Πώς δημιούργησε τον κόσμο του «Magic Lights», το λαμπερό μονοπάτι στο χριστουγεννιάτικο χωριό
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Δάφνη Πατακιά: Η γενιά που δεν σκύβει το κεφάλι στη νέα ταινία του Βασίλη Κεκάτου
Δάφνη Πατακιά: Λίγο πριν την έξοδο της νέας ταινίας του Βασίλη Κεκάτου, η ηθοποιός μιλά για την τρυφερότητα ως πολιτική πράξη, τα γυρίσματα με τον Ζεγκίνογλου, και μια Ελλάδα που κουβαλάει ακόμα τα σημάδια της κρίσης
Σε μια Ελλάδα που μοιάζει να ’χει ξεμείνει από ελπίδα, μια παρέα νέων ανθρώπων διασχίζει το καλοκαίρι και τη χώρα με ένα τροχόσπιτο, στίχους, τσακωμούς και μια αποστολή «καθαριότητας»: πλένουν μπουγάδες φτωχών ανθρώπων και τους επιστρέφουν τα κλεμμένα από τοκογλύφους. Ανάμεσά τους, η Χλόη –ηρωίδα με ολοκάθαρο, διάφανο βλέμμα και γλώσσα που κόβει. Η Δάφνη Πατακιά, με ακρίβεια, ευαισθησία και μια αφοπλιστική φυσικότητα, ενσαρκώνει αυτό το κορίτσι που φτιάχνει επαναστάσεις με τα χέρια χωμένα σε σαπουνάδες.
Η νέα ταινία του Βασίλη Κεκάτου, «Άγριες μέρες μας», έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βερολίνου και συζητήθηκε όσο λίγες. Κυκλοφορεί από το Cinobo και βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 12 Ιουνίου. Εμείς συναντήσαμε τη Δάφνη Πατακιά και, κάπου ανάμεσα σε ερωτήσεις για μπουγάδες, γυρίσματα και ευρωπαϊκό σινεμά, ανακαλύψαμε πως μερικές φορές οι ήσυχες φωνές λένε τα πιο εκρηκτικά πράγματα.
Δάφνη Πατακιά: Η Χλόη της νέας ελληνικής ταινίας που έκανε πρεμιέρα στο Βερολίνο
— Χλόη, ένα κορίτσι που το σκάει από την πόλη και τον κόσμο των μεγάλων. Πόσα κοινά έχεις μ’ αυτή την ηρωίδα;
Κοινά δεν νομίζω ότι έχω πάρα πολλά, γιατί τελικά η Χλόη βγήκε κάπως άγρια, ενώ εγώ με τον θυμό έχω θέμα – δυσκολεύομαι να τον εξωτερικεύσω. Η Χλόη δεν μασάει, έχει άμεση σχέση με τον θυμό.
— Έχεις παίξει και κάποιες ηρωίδες μάλλον σε περιβάλλοντα σκληρά όπως της «Benedetta», βέβαια.
Ναι, αλήθεια είναι αυτό. Αλλά δεν είχε ακριβώς θυμό εκεί. Εκεί η ηρωίδα έβγαζε κάτι πιο ελαφρύ, είχε μια κάποια απόσταση απ’ αυτά που της συνέβαιναν. Μ’ άρεσε εκείνος ο ρόλος πάρα πολύ. Κι εκείνο το γύρισμα. Γιατί ο Βερχόφεν είναι φανταστικός, ήταν φοβερή εμπειρία… Οπότε όχι, την ένταση της Χλόης δεν την έχω.
— Τι σου έκανε κλικ στο σενάριο και το επέλεξες;
Πιο πολύ ήταν ο Βασίλης Κεκάτος, γιατί μου είχε αρέσει πολύ η «Απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς» και οι άλλες μικρού μήκους του. Είχαμε γνωριστεί και γενικά είχαμε περάσει ωραία από την αρχή. Μια γνωριμία πιο πολύ σε επίπεδο φιλικό πέρα από το επαγγελματικό. Μ’ αρέσει ο τρόπος που δουλεύει, πάντα με τους ίδιους ανθρώπους, που τους νιώθει σαν είναι να είναι οικογένειά του...
— Φαίνεται και στην ταινία αυτό, υπάρχει μια αίσθηση οικογένειας.
Ναι, πολύ. Ήταν βέβαια και οι ρόλοι, τα παιδιά γνωρίζονται πολύ καλά μεταξύ τους. Οι μισοί ήταν ήδη πολύ φίλοι με τον Βασίλη και το συνεργείο. Εγώ τότε είχα κάτι γυρίσματα, οπότε δεν μπορούσα να είμαι σε όλες τις πρόβες. Αλλά αυτοί έκαναν πρόβες, δεν ξέρω πόσους μήνες πριν, για να δεθούν. Εντάξει, δεν πείραζε που δεν ήμουν κι εγώ πάντα εκεί, γιατί έτσι κι αλλιώς η Χλόη φτάνει κάποια στιγμή αργότερα στην παρέα. Αυτό συνέβη και στην πραγματικότητα. Ήρθα λίγο αργότερα κι αυτοί είχαν ήδη κάτι δικό τους, «δεμένο» στο οποίο μπήκα κι εγώ. Αυτά ήταν που μου άρεσαν πολύ. Μετά, πάντα έχει κάτι... ποιητικό, θα έλεγα, ο Βασίλης. Σ’ αυτά που γράφει, στον τρόπο που γράφει, στον τρόπο που κινηματογραφεί. Ήξερα ότι θα δούλευε ξανά με τον Γιώργο Βαλσαμή, τον φωτογράφο που θαυμάζω πολύ.
— Υπήρχε κάτι που σε δυσκόλεψε στον ρόλο; Κάποια σκηνή που σ’ έφερε σε δύσκολη θέση ή που σ’ έφτασε στα όριά σου;
Γενικά όχι. Πιο πολύ ήταν τα τεχνικά. Εγώ αγχώνομαι περισσότερο κάθε φορά που πρέπει να κλάψω σε κάποια σκηνή. Είναι κάτι που δεν μου βγαίνει εύκολα. Το σκέφτομαι μέρες πριν, κοιτάζω κάθε φορά το πρόγραμμα και ξέρω ότι την τάδε μέρα θα πρέπει να κλαίω όλη μέρα, και κάπως το κάνω τεράστιο στο κεφάλι μου. Οπότε μετά μπλοκάρω. Ήξερα, λοιπόν, ότι για την τελευταία σκηνή έπρεπε να συμβεί αυτό. Και με άγχωνε πολύ.
— Δεν είναι μια σκηνή που την παίζεις, την ερμηνεύεις και φτάνεις σε μια κορύφωση. Στο γύρισμα προφανώς γίνεται ξανά και ξανά.
Ακριβώς. Άμα το κάνεις μία φορά πρέπει να το ξανακάνεις πολλές. Ακόμα κι αυτό που λες όμως, το να πρέπει να συμβεί κάποια στιγμή φυσικά, είναι δύσκολο. Άλλο να συμβεί τυχαία –που κι αυτό πάλι δεν σώνει την κατάσταση, γιατί πρέπει μετά να το ξανακάνεις πολλές φορές. Ακόμα κι έτσι όμως, λες «τώρα θα συμβεί, δεν θα συμβεί;». Και δεν έχω φτάσει ακόμα στο επίπεδο να μπορώ να αφεθώ τόσο πολύ. Φαντάζομαι ότι αυτό συμβαίνει όταν δεν αγχώνεσαι και αφήνεσαι και είσαι σε πλήρη ενσυναίσθηση με το χαρακτήρα σου. Απλά εγώ κάθε φορά νιώθω ότι πρέπει να έχω μαζί μου κι αυτά τα κολλύρια για το κλάμα. Συνήθως τελικά δεν τα χρειάζομαι. Αλλά με καθησυχάζει το να ξέρω ότι τα έχω.
— Πάμε αντίστροφα τώρα. Ποια σκηνή ήταν η πιο διασκεδαστική και η πιο απελευθερωτική – που σου έμεινε αξέχαστη από τα γυρίσματα;
Θυμάμαι πολλές ωραίες στιγμές. Να γελάμε, να κάνουμε πλάκα… Νομίζω, είχα περάσει καλά στην πρώτη σκηνή της ταινίας, (σ.σ. όπου η Χλόη με μια φίλη της πουλάει καλλυντικά στον δρόμο). Αυτή η σκηνή ήταν πιο αυτοσχεδιαστική, οπότε κάπως είχε πλάκα, γιατί μας πλησίαζαν διάφορες κοπέλες. Είχαμε κάνει όλη μέρα αρκετές λήψεις όπου έπρεπε να αυτοσχεδιάζω πώς να πουλήσω αυτά τα καλλυντικά. Έπρεπε να βρεις έναν τρόπο να κρατήσεις την προσοχή του άλλου – αυτό είναι που κάνουν και οι πωλήτριες.
— Πετυχαίνει γιατί είναι η πρώτη εντύπωση της ταινίας, οπότε σε βάζει στον χαρακτήρα της Χλόης αμέσως. Στην ταινία υπάρχουν κάποιες σκηνές με μπουγάδες, όπου η παρέα κάνει ένα είδος laundromat αλληλεγγύης. Στην πορεία, βέβαια, μαθαίνουμε ότι αυτό γίνεται και για βιτρίνα, αλλά πιστεύω ότι δίνει ένα ιδιαίτερο στίγμα σ αυτούς τους ήρωες. Σε συγκίνησε αυτή η πλευρά της ιστορίας;
Ναι, ότι πλένεις τα ρούχα κάποιου, ότι τον βοηθάς με τέτοιον τρόπο σε κάτι τόσο προσωπικό… Το θέμα είναι ότι το κάνουν όντως τα παιδιά της παρέας, και είναι ένας τρόπος να γνωρίσουν και τον κόσμο καλύτερα... Όντως είναι πολύ προσωπικό το να πλύνεις τα ρούχα κάποιου και ο άλλος να σε εμπιστευτεί αρκετά ώστε να σου τα δώσει.
— Οι «Άγριες μέρες» προφανώς καταγράφουν την ταυτότητα μιας γενιάς που δεν θέλει να μεγαλώσει όπως της υπαγορεύει η κοινωνία. Ποια είναι κατά τη γνώμη σου αυτή η γενιά που εκπροσωπείται στην ταινία;
Ποιοι είναι οι σημερινοί Έλληνες εικοσάρηδες ας πούμε;… Κάθε φορά που μου κάνουν αυτή την ερώτηση, επειδή ζω δέκα χρόνια στο εξωτερικό, αγχώνομαι, επειδή δεν ζω πια εδώ και την πραγματικότητα δεν την ξέρω πια τόσο καλά. Εννοώ ότι η καθημερινότητά μου είναι αλλιώς, οπότε δεν συνδέομαι πια με όλο αυτό πρακτικά. Έχω ζήσει μέχρι τα δεκαοχτώ μου στο Βέλγιο , αλλά πέρασα και έξι χρόνια στην Ελλάδα, οπότε μπορώ να το καταλάβω. Θυμάμαι πώς ήταν όταν μπήκα στη σχολή το 2010, που ήμασταν στην αρχή της κρίσης. Τελειώσαμε τη σχολή και ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μέσα στην κρίση. Ήταν σαν να σου κόβουν τ’ όνειρο. Και η ταινία έχει να κάνει πιο πολύ με την Ελλάδα και τη γενιά της κρίσης και τα κομμένα όνειρά της. Δεν ξέρω, εσύ πώς το βλέπεις αυτό;
Η Ελλάδα της κρίσης, μια τρυφερή συμμορία και η Δάφνη Πατακιά στην καρδιά της αφήγησης
— Εγώ νομίζω ότι υπάρχει μια γενιά «παντοτινή» σαν ιδέα, διαχρονική, η οποία εκφράζει τους περισσότερους νέους Έλληνες σκηνοθέτες. Και είναι πολλοί αυτοί που στην αρχή της καριέρας τους, ή και στην πορεία της, κάνουν ταινίες για τα οργισμένα παιδιά της Ελλάδας. Ο Γιάνναρης, ας πούμε, ή η Σοφία Εξάρχου. Δηλαδή υπάρχει μια κοινή γραμμή. Και για κάποιον λόγο προσφέρεται και η Αθήνα –και συναισθηματικά αλλά και ως χώρος– για να υπάρξει μια τέτοια γενιά – δηλαδή είναι μια πόλη άσχημη...
Άγρια, δύσκολη…
— Και ταιριάζει αυτή η πόλη σε τέτοια παιδιά.
Οι νέοι στην ταινία όμως αποφασίζουν να φύγουν κάπως απ’ αυτό, πάνε στην επαρχία.
— Ναι, αυτό θέλω να πω, ότι αντιδρούν. Και αυτή είναι η ιστορία της ταινίας. Όλες αυτές οι ταινίες έχουν ως θέμα το πώς αντιδρούν οι νέοι. Άλλοι τα σπάνε, άλλοι φεύγουν...
Αυτοί στις «Άγριες μέρες μας» είναι και πιο ρομαντικοί, δεν έχουν κινητά. Εννοώ, κάπως ξεφεύγουν απ’ όλο αυτό, που νιώθω πως, αν δεν καταστρέφει, σίγουρα απομονώνει αυτή τη γενιά στην οποία ανήκουν οι τωρινοί εικοσάρηδες – δεν είναι τόσο η δική μου γενιά, είναι πιο νέοι.
— Αυτό εντάσσεται και στην ποιητική της ταινίας. Έχει έναν ρομαντισμό το ότι δεν έχουν κινητά ή ο τρόπος που ζουν όλοι μαζί.
Ναι, το να πας προς τον άλλον… Γιατί στη νέα γενιά αυτό είναι που μας απομονώνει πιο πολύ, το κινητό. Δεν υπάρχει αυτό το συλλογικό. Έχουν, λοιπόν, κάτι ρομαντικό, λένε ότι η αγάπη και η τρυφερότητα είναι η επανάστασή τους, αλλά βλέπουμε ότι παρ’ όλα αυτά περνάνε μέσα από τη βία για να φτάσουν στον στόχο τους.
— Έτσι κι αλλιώς, όμως, η ταινία δεν είναι ακριβώς πραγματικότητα. Είναι λίγο «Πίτερ Παν», μας βάζει στον χώρο της φαντασίας, κι αυτοί θα μπορούσαν να είναι μια ιδεατή παρέα.
Είναι αυτό που λέει ότι «είμαστε φαντάσματα, δεν υπάρχουμε, και κινούμαστε μέσα από χώρες που δεν υπάρχουν». Η ταινία είναι σαν να έχει τρία μέρη: Το πρώτο, είναι λίγο πιο νατουραλιστικό, με τη Χλόη αρχικά στο σπίτι της, να φεύγει μετά… Στη συνέχεια παρεμβάλλεται κάπως σαν ιντερλούδιο στη μέση της ταινίας η ερωτική σκηνή. Το τελευταίο μέρος γίνεται πιο μαγικό, πιο στοχαστικό, έχει αυτούς τους μονολόγους που δεν έχουν να κάνουν με την πλοκή και το τι συμβαίνει πρακτικά, είναι πιο ατμοσφαιρικό.
— Πώς ήταν να δουλεύεις με τον Βασίλη Κεκάτο; Πως γνωριστήκατε πως εξελίχθηκε η χημεία σας;
Κάποια στιγμή, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά έκαναν ήδη πρόβες, ήρθα κι εγώ από τη Γαλλία. Με πήραν κατευθείαν από το αεροδρόμιο και με πήγαν στην Ακράτα, σ’ ένα σπίτι με πισίνα που είχαν νοικιάσει, και μείναμε ένα Σαββατοκύριακο εκεί. Ψήναμε, γελούσαμε, χορεύαμε, κάναμε και πρόβες. Εκεί που χορεύαμε, έλεγε ο Βασίλης «α, για κάντε αυτή τη σκηνή». Σκεφτόμουν: Τώρα πρόβες είναι αυτό; Σαν διακοπές είναι. Αλλά ήταν για να φτιαχτεί η χημεία της παρέας. Μπορεί, ας πούμε να κάναμε πράγματα αναμεταξύ μας και να έλεγε ο Βασίλης «α, αυτό ωραία ιδέα, να το βάλουμε στην τάδε σκηνή. Όταν πια είχαμε κάνει πολλές πρόβες όμως, δεν υπήρχαν αυτοσχεδιασμοί παρά μόνο σε ελάχιστα σημεία. Ήταν όλο το σενάριο γραμμένο. Αυτοσχεδιάζαμε πριν, μέχρι να το γράψει.
— Υπάρχει μια πολύ τρυφερή σκηνή που απαιτεί και σωματική έκθεση. Πώς χτίσατε εμπιστοσύνη με τον Νικολάκη Ζεγκίνογλου για τη συγκεκριμένη;
Είναι φανταστικός. Καλά, τον θαυμάζω πολύ σαν ηθοποιό γενικά, αλλά ήμουν και τυχερή που είχα αυτή τη σκηνή μαζί του, γιατί ένιωθα πολύ, πραγματικά πολύ άνετα. Είναι φανταστικός παρτενέρ. Αυτές είναι δύσκολες σκηνές, γιατί συνήθως δεν δουλεύονται. Ενώ εμείς τη δουλέψαμε πολύ. Μου έχει συμβεί πολλές φορές, σε ταινίες που γράφει το σενάριο «φιλιούνται παθιασμένα, κάνουν έρωτα» και δεν λέει κάτι άλλο. Οπότε δεν ξέρεις, πώς θα πας, θα φοράς ρούχα, δεν θα φοράς ρούχα, πώς; Και φτάνεις και σου λένε «ωραία, κάντε». Παλιότερα ήταν λίγο φλου τα πράγματα. Πλέον έχουν γίνει πολλές συζητήσεις, χάρη στο #MeToo ευτυχώς, και υπάρχουν και οι intimacy coordinators, οι συντονιστές οικειότητας, που εμείς δεν είχαμε ακόμα τότε.
Υπάρχει και στην Ελλάδα μία, κι αυτό είναι πολύ καλό. Εμείς είχαμε έναν χορογράφο, που μας βοήθησε να στήσουμε τη σκηνή, αλλά παρ’ όλα αυτά το συζητήσαμε πάρα πολύ. Συζητήσαμε τι θέλει να πει η σκηνή για τους χαρακτήρες μας. Αυτές οι σκηνές μπορούν να είναι πολύ ωραίες και να έχουν πολλά πράγματα να αφηγηθούν όταν γίνονται σωστά κι όταν έχουν συζητηθεί. Και παθαίνεις αυτό, –δεν θυμάμαι ποιος το έλεγε–, βγαίνοντας από την ταινία, νιώθεις αυτό το χτυποκάρδι όπως όταν ερωτεύεσαι πρώτη φορά. Το νιώθεις, βλέπεις τη σύνδεση που έχουν. Εμένα μου αρέσει πολύ αυτή η σκηνή και φωτογραφικά αλλά και ως προς το τι συμβαίνει μεταξύ τους.
— Αν μπορούσες να δώσεις έναν τίτλο σ’ αυτή τη συμμορία της ταινίας, σαν να ήταν συγκρότημα, ας πούμε, τι θα έλεγες;
Τώρα μου έρχεται η «Γλυκιά Συμμορία» του Νικολαΐδη, αλλά δεν ξέρω, ας μην πούμε αυτό. Παρεμπιπτόντως, αυτοί έχουν κάτι γλυκό, ενώ στη Γλυκιά Συμμορία του Νικολαΐδη δεν είχαν καθόλου.
— Πώς ήταν η εμπειρία της πρόσφατης Berlinale; Υπήρξαν στιγμές που σε συγκίνησαν ή σε εξέπληξαν;
Βασικά, με συγκίνησε πολύ, γιατί ήρθε όλο το συνεργείο, αλλά πραγματικά όλο το συνεργείο. Συνήθως στα φεστιβάλ ταξιδεύουν ο σκηνοθέτης, οι ηθοποιοί, ο παραγωγός, είμαστε το πολύ εφτά άτομα. Εκεί ήμασταν τριάντα, σαράντα. Πηγαίναμε όλοι μαζί, μπουλούκι, και μετά στα μπαρ. Ήταν αυτό το οικογενειακό που υπήρχε έτσι κι αλλιώς και στα γυρίσματα. Ήταν σαν συνέχεια των γυρισμάτων.
— Η ταινία πότε βγαίνει στις άλλες χώρες;
Στη Γαλλία, τον Σεπτέμβριο.
— Ζεις στο Παρίσι, αλλά εργάζεσαι και στην Ελλάδα. Πώς συγκρίνεις τις συνθήκες εργασίας, την προσέγγιση στον κινηματογράφο και την, ας πούμε, ψυχολογία του πλατό; Πώς είναι εδώ και πώς έξω;
Σε ό,τι αφορά το δικό μου κομμάτι, δεν έχει κάποια διαφορά, γιατί την ίδια συγκέντρωση χρειάζεται. Το ίδιο πράγμα κάνω παντού. Αλλά σαν διαδικασία… αν έπρεπε να πω, θα έλεγα ότι συνήθως έξω υπάρχει περισσότερη ιεραρχία, ίσως. Το οποίο, όμως, δεν μου αρέσει. Προτιμώ που εδώ τα πράγματα είναι πιο ελεύθερα. Ας πούμε, στη Γαλλία συμπεριφέρονται στον ηθοποιό λίγο σαν να είναι ο βασιλιάς που πρέπει να τον προστατεύσουν για να μπορέσει να αποδώσει. Εδώ είναι πιο ανθρώπινα τα πράγματα. Εμένα με αποξενώνει κάπως η υπερπροστασία. Να παίζεις δηλαδή τη Χλόη, που είναι άγρια, και να σου λένε συνέχεια «Είσαι καλά; Λίγο νεράκι να σου φέρω;». Εντάξει! Καλά είμαι! Αφήστε με να κάνω το γύρισμα, θα είμαι μια χαρά!
Δάφνη Πατακιά: Η ταινία του Βασίλη Κεκάτου, μιλά για τους νέους χωρίς κινητά, με σαπουνάδες και επαναστάσεις
— Λειτουργεί περισσότερο το star system έξω.
Καλά, εγώ δεν είμαι... Εδώ περνάω καλύτερα στα γυρίσματα.
— Αυτό είναι το στοιχείο που σε κρατάει δεμένη με την Ελλάδα;
Όχι μόνο αυτό. Εδώ είναι οι φίλοι μου, νιώθω ότι είναι το σπίτι μου. Μπορεί να είμαι πολλά χρόνια στη Γαλλία, αλλά στην πραγματικότητα εδώ νιώθω πιο οικεία. Μ’ αρέσουν αυτά που γίνονται στην Ελλάδα.
— Ας έρθουμε λοιπόν τότε στην Αθήνα. Ποια είναι η γειτονιά σου; Έχεις κάποιο σημείο που σε εμπνέει;
Όποτε έρχομαι, μένω στους γονείς μου, δίπλα από το πάρκο Ιλισίων, οπότε εκεί για μένα είναι ωραία. Όταν βγαίνω, πηγαίνω πιο πολύ Εξάρχεια, στην Κυψέλη… Η γιαγιά μου έμενε προς τέρμα Πατησίων, προς Άγιο Λουκά, οπότε κι αυτή ήταν μέσα στις περιοχές μου.
— Υπάρχει κάποια ελληνική ταινία ή κάποια σκηνή από ελληνική ταινία που να έχει καρφωθεί στο μυαλό σου ή που θα ήθελες να την έχεις παίξει εσύ;
Λοιπόν, θυμάμαι το καλοκαίρι στη Σύρο. Κάθε χρόνο γινόταν το Syros Film Festival, με πιο ιδιαίτερες ταινίες. Το έκανε ένας φίλος μου, ο Τζέικομπ Μο, πάντα σε πολύ ξεχωριστούς χώρους. Ένας απ’ αυτούς ήταν πάντα το Drive-in, όπου έβαζε παλιές ταινίες, κι είχα δει εκεί τον «Φόβο». Αυτό δεν είναι με την κοπέλα που τη βιάζουν και τρέχει;
— Ναι, του Κώστα Μανουσάκη, με την Έλλη Φωτίου και τον Ανέστη Βλάχο.
Μου εντυπώθηκε αυτή η ταινία, την είχα δει πριν από πέντ’ έξι χρόνια, ενώ είναι ταινία του ’60. Είναι λίγο τρομαχτική, λίγο dark… Από σύγχρονες, μου αρέσουν οι ταινίες του Αλέξανδρου Βούλγαρη, με τον οποίο έχουμε δουλέψει. Μου αρέσει πολύ ο κόσμος του, η μουσική του.
— Πάμε τώρα στα εξώφυλλα στη Vogue, στη Madame Figaro – δεν μπορούμε να μη σε ρωτήσουμε γι’ αυτό. Είναι μια πιο glam πλευρά σου. Ποια είναι σχέση σου με τη μόδα; Σου αρέσει ή τη βλέπεις περισσότερο ως παιχνίδι ρόλων, ας πούμε;
Ναι, πιο πολύ ως παιχνίδι ρόλων. Γιατί δεν ξέρω και πολλά πράγματα για τη μόδα, είναι η αλήθεια. Μου φαίνεται πιο δύσκολο όταν πρέπει να βάλεις ρούχα που να σου ταιριάζουν και να είναι της μόδας αλλά να παρουσιαστείς ως ο εαυτός σου. Ενώ στις φωτογραφίσεις είναι λίγο σαν ρόλος. Εκεί μου είναι πιο εύκολο. Για παράδειγμα, σε μια πρεμιέρα, σε ένα κόκκινο χάλι, όπου πρέπει να ντυθείς πραγματικά με μια τουαλέτα αλλά πρέπει να είσαι ο εαυτός σου, εκεί δυσκολεύομαι λίγο.
— Εκεί τι κάνεις;
Τίποτα. Υπομένω (γέλια). Συνήθως δεν έχεις πολλές επιλογές. Σε πάνε κάπου, σε έναν μεγάλο οίκο. Είσαι προφανώς χαρούμενος που θα σου δώσουν ρούχα, αλλά δεν υπάρχουν πολλές επιλογές, ελπίζεις κάτι απ’ αυτά που σου προτείνουν να σου ταιριάζει κάπως και να μη νιώθεις άβολα εκείνη την ώρα. Σε μια φωτογράφιση δεν με νοιάζει ό,τι και να μου βάλουν, είναι σαν ρόλος. Περνάω καλά. Συνήθως κάτι δημιουργείς εκεί και με τον φωτογράφο, έχει πλάκα. Μερικές φορές σου βάζουνε πράγματα που δεν θα φορούσες ποτέ στη ζωή σου. Τώρα, ας πούμε, για τη Vogue, βρέθηκα με ένα φόρεμα που ήταν φτιαγμένο μόνο από λουλούδια, τριαντάφυλλα, στη μέση του Παρισιού. Γυρνούσαν όλοι, κοιτούσαν, ένιωθα άβολα. Αλλά είχε πλάκα, γιατί ποτέ δεν θα το φορούσα αυτό στη ζωή μου. Μ’ αρέσει πολύ και η φωτογραφία ως μέσο· ακόμα και στη μόδα υπάρχουν φωτογράφοι που κάνουν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα.
— Πώς ισορροπείς τις ανάγκες μιας δημόσιας εικόνας με το προσωπικό σου στίγμα;
Καλά, δεν είναι ότι είμαι και τόσο γνωστή που να χρειάζεται να… Εννοώ ότι δεν έχω βρεθεί να σκέφτομαι ποια είναι η δημόσια εικόνα μου και ποια είναι η προσωπική μου εικόνα.
— Εδώ δεν σε αναγνωρίζουν στον δρόμο;
Όχι. Στη Γαλλία έχει τύχει. Εκεί έκανα μια σειρά που την είδε λίγος κόσμος, λέγεται OVNI(s), UFOs δηλαδή. Υπάρχει στο Cinobo. Απ’ αυτήν ίσως να με αναγνωρίζουν, γιατί είχε πάει καλά. Όχι όμως κάτι το φοβερό. Και καλύτερα.
— Τι ακολουθεί μετά τις «Άγριες Μέρες»;
Γυρίζω αυτόν τον καιρό στη Βουδαπέστη μια ουγγρο-γαλλική ταινία, είναι spy comedy και διαδραματίζεται στα 70s.
— Αυτές οι ταινίες συνήθως είναι καλή αφορμή και για styling!
(Γέλια) Ναι, ναι! Έχει πολύ ωραία ρούχα, πολλά χρώματα…
Δειτε περισσοτερα
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών