Πώς δημιούργησε τον κόσμο του «Protergia Magic Lights», το λαμπερό μονοπάτι στο χριστουγεννιάτικο χωριό
Η ιστορία της Γκρέις Τζόουνς: Ένα τοτέμ της μόδας και της μουσικής έρχεται στην Ελλάδα
H Γκρέις Τζόουνς έρχεται στο Sani Festival της Χαλκιδικής στις 2 Αυγούστου 2025
To Σάββατο 2 Αυγούστου 2025, η Γκρέις Τζόουνς ανεβαίνει στη σκηνή του Sani Festival στη Χαλκιδική – μια εμφάνιση που φαντάζει σχεδόν μεταφυσική: η γυναίκα που εδώ και πέντε δεκαετίες ορίζει το στυλ, τη σεξουαλικότητα και την καλλιτεχνική ανυπακοή, επιστρέφει σε έναν ρόλο που ποτέ δεν εγκατέλειψε — αυτόν της απόλυτης εικόνας. Μια συναυλία σαν ανακεφαλαίωση του στιλ από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, αφορμή για να ανατρέξουμε όχι μόνο στη ζωή και την καριέρα της, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο η Τζόουνς μεταμόρφωσε το σώμα, τη μόδα και την ποπ κουλτούρα σε μία ενιαία, αδιαίρετη περφόρμανς.
Στις 09 Ιουλίου του 2000, στο Παγκόσμιο Pride που διοργανώθηκε στη Ρώμη, στο Tor di Valle Ippodrome, η Γκρέις Τζόουνς βγήκε στη σκηνή για να ερμηνεύσει το "La Vie en Rose", ντυμένη με τις γεωμετρικές, τέλεια σχεδιασμένες γραμμές της, κρατώντας το μικρόφωνο στο ένα χέρι και ένα μπουκάλι σαμπάνια στο άλλο. Η Γκρέις σε όλη τη διάρκεια του τραγουδιού, με κυρίαρχο ύφος, αντί να τραγουδάει στο μικρόφωνο τραγουδούσε στο μπουκάλι της σαμπάνιας ενώ αργότερα, κρυμμένη επί σκηνής πίσω από ένα παραβάν από καλάμια μπαμπού για να αλλάξει εμφάνιση, «ροκάνιζε» τον χρόνο ενώ η μουσική έπαιζε, μιλώντας στο κοινό όσο άλλαζε: "I want to f@ck you all… Boys and girls".
Aυτά τα δύο στιγμιότυπα, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα που καλύπτουν το εύρος μίας καριέρας από τα 80s μέχρι σήμερα, δίνουν ακριβώς το στίγμα της περσόνας που ονομάζεται Γκρέις Τζόουνς: Είναι μία καλτ ντίβα που, κάπου ανάμεσα στη θεότητά της και την υπερβολή του σταρ σίστεμ, κρύβεται μία υπέροχη, τζαζ κουλοσύνη – αυτή που την κάνει ακαταμάχητη και λατρεμένη στο «βασανισμένο» κοινό που ξέρει να εκτιμά τα λάθη όσο και τον σουρεαλισμό, το ακαταλόγιστο με την υπέρτατη κομψότητα της φιγούρας.
Η Γκρέις Τζόουνς δεν ήταν ποτέ μόνο τραγουδίστρια, ούτε απλώς μοντέλο, ούτε καν απλώς περφόρμερ. Ήταν –και παραμένει– ένα μεταμοντέρνο τοτέμ του στυλ, της αντίστασης στο συμβατικό, ένα σεξουαλικό αίνιγμα και πολιτισμική επανάσταση που αναγνωρίζεις αρκεί να φοράς τα φουτουριστικά γυαλιά σου. Αν η ποπ κουλτούρα είχε άβαταρ, η Τζόουνς θα ήταν το πρώτο που θα δημιουργούσε η τεχνητή νοημοσύνη – και θα το φοβόταν.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν εμφανίστηκε σαν εξωγήινο άλτερ έγκο της ντίσκο, η Γκρέις Τζόουνς διεκδίκησε όχι απλώς ορατότητα, αλλά κυριαρχία. Δεν χρειαζόταν να προσαρμοστεί στον κόσμο· ο κόσμος προσαρμόστηκε σε εκείνη. Με μία καριέρα που περιλαμβάνει θρυλικά άλμπουμ, πασαρέλες των πιο τολμηρών σχεδιαστών, καλτ κινηματογραφικούς ρόλους και εξώφυλλα που προκαλούν ακόμη και σήμερα, η Τζόουνς εξελίχθηκε σε σύμβολο της τέλειας ποπ ριζοσπαστικότητας. Ή, όπως δήλωσε η ίδια:
Εγώ ποτέ δεν ζήτησα να είμαι φυσιολογική, γεννήθηκα για να ξεχωρίζω
Από την Τζαμάικα στο Παρίσι σε μια φλασιά
Η Γκρέις Μπέβερλι Τζόουνς γεννήθηκε στις 19 Μαΐου 1948 (αν και η ίδια πάντα φρόντιζε να δημιουργεί ένα μυστήριο γύρω από την ηλικία της) στην Ισπανιόλα της Τζαμάικα, σ' ένα περιβάλλον αυστηρά θρησκευτικό, καθόλου ανεκτικό και οπωσδήποτε όχι γκλαμ. Η παιδική της ηλικία ήταν γεμάτη αντιθέσεις: μεγάλωσε σε μία πεντηκοστιανή, αυστηρή οικογένεια, όπου οι θρησκευτικές υποχρεώσεις ήταν ανείπωτα βαριές και ο θετός ιεροκήρυκας παππούς της, γνωστός ως Mas P, δεν δίσταζε να της επιβάλει σωματική πειθαρχία και φόβο, κάτι που θα αποτελούσε μοντέλο για την κυριαρχική, αδίστακτη περσόνα που αργότερα ενσάρκωσε στην ποπ σκηνή. Η ίδια αποκαλεί τη σχέση της με τη θρησκεία καταπιεστική: "crushed underneath the Bible", μια εμπειρία που την απομάκρυνε για πάντα από τις εκκλησίες.
Σε ηλικία 12 ετών μετακόμισε με την οικογένειά της στην πόλη Συρακούσες της Νέας Υόρκης, όπου σπούδασε στο Onondaga Community College. Εκεί ξεκίνησε μια θεατρική πορεία και καλλιέργησε έναν ανήσυχο εαυτό, εξερευνώντας το LSD, βρίσκοντας έκφραση στο αλλόκοτο, το εκκεντρικό, ακόμα ίσως και στο «αιρετικό». Η ίδια έχει πει:
Το ότι μεγάλωσα σε ένα τόσο αυστηρό περιβάλλον με έκανε άγρια. Έπρεπε να επαναστατήσω για να επιβιώσω
Και αν όντως η επιβίωση είναι το ύψιστο ένστικτο, η Τζόουνς το εξέλιξε σε τέχνη. Στην περιβόητη συνέντευξη στον Τέρι Ουόγκαν το 1984, είπε πως «το μίσος με δίδαξε», αναφερόμενη στην αγριότητα της πειθαρχίας που βίωσε. Η Τζόουνς ήταν καλεσμένη στην εκπομπή του Ουόγκαν σε μια περίοδο που η εικόνα της ήταν ήδη αιχμηρή, προκλητική και εξαιρετικά στιλιζαρισμένη. Ο Ουόγκαν την αντιμετώπισε με περιφρονητική ειρωνεία, αποκαλώντας την σχεδόν «πλάσμα», σαν να μην ήταν άνθρωπος αλλά σκηνικό συμβάν. Εκείνη, σαρκαστική και οξυδερκής, δεν του χαρίστηκε. Τον διέκοπτε, απαντούσε με φαρμακερό χιούμορ και καθόλου ανοχή σε σεξισμό ή προσβολές. Όταν ο δημοσιογράφος τη ρώτησε αν είναι «άντρας ή γυναίκα» (η ανδρόγυνη περσόνα της ήταν καυτό θέμα τότε), η Τζόουνς απάντησε ξερά:
I think you should open your eyes, darling
Στα πρώτα χρόνια της καριέρας της στο μόντελινγκ, όταν ακόμα εργαζόταν σαν χορεύτρια go-go, και χρησιμοποιούσε το επίθετο «Μεντόζα»μ για να μη μάθουν οι γονείς τι κάνει, η Γκρέις έμενε στο Παρίσι υπό την επίβλεψη του διάσημου πρακτορείου μοντέλων Wilhelmina και συγκατοικούσε με την Τζέσικα Λανγκ και την Τζέρι Χολ, με τις οποίες παραμένει φίλη μέχρι σήμερα. Στο Παρίσι δούλεψε πλάι σε θρύλους όπως ο μεγάλος φωτογράφος Χέλμουτ Νιούτον και ο Γκι Μπουρντέν. Η φυσιογνωμία της – ανδρόγυνη, ακριβής, εξωπραγματική – δεν ήταν ποτέ «εύκολη» για το αμερικανικό μόντελινγκ, αλλά στην Ευρώπη βρήκε όχι απλώς αποδοχή, αλλά λατρεία. Οι σχεδιαστές την ήθελαν όχι για να φορέσει ρούχα, αλλά για να ενσαρκώσει έννοιες. Δεν υπήρξε ποτέ «κλασικό πρόσωπο μόδας». Ήταν το αντίθετο: το πρόσωπο που επέβαλλε νέα πλαίσια αισθητικής. Και με τον Ζαν-Πολ Γκουντ, έγινε σφραγίδα υψηλής τέχνης – ένα ανθρωποειδές γλυπτό σε τηλεοπτικές διαφημίσεις ή εξώφυλλα δίσκων.
Ο Ζαν-Πολ Γκουντ, εικαστικός και μετέπειτα σύντροφός της, θα τη μετέτρεπε σε ζωντανό έργο τέχνης – με σχέδια, κολάζ, φωτογραφήσεις και βίντεο-κλιπ που έγραφαν πάνω της τον ίδιο τον ορισμό του αβάν γκαρντ. Από τη σχέση της με τον Ζαν-Πολ Γκουντ, γεννήθηκε το 1979 ο γιος της, Πάουλο. Με τον Γκουντ δεν παντρεύτηκαν ποτέ αν και στάθηκε μία αφοσιωμένη συνεργάτιδα και σύντροφος. Στην αυτοβιογραφία της όμως επιβεβαιώνει τη μοναδική της οικογενειακή σχέση με τον Ατίλα Αλτάουνμπαϊ, τον Τούρκο προσωπικό της σωματοφύλακα (και ενίοτε τραγουδιστή και ηθοποιό σε εκδηλώσεις, γάμους και τηλεοπτικά προγράμματα). Παρά τη διαφορά ηλικίας (εκείνη ήταν 48, εκείνος μόλις 21) και τις αντιρρήσεις της μουσουλμανικής οικογένειάς του, το ζευγάρι παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1996. Η σχέση τους διήρκεσε περίπου 8 χρόνια με εντάσεις και κρίσεις που κορυφώθηκαν με ένα επεισόδιο κατά το οποίο ο Ατίλα φέρεται να απείλησε την Γκρέις με μαχαίρι. Έκτοτε εκείνος εξαφανίστηκε από τα φώτα της δημοσιότητας και το 2021 πέθανε σε ηλικία 45 ετών.
Οι σχέσεις της Γκρέις πάντα διακρίνονταν από ένα σασπένς το οποίο, λες και ήταν στιλιζαρισμένο για να ταιριάζει με το ίματζ της. Στη διάρκεια των γυρισμάτων του "A View to a Kill" του 1985, ερωτεύτηκε τον σεκιουριτά της ταινίας, τον Σουηδό καρατέκα Ντολφ Λάντγκρεν ο οποίος αργότερα έγινε γνωστό όνομα σε ταινίες δράσης και μάλλον β' διαλογής. Ο επόμενος έρωτας ήταν ο Δανός ηθοποιός, μπόντι-μπίλντερ, κασκαντέρ και κάτοχος μαύρης ζώνης στο καράτε, Σβεν Όλε Θόρσεν που τον γνώρισε στα γυρίσματα της ταινίας «Κόναν ο Βάρβαρος» – μια σχέση που, όπως λένε, παρέμεινε "ανοιχτή" μέχρι τουλάχιστον το 2007.
Η Γκρέις θέλει να διατηρεί ανοιχτές πιθανότητες και μια αντισυμβατική σεξουαλική ρευστότητα. Στο βιβλίο της παραδέχεται ότι είναι «διχασμένη προσωπικότητα», με δυνατό, «αντρικό αίσθημα» που χρησιμεύει ως ασπίδα αυτοπροστασίας. Μία άποψη ενδιαφέρουσα, αν σκεφτούμε ότι και την εσωτερική της φωνή και την επιθετική αυτογνωσία τις ανέπτυξε χάρη στη χρήση ναρκωτικών και LSD στην «πρώιμη νεότητά της».
Η Τζόουνς είναι μουσική, μόδα, σινεμά και κυρίως, η παγκόσμια ποπ κουλτούρα με υπερβολική δόση θεατρικότητας. Όταν εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με το χαρακτηριστικό, στρατιωτικό flat-top κούρεμά της και τις γωνιώδεις γραμμές των ταγιέρ της, εκεί που όλοι μιλούσαν για disco queens, εκείνη σφράγισε την εικόνα της ως ένα διεστραμμένο φουτουριστικό είδωλο. Το τραγούδι της "Slave to the Rhythm" έγινε ύμνος, το περπάτημά της στην πασαρέλα υπέρβαση, και το βλέμμα της – κάτι μεταξύ παγωμένου λέιζερ που σε πετρώνει και προκλητικά απρόσιτου – ορίζει μέχρι σήμερα το τι σημαίνει «εικονοκλαστική περφόρμερ». Όπως είπε η ίδια σε μια άλλη συνέντευξή της στο NPR: «Είμαι λιγάκι διχασμένη προσωπικότητα».
Η Γκρέις λειτουργεί σαν ένα εσωτερικό διπόλο. Είναι ταυτόχρονα μαριονέτα, σκηνοθέτης και θεατής. Όλα στην ίδια αλλόκοτη πλατφόρμα.
Σε συνέντευξη με τη Μισέλ Ουάλας το 1983, δήλωσε: «Το να είσαι ανδρόγυνο είναι ακριβώς όπως το να είσαι και άγιος και διάβολος... όλοι έχουν κάτι από τη μητέρα τους και κάτι από τον πατέρα τους».
Αυτό το δίπολο, η Τζόουνς δεν το έκανε απλώς μόδα — το έκανε φιλοσοφία. Και η φιλοσοφία, όπως ξέρουμε, δεν μπορεί να φορεθεί μόνο· πρέπει να ενδυθεί.
Από την disco στην νεο-avant-garde
Το 1977, με το album "Portfolio" ξεκίνησε η μετάβαση από πρόσωπο της ντίσκο σε σύμβολο φιλοδοξίας - η ενσάρκωση της ιδέας ότι μπορείς να ξεφύγεις από τις νόρμες, να επιβληθείς και να ξανασχεδιάσεις τον εαυτό σου σαν έργο τέχνης. Υπογράφει εντυπωσιακές νέες εκδοχές τραγουδιών όπως το "La Vie en Rose" και μπαίνει ιδανικά στη new wave σκηνή με το "Nightclubbing" (1981), τραγουδώντας με τον μονολιθικό τόνο της φωνής της, αλλά και με στρόβιλο συναισθήματος όταν χρειάζεται.
Στην αυτοβιογραφία της με τίτλο «Ποτέ δεν θα γράψω την αυτοβιογραφία μου» (χα!), λέει ότι η μουσική της δεν είναι προϊόν, αλλά «ενέργεια που δεν έχει ταξινομηθεί». Το τραγούδι "Slave to the Rhythm" δεν είναι απλά ένα τρακ – είναι θεατρική ερμηνεία, είναι η επίγνωση του θεάματος που προσφέρει και το σχολιάζει σιωπηρά ή ειρωνικά, σαν να βάζει εισαγωγικά στον ίδιο της τον εαυτό.
Body politics
To γυμνασμένο, αιλουροειδές της σώμα έγινε μία άγρια, καινοτόμα αναφορά, και οι μυϊκές γραμμές, οι μορφές, τα ρούχα της, έγιναν τα όπλα της. Αθλητική, επιβλητική, σχεδόν πολεμική. Στη συνέντευξη με τον Ουάλας λέει πως η άσκηση “την κρατά δυνατή, κρατά καθαρό το κεφάλι της” – κάτι πολύ σπουδαίο αν σκεφτεί κανείς ότι η κοινωνική της περσόνα, συχνά δείχνει να μην είναι και εντελώς νηφάλια (είναι κι αυτό μέρος της σαγήνης της). Πολύ πριν οι προπονητές ευεξίας μιλήσουν για fitness lifestyle, εκείνη έκανε το σώμα της μανιφέστο – και ο κόσμος της μόδας μετατράπηκε σε αρένα. Όσο πιο άγριο, τόσο πιο κουλ.
Όταν της έλεγαν πως δεν αρέσει στους μαύρους άντρες, εκείνη απαντούσε ήρεμα:
«Εγώ δεν βλέπω τον κόσμο με βάση το χρώμα του δέρματος. Με έλκουν περισσότερο οι Ευρωπαίοι άντρες».
Δεν την ενδιέφερε να την καταλάβουν ή να τη λυπηθούν. Αυτό που ήθελε ήταν να είναι ελεύθερη.
Από τον Κόναν στον Τζέιμς Μποντ, μια άγρια πολεμίστρια
Από τις πασαρέλες και τη δισκογραφία, η Γκρέις πέρασε στο σινεμά με την ίδια αποφασιστικότητα με την οποία τραγουδάει "Pull up to the Bumper", έναν κωδικοποιημένο τρόπο να μιλήσει για το σεξ («κόλλα στον προφυλακτήρα μου, με τη μακριά, μαύρη λιμουζίνα σου»). Στο «Κόναν ο Βάρβαρος» (1982) ενσαρκώνει την Ζούλα, μία αμαζόνα πολεμίστρια, μια φιγούρα τόσο επιβλητική ώστε ο Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ να δείχνει δίπλα της ψυχούλα. Λίγο αργότερα, στο "A View to a Kill" (1985 - Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος), γίνεται η Μέι Ντέι, η θρυλική υπερβατική φιγούρα μέσα στο κινηματογραφικό σύμπαν του Τζέιμς Μποντ, φορώντας ένα βασιλικό κοστούμι υψηλής αισθητικής, συνδυασμό έντονου κόκκινου σε catsuit με κουκούλα, σχεδιασμένο από τον Αζεντίν Αλαϊά σε συνεργασία με την ενδυματολόγο της ταινίας, Έμα Πόρτεους.
Ακόμα και στις πιο… εχμ, αδύναμες ταινίες της καταφέρνει να επιβάλλει την παρουσία της δείχνοντας «ποιος κάνει κουμάντο εδώ μέσα», όπως έγινε στο "Boomerang" (1992) με τον Έντι Μέρφι, όπου η Τζόουνς παίζει τη Στρονζέ, μια εκκεντρική fashion icon. Ο ρόλος είναι υπερβολικός, εξωφρενικά θεατρικός και απόλυτα δικός της.
Ζαν-Πολ Γκουντ: As Goude as it gets
Το οριστικό σχεδιαστικό προφίλ της Γκρέις Τζόουνς όμως ήρθε μέσα από τη συνεργασία με τον Ζαν-Πολ Γκουντ, που θεωρείται μία από τις πιο ριζοσπαστικές και διαχρονικές συναντήσεις μεταξύ καλλιτέχνη και εικαστικού. Ήταν μία εκρηκτική, απίθανα δημιουργική σύντηξη που επανακαθόρισε τόσο την εικόνα της Τζόουνς, όσο και το ίδιο το τοπίο της ποπ και της μόδας της δεκαετίας του 1980.
Ανδρογυνία και γεωμετρία: Ο Γκουντ χρησιμοποίησε τη φυσιογνωμία, τη σωματική δύναμη και την ανδρογυνική εμφάνιση της Τζόουνς για να δημιουργήσει το περίφημο «νεο-κυβιστικό» στυλ, με αιχμηρές γωνίες, graphic γεωμετρία και αγαλματώδη χαρακτηριστικά.
Αποδόμηση και αναδόμηση: Χρησιμοποιώντας κολάζ, φωτομοντάζ και προκατασκευασμένες στάσεις (π.χ. το εξώφυλλο του "Island Life"), ο Γκουντ «ανασχημάτισε» το κορμί της σε υπεράνθρωπες πόζες, μετατρέποντας την ίδια σε σύμβολο και έργο μοντέρνας τέχνης, δημιουργώντας μια νέα techno αισθητική μυθολογία πάνω στο σώμα και το πρόσωπό της.
Υπερήρωας: Μέσα από τις φωτογραφίες και τα εξώφυλλα άλμπουμ ("Nightclubbing", "Slave to the Rhythm", "Island Life"), η Τζόουνς προβάλλεται ως ένα είδος υπερ-ανθρώπινης φιγούρας, ταυτόχρονα δυναμική και απρόσιτη, με τον Γκουντ να εστιάζει στον υπερτονισμό της «μαύρης δύναμης» και της υπερβατικής της ταυτότητας.
Στυλ, μόδα και το σώμα ως καμβάς:
- Ο Γκουντ ενίσχυσε τις φουτουριστικές και postmodern στιγμές της, αναμειγνύοντας στοιχεία από αφρικανική παράδοση, κλασική γλυπτική και σύγχρονα υλικά (λάτεξ, body paint, κοστούμια εκκεντρικά, τολμηρά, θεατρικά ή συμβολικά), που επισήμαναν το σώμα της Τζόουνς σαν διαρκές «γλυπτό» ή «αντικείμενο περφόρμανς»
- Ιστορικά κοστούμια και φωτογραφικά πρότζεκτ, όπως το «Κονστρουκτιβιστικό φόρεμα εγκυμοσύνης» (ένα εντυπωσιακά αρχιτεκτονικό φόρεμα το οποίο παρέπεμπε σε σχήμα εγκύου με γεωμετρικά, κυβιστικά στοιχεία, εμπνευσμένο από τη ρωσική κονστρουκτιβιστική τέχνη) ή οι συνεργασίες στα σόου της, μετέτρεψαν την εγκυμονούσα Τζόουνς σε poster girl του μεταμοντέρνου ντιζάιν και της ελευθερίας στην αυτοδιάθεση του σώματος
- Τα visuals του Γκουντ έκαναν τη Γκρέις Τζόουνς την κορυφαία εικονογραφική φιγούρα της εποχής, με εικόνες που υιοθετήθηκαν, μιμήθηκαν και επηρεάζουν ακόμα σύγχρονους σχεδιαστές, φωτογράφους και καλλιτέχνες
- Μέσα από την υπερβολή, τον συμβολισμό της δύναμης και της ερωτικής αμφισημίας, ο Γκουντ απελευθέρωσε την Τζόουνς από τα συμβατικά πλαίσια της μαύρης τραγουδίστριας ή του μοντέλου, επιτρέποντάς της να αποτελεί μέχρι σήμερα ζωντανό performance-art-ποπ-εικαστικό μωσαϊκό. Χάρη σε αυτή τη συνεργασία, η Τζόουνς έγινε αρχέτυπο σύγχρονης ντίβας: ανδρόγυνη, απρόβλεπτη, αινιγματική, πάντα μπροστά από την εποχή της
- Το flat-top κούρεμα. Όλοι αντέγραψαν εκείνο το κούρεμα της Γκρέις Τζόουνς. Η ίδια έχει πει στη Vogue ότι αυτό το στιλ ήταν τέλειο για δύσκολες εποχές — όπως η περίοδος του AIDS, όπου όλα ήταν ρευστά και επικίνδυνα. Και σήμερα, μπορούμε ακόμα να δούμε την επιρροή εκείνης της εποχής και της εικόνας της Τζόουνς — για παράδειγμα στο άλμπουμ “Renaissance” της Μπιγιόνσε, που δανείζεται πολλά στοιχεία από εκείνη την αισθητική.
Σήμερα, στα 77 της
Από την Άνι Λένοξ και τη Λέιντι Γκάγκα μέχρι τη Ριάνα και τη Σολάνζ, καμία δεν θα ήταν αυτό που έγινε αν δεν είχε πάρει γραμμή από την Γκρέις Τζόουνς. Η Wikipedia ξεκαθαρίζει τη συμβολή της στην cross-dressing κουλτούρα. Με ανδρικά κοστούμια, ξυρισμένα φρύδια, μυώδη σώματα και δυναμική παρουσία, έγινε σύμβολο μη-δυαδικής έκφρασης φύλου πριν αυτά τα θέματα μπουν καν στον δημόσιο διάλογο. Το Nightclubbing (1981) καταγράφεται ως το σημείο συνάντησης της μουσικής και της μόδας – όπου κάθε beat έχει τριγωνικό σχήμα και κάθε ρούχο είναι ένα σοκ.
Σήμερα, ζωντανή ακόμα, χωρίς να κουραστεί, ξανακοιτάζει την καριέρα της ή ό,τι θυμάται από αυτήν, είτε μέσα από την αυτοβιογραφία της που κυκλοφόρησε το 2015 και όπου ξεπλένει ψέματα και λαϊκά στερεότυπα, είτε με περιοδείες και συνεργασίες. Το 2022 συνεργάστηκε με τη Μπιγιόνσε στο "Move" – μια σεβαστική αναγνώριση προς την αειθαλή ντίβα. Και το 2017 ήταν η καλλιτεχνική διευθύντρια του Meltdown Festival, ενός φεστιβάλ στο Σάουθμπανκ Σέντερ του Λονδίνου, όπου κάθε χρόνο καλείται ένας/μία καλλιτέχνης να διαμορφώσει το line-up σύμφωνα με τη δική του/της αισθητική και προτιμήσεις. Κι εκείνη τι έκανε; Επέλεξε ένα τολμηρό, queer-friendly, πολιτικά αιχμηρό lineup. Προσκάλεσε θρυλικούς αλλά και ανερχόμενους καλλιτέχνες: Πίτσις, Μίκι Μπλάνκο, Λι «Σκρατς» Πέρι, αβαν-γκαρντ ονόματα όπως οι Hercules & Love Affair, κ.α. Η ίδια έκλεισε το φεστιβάλ με δική της εντυπωσιακή συναυλία, εμφανιζόμενη γυμνόστηθη, φορώντας εντυπωσιακά, tribal περίτεχνα headpieces, και αλλάζοντας θεατρικά κοστούμια επί σκηνής.
Η Γκρέις και η Μόδα
Αν κάποιος αναζητά τη Γκρέις στα ντεφιλέ της δεκαετίας του '80, μπορεί να μην τη βρει. Όχι γιατί έλειπε – κάθε άλλο. Ήταν παρούσα παντού, σε όλες τις επιδείξεις, σε όλα τα πάρτι, σε όλα τα backstage. Απλώς δεν ήταν μοντέλο με την παραδοσιακή έννοια. Ήταν κάτι άλλο: το ίδιο το σώμα πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η νέα αισθητική μιας δεκαετίας που χρειαζόταν ρήξεις και όχι αναπαραστάσεις.
Η Τζόουνς συνεργάστηκε στενά με τον Αζεντίν Αλαϊά, τον «πρίγκιπα του κρέπ-ντε-σιν» που αντιλήφθηκε νωρίς ότι το κορμί της δεν ήταν φτιαγμένο για να τοποθετείται σε πατρόν, αλλά για να ανατρέπει τις φόρμες. «Ήταν σαν άγαλμα», έλεγε ο Αλαϊά και πράγματι, τα ρούχα του πάνω της δεν «έπεφταν»· σμιλεύονταν. Ήταν λιγότερο ρούχο και περισσότερο χειρονομία πάνω στη σάρκα.
Αλλά και πριν την υψηλή ραπτική, η Τζόουνς είχε ήδη εφεύρει τον προσωπικό της ενδυματολογικό κώδικα: μαύρα αντρικά κοστούμια, δερμάτινα παλτά, ξυρισμένα φρύδια, χρυσές μανσέτες που μοιάζουν με ιατρικά εξαρτήματα από ένα φουτουριστικό χειρουργείο. Όλα φορεμένα με την ηρεμία της ιέρειας που ξέρει ότι προκαλεί όχι γιατί προσπαθεί, αλλά γιατί απλώς δεν την ενδιέφερε. Οι δημοσιογράφοι κυρίως, τότε, αδυνατούσαν να πιστέψουν πώς μια γυναίκα μπορούσε να αποπνέει τόση δύναμη χωρίς να χαμογελάει ανά πέντε λεπτά.
Όταν η Γκρέις Τζόουνς φόρεσε αντρικό κουστούμι, το μετέτρεψε από ένδυμα εξουσίας σε ένδυμα αποδόμησης της εξουσίας. Το κουστούμι έπαψε να είναι σημείο γραφειοκρατικής κυριαρχίας και έγινε όπλο ειρωνείας – σχεδόν ένα concept για έκθεση σύγχρονης τέχνης. Το σώμα της, ευθυτενές, σμιλευμένο, χωρίς περιττές καμπύλες, δεν προσέφερε παρηγοριά στον θεατή. Προκαλούσε. Διέκοπτε.
Η Τζόουνς δεν φορούσε ρούχα· έγραφε μανιφέστα. Και το έκανε χωρίς λέξεις. To έκανε με ένα είδος οριακής βίας μέσα στην ομορφιά της, όπως στο θρυλικό λουκ του "One Man Show" του Γκουντ, όπου η Τζόουνς, βαμμένη ολόκληρη με μπλε μεταλλικό χρώμα, φοράει ένα ανδρικό κουστούμι πάνω στο γυμνό της στήθος, χωρίς πουκάμισο, χωρίς σουτιέν, και με φαρδιές βάτες – σαν να βγήκε από ονειρική πασαρέλα του Αρμάνι. Πιο τρομακτική και πιο σέξι από ποτέ. Ο ίδιος ο Γκουντ είπε αργότερα: «Μαζί χτίσαμε την εικόνα μιας γυναίκας που μπορεί να σκοτώσει με το βλέμμα της. Αυτό ήταν και το πιο ρομαντικό μας έργο».
Κι αν αυτό συνέβαινε με τον Γκουντ, με τον Τιερί Μιγκλέρ η Γκρέις Τζόουνς συνδύαζε το εκκεντρικό με το αισθησιακό, το cyborg με το cabaret, δημιουργώντας μία σχολή για όσους αργότερα θα ονόμαζαν εαυτούς queer performers, hyper-pop stars ή απλώς ανήσυχες υπάρξεις με μεγάλο μπάτζετ.
Αυτό που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν όσες τη μιμήθηκαν ήταν το μυστικό της. Δεν ήταν απλώς η τόλμη. Ήταν η Αδιαφορία. Δεν την ενδιέφερε αν φαινόταν σέξι, θηλυκή ή αποδεκτή. Έπαιζε με την ομορφιά όπως ένας πειραματιστής με τη χημεία: ανατίναζε φόρμες, προκαλούσε εκρήξεις, και μετά στεκόταν ανάμεσα στα ερείπια για να δει ποιοι άντεχαν το βλέμμα της. Η ίδια, σε μια από τις πιο ωμές της εξομολογήσεις στο Radio 4, το είχε συνοψίσει με τη χαρακτηριστική της ειλικρίνεια:
«Ήμουν πάντα ένα πλάσμα που δεν ταίριαζε πουθενά. Και αυτό τελικά έγινε το μεγαλύτερο μου ατού».
Info:
Σάββατο 2 Αυγούστου 2025, Sani Festival, Χαλκιδική – Ώρα έναρξης: 21.30
Εισιτήρια more.com
Δειτε περισσοτερα
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών