Κινηματογραφος

Φατίχ Ακίν: Ήθελα από καιρό να κάνω μια γκανγκστερική ταινία

Νεαρές συμμορίες, μετανάστες και hip hop. Ο αγαπημένος κινηματογραφιστής μιλάει στην ATHENS VOICE για τη νέα του ταινία «Το Χρυσάφι του Ρήνου»

fotini-alevra.jpg
Φωτεινή Αλευρά
ΤΕΥΧΟΣ 848
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Συνέντευξη Φατίχ Ακίν: Ο σκηνοθέτης μιλάει στην ATHENS VOICE για τη νέα του ταινία «Το χρυσάφι του Ρήνου», το σινεμά και τη ζωή του.
© Αλεξάνδρα Ρίμπα

Συνέντευξη Φατίχ Ακίν: Ο σκηνοθέτης μιλάει για τη νέα του ταινία «Το χρυσάφι του Ρήνου», το σινεμά και τη ζωή του.

Στο λόµπι ενός εκ των πιο άνετων ξενοδοχείων της όµορφης και νοσταλγικής Θεσσαλονίκης, φτάνω ακριβώς στην ώρα µου για να ξεκινήσω την προγραµµατισµένη συνέντευξή µου µε έναν από τους πιο αγαπηµένους σκηνοθέτες του ελληνικού σινεφίλ κοινού, του Φατίχ Ακίν. Είναι µια συνέντευξη στο πλαίσιο του 63ου ∆ιεθνούς Φεστιβάλ Κινηµατογράφου Θεσσαλονίκης και µε αφορµή τη νέα του ταινία, µε τίτλο «Το χρυσάφι του Ρήνου». Πρόκειται για τη βασισµένη σε αληθινά γεγονότα, εντυπωσιακή ιστορία µε θέµα την πολυτάραχη και περιπετειώδη ζωή ενός Κούρδου πρόσφυγα, του Giwar Hajabi, γνωστού ράπερ µε το καλλιτεχνικό όνοµα Xatar. Όποιος δει αυτή την ταινία, θα καταλάβει γρήγορα πως ο 41χρονος σήµερα Giwar έχει ζήσει περίπου δεκαπέντε ζωές σε µία. Ως γιος καθηγητή κλασικής µουσικής και µαέστρου, έµαθε πιάνο στα εννιά, έγινε πρόσφυγας πολέµου σε νεαρή ηλικία, έγινε µαφιόζος, έκανε µια ληστεία χρυσού περίπου 2,2 εκ. δολαρίων (τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ), καταδικάστηκε σε φυλάκιση, έγινε ράπερ, κυκλοφόρησε τη µουσική του µέσα από τη φυλακή, έφτιαξε δική του δισκογραφική εταιρεία και έγραψε τη βιογραφία του.

Έχω βάλει φρέσκιες μπαταρίες στο μαγνητοφωνάκι μου, έχω το κινητό μου για backup, έχω το λάπτοπ μου φορτισμένο και ανοιχτό με σημειώσεις και ερωτήσεις. Ο προηγούμενος συνάδελφος αργεί να ολοκληρώσει με τις ερωτήσεις του, μετά θέλει να βγει και την προβλεπόμενη φωτογραφία με τον Φατίχ. Περιμένω υπομονετικά τη σειρά μου και όταν επιτέλους ξεκινάμε, ένα θορυβώδες γκρουπ ηλικιωμένων και ημιμεθυσμένων κυρίων από κάποια έκθεση που γίνεται στην πόλη -και καμία σχέση δεν έχει με το Φεστιβάλ- εισβάλει στη ρεσεψιόν και κάθεται στο επιβλητικό πιάνο του λόμπι. Παίζουν, τραγουδούν, γελούν και γενικώς διασκεδάζουν φωναχτά, ενώ με ο υπεύθυνος επικοινωνίας της Rosebud 21, προσπαθεί φιλότιμα, ωστόσο μάταια να βρει μια κάποια λύση.

Καλησπέρα, Φατίχ. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.
Καλησπέρα!

Η νέα σου ταινία «Το xρυσάφι του Ρήνου» είναι µια ενδιαφέρουσα ιστορία για έναν άγριο χαρακτήρα. Φυσικά, υπάρχουν εκατοµµύρια άλλες ενδιαφέρουσες ιστορίες εκεί έξω. Τι σε έκανε να φτιάξεις αυτή την ταινία; Τι σε τράβηξε στη ζωή αυτού του ανθρώπου; Νοµίζω πως συνδυάζει πολλά πράγµατα. Είναι η τρελή ιστορία ενός πρόσφυγα. Είναι µια ιστορία ενηλικίωσης. Νεαρές συµµορίες µέσα στο κοινωνικό hotspot. Είναι µια γκανγκστερική ιστορία και µετά είναι µια ιστορία για τη ραπ µουσική που έρχεται µέσα από τη φυλακή. Είναι ταινία φυλακής. Κι έτσι, συνδυάζει πολλές πτυχές του κινηµατογράφου.

Υπάρχει, λοιπόν, κάτι για όλους.
Ναι, και νιώθω ότι θα µπορούσα να εκφράσω την αγάπη µου προς κινηµατογράφο µέσα από αυτό το γενναιόδωρο υλικό. Είναι µια αληθινή ιστορία, η ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου. ∆εν χρειάστηκε να επινοήσω κάτι, έµοιαζε πολύ εύκολο.

Συνέντευξη Φατίχ Ακίν: Ο σκηνοθέτης μιλάει στην ATHENS VOICE για τη νέα του ταινία «Το χρυσάφι του Ρήνου», το σινεμά και τη ζωή του.
© Αλεξάνδρα Ρίμπα

Γιατί Rheingold;
Το Rheingold είναι µια όπερα του Βάγκνερ. Είναι η πιο γερµανική όπερα στον κόσµο, µια πολύ µεγάλη γερµανική όπερα.

Η κατ’ εξοχήν γερµανική όπερα…
Ναι, και από τον Βάγκνερ. Ξέρεις, ο Χίτλερ ήταν θαυµαστής του Βάγκνερ. Οπότε έχεις τους Ναζί και τον Βάγκνερ. Κάνοντας αυτή την ταινία και µε το να την ονοµάσουµε “Rheingold” αφαιρούµε από τη µεγαλύτερη γερµανική µυθολογία, τον Βάγκνερ, τους ναζί και τον φέρνουµε στον δρόµο. Μου αρέσει αυτό, έχει ένα είδος ειρωνείας από πίσω. Πολλοί άνθρωποι στη Γερµανία προσβάλλονται εξαιτίας αυτού, τα βάζουµε µε τη γερµανική κουλτούρα. Ξέρεις, αυτό κάνουµε µε τη γερµανική κουλτούρα, την αλλάζουµε. Είναι πολύ hip hop, γιατί το hip hop δεν σέβεται τίποτα.

Πώς γνωριστήκατε µε τον Giwar Hajabi και πώς ξεκίνησε η συνεργασία;
Ο Giwar και εγώ έχουµε κάποιους κοινούς φίλους που µας σύστησαν, έτσι γνωριστήκαµε. Είχα ακούσει για την ιστορία του, ήξερα για τη ληστεία του χρυσού και ήµουν περίεργος αφού τον γνώρισα να µάθω περισσότερα για αυτόν, οπότε αγόρασα τη βιογραφία του και τη διάβασα στην Κρήτη, σε διακοπές, το 2019.

Εδώ στην Ελλάδα!
Ναι, ναι, σε διακοπές. Και όταν διάβασα την πρώτη γραµµή, που είναι και η πρώτη ατάκα στην ταινία: «οι πρώτες αναµνήσεις της ζωής µου είναι οι αναµνήσεις της φυλακής», όταν διάβασα αυτή τη γραµµή, ήξερα ότι, οκέι, αυτό είναι. Ήταν δυνατό υλικό, σαν γραµµή από έργο του Τσέχοφ.

Σου µίλησε σε κάποιο επίπεδο...
Ναι, και µετά διάβασα ολόκληρη τη βιογραφία σαν σενάριο, ξέρεις. Τι µπορείς να χρησιµοποιήσεις στην ταινία και τι όχι. Υπήρχε λοιπόν το υλικό και τον ρώτησα αν είναι διαθέσιµο, εκείνος είπε ναι και αγόρασα τα δικαιώµατα. ∆εν ήµουν σίγουρος για τη συνέχεια, ίσως να έκανα εγώ την παραγωγή και κάποιος άλλος να το σκηνοθετούσε. Αλλά είχα ένα άλλο project που κατέρρευσε, το οποίο δεν µπορούσα να χρηµατοδοτήσω και χρειαζόµουν απεγνωσµένα µια άλλη ταινία, γρήγορα. Σκέφτηκα ότι αυτή ήταν η κατάλληλη, την υποτίµησα όµως, νόµιζα ότι ήταν µια εύκολη ταινία για µένα. Γκάνγκστερ, µετανάστες και µουσική hip hop, όλα αυτά είναι πράγµατα που γνωρίζω ή µε ελκύουν. ∆εν ήξερα ότι το µέγεθός της θα ήταν τέτοιο.

Υπάρχουν ωστόσο πολλά επίπεδα στην ταινία, εκτός από το ραπ και τους γκάνγκστερ.
Ναι, φυσικά, και δεν είναι µια ταινία που ανήκει σε συγκεκριµένο είδος. ∆εν είναι θρίλερ, δεν είναι πολιτική ταινία, δεν είναι δράµα ούτε κωµωδία. Ήθελα από καιρό να κάνω µια γκανγκστερική ταινία,  η πρώτη µου ταινία ήταν µια ιστορία µε νεαρούς εγκληµατίες, έψαχνα για τέτοιο υλικό, κι έτσι βρήκα αυτή. ∆εν περίµενα όµως ότι θα ήταν τόσο περίπλοκη, τόσο δύσκολη.

Ο ήρωας της ταινίας είναι ένα πολύ επιδέξιο και αποφασιστικό άτοµο. Όταν βάλει έναν στόχο στο µυαλό του δεν τον σταµατά κανείς. Ποιος είναι όµως; Είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει τίποτα να χάσει; Ένας άνθρωπος µε σχέδιο; Προσπαθεί να γίνει αθάνατος;
∆ανείζοµαι τη λέξη, αφού αναφέρεται µέσα στην ταινία. Νοµίζω ότι είναι ένας πολύ πεισµατάρης και ξεροκέφαλος χαρακτήρας. Είναι σαν ένα τανκ, σαν ένας πάνθηρας στον δρόµο.

Αλλά και σαν ένα αγόρι.
Ναι, γιατί τα αγόρια θέλουν να έχουν ένα παιχνίδι, ή κάτι άλλο. Ο χαρακτήρας αυτός είναι κακός µπελάς, προέρχεται από τη φτώχεια και προσπαθεί να κερδίσει αρκετά χρήµατα. Εξαιτίας της έλλειψης πατρικής φιγούρας επιχειρεί να πάρει και τον πατρικό ρόλο, σε πολύ νεαρή ηλικία. Και είναι κι ένας πρόσφυγας από εµπόλεµη ζώνη, οπότε είναι πιο σκληρός από τους άλλους. Τελικά, βλέπουµε τη µητέρα και τότε καταλαβαίνουµε από πού προέρχεται η σκληρότητά του, από τη µητέρα και όχι από τον πατέρα του.

Και αυτό µας φέρνει στην επόµενη ερώτησή µου. Ο Giwar είναι πολύ ισχυρός και δυνατός, δεν φοβάται να πολεµήσει ενάντια σε όποιον βρεθεί στον δρόµο του. Ωστόσο, φαίνεται ανίσχυρος µπροστά στις γυναίκες της ζωής του, ειδικά µπροστά στη µητέρα του. Τι ρόλο παίζουν οι γυναίκες στη ζωή του και στην ταινία;
Σίγουρα δεν είναι φαλλοκράτης, και δεν είναι γυναικάς. Ήταν δύσκολο να δηµιουργήσω τον χαρακτήρα ώστε να µην είναι έτσι, γιατί ο ηθοποιός είναι πολύ όµορφος και έχει πέραση, οπότε ήταν δύσκολο να το πετύχω αυτό. Κοίτα, η ταινία είναι φτιαγµένη από µια υποκειµενική οπτική, από αυτή του πρωταγωνιστή και κυρίως από τη δική µου. Στον ισλαµικό κόσµο λένε πως ο Παράδεισος βρίσκεται κάτω από τα πόδια της µητέρας.

Ο Παράδεισος δεν είναι γεµάτος γυναίκες;
Αυτή είναι µια άλλη θεωρία. (γέλιο) Λένε ότι η πύλη του παραδείσου είναι κάτω από την ψυχή της µητέρας, άρα οι µητέρες είναι πολύ...

Έχουν σταθερό, στέρεο ρόλο.
Ναι, στον ισλαµικό κόσµο, κατά κάποιον τρόπο.

Και για τον πρωταγωνιστή.
Ναι επίσης, επειδή ο πατέρας φεύγει και µένει µε τη µητέρα, η µητέρα ήταν ο άντρας του σπιτιού. Το αναφέρει και στους στίχους του. Ναι, ναι.

«Η µητέρα ήταν ο άντρας στο σπίτι µου».
Αυτή είναι η εµπειρία του. Λοιπόν, είναι ένα είδος χιπ χοπ κλισέ η έλλειψη του πατέρα. Έχεις τη ζωή του Busta Rhymes, τη ζωή του Tupac και τόσων άλλων ράπερ, του Jay-Z, του Notorious BIG, όλοι αυτοί µεγάλωσαν χωρίς πατέρα και νοµίζω ότι αυτός είναι ένας από τους λόγους για τον οποίο έγιναν τόσο επιθετικοί. Η έλλειψη της πατρικής φιγούρας.

Συνέντευξη Φατίχ Ακίν: Ο σκηνοθέτης μιλάει στην ATHENS VOICE για τη νέα του ταινία «Το χρυσάφι του Ρήνου», το σινεμά και τη ζωή του.

Ποιος πιστεύεις ότι είναι ο κύριος λόγος για το κοινό να ταυτιστεί µε τον Giwar και την ιστορία του; Πώς πιστεύεις ότι θα τον υποδεχθεί;
Νοµίζω πως όλα ξεκινούν µε την ιστορία των γονιών του, όταν η µητέρα του ήταν έγκυος. Το ότι γνωρίζουµε τους γονείς και τις δυσκολίες της γέννησής του είναι ένα έξυπνο τέχνασµα για να χτίσεις έναν αληθινό χαρακτήρα. Προσπάθησα να µη γράψω ένα συµβατικό υλικό όπου ο πρωταγωνιστής «σώζει τη γάτα» (σ.σ. σεναριακός όρος που σηµαίνει πως ο πρωταγωνιστής κάνει κάτι ηρωικό για να τον συµπαθήσει ο θεατής), ώστε να τον εκτιµήσει το κοινό. Αλλά, δεν ξέρω πώς το πετυχαίνει αυτό, ίσως είναι η αγάπη που εγώ του έχω, υπάρχει µια συµπόνοια, µια συµπάθειά µου για τον τύπο, που έρχεται µέσα από εµένα και την κάµερα. Υπάρχει όµως και µια αρκετά συµβατική σκηνή, την οποία κατάλαβα αργότερα. Όταν βλέπουµε τη δολοφονία ενός τύπου, στο σπίτι του µαφιόζου και (ο Giwar) δεν συµµετέχει και είναι πολύ σοκαρισµένος, αυτή είναι η στιγµή που «σώζει τη γάτα».

Νοµίζω ότι είναι η πρώτη στιγµή που τον βλέπουµε να συµµετέχει σε κάτι πολύ επικίνδυνο και παράνοµο. Μέχρι εκείνο το σηµείο είναι ήδη ένα βίαιο άτοµο, αλλά…
Ναι, αυτό είναι το επόµενο επίπεδο.

Ο Giwar είναι αρκετές φορές βίαιος. Η βία µοιάζει µε ένα µοτίβο που επανέρχεται στις ταινίες σου. Τι πιστεύεις για τη χρήση βίας στις ταινίες;
Είναι πολύ αποτελεσµατική, όσον αφορά στη γλώσσα του κινηµατογράφου. Την ίδια στιγµή ζούµε σε έναν κόσµο γεµάτο βία. Είναι µέρος του εαυτού σου και του εαυτού µου. Ίσως όχι στην καθηµερινή σου ζωή, ίσως όχι στη δική µου, αφού είµαστε πολύ προνοµιούχοι, αλλά µόλις φύγουµε από την Ευρώπη, ή ακόµα και µέσα στην Ευρώπη, υπάρχει πολλή βία.

Ζούµε σε βίαιη εποχή;
Νοµίζω ότι ήταν πάντα έτσι. Ο Β' Παγκόσµιος Πόλεµος δεν έγινε πολύ καιρό πριν, το Βιετνάµ, η Χιροσίµα, ο πόλεµος στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, η 11η Σεπτεµβρίου. ∆εν νοµίζω ότι γίνεται η εποχή πιο βίαιη, είναι πάντα το ίδιο. Είναι πολύ αστείο το ότι ξεχνάµε τόσο γρήγορα. Έχουµε τρία, τέσσερα, πέντε χρόνια ειρήνης και µετά νοµίζουµε ότι ζούσαµε πάντα ειρηνικά.

Αυτό εξυπηρετεί η χρήση βίας στον κινηµατογράφο; Το να θυµόµαστε;
Όχι, δεν νοµίζω πως έχουµε τίποτα να θυµηθούµε, δεν το χρειαζόµαστε. Μπορούµε να ανοίξουµε την τηλεόραση και έχουµε τη βία µπροστά µας. Νοµίζω ότι κάνω ταινίες για ανθρώπους, µερικές φορές χωρίς ηθική συνείδηση, και η βία είναι µέρος του κόσµου τους. Και µετά, φυσικά, πρέπει να είµαι ειλικρινής, και πρέπει να πω την αλήθεια, πρέπει να είµαι ευτελής και τετριµµένος, αλλά δεν µε νοιάζει. Η βία είναι ένα αποτελεσµατικό πράγµα στις ταινίες, όπως το έχει πει ο Ταραντίνο: «Είναι πιο διασκεδαστικό να βλέπεις ένα αυτοκίνητο να εκρήγνυται, παρά να παρκάρει».

Ο Ταραντίνο χρησιµοποιεί τη βία µε πολύ διαφορετικό τρόπο, βέβαια.
Ναι, σε άλλο επίπεδο.

Ποια ήταν η µεγαλύτερη πρόκληση που αντιµετώπισες κατά τη διάρκεια της δηµιουργίας της ταινίας;
Ο Covid, και το να κάνω όλα τα γυρίσµατα αυτά σε lockdown και µε τον ιό, αυτό ήταν τεχνικά πολύ δύσκολο. Και µετά στη µέση των γυρισµάτων ο πατέρας µου πέθανε, ακριβώς στη µέση των γυρισµάτων. Ήταν πολύ...

∆ιάβασα για αυτό. Λυπάµαι.
Σε ευχαριστώ, ήταν πολύ δύσκολο. ∆ούλευα σε αυτόµατο πιλότο, ξέρεις, αλλά αν είχα την ευκαιρία θα είχα σταµατήσει, θα έκανα ένα διάλειµµα και θα πήγαινα στην κηδεία. ∆εν είχα αυτή την τελετή αποχαιρετισµού, οπότε υπήρχε θλίψη στο δεύτερο µισό των γυρισµάτων. Στο σετ όχι, µεταξύ “action” και “cut”, αυτό ήταν περίεργο. Μεταξύ των δύο αυτών σηµείων µπορούσα ακόµη και να γελάσω, ακόµη και µερικές µέρες µετά τον θάνατο του πατέρα µου. Αλλά όποτε υπήρχε διάλειµµα, διακοπή για µεσηµεριανό γεύµα ή αλλαγή φωτισµού, όταν κάναµε το διάλειµµά µας, µιλούσα µε τη µητέρα µου, ήµουν τόσο λυπηµένος, ήταν δύσκολο.

Η ταινία είναι αφιερωµένη στον πατέρα σου. Σωστά;
Ναι, γιατί πέθανε κατά τη διάρκεια των γυρισµάτων. ∆εν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος, δεν οφείλεται σε όσα είπαµε πριν (για την έλλειψη του πατέρα).

Καταλαβαίνω.
Αλλά φυσικά, ο πατέρας µου πέθανε και λίγες µέρες αργότερα, πραγµατικά λίγες µέρες, γύρισα τη σκηνή όπου ο πατέρας επισκέπτεται τον γιο στη φυλακή και µου άρεσε αυτή η σκηνή.

Ήσουν φορτισµένος...
Ναι, φορτίστηκα συναισθηµατικά. Και η σκηνή αυτή για µένα, ενώ τη γύριζα, ήταν µια δυνατή κάθαρση.

Είναι µια δυνατή σκηνή.
Ναι, µου αρέσει αυτή η σκηνή. Για µένα είναι η πιο προσωπική σκηνή της ταινίας.

Συµφωνώ απολύτως. Ποια είναι το επόµενά σου σχέδια; Αν µπορείς να τα αποκαλύψεις, φυσικά.
Ναι, ναι, δουλεύω σε διαφορετικά πράγµατα ταυτόχρονα. Έχω αυτή τη µίνι σειρά, για τη Μάρλεν Ντίτριχ, µε την Νταϊάν Κρούγκερ, η οποία υποδύεται την Ντίτριχ, αυτό είναι το ένα πράγµα που κάνω. Και νοµίζω ότι είµαι και σε ένα project που δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Έχω έναν πρώην καθηγητή κινηµατογράφου ο οποίος είχε γράψει ένα σενάριο, µου ζήτησε να κάνω την παραγωγή και ήθελε να το σκηνοθετήσει. Είναι πλέον 82 ετών και δεν µπορεί να γυρίσει την ταινία, οπότε µου ζήτησε να την κάνω εγώ.

Συνέντευξη Φατίχ Ακίν: Ο σκηνοθέτης μιλάει στην ATHENS VOICE για τη νέα του ταινία «Το χρυσάφι του Ρήνου», το σινεμά και τη ζωή του.
© Αλεξάνδρα Ρίμπα

Περί τίνος πρόκειται;
Είναι µια ιστορία για την τελευταία εβδοµάδα του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου στη Γερµανία. Είναι για ένα παιδί που προσπαθεί να βοηθήσει την οικογένειά του, ο πατέρας δεν είναι εκεί, γιατί ο πατέρας είναι στον πόλεµο, αυτός είναι δέκα χρονών και δεν υπάρχει φαγητό και προσπαθεί να ταΐσει την οικογένεια. Αυτή είναι η ιστορία, σαν βιογραφία. Για µένα είναι µια δουλειά, είναι καθήκον, δεν είναι κάτι που το έχω επιλέξει, πρέπει να το κάνω. Μερικές φορές τα καθήκοντα στη ζωή είναι πιο σηµαντικά από την καριέρα και πρέπει να το κάνω. Του το υποσχέθηκα.

Μερικές φορές τα καθήκοντα µπορεί να εξελιχθούν σε κάτι ουσιώδες.
Θα δούµε. Είναι ένα πείραµα, είναι κάτι που δεν είχα κάνει πριν, να κάνω την ταινία κάποιου άλλου. Ξέρεις, όπως ο Πολ Τόµας Άντερσον µε τον Ρόµπερτ Όλτµαν, κάτι σαν αυτό. Προσπαθώ να κάνω την ταινία του, αλλά εγώ είµαι ο σκηνοθέτης.

Πότε θα το δούµε;
Ξεκινάω γυρίσµατα τον Μάιο. Και τώρα, καθώς η ταινία µου πάει πολύ καλά, ακόµα και στις αίθουσες της Γερµανίας, δεν νοµίζω ότι θα είναι πολύ δύσκολο να το χρηµατοδοτήσω.

Πριν από 5 ή 6 χρόνια, θυµάµαι πως µου είχες µιλήσει για ένα ντοκιµαντέρ ή µια ταινία που ήθελες να κάνεις για τη Μάρλεν Ντίτριχ.
Ναι αυτό είναι, αλλά ήταν πριν από 3 χρόνια, το 2019.

Ίσως κάνω λάθος.
Ήταν ένα έτος πριν την πανδηµία. ∆εν είναι τόσο παλιό.

Έχεις δίκιο. Τελευταία ερώτηση, λοιπόν. Τελικά πού είναι ο χρυσός;
∆εν τον ρώτησα ποτέ.

∆εν σε πιστεύω.
Λοιπόν, ξέρεις τι, είµαι κι εγώ από τον δρόµο. Μεγάλωσα στον δρόµο και ξέρω, επειδή µεγάλωνα µε εγκληµατίες, πως δεν το ρωτάς αυτό. Και ακριβώς επειδή δεν τον ρώτησα ποτέ, µε σεβάστηκε πραγµατικά.

Εντάξει! Σε ευχαριστώ για τον χρόνο σου, ήταν χαρά µου.
Ξέρω πού είναι (ο χρυσός)! Είναι στην ταινία! (γέλιο) Ευχαριστώ, ήταν ωραία που µιλήσαµε ξανά. 

RHEINGOLD – Offizieller Trailer #1

Την επόμενη ημέρα, σε γνωστό all day café-work space της πόλης, κάνω απομαγνητοφώνηση και γράψιμο της συνέντευξης, αφού έχω ανοίξει το laptop και αραδιάσει όλα μου τα gadgets πάνω στο άνετο και ευρύχωρο τραπέζι. Ένας αδέξιος σερβιτόρος πίσω μου παραπατάει και ρίχνει μισή κανάτα νερό πάνω στο τραπέζι, το κεφάλι, τον υπολογιστή και τις υπόλοιπες συσκευές μου. Σας το ορκίζομαι, αυτή η συνέντευξη, δεν λέει να μπει στο χαρτί. Μα τον Δία όμως, θα βγει θέλει δεν θέλει.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ