρά το γεγονός ότι δεν έχω πολύ ελεύθερο χρόνο, δεν το αισθάνομαι ως περιορισμό. Η δουλειά μου, οι συναυλίες, οι πρόβες, δεν είναι υποχρέωση, είναι ανάγκη μου. Δεν ξυπνάω σκεπτόμενος ότι «πρέπει να δουλέψω». Αντιθέτως, είναι όλα πράγματα που αγαπώ να κάνω, και αυτό κάνει κάθε στιγμή πολύτιμη. Λατρεύω επίσης τον κινηματογράφο και σχεδόν κάθε μέρα βλέπω μία ταινία. Προσπαθώ, όταν δεν ταξιδεύω, να κρατάω τα Σάββατα ελεύθερα για να κάνω βόλτες στο Λονδίνο, να χαλαρώνω και να παίρνω έμπνευση από την πόλη και τη ζωή γύρω μου. Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να βρίσκω χρόνο για δραστηριότητες που με γεμίζουν εκτός μουσικής. Για παράδειγμα, έχω ξεκινήσει εδώ και ένα χρόνο μαθήματα χορού tango, κάτι που με συναρπάζει και με αναζωογονεί. Υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική, αλλά με διαφορετικό τρόπο: το σώμα μου και το μυαλό μου δουλεύουν σε άλλη διαδικασία κατανόησης και έκφρασης, κάτι που με βοηθά να συνδέομαι με τη μουσική σε μια νέα διάσταση.
Ποιο είναι το όνειρο που δεν έχεις εκπληρώσει ακόμα;
Από όνειρα άλλο τίποτα… πολλά είναι τα όνειρα που ακόμα δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Υπάρχει πολλή μουσική που θέλω να παίξω με συγκεκριμένους καλλιτέχνες, πολλά φεστιβάλ στα οποία θέλω να συμμετάσχω, να γράψω μουσική για θεατρικές παραγωγές και για τον κινηματογράφο, και γενικά πολλά σχέδια που ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να υλοποιήσω στη ζωή μου.
Και ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σου;
Τα άμεσα σχέδια περιλαμβάνουν συναυλίες και ηχογραφήσεις. Τον Νοέμβριο θα βρίσκομαι στην ακαδημία μουσικής του Vilnius στη Λιθουανία, στις 13 Δεκεμβρίου θα παρουσιάσουμε το δίσκο «Everything You’ve Ever Lived» στην Αγγλικανική Εκκλησία στην Αθήνα μαζί με τη Lotte Betts Dean, ενώ στις 14 Δεκεμβρίου θα τον παρουσιάσουμε στην Κόρινθο. Τον Απρίλη σχεδιάζω να ηχογραφήσω έναν δίσκο αφιερωμένο στη μουσική για τον κινηματογράφο, με διασκευές που έχουμε κάνει με τον Giancarlo Palena, σε μεταγραφές για κιθάρα και bandoneon. Παράλληλα, προετοιμάζω το νέο κονσέρτο του Leo Brouwer, το οποίο έχω την τεράστια τιμή να είναι αφιερωμένο σε εμένα. Η παγκόσμια πρεμιέρα θα γίνει στις 5 Ιουνίου 2026 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και θα ηχογραφηθεί στη συνέχεια σε ένα αφιέρωμα στη μουσική του Leo Brouwer, εξερευνώντας το έργο και την επιρροή του στην κιθάρα.
Δειτε περισσοτερα
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση