Μουσικη

Θεοδοσία Τσάτσου: Ένιωθα ενοχές για όλα

Λίγο πριν ανέβει στη μουσική σκηνή του Faust μιλάει για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της

daad.jpg
Δημήτρης Αθανασιάδης
17’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Θεοδοσία Τσάτσου: Συνέντευξη με την τραγουδίστρια για τη μουσική και της ζωή της - Τα παιδικά χρόνια στην Αυστραλία, οι Μπλε, οι προσωπικοί δίσκοι, οι δυσκολίες που αντιμετώπισε
© Πέτρος Νικόλτσος

Θεοδοσία Τσάτσου: Συνέντευξη με την τραγουδίστρια για τη μουσική και τη ζωή της - Τα παιδικά χρόνια στην Αυστραλία, οι Μπλε, οι προσωπικοί δίσκοι, οι δυσκολίες που αντιμετώπισε

Αποφάσισε να φωτογραφηθεί και να δώσει την πρώτη της συνέντευξη δια ζώσης μετά από πάρα πολλά χρόνια. Δίνουμε κυριακάτικο ραντεβού στο Πεδίον του Άρεως και συναντιόμαστε σε ένα πεζοδρόμιο περιμένοντας να περάσουμε το φανάρι. Έχουν περάσει 14 χρόνια από το τελευταίο της άλμπουμ και η Θεοδοσία Τσάτσου στο διάστημα αυτό έχει βρεθεί με διάφορα ερωτηματικά γύρω από το κεφάλι της: γιατί δεν βγάζει δίσκο, γιατί δεν μιλάει, τι ετοιμάζει, τι της συμβαίνει, γιατί δεν είναι πολύ ενεργή στα social media, πώς την έχει δει και με τι την ακούει, πού να ‘ναι τώρα;

Με τραγούδια που έφεραν χιλιάδες άνθρωποι στα χείλη τους, με πρωτότυπο υλικό που έχει στα σκαριά και με διάθεση να βγει από το σπίτι της στα Εξάρχεια, η Θεοδοσία Τσάτσου κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη 19 Οκτωβρίου στη μουσική σκηνή του Faust. Γνώρισε την επιτυχία, είχε την τύχη να ερμηνεύσει μπροστά σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, είχε ατυχίες που τη χάραξαν. Με μερικούς take away καφέδες, διαλέγουμε παγκάκι, σπάει χαμόγελο και λύνει γλώσσα με έναν πολύ δικό της τρόπο, από τους τρόπους αυτούς που συνηθίζουν οι rock stars.

Πώς γεννήθηκε αυτή η ηρωίδα, η Μπαμπαλού;
Επειδή βαρέθηκα να με λένε Τσάτσου. Δεν το έκοψα από τότε, δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το επίθετο, ούτε στην Αυστραλία, δεν μπορούσαν και να το πουν, με φώναζαν «Ζάτσου», και επειδή ήξερα με το Τσατσέικο τι γίνεται, ο πατέρας μου και όλα αυτά, μετά έμαθα τι σημαίνει και τσάτσος στον Στρατό. Δεν ήξερα ούτε αυτό το πράγμα. Εγώ ήθελα να με λένε Θεοδοσία, ούτε το όνομά μου άρεσε γιατί ήταν βαρύγδουπο, τεράστιο, ήθελα να με λένε Σία. Στην Αυστραλία με φώναζαν C. Μου άρεσε αυτό εμένα. Ή, η μαμά μου Σούλα! Και εδώ ένας γκόμενος φευγάτος ακαδημαϊκός που ήταν στο Πανεπιστήμιο τότε μου λέει «πρέπει να σε λένε Θεοδοσία, αυτό είναι το όνομά σου». Και με έψησε. Το «Μπαμπαλού» τώρα… Εγώ είχα γίνει Σαννυάσιν (Sannyasi) πριν από 25 χρόνια. Είχα έναν γκουρού, ο οποίος είναι νεκρός από τη δεκαετία του 1980, αλλά, ήμασταν ακόλουθοι. Και εκεί έπαιρναν όλοι ονόματα, πνευματικά ονόματα. Αλλά επειδή έπαιρναν κάτι ονόματα τελείως κουφά, εμένα δεν μου άρεσαν, και δεν ήθελα να πάω να ξαναβαπτιστώ, γιατί γίνεται μία πνευματική βάπτιση. Και μια μέρα, μία φίλη μου, μου λέει «Θεοδοσία, στο τραγούδι “είμαι απ’ αλλού, σκέψου αφού, τίποτα δεν καταλαβαίνω”, ποια είναι η Μπαμπαλού;» Λέω τι λες μαρή; Μου λέει «η Μπαμπαλού / είναι αλλού» και με φώναζε Μπαμπαλού γιατί νόμιζε το «ειμ’ απ’ αλλού» ότι λέει «Μπαμπαλού». Και λέω αυτό είναι, θα με πούμε Μπαμπαλού. Και στη Θεσσαλονίκη με βάπτισαν όλοι αυτοί Μπαμπαλού, χωρίς να βαπτιστώ και να γίνω Σαννυάσιν. Είχα και ένα τέτοιο με τις βαπτίσεις. Δεν ήθελα να ξαναμπώ σε θρησκευτικό δόγμα. Αλλά ήθελα πνευματικό όνομα. Και όταν αποφάσισα να βγάλω τον δίσκο «Α Γαπήσου» αποφάσισα να μην βγάλω τη φάτσα μου, να βγει μαύρος, εντελώς, χωρίς φωτογραφήσεις, και με το καινούργιο μου όνομα. Ξέρω ότι μπέρδεψα πολύ τον κόσμο, αλλά τότε δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Τότε το είδα μόνο ως δική μου προσφορά στον εαυτό μου. Γιατί έτσι δουλεύω εγώ. Δεν σκέφτομαι εσένα, τι πρέπει να σου δώσω. Ίσως και γι’ αυτό είμαι πολύ ειλικρινής απέναντί σου, αν γουστάρεις τη μουσική μου, δηλαδή σκέφτομαι αυτό που οπωσδήποτε θέλω να εκδηλώσω εγώ. Και έτσι συντονίζεσαι καλύτερα μαζί μου εσύ. Εκδηλώνεις κι εσύ μετά αυτό που θέλεις να εκδηλώσεις στη ζωή σου, γιατί η μουσική αυτό κάνει, γι’ αυτό ακούμε μουσική, για να εκδηλώσουμε τα βαθύτερά μας κομμάτια.

Θεοδοσία Τσάτσου: Ένιωθα ενοχές για όλα
© Πέτρος Νικόλτσος

«Κυριακή, μέρα κι αυτή», της έχετε αφιερώσει και ένα τραγούδι ολόκληρο.
Είναι η μέρα που κάηκε το σπίτι μου στο Πανόραμα, με τη μεγάλη φωτιά στη Θεσσαλονίκη. Κυριακή, ξημέρωμα, να το βλέπω να καίγεται. Ήμουν ακόμα στους «Μπλε», νομίζω ήταν το 1996, ήμουν παντρεμένη τότε, ζούσα στο δάσος, ψηλά. Ξυπνήσαμε και ήταν όλα μαύρα. Και έτσι έβαλα «Κυριακή, πολύ πρωί, μέρα κι αυτή», λέω, ο Θεός έφτιαξε τον Κόσμο, ο Θεός τον καίει κιόλας. Και έβαλε άνθρωπο για να το κάνει αυτό.

Θυμάστε την πρώτη φορά που βρεθήκατε πίσω από ένα μικρόφωνο;
Ναι, πολύ πιτσιρίκα ήμουν, από μικρή τα έπαιρνα τα μικρόφωνα. Σε φάση τραγουδούσα και χόρευα πριν ακόμα περπατήσω και μιλήσω. Και η μάνα μου το φοβόταν πολύ αυτό. Και με κρατούσε μακριά.

Γιατί;
Γιατί φοβόταν ότι και εγώ και η αδελφή μου, επειδή ήταν πολύ ταλαντούχα, και στον χορό, και στο τραγούδι, και στο παίξιμο οργάνων, θα τα πιάναμε γρήγορα, θέλαμε αυτό να κάνουμε, αλλά οι γονείς μας δεν ήθελαν να ασχοληθούμε με αυτά. Και τα κάναμε κρυφά. Η μητέρα μου απλή νοικοκυρά, ο πατέρας μου μηχανικός αυτοκινήτων. Δούλευε τότε στη Mercedes στη Μελβούρνη. Δεν θέλανε, γιατί νόμιζαν ότι θα γίνουμε ναρκομανείς. Εγώ σπούδασα και Αγγλική Φιλολογία και ήθελαν να γίνω δασκάλα. Την αδελφή μου την έσπρωχναν να γίνει έμπορος, να της ανοίξουν μαγαζί. Καμία σχέση. Ήταν η αίσθηση της οικονομικής ανασφάλειας, υποθέτω. Σκέψου πως ήθελαν να μας παντρέψουν από τα 16-17, σε εκείνη την ηλικία μου έφεραν πρώτη φορά γαμπρούς στην Αυστραλία. Η μάνα μου έφυγε πριν λίγα χρόνια, ο πατέρας μου ζει.

Κρατάτε επαφή;
Είναι πολύ άρρωστος ο πατέρας μου, είναι παράλυτος εδώ και χρόνια. H επαφή, δηλαδή, είναι κάπως.

Είχατε κάποιο αγαπημένο τραγούδι σαν παιδί;
Δεν είχα ποτέ ένα τραγούδι που μου καρφωνόταν. Στο σπίτι μου μεγάλωσα με μία μάνα και έναν πατέρα με τέλειες φωνές, φωνάρες, ο πατέρας μου τραγουδούσε ηπειρώτικα, η μάνα μου ήταν fan της Μοσχολιού, Λίτσα Διαμάντη, και έπαιζαν συνέχεια αυτά τα τραγούδια, οπότε μεγάλωσα πάρα πολύ με αυτά τα άσματα. Τα ξέρω όλα. Εγώ άκουγα μόνη μου τα δικά μου. Αλλά εγώ είχα και ένα άλλο τριπ τρελό, δηλαδή μπορεί να άκουγα σαν τρελή David Bowie όταν τον ανακάλυψα, ή Michael Jackson… Είχα φίλες που είχαν μεγάλες αδελφές και αδέλφια και έτσι έμαθα πολύ όμορφα πράγματα στη μουσική. Και στο Musical Theater έμαθα πολύ όμορφα πράγματα, γνώρισα την Barbra Streisand σε πολύ μικρή ηλικία, τα τραγούδια της, τα μιούζικαλ, το«Cats», μπήκα από το δημοτικό σε αυτά. Απίστευτο το feeling όταν την είδα πρώτη φορά. Πήγαινα σε τέτοιες παραστάσεις από 10 χρονών. Έρχονταν στην Αυστραλία αλλά είχα κι εγώ άκρη να πηγαίνω. Η αδελφή της φίλης μου ήταν 17-18 χρονών, πολύ μεγαλύτερη, δούλευε σε ένα ραδιόφωνο το DDMusic, και έπαιρνε τσάμπα προσκλήσεις. Οπότε, για να μπορεί αυτή να φεύγει και να μένει μετά με τον γκόμενο, γίνονταν και τέτοια -καταλάβατε- μας έπαιρνε εμάς τις δύο μαζί και πηγαίναμε. Έτσι εγώ είδα Michael Jackson, Prince, όλους. Είδα το «Evita» σε ηλικία 9 χρονών. Είχα πάρει πολύ feedback, οι γονείς μου, όμως, δεν ήξεραν τι ακριβώς γινόταν, και εγώ έπαιρνα feedback και ήθελα να γίνω αυτό το πράγμα. Αλλά το έλεγα στη μάνα μου και μου έλεγε «θα πεθάνεις στην ψάθα». Δεν ήξερα τι σήμαινε αυτό, αλλά αυτό μου έλεγε.

Και από την Αυστραλία και τη Μελβούρνη, πώς βρίσκεστε στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη;
Η μάνα μου είχε επιθυμήσει τη χώρα της και μας πήρε και μας έφερε εδώ, 20 χρονών εγώ. Ήμουν ήδη στο Πανεπιστήμιο στη Μελβούρνη, ήμουν σε σχολή Καλών Τεχνών όπου έκανα χορό, μουσική και όλα τα σχετικά, και με έφερε εδώ. Ο πατέρας μου ήταν άρρωστος από χρόνια. Καρδιά. Οπότε ήρθε εδώ, για να αλλάξει και περιβάλλον, και για να μην του φύγουν και οι κόρες του, γιατί εμείς πάψαμε να μιλάμε Ελληνικά, ήμασταν πολύ αντιδραστικές με όλο το ελληνικό ταμπεραμέντο της Αυστραλίας, γιατί είναι οπισθοδρομικό, και πολύ καταπιεστικό, κυρίως οι δικοί μου οι γονείς, που ήταν πολύ ορθόδοξοι, και έβλεπαν την αδελφή μου που ήταν κατά 5 χρόνια μικρότερή μου και είχε ξεφύγει πολύ, και δεν ήθελαν να πάθουμε κάτι ή να παντρευτούμε Αυστραλό, οπότε μας τσάκωσαν και μας έφεραν.

Και βρίσκεστε ΚΘΒΕ, ΑΠΘ, τέλη 80s. Πώς ήταν;
Μου άρεσε πολύ. Μου άρεσαν οι άντρες στην Ελλάδα. Ήταν ωραίο να σε κοιτάνε, στην Αυστραλία ούτε καν σου έδιναν σημασία όταν περπατούσες στον δρόμο, μου άρεσε το κλίμα, αισθάνθηκα αυτό που δεν αισθάνθηκα ποτέ στην Αυστραλία όταν ήρθα στην Ελλάδα. Μια δύναμη. Βρήκα μια δύναμη, άρχισα να αγαπάω την Ελλάδα, άρχισα να μιλάω καλύτερα Ελληνικά, ενώ μιλούσα πολύ σπασμένα. Ενώ περίμενα να μην μου αρέσει καθόλου η χώρα, τη λάτρεψα. Ήμουν πολύ καλή φοιτήτρια, και στο ΚΘΒΕ πέρασα πάρα πολύ καλά, έχω πάρα πολύ ωραίες αναμνήσεις, έχω κάνει καταλήψεις, έχω βάλει υποψηφιότητα στην Αγγλική τότε και με έβγαλαν σαν ανεξάρτητη και παίρναμε τα βιβλία μας τσάμπα, γιατί έπρεπε να τα πληρώνουμε και ήταν πανάκριβα, ήμουν υπεύθυνη για το Bald Theater που ήδη υπάρχει τώρα στην Αγγλική Φιλολογία που το στήσαμε εμείς, για να υπάρχει θέατρο, γιατί θέατρο ήθελα να κάνω, μετά είδα ότι δεν υπάρχει περίπτωση.

Τι σας έχει μείνει από τότε;
Το πάθος, το όραμα. Η ελληνική Ιστορία, η κουλτούρα, δεν υπήρχαν αυτά στην Αυστραλία. Στην Αυστραλία ήταν όλα ξεκάθαρα, τετράγωνα. Μπλέχτηκα αμέσως σε όλα όταν ήρθα στην Ελλάδα. Γούσταρα. Με έβαζαν και οι άλλοι γιατί με έβλεπαν ότι είμαι σπίρτο αναμμένο, και οι γκόμενοι που είχα τότε με οδηγούσαν, με ωθούσαν προς αυτά τα πράγματα. Μου άρεσαν οι έξυπνοι άντρες. Μου άρεσαν οι άνθρωποι από τους οποίους τα αυτιά μου μπορούσαν να παίρνουν πληροφορίες και να καυλώνουν. Πάντα μου άρεσαν. Τα ανοιχτά μυαλά, για να μην πω οι έξυπνοι. Να με εμπνέουν.

Θεοδοσία Τσάτσου: Ένιωθα ενοχές για όλα
© Πέτρος Νικόλτσος

Τι σας έκανε εντύπωση όταν ήρθατε στην Αθήνα πρώτη φορά;
Μου άρεσε ακόμα περισσότερο από τη Θεσσαλονίκη, γιατί η Αθήνα έχει αυτό που λέμε «το πάθος της πραγματικότητας», τι ζεις αυτή την στιγμή.

Ενώ η Θεσσαλονίκη;
Η Θεσσαλονίκη έχει μια… που λέμε «επί του καναπέως». Τον καναπέ τον απολαμβάνεις στη Θεσσαλονίκη. Έχει τη βαρύτητα του κλίματος, έχει τη χαλαρότητα, το καλό φαγητό, τις βόλτες, παρεΐστικα πράγματα, έχει ένα άφημα η Σαλόνικα. Αυτό μου λείπει στην Αθήνα. Το παρεΐστικο είναι πολύ ατόφιο στη Σαλονίκη.

Πώς αποφασίσατε να κατεβείτε Αθήνα;
Γιατί δεν γινόταν να… χώρισα, και ήθελα να αλλάξω περιβάλλον. Δεν γινόταν να ζω στην ίδια πόλη εκεί άλλο πια, ήθελα να αλλάξω τη ζωή μου. Με οδήγησε κιόλας η δουλειά που κάνω, είναι πιο εύκολο να ζεις στην Αθήνα από το να ζεις στην Θεσσαλονίκη, έπαιζα εδώ σε μαγαζιά έναν μήνα, δύο μήνες, ήταν αλλιώς.

Έχω την αίσθηση ότι είστε ένας άνθρωπος που σας ορίζουν οι αντιθέσεις. Ζούσατε την επιτυχία ως frontwoman στους Μπλε και αποφασίσατε να ακολουθήσετε τη δική σας αυτόνομη καλλιτεχνική πορεία…
Δεν ήταν αυτό το όνειρό μου. Εδώ είναι το έργο, ότι εγώ μπορεί να σπούδασα όλα αυτά τα πράγματα γύρω από την τέχνη, αλλά δεν είχα ποτέ όνειρο να γίνω διάσημη. Υπάρχει διαφορά. Ήθελα να παίξω, ας πούμε την εποχή που οι «Μπλε» γινόντουσαν, εγώ έφτιαχνα ένα μαγαζί με δύο φιλαράκια στα Λαδάδικα, που το είχα πει Bardeart ή Βαρδάρης, είχαμε φτιάξει και σκηνή, ήταν διώροφο, και είχαμε σκοπό να ανεβάζουμε από stand-up comedy, από artists, musicians, photographers, whatever. Έφτιαχνα αυτό, αυτό ήταν ένα όνειρο δικό μου. Κάπου να έχουμε ένα σπίτι. Η μουσική, η Τέχνη. Εκείνη την εποχή που εγώ έβαφα καρέκλες, ήρθε κάποιος και μου λέει «μπορείς να κάνεις ένα demo για έναν τύπο που λέγεται Παπαποστόλου και θα πληρωθείς». Λέω, πόσα δίνει; Λέει «50 χιλιάρικα». Έναν χρόνο πριν γίνουν οι «Μπλε». Με τις χρονολογίες και τα ονόματα δεν τα πάω καθόλου καλά, αν και είμαι καλή μαθηματικός. Δεν ξέρω γιατί, χρόνια τώρα. Αφήνω τις καρέκλες που έβαφα και πάω στο στούντιο που ήταν λίγο πιο κάτω, στην Εγνατία. Μπαίνω μέσα, μου βάζει τότε το «Εσύ δεν ζεις πουθενά», τραγουδισμένο από τον Γιώργο Δημητριάδη τότε, αυτός το είχε πει πρώτος, και ήθελε τις «Ενοχές» να της πει μία γυναίκα. Ο Παπαποστόλου, να σκεφτείς, έπαιζε τότε μέχρι και με τους Xaxakes. Το λέω το τραγούδι, παίρνω τα φράγκα… έγινε τραγούδι της εβδομάδας στον 88,5, που παιζόταν κάθε μία ώρα στο ραδιόφωνο, και ξαφνικά δημιουργήθηκε ένα ρεύμα μεγάλο. Έτσι έγινε μετά και ολόκληρη η μπάντα των «Μπλε». Έφυγα γιατί έφαγα πολλή καταπίεση. Εγώ έκανα τέχνη κρυφά από τους γονείς μου, μεγάλωσα σε ένα φασιστικό περιβάλλον, ορθόδοξο, οπότε σκέφτηκα ότι δεν γίνεται ξαφνικά να κάνω τέχνη και να τρώω καταπίεση στην τέχνη, ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι θα έμενα χωρίς λεφτά, χωρίς τίποτα. Όταν έγινε δικαστήριο, τα έδωσα όλα.

Προτιμήσατε τις θεατρικές σπουδές αλλά σας τράβηξε η μουσική.
Ναι, γιατί η μουσική είναι ένας τρόπος σκέψης μέσω ήχου, χωρίς λόγια. Ο ήχος με εξιτάρει εμένα, με κουνάει βαθιά ο ήχος, περισσότερο από ό,τι η Αντιγόνη που έκανα, η Κλυταιμνήστρα, η δεσποινίδα Τζούλια του Στρίντμπεργκ, η Τζάνις Τζόπλιν που ανέβασα το «Δωμάτιο 105» πριν από κάποια χρόνια, με κουνάει ο ήχος και τι μπορεί να παράγει, μπορεί να παράγει πολύ περισσότερα, το σύμπαν μιλάει μόνο μέσω μουσικής, αγάπης, της σιωπής. Οι πιο δυνατές δονήσεις του σύμπαντος είναι αυτές οι τρεις, οπότε εγώ εκεί, μάλλον, από μικρό παιδί κουνήθηκα. Όχι μάλλον, εκεί κουνήθηκα.

Έχετε κάνει πολύ baby sitting αλλά δεν κάνατε οικογένεια.
Ήθελα πολύ να κάνω παιδιά, ήθελα να κάνω μεγάλη οικογένεια, αλλά είχα ένα ατύχημα το οποίο προκάλεσε ένα θέμα και δεν μπορούσα να κάνω. Όταν έπεσα με τη μηχανή δεν γνώριζα ότι ήμουν έγκυος. Οδηγούσα ένα μικρό τσοπεράκι και καρφώθηκα κάτω από ένα φορτηγό. Και από τότε σταμάτησαν πολλά πράγματα στη ζωή μου. Σταμάτησα να θέλω να κάνω οικογένεια, σταμάτησα να θέλω να είμαι rooted σε ένα μέρος. Ήθελα απλά να είναι ελεύθερη ψυχή μου, να μη θέλω τίποτα, απλά να αφήνομαι. Ήμουν με τους «Μπλε» τότε. Δεν έπαθα τίποτα στο κορμί μου, καρφώθηκα, αλλά το μέσα μου κουνήθηκε πολύ. Δεν ξέρω πώς την έβγαλα καθαρή, και από τότε δεν ανεβαίνω και στις μηχανές. Λέω να μην το ρισκάρω.

Αποκτήσατε διασημότητα αλλά την αποφεύγετε…
Έμενα έξω από το spotlight, μπορεί να έκανα λίγα πράγματα τηλεοπτικά γιατί οι εταιρείες με πίεζαν να βγω σε κάποιες εκπομπές στην αρχή, αλλά εγώ δεν το έζησα το spotlight, είχα πάντα πολύ μεγάλα προβλήματα με τις εταιρείες για αυτό τον λόγο, δεν πήγαινα δεν συνεργαζόμουν. Πρώτον, γιατί όσοι μου ζητούσαν να συνεργαστώ, και είναι πολλά τα ονόματα αυτά, δεν θα αναφερθώ σε αυτά, δεν θέλανε τους «Μπλε», δηλαδή έλεγαν, «θέλουμε εσένα αλλά χωρίς να υπάρχει καμία σχέση με το συγκρότημα, εσένα, ως Θεοδοσία, εσύ είσαι το συγκρότημα», και εγώ αυτό, όχι μόνο δεν μπορούσα να το δεχτώ, το έβρισκα εντελώς παράλογο. Επίσης ήταν πολύ διεκδικητικοί, δηλαδή, αφού έχεις ωραία φωνή, γιατί τραγουδάς αυτές τις βλακείες; Γιατί δεν τραγουδάς τους μεγάλους συνθέτες; Ξέρουμε ποιοι είναι οι μεγάλοι συνθέτες σήμερα στην Ελλάδα, είπα όχι σε όλους.

Γιατί;
Πρώτον γιατί δεν μου άρεσαν αυτά τα τραγούδια, τι να κάνω; Μπορεί να ήταν γαμάτα για κάποιους άλλους, για εμένα όμως δεν έλεγαν τίποτα. Αυτό έφερε πάρα πολύ bullying προς το άτομό μου, πάρα πολύ bullying, πολλή απειλή και ήθελα να σταματήσω. Δηλαδή μετά τον τρίτο δίσκο το «Κόκκινο», είπα τέλος. Για αυτό έκανα και χρόνια να βγάλω τη «Λεωφόρο της Εύας», και δεν έχει μέσα κανένα hit συνειδητά. Ταυτόχρονα είχα εκπληκτικούς μουσικούς και ενορχηστρωτή.

…φρόντισε να μην ανήκεις πουθενά, πάρα μόνο στην πάρτη σου.

Τα ηχογραφήματά σας ήταν μία φωτογραφία της ζωής σας εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή;
Η εξέλιξή μου ήταν αυτή. Όταν έκανα τη «Λεωφόρο της Εύας» και όλες οι εταιρείες μου έλεγαν, για να σου βγάλω αυτό το δίσκο που δεν αξίζει να βγει για την Ελλάδα, ο Έλληνας δεν είναι για τέτοια πράγματα, μου έλεγαν, θα πεις αυτά τα τραγούδια πρώτα. Και μου έδιναν διάφορα. Εγώ αρνιόμουν, έπαιρνα απαλλακτικά.

Απαλλακτικά λέγοντας;
Λέγοντας ότι θέλω να φύγω, με παίδεψαν πολύ, πάρα πολύ. Και δεν υπήρχε λόγος πια να υπάρχω και να μάχομαι, έδωσα πάρα πολλά χρήματα, ό,τι έβγαλα, ό,τι είχα και δεν είχα για να κάνω μουσική, το «Α γαπήσου» το πλήρωσα μόνη μου, το τελευταίο, δεν θέλανε να λέω δικά μου τραγούδια, δεν θέλανε να λέω πράγματα. Μου λέγανε ότι δεν έχω το δικαίωμα να λέω αυτά. Με τη φωνή που έχω αυτό μου έλεγαν, και ότι στις εταιρείες σε υπογράφουμε όχι για το ταλέντο σου, αλλά για την προσωπικότητά σου μου είπαν. Σας λέω τώρα φράσεις οι οποίες έχουν μείνει στάμπα μέσα μου.

Υπάρχουν τραγούδια τα οποία έχετε πει και έχετε μετανιώσει;
Όχι, γιατί ξέρω ότι οτιδήποτε κάνει ένας καλλιτέχνης που είναι πιστός απέναντι στον εαυτό του, το κάνει για κάποιο λόγο εκείνη τη στιγμή, το να μετανιώνεις είναι μικρό μυαλό που λέμε, για τον καλλιτέχνη πάντα μιλάω.

Σκεφτήκατε ποτέ να κάνετε κάτι αγγλόφωνο;
Πάρα πολύ! Δεν με αφήναν. Έχω γράψει πολλά, στη βιβλιοθήκη μου έχω πάρα πολλά τραγούδια ξενόφωνα. Πάρα πολλά! Και Γαλλικά μου αρέσουν πολύ.

Θεοδοσία Τσάτσου: Ένιωθα ενοχές για όλα
© Πέτρος Νικόλτσος

Να κάνουμε μερικές στάσεις στην προσωπική σας δισκογραφία, Ξεκινώντας από τον «Ύποπτο κόσμο»;
Είχα φύγει από τους «Μπλε», η μπάντα ήρθε μαζί μου, ήταν η πρώτη φορά που πειραματίζομαι μαζί με τους μουσικούς, και στον στίχο πειραματίστηκα με τον Κώστα Βουτσά ο οποίος με βοήθησε, ήταν της Φιλοσοφικής, γιατί δεν είχα κατάρτιση της γλώσσας πολύ καλή ακόμα, για μένα ήταν ένας ενθουσιασμός, που είχε μέσα και πολύ φόβο, αλλά ένιωθα αυτό που λένε «ήρθε η ώρα, τώρα, Θεοδοσία, ανεβαίνεις στο δικό σου καράβι, το πώς θα το πας δεν έχεις ιδέα, δεν μπορείς να ξέρεις, αλλά τουλάχιστον το οδηγείς εσύ τώρα». Είχα πολύ φόβο και πολλή χαρά ταυτόχρονα.

Στο «Κόκκινο»;
Στο «Κόκκινο» αφέθηκα πολύ και με άλλους δημιουργούς, ο Γιώργος Μίχας που μου έδωσε αυτά τα τραγούδια τα οποία ήταν καταπληκτικά, «Στη θάλασσα», το «Πού να σαι τώρα», το «Άγγελέ μου» η «Άννα», οδηγήθηκα και λίγο από την εταιρεία, δηλαδή μου είπανε, βάλε τα δικά σου αλλά πήγαινε και εκεί. Και επειδή δούλευα τότε με ένα άτομο στην εταιρεία που ήταν πολύ εντάξει, τον εμπιστεύτηκα, και καλά έκανα, και βέβαια μου έκανε ενορχήστρωση ο Γιάννης Νάστας. Στο «Κόκκινο» κάτσαμε ένα χρόνο μαζί στο στούντιο στη Θεσσαλονίκη, πέρασα καταπληκτικά, τον λατρεύω τον Γιάννη τον Νάστα!

Πώς είναι η εμπειρία να συνεργάζεστε με τον Γιάννη Νάστα;
Δεν υπάρχει ο Γιάννης Νάστας, είναι άυλη περσόνα, είναι κάτι μεταξύ David Bowie, Frank Sinatra, Nick Cave, Iggy Pop, Elvis Presley, όλα μαζί σε ένα αντράκι, γαμώ. Μουσικάρα ασύλληπτη, ψυχή, καρδιά σε υψηλές συχνότητες και δονήσεις· λατρεύω Νάστα.

Και περνάμε στη «Λεωφόρο της Εύας». Σε ένα άλμπουμ που ραπάρατε ακόμα και σε industrial στοιχεία…
Εκεί ανέλαβε ο Στεφανίδης ο οποίος είναι ένας εξαιρετικός μουσικός, ο οποίος έκανε και τότε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όλη την παραγωγή της μουσικής, Πολ Στεφανίδης, τώρα βρίσκεται στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, εκεί δουλεύει, ο οποίος μάζεψε δικούς του μουσικούς, όπως άτομα από τους Mode Plagal, έπαιξε αυτός κιθάρα, έκανε αυτός τις ενορχηστρώσεις ως επί το πλείστον, και έγινε λίγο πιο εξευγενισμένο, πιο υψηλής βαθμίδας μουσικά, να σκεφτείτε η μίξη έγινε σε ένα στούντιο στο Σίδνεϊ, το στείλαμε, εκεί έβγαινε τότε ο δίσκος της Μαντόνα που ήταν το«on the dancefloor» νομίζω, και έμπαινε ο δικός μου στη μίξη. Έγινε πολύ εκλεπτυσμένα, χώθηκαν φράγκα τα οποία δεν τα έδωσε η εταιρεία, εμείς τα βάλαμε, έτσι μόνο για την καύλα μας, ας πούμε. Είμαι πολύ περήφανη για τους δίσκους μου ακόμα και το «Α γαπήσου» το έκανα μόνη μου. Ή θα έκανα κάτι μόνη μου χωρίς κανέναν άντρα να με κατευθύνει γιατί κουράστηκα να έχω και τους άντρες να μου λένε τι να κάνω, μπορεί να τους σέβομαι και να τους αγαπάω όλους, αλλά ήθελα κι εγώ τα δικά μου να πω, και έβαλα ό,τι χρήματα είχα σε αυτό το έργο, το οποίο δεν απέδωσε αλλά είμαι πολύ περήφανη για το «Α γαπήσου» μου, και γιατί έβαλα μέσα όλα τα σεμινάρια που ζούσα, γιατί σπούδαζα τότε πολύ άλλα πράγματα, σεμιναριακά. Διάβαζα τότε πάρα πολύ περί Αρχαίας Ελλάδας, στο «Τέλειο Παιδί» έβαλα μπουζούκι που έπαιξε ο Καραντίνης, συντονίστηκα με την Ελλάδα με έναν δικό μου τρόπο. Δεν με ενδιέφερε που ήταν απλό, στην ενορχήστρωσή του. Με ένοιαζε να δοκιμάσω, γιατί όταν έχεις μια απορία στα πράγματα δεν μπορείς να σκεφτείς μόνο τι θα πει ο άλλος όταν το κάνεις εσύ, ήξερα ότι θα φάω κράξιμο, νομίζετε ότι δεν ήξερα; Αλλά δεν με ένοιαζε, ήταν αυτό να γίνει. Και αυτό που συμβαίνει στον άνθρωπο, είναι η ψυχή του. Όταν η ψυχή, για κάποιο λόγο απελευθερωθεί, κάποια στιγμή στη ζωή σου, δεν γίνεται να της γυρνάς την πλάτη. Πρέπει να την ακολουθείς, ακόμα και αν σε πάει στον θάνατο.

Νιώθει ενοχές η Θεοδοσία Τσάτσου για κάτι;
Όχι, δεν νιώθει πια. Και όταν τραγουδάω το τραγούδι, δεν λέω «Νιώθω Ενοχές». Γιατί δεν νιώθω πια, να λέω ψέματα;

Νιώθατε για κάτι;
Πάρα πολύ, μεγάλωσα σε ορθόδοξο περιβάλλον. Ένιωθα ενοχές για όλα, έλεγα πολλά ψέματα για να κάνω αυτά που έκανα. Ένιωθα ενοχές απέναντι στους γονείς μου που τους έλεγα ψέματα. Αφού δεν με αφήνανε να τα κάνω. Έβαζα την υπογραφή τους για να πάω να παρακολουθήσω sex education 12 χρονών στο σχολείο, ας πούμε. Ή, camping. Μου έλεγαν «πήγες στην εκκλησία την Κυριακή»; Έλεγα ναι, αλλά δεν είχα πάει. «πήγες στο κατηχητικό την Κυριακή»; Έλεγα ναι, αλλά δεν είχα πάει. Μεγάλωσα ενοχικά, αναγκαστικά. Και με μία μάνα που ήταν με τον Άγιο Νεκτάριο όλη μέρα.

Ο δικός σας άγιος ποιος ήταν;
Εγώ ήμουν μπερδεμένη, δεν είχα αγίους. Για ένα διάστημα είχα τον Michael Jackson. 

Ποια είναι η αγαπημένη σας θάλασσα;
Κάπου στη Χαλκιδική, στις Καβουρότρυπες. Εκεί μου αρέσει πολύ. Αλλά είναι και στα Κουφονήσια, χωρίς πολύ κόσμο, και στη Νότια Κρήτη, εκεί που γύρισα το video clip για το τραγούδι «Θάλασσα».

Έχεις κρατήσει αναμνηστικά βότσαλα, κοχύλια, από εκεί;
Έχω λίγα, δεν έχουν μείνει πια πράγματα τέτοια. Από τις πολλές μετακομίσεις, τα περισσότερα τα έχω χάσει. Και τα άλλα αναμνηστικά, φωτογραφίες π.χ. είναι στη Θεσσαλονίκη και δεν πάω να ανέβω στο πατάρι και να ψαχτώ. Τελείωσαν αυτά, έφυγα. Κάποια πράγματα τελειώνουν, πρέπει να το παίρνουμε απόφαση. Το να γυρνάς πίσω και να κοιτάς παλιές φωτογραφίες, το μόνο που κάνεις είναι κακό στον εαυτό σου. Μένεις στα παλιά.

Τι φοβάται η Θεοδοσία Τσάτσου περισσότερο σε αυτή τη ζωή;
Μη μείνω φυτό. Και πρέπει να νιώθω ενώ είμαι φυτό.

Οι πιο μούφα, οι πιο ανυπόστατες φήμες που έχει ακούσει η Θεοδοσία Τσάτσου για το άτομό της;
Ότι είμαι πρεζάκι. Και δεν έχω πάρει ποτέ ναρκωτικά τέτοιου είδους.

Είχατε εξαρτήσεις; Πειραματιστήκατε με ουσίες;
Εξαρτήσεις, ναι. Πειραματίστηκα με ουσίες, ναι, αλλά όχι με πρέζα. Πειραματίστηκα με το LSD.

Σας δημιούργησε προβλήματα το ότι ήσασταν ένας αναγνωρίσιμος άνθρωπος;
Μου δημιουργούσε πολύ, γι’ αυτό και έμεινα έξω από όλα αυτά. Δεν μου άρεσε που με γνώριζαν. Δεν αισθανόμουν καλά. Εγώ ήθελα να είμαι ελεύθερη, να κυκλοφορώ άνετα. Αλλά τώρα ξέρω να γίνομαι αόρατη, έχω μάθει πια. Το πετυχαίνω. Υπάρχει και ένα μικρό ποσοστό που το ξεχνάω και με τσιμπάνε.

Θεοδοσία Τσάτσου: Ένιωθα ενοχές για όλα
© Πέτρος Νικόλτσος

Από τα τραγούδια που έχετε ερμηνεύσει, που έχετε πει, ποιο έχει για εσάς τη μεγαλύτερη συναισθηματική αξία;
Το «Φοβάμαι». Είναι το μόνο τραγούδι που κάθε φορά που το τραγουδάω κάτι συμβαίνει, με το που μπαίνει «Μέσα…» και δεν συμβαίνει μόνο σε μένα, συμβαίνει και στους από κάτω, συμβαίνει μία ακινησία σαν προσευχή.

Ποιο είναι το πιο ρομαντικό πράγμα που έχετε κάνει για έναν άντρα;
Το πιο ρομαντικό πράγμα που έχω κάνει για έναν άντρα; Να του δοθώ ολοκληρωτικά χωρίς ποτέ να τον αμφισβητώ και να προσπαθήσω να τον αλλάξω.

Τι είναι rock για εσάς;
Να είσαι έτοιμη, ανά πάσα στιγμή, στη ροκ σκηνή, να πεθάνεις. Σαν άνθρωπος, σαν προσωπικότητα, σαν όλα. Να είσαι έτοιμη να πάρεις φωτιά εκεί πάνω.

Πώς θα θέλατε να σας θυμάται ο κόσμος όταν δεν θα είστε εδώ, όταν θα έχετε πεθάνει;
Δεν με νοιάζει. Ας με θυμάται ο κόσμος όπως γουστάρει. Σιγά μην τους πω εγώ πώς θα με θυμούνται. Άσε που ο καθένας έχει τη δική του άποψη για το ποια είμαι και τι είμαι.

Ποιο είναι το πιο ωραίο μέρος που έχουν δει τα μάτια σας;
Στο Λονδίνο. Έχω πάει αρκετές φορές. Έχει μια άλλη παιδεία, οι Άγγλοι γενικώς με συγκινούν πολύ. Ίσως επειδή μεγάλωσα και στην Αυστραλία, παίζει ρόλο αυτό, αλλά, ας πούμε, οι Άγγλοι ηθοποιοί με φτιάχνουν πολύ, τα αγγλικά συγκροτήματα με φτιάχνουν περισσότερο, γενικά η Αγγλία με φτιάχνει σαν mentality.    

Τι θα λέγατε στον εαυτό σας αν βλέπατε τώρα τη Θεοδοσία που την έλεγαν Σία που ήθελε να αλλάξει όνομα και τι θα λέγατε και σε ένα κορίτσι το οποίο ξεκινάει και θέλει να γίνει τώρα τραγουδίστρια;
Θα της έλεγα go for it. No matter what. Και φρόντισε να μην ανήκεις πουθενά, πάρα μόνο στην πάρτη σου.

Αυτό θα το λέγατε στον εαυτό σας ή στο κορίτσι;
Ό,τι θα έλεγα σε εκείνη, πρέπει πρώτα να το έχω πει σε εμένα. Πρέπει πρώτα εγώ να το έχω ενστερνιστεί για να το πω, για να ξέρω πώς είναι. Γιατί, «when you don’t fit in with the crowd, that’s when you ‘ve got it» (όταν δεν ταιριάζεις με το πλήθος, τότε είναι που το έχεις).

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ