- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Δείτε την ταινία Role Play: The Movie του Δημήτρη Σπανογιάννη
Ο σκηνοθέτης ξεκλειδώνει όλα τα μυστικά μιας ταινίας-σταθμού για την ελληνική επιστημονική φαντασία
Συνέντευξη με τον Δημήτρη Σπανογιάννη, σκηνοθέτη της ταινίας Role Play: The Movie, που μας την προσφέρει δωρεάν και μας μυεί στον κόσμο της επιστημονικής φαντασίας.
Το Role Play:The Movie του Δημήτρη Σπανογιάννη είναι μια ταινία με άξονα τον κόσμο των Φανταστικών Ιστοριών, όπως τον χειρίζονται οι παίκτες των Role Playing Games. Αν είστε «χρήστες», ξέρετε, αν όχι, ορίστε η ευκαιρία να μυηθείτε. Πίσω από αυτό το φιλμ που θα δείτε κρύβεται μια γκλόμπαλ κουλτούρα αλλά και μια φυλή νέου πολιτισμού. Οι παίκτες των Φανταστικών Ιστοριών, οι μύστες του «αθλήματος» του Role Playing, δεν ασκούν μόνο μια ψυχαγωγική δραστηριότητα που τους επιτρέπει να διακτινίζονται σε ουτοπικούς ή αληθινούς χωροχρόνους, ή να αλλάζουν ρόλους ενσαρκώνοντας υπερφυσικά ή περίεργα ανθρώπινα όντα. Το κάνουν, ναι, αναμφισβήτητα, όμως πέραν του ψυχαγωγικού κομματιού και της δράσης, το Role Playing δεν είναι σκέτη επιστημονική φαντασία. Απαιτεί μελέτη, προετοιμασία, όπως και απίστευτες γνώσεις, από την ιστορία και τη γεωγραφία, έως την ψυχολογία και την ψυχανάλυση.
Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Σπανογιάννης, γνήσιο παιδί αυτής της γενιάς όπου μέσα από τις εναλλαγές των ρόλων και των ζωών που διαλέγουν να υποδυθούν σαν παίκτες του RPG, βρίσκουν ένα αποκούμπι-καταφύγιο από τη σκληρότητα του αληθινού κόσμου, έκανε μια ταινία όπου από τους Ουρανούς όπου κατοικούν Θεοί, τα ξωτικά και οι νεράιδες του, έως τη γη της Αθήνας, όπου παλεύουν οι καθημερινοί ήρωες, η απόσταση είναι όσο μια... ζαριά!
Αξίζει να δείτε το Role Play: The Movie. Κρύβει μέσα του ίλιγγο και σασπένς, Θείο και Πανανθρώπινο, δράμα και μάχη, μοίρες αλληλοσυγκρουόμενες, απελπισίες που παλεύουν την ευτυχία, αλλά και μια αισθητική που για τους ανεξοικείωτους με τον κόσμο του Role Playing, νά η ευκαιρία: θα διαπιστώσετε πόσο μακριά μπορεί να έχει πάει και να έχει εξελιχθεί η παγκόσμια κουλτούρα του Φανταστικού. Και πόσο βαθιά υπαρξιακά οι παίκτες χειρίζονται εαυτόν και χαρακτήρες. Φύλο, έρωτας, αστυνόμευση, μεταναστευτικό, προσφυγιά, χορός, ηδονισμός, απόρριψη, ενσωμάτωση, η ευτυχία είναι αυτό που περιμένουμε να 'ρθει. Όμως από πού; Θεόσταλτα; Προδιαγεγραμμένα από μια μοίρα; Ποιος την κατασκευάζει; Και πόσο αιχμάλωτοι ή ελεύθεροι είμαστε για να την αλλάξουμε;
Μιλήσαμε με τον Δημήτρη, ζητώντας του πριν την «προβολή» της ταινίας να κοουτσάρει τους θεατές μέσω του σάιτ μας στα προαπαιτούμενα των Παιχνιδιών Ρόλων και του φιλμ του. Ποπκόρν, μένουμε σπίτι και ταξιδεύουμε άφοβα σε μια Αθήνα περίκλειστη λόγω του κορωνοϊού, διασχίζοντας τους δρόμους και τις ζωές της ταινίας. Αλλά και ταυτόχρονα μια Αθήνα κινηματογραφικά πιο ανοιχτή και πιο πολύχρωμη όπως την καδράρουν ο Δημήτρης Σπανογιάννης και την τρέχουν πάνω κάτω οι πρωταγωνιστές τούτης της γοητευτικά ευτοπικής αλλά και δυστοπικής ιςτορίας. Η αλήθεια της είναι κάπου στη μέση. Καλή θέαση!
Κεφάλαιο Role Play Games: τι είναι και πώς μπήκες στον κόσμο τους;
Τα Role Playing Games (RPG) είναι αυτό που λέει η λέξη, δηλαδή παιχνίδια ρόλων τα οποία παίζουμε table top, σαν επιτραπέζια. Γύρω από ένα τραπέζι, ένας αφηγητής- ο/η αρχηγός του παιχνιδιού ή dungeon master (DM)- ελέγχει όλον τον κόσμο που δημιουργεί σαν συγγραφέας ή σκηνοθέτης. Εκείνος/η φτιάχνει την ιστορία, στήνει όλο το setting: ελέγχει από το αν θα βρέχει ή αν θα έχει καύσωνα, αν ο αέρας ανοίγει την πόρτα ή πέφτει ένας κεραυνός, μέχρι το πώς οι Θεοί πλάθουν τη μοίρα των ανθρώπων και των υπόλοιπων πλασμάτων. Το μόνο που δεν ελέγχει ο dungeon master είναι οι χαρακτήρες των παικτών. Για τους χαρακτήρες αυτούς οι παίχτες έχουν φτιάξει τα ‘’πρελούδια’’, δηλαδή το προφίλ και την ιστορία τους μέχρι την αρχή του παιχνιδιού· από εκεί και πέρα όλοι οι χαρακτήρες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους μέσα στον κόσμο που έχει δημιουργήσει ο αρχηγός του παιχνιδιού. Παρότι ο DM δεν μπορεί να ελέγξει τους χαρακτήρες των παικτών, δημιουργεί άλλους, δευτερεύοντες -δηλαδή τα υπόλοιπα όντα που κινούνται μέσα σ’ αυτόν τον φανταστικό κόσμο- οι οποίοι ελέγχονται από τον ίδιο. Είναι ένα παιχνίδι στο οποίο ο DM μπορεί είναι ο χειρότερος εχθρός των παικτών ή και ο καλύτερος φίλος τους, ο μέντοράς τους, ανάλογα με την τροπή της δράσης. Θεωρώ ότι είναι ένα παιχνίδι που αντικατοπτρίζει τη ζωή. Παίζεται με συγκεκριμένο τρόπο που βασίζεται σε κάποια βιβλία κανόνων που έχουν γραφτεί από τα seventies και έχουν κυκλοφορήσει σε διάφορες εκδόσεις. Το Dungeons & Dragons (D&D)είναι το πιο κλασσικό και διαχρονικό table top RPG. Με βάση λοιπόν αυτά τα rule books ο κάθε παίχτης φτιάχνει το φύλλο του χαρακτήρα του - σε μια κόλα χαρτί γράφει τα στατιστικά του ήρωά του, τα οποία έχουν να κάνουν με τις ιδιότητές του, τις γνώσεις, τις τεχνικές του και τα συναφή. Στην πορεία του παιχνιδιού οι χαρακτήρες των παικτών κερδίζουν εμπειρία και κάνουν αυτό που λέμε level up, αυξάνουν τα στατιστικά τους. Πέραν όμως των στατιστικών που είναι γραμμένα στο χαρτί, οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε πραγματικό χρόνο από τους ίδιους τους παίχτες -που μπορεί να είναι εντελώς χαζές ή πολύ έξυπνες- αλληλεπιδρούν θετικά ή αρνητικά με τον κόσμο του DM. Όπως και στην πραγματική ζωή, το να αποφασίσουμε ότι πηδάμε απ’ το μπαλκόνι, λόγω της βαρύτητας, μάλλον δεν είναι μια πολύ έξυπνη απόφαση· άρα πρέπει να έχουμε επίγνωση του κόσμου στον οποίο βρισκόμαστε και των κανόνων που τον διέπουν. Αλλά ακόμα κι έτσι, ούτε τα στατιστικά, ούτε οι αποφάσεις είναι καθοριστικές. Υπάρχει ένας ακόμα παράγοντας, τα ζάρια, τα οποία συμβολίζουν αυτό που στην ζωή είναι ο αστάθμητος παράγοντας της τύχης. Ακόμα και η πιο έξυπνη ιδέα στα χέρια του πιο ικανού τεχνίτη, χωρίς λίγη βοήθεια από το ζάρι, χωρίς λίγη βοήθεια απ’ την τύχη, μπορεί να καταλήξει σε απόλυτη αποτυχία, ή η πιο ανόητη ιδέα -όπως το να πηδήξεις απ’ το μπαλκόνι- αν η τύχη (το ζάρι) είναι με το μέρος σου μπορεί να σε οδηγήσει όρθιο στην Ακρόπολη και όχι στον θάνατο. Σε γενικές γραμμές αυτά είναι τα RPG παιχνίδια.
Το πώς μπήκα εγώ σ’ αυτόν τον κόσμο των φανταστικών ιστοριών, είναι κι αυτή μια ιστορία. Εγώ και τα παιχνίδια ρόλων ήρθαμε σε επαφή όταν ήμουν σε πολύ μικρή ηλικία, τύπου 9 χρονών. Τότε παίζαμε ένα παιχνίδι με κάρτες και πέσαμε τυχαία πάνω στο βιβλίο «Ο Οδηγός του Παίκτη» της 3,5 έκδοσης που κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή. Το βιβλίο αυτό είναι σήμερα κάτι σαν αρχαίο κειμήλιο στην βιβλιοθήκη μου, φθαρμένο και ξεχαρβαλωμένο απ’ τον χρόνο, λόγω των δεκάδων χεριών που έχει αλλάξει και της απεριόριστης χρήσης που έχει υποστεί. Τότε βέβαια εμείς ήμασταν μωρά και δεν είχαμε ιδέα τι είναι τα παιχνίδια ρόλων· απλώς κολλήσαμε με το εντυπωσιακό, μεγάλο, γαμάτο, δερματόδετο βιβλίο με το σπαθί στο εξώφυλλο. Το πήραμε και ξεκινήσαμε να το κοιτάμε, να το χαζεύουμε και μετά προσπαθήσαμε κάτι να κάνουμε μαζί του σε κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες να παίξουμε αυτό που ακόμα δεν κατανοούσαμε…
Role Play Games στην Ελλάδα: υπάρχει μια κοινότητα, ένα «κίνημα», μια διασύνδεση αναμεταξύ σας ή προτιμάτε το πιο διευρυμένο της «παγκόσμιας φυλής»;
Για μένα τα RPG ήταν πάντα παιχνίδια που μοιράστηκα με τους φίλους μου. Παθιάστηκα, κόλλησα, μυήθηκα και μύησα πάρα πολύ κόσμο σ’ αυτά τα φανταστικά ταξίδια, οπότε δεν είχα τα μάτια μου ιδιαίτερα στραμμένα στην υπόλοιπη κοινότητα. Έχω βέβαια την εντύπωση πως ήταν κάπως περιορισμένη στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και παγκοσμίως, αφού τα παιχνίδια αυτά ήταν συνδεδεμένα με τύπους που χαρακτηρίζονταν geeks, nerds, άτομα κάπως χαμένα που είναι ας πούμε σαν τον Φρόντο στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, λίγο πιο μακριά από τη ζωή και τις καταστάσεις της. Νομίζω όμως, πως τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύ πιο mainstream, έχει διαδοθεί περισσότερο και έχει ξεφύγει από το στερεότυπο του geek. Άλλωστε κι εμείς που είμαστε πολλά χρόνια στο κουρμπέτι, ποτέ δεν ήμασταν μόνο geeks· ήμασταν πάντα και λίγο geeks αλλά και πολλά άλλα.
Επίσης έχουν αυξηθεί πολύ και τα ερεθίσματα. Όταν ήμουν παιδάκι θυμάμαι μόνο το φεστιβάλ της Βαβέλ που με πήγαινε κάθε χρόνο η μάνα μου, αλλά τώρα συμβαίνουν διάφορα, το Comic Dom – το φεστιβάλ κόμιξ όπου γίνεται χαμός, οι superhero movies, η τηλεοπτική σειρά Game of Thrones που έφερε πολύ κόσμο στο Fantasy, όπως άλλωστε και οι ταινίες του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών που «έκαναν την αρχή» στα 00’s. Ο κόσμος πια είναι πολύ πιο εξοικειωμένος με το φανταστικό σαν είδος, κάτι που μπορεί εύκολα να οδηγήσει και στα παιχνίδια ρόλων.
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχει μια αρκετά μεγάλη κοινότητα που παίζει αυτά τα παιχνίδια και μάλιστα, απ’ ότι έχει πάρει το μάτι μου, πολλά άτομα παίζουν και LARP, δηλαδή Live Action Role Playing Games. Εκεί συναντάς και κάτι φοβερές καλλιτεχνάρες που φτιάχνουν μόνοι τους αυτοσχέδιες στολές, όπλα, ασπίδες, μάσκες και μετά παίζουν μέσα στα δάση, ξιφομαχώντας με τα σπαθιά από πεπιεσμένο χαρτί ή δεν ξέρω’ γω τι άλλο ή τα μαγικά σκήπτρα τους.
Να πούμε ότι και πολλές κοπέλες έχουν μπει δυναμικά στην κοινότητα. Γενικά υπήρχε ένα στερεότυπο ότι τα κορίτσια δεν ασχολούνται με αυτά, το οποίο δηλώνω προσωπικά ότι είναι μια τεράστια μαλακία· οι κοπέλες λατρεύουν τα RPG, είναι καταπληκτικές παίκτριες, ταξιδεύουν με μεγάλη ευκολία σ αυτούς τους κόσμους και το κάνουν τέλεια. Σας μιλάω ειλικρινά, τα κορίτσια γουστάρουν τρελά το fantasy· εγώ και οι φίλες μου, που αποτελούμε Coven, είμαστε η ζωντανή απόδειξη της φάσης. Γενικά υπάρχει ένα RPG tribe - όχι μόνο Ελληνικό, αλλά παγκόσμιο- το οποίο όλο και αυξάνεται. Κι αυτό είναι μαγικό!
Θυμάσαι το πρώτο σου «παιχνίδι»; Κι αν θέλεις, βάλε μας πιο πολύ μέσα στο RPG: αρχηγός, παίκτες, ρόλοι, εργαλεία, αντικείμενα, υποκείμενα, προετοιμασία, αρχή, μέση, τέλος, σχέσεις μέσα αλλά και έξω από αυτό. Κι εσύ πώς κόλλησες με τη φάση;
Όπως είπα και πριν, εγώ ήρθα σε επαφή με τα παιχνίδια ρόλων σε πολύ μικρή ηλικία, αλλά το πρώτο παιχνίδι που ουσιαστικά έπαιξα ήταν στα 15 μου, το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον γιατί τα 15 μου ήταν μια πολύ κομβική ηλικία της ζωής μου· ξέρεις η πρώτη μου καψούρα, τα πρώτα τσιγάρα, οι πρώτες night life βόλτες στην Αθήνα. Τότε είναι η πρώτη φορά που παίζω ουσιαστικά D&D σαν παίχτης. Ήταν πολύ ωραία φάση, αλλά αυτή που πραγματικά θεωρώ ότι είναι η ουσιαστική αρχή μου ήταν 2 χρόνια αργότερα, στα 17 μου, όταν έπαιξα για πρώτη φορά σαν αρχηγός του παιχνιδιού, σαν DM. Από τότε μέχρι τώρα, δηλαδή σχεδόν μια δεκαετία, δεν έχω σταματήσει να παίζω αυτόν τον ρόλο. Έχω παίξει βέβαια και σαν παίχτης στο in between, αλλά στα περισσότερα παιχνίδια είμαι DM κι αυτό είναι κάτι που λατρεύω, είναι μαγευτικό, υπήρξε για μένα κάτι σαν αποκάλυψη. Έχω παίξει με τόσους ανθρώπους, όσους δεν θα πήγαινε ποτέ το μυαλό μου: Φίλη από την Κύπρο που γνώρισα στο Εράσμους μου στην Τσεχία, φίλους από τα παιδικά μου χρόνια που χανόμασταν και βρισκόμασταν για ένα ακόμα παιχνίδι, με τις κολλητές μου φίλες, με γκομενάκια που με καψούρευαν. Έχω μυηθεί σ αυτόν τον κόσμο με πολύ διαφορετικούς συνταξιδιώτες κάθε φορά. Εξελίσσεσαι και καλλιτεχνικά μέσα από αυτό το πράγμα. Όπως ένας σκηνοθέτης ή ένας ζωγράφος γίνεται όλο και καλύτερος καθώς τρίβεται με την τέχνη του, αυτό ακριβώς ισχύει και στα παιχνίδια ρόλων. Θυμάμαι τα πρώτα μας αδέξια παιχνίδια, στα οποία δεν είχαμε καν προσθέσει μουσική - αργότερα, το soundtrack έγινε αναπόσπαστο κομμάτι κι ένα τεράστιο μέρος της προετοιμασίας μας. Ή, ας πούμε, ο τρόπος που παίζεις με την ψυχολογία των παικτών· μαθαίνεις να παίζεις με την ψυχολογία τους και να δημιουργείς thrill μέσα από μια διαδραστική προφορική τέχνη, ένα oral tradition, που είναι κάτι συγκλονιστικό. Έχω την αίσθηση ότι τα παιχνίδια ρόλων είναι πολύ κοντά σε αυτό που πρέπει να ήταν η αρχαία ελληνική τέχνη της επικής ποιήσεως. Όπως η τέχνη της προφορικής αφήγησης, ας πούμε στα ομηρικά έπη, όπου -με την συνοδεία της λύρας- πάντα κάτι πρόσθετε ή αφαιρούσε ο αοιδός, και μαζί με τον συνομιλητή του έπλαθαν την συνέχεια. Έτσι, όταν πλέον παραδίδεται γραπτώς μια Ιλιάδα και μια Οδύσσεια, δεν ξέρουμε πόσες ακριβώς φωνές συμμετείχαν δια μέσω των αιώνων σε όλο αυτό το προφορικό έπος.
Επίσης, η αρχή, η μέση και το τέλος των παιχνιδιών ρόλων είναι κάτι πολύ ενδιαφέρον και περίπλοκο, όπως περίπου η αρχή, η μέση και το τέλος της ζωής. Μπορούμε να θεωρήσουμε ως αρχή την σπερματική ιδέα που υπάρχει στο μυαλό του DM και στα πρελούδια των παικτών για τους χαρακτήρες τους, η μέση αποτελεί κάτι σαν όλη τη ζωή φαντάσου, με την αναζήτηση, το quest, τις περιπέτειες που περνάνε οι ήρως και το τέλος είναι η ολοκλήρωση του κύκλου της περιπέτειας, που μπορεί να είναι αίσιο μέσω της επίτευξης του σκοπού ή μπορεί να είναι ακόμα και ο θάνατος. Στο καλύτερο D&D που έχω παίξει ως τώρα, όλοι οι χαρακτήρες των παιχτών στο τέλος πέθαναν - δεν ολοκλήρωσαν την αποστολή τους. Βέβαια, ο θάνατος αποτελεί ούτως ή άλλως μια μορφή ολοκλήρωσης και υπονοεί πάντα μια υπόσχεση συνέχειας, αναγέννησης, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία που μπορούμε να συζητήσουμε μια άλλη φορά…
Όσον αφορά τις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα κι έξω απ’ το παιχνίδι, αυτό είναι ίσως το πιο μαγικό απ’ όλα. Εκτός από ένα είδος τέχνης, προσωπικά θεωρώ τα παιχνίδια ρόλων ένα τεράστιο καναπέ ψυχανάλυσης, ένα group therapy, ένα ψυχεδελικό ταξίδι εντός μας. Έχω δει ανθρώπους να ερωτεύονται πλατωνικά μεταξύ τους επειδή ότι οι χαρακτήρες τους ερωτεύτηκαν εντός παιχνιδιού, έχω δει κάποιους να τσακώνονται στην πραγματικότητα επειδή τους επηρέασαν οι χαρακτήρες τους, έχω δει φίλους να φοβούνται ή να σκιάζονται το βράδυ να κοιμηθούν γιατί το παιχνίδι ήταν σκιαχτικό κι έχω δει άλλους να ανακαλύπτουν το ήθος του ίδιου του εαυτού τους ή να παίρνουν γενναίες αποφάσεις στην αληθινή ζωή τους επειδή ο χαρακτήρας του παιχνιδιού τους ενέπνευσε να γίνουν γενναίοι.
Από ό,τι κατάλαβα, το «παιχνίδι» μπορεί και να μην έχει όρια, μπορεί να είσαι μέσα σε αυτό 24 ώρες το 24ωρο κι όχι μόνο κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης εντός του πεδίου. Ισχύει;
Ναι, ισχύει ξεκάθαρα. Ούτως ή άλλως εμείς στα πιο επικά sessions που έχουμε παίξει ξεκινούσαμε γύρω στις δέκα το βράδυ με ποτά, τσιγάρα και όλα τα συμπαρομαρτούντα και τελειώναμε 9-10 το πρωί. Ήταν μια περίοδος στη φοιτητική μας ζωή που είχαμε πολύ ελεύθερο χρόνο και του δώσαμε και κατάλαβε. Αλλά εκτός του 12ωρου που βαράγαμε χαμένοι στον χωροχρόνο γύρω από ένα τραπέζι, ήμασταν σ αυτόν τον κόσμο συνέχεια, γράφαμε γι’ αυτό, μιλούσαμε γι’ αυτό στο τηλέφωνο, δυο φίλες μου φώναζαν η μια την άλλη στο δρόμο με τα ονόματα που είχαν οι ηρωίδες τους, ακόμα την πρωτοχρονιά κόβαμε κομμάτι στη βασιλόπιττα για τους χαρακτήρες του παιχνιδιού μας. Μπορείς να ζεις μέσα σ αυτόν τον κόσμο twenty four / seven, όμως είναι σημαντικό να μην χαθείς μέσα του, αλλά να γίνει η πυξίδα σου και να σε εμπνεύσει για τον κόσμο που ζεις.
Με ποσοστά: πόσο διασκέδαση και πόσο γνώση; Πόσο φαντασία και πόσο αλήθεια; Γιατί νομίζω δεν είναι μόνο το φαν, είναι και μια σχετική μελέτη που πρέπει να πέσει, εμπεριέχοντας ιστορία, γεωγραφία, ψυχολογία και πάμπολλες άλλες παραμέτρους και πληροφορίες, μέχρι να δομηθούν οι χαρακτήρες και οι χωροχρονικές συντεταγμένες που θα παίξετε.
Τα ποσοστά νομίζω έχουν να κάνουν με την παρέα, με τους παίκτες και τον DM. Μπορεί να φτιάξεις ένα παιχνίδι που ας πούμε η γνώση θα είναι το 80% και η διασκέδαση το 20% - το οποίο δεν θα το σύστηνα γιατί μετά ξεφεύγεις και κάνεις παιχνίδι γνώσεων, μπορεί η αναλογία να είναι 50-50, αν οι παίκτες έχουν μελετήσει πολύ κάποιες συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους ή γεωπολιτικές συνθήκες, γιατί μπορεί ας πούμε να παίζουν τα βαμπίρ στον 18ο αιώνα και να θέλουν να είναι πολύ ακριβείς ως προς αυτό το κομμάτι, μπορεί όμως να είναι κάτι εντελώς φαν στο οποίο υπάρχει μόνο μια σαρωτική και ασυγκράτητη φαντασία του DM και των παικτών, χωρίς καμία προσπάθεια να μείνεις κοντά σε κάποια ιστορική αλήθεια ή συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Το D&D δεν έχει όρια. Μπορεί να παίξεις ένα παιχνίδι ρόλων που να είναι κωμικό, μια παρωδία της πραγματικότητας, κάτι σουρεαλιστικό, κάτι που έρχεται απ’ ευθείας απ’ τον ασυνείδητο χώρο σου και δεν έχει καμία πρόθεση να μοιάζει με αυτό που λέμε «πραγματικότητα» - έννοια την οποία προσωπικά δεν πιστεύω και την θεωρώ ένα ακόμα setting από τα άπειρα που υπάρχουν μέσα στις υπερχορδές της ύπαρξης, όπου όλα μοιάζουν ξεχωριστά σκηνικά σε άπειρα παιχνίδια ρόλων. Οπότε σ’ αυτή την ερώτηση θα έλεγα ότι δεν υπάρχουν όρια σ αυτό το ταξίδι, τα ποσοστά «αλήθειας» και φαντασίας, διασκέδασης και γνώσης, ιστορίας σε σχέση με την μυθοπλασία και λοιπά, έχουν να κάνουν καθαρά με την επιλογή των δημιουργών του παιχνιδιού που είναι ο DM και η παρέα των συμπαικτών του.
Έξω υπάρχει πληθώρα λογοτεχνικών βιβλίων, ως και γλώσσες RPG(!), ταινίες, εκπομπές, στρίμινγκ, απίστευτα μεγάλες κοινότητες - να υποθέσω πως το κοινό της ταινίας σου αποτελείται από γνώστες, μύστες. Πιστεύεις όμως πως πέρα από τους μυημένους, μπορεί να δει το φιλμάκι και ένα μη εξοικειωμένο κοινό;
Από ό,τι καταλαβαίνω αναφέρεσαι γενικά στο fantasy σαν είδος και ναι, φυσικά όσοι είναι λάτρεις του φανταστικού θα έχουν πέσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πάνω στα RPG, ακόμα και αν οι ίδιοι δεν έχουν παίξει. Εννοείται ότι αυτοί ενδέχεται να νιώσουν μια ακόμα διάσταση της ταινίας μου. Σκοπός μου όμως όταν την δημιουργούσα ήταν να χρησιμοποιήσω αυτή την φόρμα αφήγησης που σου παρέχουν τα παιχνίδια ρόλων και μέσα από μια συγκεκριμένη αντιστροφή να δημιουργήσω μια ιστορία η οποία θα είναι κατανοητή σε οποιονδήποτε την παρακολουθήσει. Θεωρώ ότι σε ένα βαθμό το έχω πετύχει. Βέβαια, αν κάποιος είναι εξοικειωμένος με αυτή την φόρμα ίσως πιάσει κάποια περισσότερα επίπεδα, αλλά νομίζω και κάποιος που δεν έχει την παραμικρή ιδέα καταλαβαίνει πώς είναι δομημένο όλο αυτό, αφού φροντίζω αυτό να γίνει από την αρχή της ταινίας, όταν ο θεατής δεν έχει ακόμα συντονίσει ολοκληρωτικά την προσοχή του πάνω στο φιλμάκι. Εν κατακλείδι, πιστεύω πως ναι, γίνεται κατανοητή από τον οποιονδήποτε, απλά ίσως ο μύστης πιάσει κάποια παραπάνω νοήματα, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει με όλες τις ταινίες; Δηλαδή, αν κάποιος δει μια ταινία για τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο και έχει μελετήσει εκείνη την ιστορική περίοδο, ίσως διακρίνει πολύ περισσότερες λεπτομέρειες από κάποιον που δεν έχει ασχοληθεί με αυτά τα γεγονότα και τα βλέπει πρώτη φορά στο έργο. Να σου πω την αλήθεια, ακόμα και οι δυο γιαγιάδες μου που είδαν την ταινία, νομίζω ότι -λιγότερο ή περισσότερο- τελικά την πιάσανε τη φάση…
Pole Play, η ταινία: την έκανες γιατί...
Αρχικά ήθελα να κάνω μια ταινία μικρού μήκους για να με πάρουν σ ένα μεταπτυχιακό τμήμα film making στο Λονδίνο. Με πήραν στο μεταπτυχιακό, που αν και δεν ήταν αυτό ακριβώς που ονειρευόμουν, τον σκοπό της τον πέτυχε. Ξεκίνησα να ψάχνω λοιπόν θέμα για αυτό το ταινιάκι, και καθώς το συζητούσα τότε με έναν φίλο, μου λέει «γιατί απλά δεν κάνεις μια ταινία πάνω στο RPG, που είναι αυτό που κάνεις καλύτερα». Έτσι άρχισα να ψάχνομαι πώς μπορείς να γυρίσεις σε ταινία κάτι τόσο προφορικό όσο είναι τα παιχνίδια ρόλων - ένα stage performance ή κάτι στο θέατρο έμοιαζε πιο εφικτό, αλλά στο σινεμά μόνο κάτι σε παρωδία μου ερχόταν στο μυαλό. Ξαφνικά, δεν ξέρω, ήταν σαν αυτό που λένε ρε παιδί μου άγγιγμα της μούσας, μου έσκασε στο μυαλό αυτή η αντιστροφή, δηλαδή το «φανταστικό», το υπερφυσικό, το ασυνείδητο, το συμπαντικό στοιχείο, οι Θεοί, δεν θα είναι -ως συνήθως- οι χαρακτήρες των παικτών, αλλά οι ίδιοι οι παίκτες. Και έτσι μπορούμε να δούμε την περιπέτεια των χαρακτήρων, που είναι οι άνθρωποι στην Αθήνα του σήμερα. Μου φάνηκε genius όταν το πρωτοσκέφτηκα! Αργότερα βέβαια άρχισα να το αποδομώ και αυτό…
Περίγραψέ μου την ταινία πριν μπείτε στα γυρίσματα. Πώς γράφεις το σενάριο, πού θέλεις να την πας και πώς τη βλέπεις τώρα που έγινε; Βγήκε αυτό που είχες κατά νου;
Καλά, τώρα με πηγαίνεις σε ένα τεράστιο ταξίδι στο το παρελθόν· ήταν ίσως το πιο δύσκολο πράγμα που έκανα ως τώρα στη ζωή μου. Το σενάριο ήταν κάτι που δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο δύσκολο μπορεί να είναι, και μάλιστα όταν καλούμουν να χωρέσω μια τόσο σύνθετη ιδέα σε ένα τόσο περιορισμένο χρόνο. Ξεκίνησα να δουλεύω το σενάριο με την Μαριάννα Κούταλου - ευτυχώς που υπήρξε αυτός ο άνθρωπος και με βοήθησε να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά-, η οποία by the way δεν είχε ιδέα από παιχνίδια ρόλων κι έτσι εγώ και κάποιοι φίλοι μου κάναμε μαζί της 2-3 sessions για να καταλάβει η γυναίκα περί τίνος πρόκειται και να μπορέσουμε να συνεργαστούμε. Παρότι βέβαια το σενάριό της ήταν διαρθρωμένο όπως ακριβώς έπρεπε, δεν είχε αυτό που είχα εγώ μέσα στο μυαλό μου· του έλειπε η προσωπική μου νότα, οπότε μέσα από πολλά drafts κατέληξα να έχω ένα σενάριο, το οποίο με ικανοποιούσε μεν, αλλά είχε ξεφύγει εντελώς στο χρόνο. Από εκεί που ξεκίνησα να κάνω μια ταινία των 10-15 λεπτών, τελικά το μισάωρο ήταν μέσα στο νερό, ήταν πλέον δεδομένο ότι θα χρειαζόταν αυτό τον χρόνο. Όλη η περιπέτεια μέχρι να βρω την «νεραιδονονά» μου όπως τη λέω, την Έλλη Κυριάκου που έγινε η παραγωγός μου, ήταν μια περίοδος τρομακτικής αγωνίας, με άπειρη αμφισβήτηση, με βήματα σε ένα χαοτικό σκοτάδι όπου δεν είχα ιδέα που πατούσα και πού βρισκόμουν. Δεδομένων λοιπόν των συνθηκών, αλλά δεδομένων και των υπέροχων συνεργατών και των ηθοποιών που συνάντησα στην πορεία και δούλεψα μαζί τους, όχι μόνο με ικανοποιεί το τελικό αποτέλεσμα, όχι μόνο περηφάνεια νιώθω γι’ αυτό, αλλά το θεωρώ και το μεγαλύτερο προσωπικό μου quest ως σήμερα, τόσο για την αυτοπεποίθησή μου, όσο και για την σιγουριά μου ότι θέλω να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο. Ναι, το ‘’Role Play: the movie’’ είναι η ταινία μου, ή μάλλον το παιδί μου (!) - και νιώθω ότι πάλεψα κι εγώ με τα δικά μου τέρατα για να πω τελικά αυτή την κουβέντα!
Πώς τη δέχθηκε η ελληνική κοινότητα RGP;
Η αλήθεια είναι ότι επειδή την ταινία την έχω αφήσει ελεύθερη στο internet εδώ και κάνα δίμηνο, έχω εντυπωσιαστεί με το πόσο καλά λόγια έχω λάβει. Επίσης τα views έχουν ανέβει πάρα πολύ αυτό το διάστημα, σε μια πλατφόρμα (Vimeo) που κάποιος πρέπει να μπει και επιλέξει να δει μια ταινία, γιατί για μια μισάωρη ταινία πρόκειται, όχι ένα πεντάλεπτο βιντεάκι στο YouTube. Παράλληλα οι κολλητές μου φίλες πήραν την πρωτοβουλία να ποστάρουν την ταινία σε κάποια groups στο Facebook ελληνικών κοινοτήτων του RPG με αποτέλεσμα όχι μόνο να έχουμε πολύ θετικές αντιδράσεις σε comments, αλλά ένα παιδί -και τον ευχαριστώ πάρα πολύ- έγραψε στην θαυμάσια σελίδα του που λέγεται ‘’Goblin’s Tavern’’ -η οποία ασχολείται κυρίως με θέματα παιχνιδιών ρόλων και fantasy-, μια διθυραμβική κριτική, η οποία πραγματικά έφερε δάκρυα στα μάτια όλων όσων έχουμε συμμετέχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην ταινία. Οπότε ναι, τα δείγματα που έχω από την ελληνική κοινότητα RPG είναι πάρα πολύ συγκινητικά. Ευχαριστώ, fellowship!
Κάστινγκ: αφού τους βρήκες, πώς κοούτσαρες τους ηθοποιούς σου αλλά και πώς μπόρεσες επί των πρακτικών να τη γυρίσεις; Πόσες πρόβες, πόσο ρεπεράζ, πόσες μέρες και ώρες γυρισμάτων, επεξεργασίας, μοντάζ, για δώσε μας μπακστέιτζ!
Ο πρώτος άνθρωπος και η πρώτη ηθοποιός που βρέθηκε δίπλα μου σε αυτή την ταινία ήταν η Κορνέλια Κυριάκη που παίζει την Enya, την Ιρλανδή vlogger, με την οποία είχαμε μια καρμική συνάντηση. Ένα βράδυ εγώ πήγα στην παρουσίαση μιας συλλογής διηγημάτων στην οποία συμμετείχα με τρεις μικρές ιστορίες, ενώ εκείνη έτυχε να είναι η ηθοποιός που τις διάβαζε. Μου έκανε αμέσως κλικ και χωρίς να την γνωρίζω της έκανα πρόταση για την μέλλουσα ταινία μου. Την βρήκε τρομερά ενδιαφέρουσα και δέχτηκε να τα ξαναπούμε, χωρίς να με έχει ακουστά, ήμουν απλώς ένα άγνωστο πρόσωπο που της έκανε μια random πρόταση. Αλλά τι ανακαλύπτουμε ως το τέλος της βραδιάς; Οι μαμάδες μας ήταν φίλες από τον συγγραφικό χώρο, έχουμε κινηθεί για χρόνια σε κοινά περιβάλλοντα χωρίς να έχουμε γνωριστεί, ενώ η μητέρα της -η ηθοποιός Μαρία Κυριάκη- είχε ήδη προτείνει στην δικιά μου να με βοηθήσει για να βρω ηθοποιούς και μάλιστα είχαν κανονίσει να μας γνωρίσουν! Όμως εμείς δεν είχαμε ιδέα για όλα αυτά! Όπως καταλαβαίνεις, αυτό ήταν ένα εντελώς καρμικό, συμπαντικό παιχνίδι που μας έπαιξαν οι μοίρες! Έκτοτε η Κορνέλια έγινε η αδελφή ψυχή μου, η ψυχολογική μου υποστήριξη, η casting assistant μου, αυτή που με βοηθούσε να οργανώσω το πάντα και με εμψύχωνε σε όλη την διαδρομή. Μαζί ξεκινήσαμε τα πρώτα castings από τα οποία πέρασε άπειρος κόσμος, από ταλαντούχους μέχρι δε θες να ξέρεις, αλλά κι εμείς ακόμα δεν είχαμε καμία εμπειρία, δεν ξέραμε τι ακριβώς ζητάμε και τι έχουμε να δώσουμε στους ηθοποιούς - ακόμα και οικονομικά, αφού το budget της ταινίας όπως καταλαβαίνεις ήταν οικογενειακή υπόθεση. (Παραγωγός είναι ο πατέρας μου και το budget ήταν συγκεκριμένο – τελικά εκτοξεύτηκε, αλλά άλλο θέμα αυτό. Άλλωστε ο/η κάθε νέος/α δημιουργός που ξεκινάει σ’ αυτή τη χώρα, στα δικά του πόδια βασίζεται και εν πολλοίς στην καλοσύνη της οικογένειάς του.) Ακολούθως η τύχη ήταν με το μέρος μας· βρήκαμε δυο ηθοποιούς -τον Γιάννη Ανδρουλακάκη και την Βαλίσια Βύζα -οι οποίοι υποδύθηκαν τους Θεούς Enlil και Áine - που έτυχε να είναι και εξαιρετικοί μουσικοί! Είναι αυτοί που έγραψαν την φοβερή μας μουσική· είναι εκτός από ηθοποιοί, οι soundtrack makers της ταινίας! Μετά ακολούθησε το χάος, μέχρι που ο Γιάννης Αγελαδόπουλος -post production manager και κολορίστας της ταινίας- μου γνώρισε την παραγωγό και νεραιδονονά μου, την Έλλη Κυριάκου, τον βράχο που με στήριξε σε όλα τα επόμενα βήματα: Μέσω αυτής ήρθαμε σε επαφή τους υπόλοιπους φανταστικούς συνεργάτες της ταινίας και με την βοήθειά της έγιναν τα υπόλοιπα castings πολύ πιο επαγγελματικά. Τελικά στην ταινία συμμετείχε ο Θάνος Δεσποτόπουλος στον ρόλο του πρόσφυγα Saif, η Έλενα Θωμοπούλου ως Θεά Αφροδίτη, ο Μάνος Τσούτης στο ρόλο του ΜΑΤατζή Δήμου, ο Πάνος Νάτσης ως Θεός Άρης. Οι δυο τελευταίοι ρόλοι μας παίδεψαν αρκετά, δεδομένου ότι ψάχναμε macho τύπους ανδρών, κάτι που περιέργως δεν βρίσκεις εύκολα μεταξύ των Ελλήνων ηθοποιών, τουλάχιστον βάση της εμπειρίας μου. Μένει ένας ακόμα ρόλος, ο πιο περίπλοκος, αφού ούτε κι εγώ δεν ήξερα ποιος ακριβώς ήθελα να τον υποδυθεί : Ο ρόλος της Duende, μια trans γυναίκας. Αυτή είναι μια μεγάλη διχογνωμία που απασχολεί παγκοσμίως στον χώρο του σινεμά, το αν τους ρόλους των trans ανθρώπων πρέπει να τους παίζουν αποκλειστικά trans άτομα. Κατανοώ που βρίσκεται το ηθικό κομμάτι σ’ αυτό το ζήτημα και το θεωρώ απαραίτητο οι trans άνθρωποι να συμμετέχουν στην βιομηχανία όσο και οι cis άνθρωποι, παρόλα αυτά θεωρώ ότι μια trans γυναίκα μπορεί να παίξει θαυμάσια και το ρόλο μιας cis γυναίκας και το αντίστροφο (και οι άνδρες αντίστοιχα). Δηλαδή θα ήταν ταιριαστό να υποδύεται την Duende μια trans γυναίκα, αλλά η Έλενα Τριανταφύλλου που είναι cis γυναίκα ήταν επίσης φοβερή επιλογή για τον ρόλο, γιατί μέσα της κουβαλούσε όλη τη φλόγα του χαρακτήρα. Με το ίδιο σκεπτικό θα επέλεγα μια trans γυναίκα να παίξει το ρόλο μια cis γυναίκας, αν μου έκανε σαν ηθοποιός. Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε αυτό το μοναδικό καστ των ηθοποιούς που ενσάρκωσαν τις ιδέες Θεών και ανθρώπων στην μεγάλη οθόνη. Και λέω μοναδικό, γιατί πραγματικά ήταν όλοι άψογοι μέσα σε αυτές τις τρελές και ιδιάζουσες -ως προς τα χρήματα, την παραγωγή, το στήσιμο και το θέμα- συνθήκες. Θέλω κι από εδώ να τους ευχαριστήσω πάρα πολύ για τις μοναδικές τους ερμηνείες, αφού όπως ξέρεις το φανταστικό είναι ένα είδος που δεν παίζει στην Ελλάδα και οι ηθοποιοί δεν είναι πολύ εξοικειωμένοι με αυτό. Τέλος, για τον ρόλο του αφηγητή (DM), δηλαδή της Ανάγκης που αποτελεί την απόλυτη, την μια, Θεά του σύμπαντος, είχα προεπιλέξει από καιρό τον άνθρωπο που θα έκανε το voice acting. Η Μαρία Διακουμάκου, που ανέλαβε να ερμηνεύσει τον ρόλο αυτόν που συντονίζει τον κόσμο της ταινίας μου με την βαθιά, δυναμική και φτιαγμένη για να λέει ιστορίες φωνή της, είναι φίλη μου καρδιακή, που έχει υπάρξει φιλόλογος μου στο λύκειο αλλά και μέντορας μου σ’ όλα τα χρόνια που ακολούθησαν το σχολείο. Το voice acting μας δυσκόλεψε πολύ. Ήθελα να δώσει ένα αποτέλεσμα που να θυμίζει την αφήγηση της Galadriel στην αρχή του “Fellowship of the Ring”, κάτι οριακά αδύνατο για μια μη επαγγελματία ηθοποιό. Το αποτέλεσμα ήρθε τελικά από μια ιδέα της ίδιας: «Δημήτρη, η Galadriel στην αρχή του Άρχοντα μιλάει την Quenya πράγμα που προσθέτει πολύ δύναμη. Γιατί δεν χρησιμοποιείς κι εσύ, αντιστοίχως, κάποια αρχαία ελληνικά κείμενα;». Αυτό ήταν. Μόλις μπήκαν οι Ορφικοί ύμνοι που η ίδια σαν γητειά προφέρει στην αρχή της ταινίας - επικλήσεις της Νύχτας, της Φύσης και της Γης-, έδεσε το γλυκό όχι μόνο ως προς την ερμηνεία της Ανάγκης, αλλά και ως προς την αφηγηματικότητα ολόκληρης της ταινίας!
Μετά, μέσω της νεραϊδονονάς, συναντήσαμε και όλους τους υπόλοιπους υπέροχους συνεργάτες που βοήθησαν αυτόν τον κόσμο να αναδυθεί στην οθόνη:
Τον διευθυντή φωτογραφίας Χρήστο Δούρο, ένα από τους καλύτερους της χώρας μας -αν όχι παγκοσμίως-, ο οποίος δούλεψε σ αυτό το ταινιάκι με την ίδια ενέργεια σαν να ήταν μεγάλη παραγωγή. Δεν θα είχα καταφέρει τίποτα χωρίς εκείνον· όλες μου οι ελλείψεις καλύφθηκαν από την δική του τεράστια εμπειρία, την άψογη αισθητική και τις γνώσεις του στον χώρο του κινηματογράφου, με αποτέλεσμα η δουλειά του ως προς τη φωτογραφία και το πλανάρισμα να είναι διεθνούς επιπέδου- και τον ευχαριστώ πολύ.
Η Ανιές Σκλάβου, η καταπληκτική αυτή γυναίκα που έχει δουλέψει στην βιομηχανία του κινηματογράφου ως σκηνοθέτης η ίδια σε πάρα πολλές καταπληκτικές δουλειές, όπως ντοκιμαντέρ, ταινίες και τηλεόραση. Η εμπειρία και η δυναμική της προσωπικότητα ήταν πραγματικά πολύτιμη και φύσηξε σαν αέρας στα πανιά μου· ήταν αναμφίβολα η καπετάνισσα του setting. Δίπλα της, φρουρός του χρόνου με μεγάλη σχολαστικότητα, η Νεφέλη Ράπτη κρατούσε το ρακόρ (script supervisor) και όλοι κάπως την απέφευγαν επειδή ήταν τέρμα αυστηρή με την ακρίβεια· την φώναζα χαϊδευτικά «το μάτι του Sauron».
Ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου έχει η ενδυματολόγος Δέσποινα Χειμώνα, που έντυσε τους ηθοποιούς με συγκλονιστικά κοστούμια και χειροποίητα κοσμήματα του ονείρου. Νιώθω πως με εμπιστεύτηκε περισσότερο από ένστικτο παρά από οτιδήποτε άλλο, μπήκε με παιδικό ενθουσιασμό στο τριπ και με τις μαγικές της κλωστές μετουσίωσε τη μαγεία σε εικόνα. Το ίδιο και η Ανθούλα Μάμαλου στο σκηνογραφικό κομμάτι, η Στέλλα Σουλελέ στα μαλλιά και η Κατερίνα Σπυροπούλου στο μακιγιάζ. Όλους αυτούς τους δημιουργούς που κάνουν κοστούμια, σκηνικά, μακιγιάζ, μαλλιά, καμιά φορά δεν τους θυμόμαστε, αλλά κανένας φανταστικός κόσμος δεν μπορεί να έρθει στην επιφάνεια χωρίς το δικό τους μαγικό άγγιγμα. Αυτά τα στοιχεία είναι η πεμπτουσία του φανταστικού, με βάση αυτά ξυπνάνε οι μνήμες του ασυνείδητου μέσα μας όταν παρακολουθούμε fantasy cinema και γι’ αυτό κρατούν τα σκήπτρα της μαγείας στην καρδιά μου όπως και στην ταινία μου.
Τα γυρίσματα συνολικά κράτησαν πέντε μέρες. Απίστευτα εντατική δουλειά, με ένα άψογα κουρδισμένο, επαγγελματικό συνεργείο. Αν βέβαια δεν ήταν τόσο επαγγελματικό και τα άτομα δεν είχαν τόσο μεράκι, δεν θα είχαμε αποτέλεσμα σε τόσες λίγο χρόνο που είχαμε. Εντάξει, δεν έχω λόγια να σου περιγράψω την πρώτη μου επαφή με το πρώτο γύρισμα. Με το που φτάνω στο σετ στις 7 το πρωί με την κοιλιά σφιγμένη απ’ το άγχος, ξαφνικά σκάνε μπροστά μου 3 βαν γεμάτα κινηματογραφικό εξοπλισμό· μηχανήματα, ράγες για tracking, monitor και την κορυφαία κάμερα Red Epic Dragon, την κόκκινη δράκαινα που μας ταξίδεψε στη ράχη της. Ευτυχώς, τότε κάνει την εμφάνισή του και ο τρομερός ηχολήπτης μας ο Γιώργος Παπαγεωργίου, που από εκείνη τη στιγμή όποτε με έβλεπε σε φάση ψιλοπανικού καθόταν δίπλα μου και μου έλεγε « Έλα σκηνοθέτη μου, Πάμε!» και με αυτό το ξόρκι μαλάκωνε το μέσα μου…Πάντα δίπλα μου βέβαια, η νεραιδονονά μου Έλλη Κυριάκου. Πάντα εκεί, μαζί με όλους τους υπόλοιπους, με βοήθησαν με κατανόηση και χιούμορ να περάσουμε αυτές τις πέντε μέρες -οι οποίες ήταν για μένα κάτι ανάμεσα στην ζώνη του λυκόφωτος και τον παράδεισό μου- και να κάνουμε την ταινία πραγματικότητα.
Στη συνέχεια δουλέψαμε για 3 μήνες στο post production, με την Ιωάννα Πογιαντζή, μια απ’ τις καλύτερες editors της Ελλάδας που δούλεψε και στο μοντάζ του Κυνόδοντα του Λάνθιμου, την οποία θεωρώ κάτι σαν κολλητή μου φίλη ακόμα κι αν έχω αρκετό καιρό να τη δω, αφού για 2 μήνες ήμουν καθημερινά μαζί της στον υπέροχο χώρο της· δουλεύαμε το μοντάζ, λέγαμε τα προσωπικά μας, πίναμε τους καφέδες μας κουσκουσάροντας και είχαμε ως inner joke ότι είναι «η Sally στον Tarantino μου» (η Sully Menke ήταν η μοντέρ του Tarantino στις περισσότερες ταινίες του και βραβευμένη με Όσκαρ). Έλα, Ιωάννα, και στα Όσκαρ, χαχα!
Ακολούθως δουλέψαμε τον ήχο με την Βάλια Τσέρου στο στούντιο του κύριου Βαρυμπομπιώτη, η οποία είναι ένα απ’ τα γλυκύτερα πλάσματα που έχω γνωρίσει- και πίστεψέ με, έχεις ανάγκη από ένα τέτοιο πλάσμα για να αντέξεις τόσες ώρες μπροστά σε ενα μόνιτορ ρυθμίζοντας ήχους, πόσο μάλλον αν είναι τόσο δημιουργικό άτομο και εξαιρετική επαγγελματίας όσο η Βάλια, που της στέλνω μεγάλη αγκαλιά.
Last but not least, ο Γιάννης Αγελαδόπουλος συντόνισε όλη τη φάση και έκανε το φανταστικό colour grading της ταινίας, και ο Γιώργος Φουκαράκης δημιούργησε τα visual effects ακριβώς όπως ήθελα· τόσο - όσο διακριτικά, ώστε να αποδώσουν ένα άγγιγμα μαγείας αυτού του κόσμου που υπάρχει μέσα κι έξω μας.
Πάμε στο στόρι, δώσε ένα τρεϊλεράκι σεναριακό με τους ρόλους των πρωταγωνιστών σου, όπως και την ιστορία τόσο του πάνω κόσμου όπου κατοικούν οι Θεοί, όσο και του κάτω γήινου κόσμου της Αθήνας, όπου παίζεται το παιχνίδι της μοίρας και της ζωής.
Θεοί - Άνθρωποι, η αέναη σύγκρουση/συνύπαρξη. Τέσσερις αρχαίοι Θεοί που δεν λατρεύονται πλέον, συναντιούνται έξω απ’ τον χωροχρόνο, στο Κενό, όπου φυσικά οι ίδιοι έχουν πρόσβαση, για να παίξουν ένα παιχνίδι ρόλων. Οι ίδιοι είναι οι παίκτες που δημιουργούν τους χαρακτήρες, αλλά με την χαρακτηριστική τους έπαρση δεν αναρωτιούνται καν ποιός είναι ο DM, ο αρχηγός του παιχνιδιού. Πρόκειται για δυο Θεούς από το αρχαιοελληνικό και Ρωμαϊκό Πάνθεον, τον Άρη και την Αφροδίτη, που συμβολίζουν τα δίπολα έρωτα- πολέμου και θηλυκότητας – αρρενωπότητας, την Áine, Βασίλισσας των Νεραϊδών και Θεά του Μεσοκαλόκαιρου, του Ήλιου και του Φεγγαριού, της Τρέλας και της Έμπνευσης, πού έρχεται από την οικογένεια θεοτήτων της Κέλτικης Ιρλανδίας “Tuatha Dé Danann” και τέλος τον Enlil, βασιλιά - Θεό της Μεσοποταμίας, αρχαιότερο απ’ όλους, ο οποίος έχει βιώσει στην Γη του τους περισσότερους πολέμους, αίμα και πόνο.
Αυτοί οι Θεοί λοιπόν, δημιουργούν τέσσερις αντίστοιχους χαρακτήρες: Η Áine δημιουργέ την Ιρλανδή vlogger Enya που κάνει Erasmus στην Αθήνα, ο Enlil τον Saif, πρόσφυγα από την εμπόλεμη ζώνη της Μέσης Ανατολής, η Αφροδίτη την Duende, δασκάλα φλαμένγκο με αστείρευτο πάθος, και ο Άρης τον Δήμο, αστυνομικό των ΜΑΤ με επιτυχίες στις γυναίκες και τις πολεμικές τέχνες. Ο Θεοί μέσω των χαρακτήρων τους αρχικά συγκρούονται μεταξύ τους, προσπαθώντας να επιβληθούν ο ένας στον άλλον, αφού στην ουσία οι Θεοί αποτελούν προσωποποίηση των Μεγάλων Ιδεών που συγκρούονται στο ασυνείδητο βασίλειο. Όμως κατά την διάρκεια του παιχνιδού αυτό που εντέλει ανακαλύπτουν είναι ότι οι χαρακτήρες τους δεν είναι απλά πιόνια τους, αλλά…(αλλά sorry, δεν θα σου πω και όλη την ταινία ^.^)
Μου άρεσε το πώς βγάζεις την Αθήνα! Μπορείς να μας «δείξεις» τα μέρη της δράσης;
Η Αθήνα είναι μια ονειρική πόλη. Επειδή έχω γυρίσει αρκετά και έχω ζήσει και σε άλλες Ευρωπαικές πόλεις, κατ’ εμέ δεν υπάρχει άλλη πόλη σαν την Αθήνα. Την λατρεύω, την έχω περπατήσει λίγο ως πολύ σε όλα της τα προάστεια και αυτό που ήθελα να αναδείξω μέσα στην ταινία μου είναι ότι υπάρχουν γωνιές της πόλης που βγάζουν χαλαρά αυτήν την «αμερικανιά» αν θες, αυτή την ωραία, την ποιοτική αμερικανιά με τα κλασικά μπαράκια που μπορείς να πιείς το ποτό σου σε μεγάλες ξύλινες μπάρες, όπου μπορεί να εκτυλιχθούν ειδύλλια κινηματογραφικού βεληνεκούς, όπως στις ταινίες του Scorsese.
Ήθελα όμως να δείξω και μια πλευρά της Αθήνας πιο γοητευτική, όπως αυτά τα μαγικά σημεία στο Θησείο όπου συναντιούνται το αρχαίο κάλλος με την σύγχρονη εποχή· εκείνο το ζωντανό σκηνικό που η Disney προσπάθησε να αποδώσει σχεδιαστικά στο animation «Ο Ηρακλής πέρα απ’ τον μύθο», με τα κυπαρίσσια που ρίχνουν τις σκιές τους πάνω στους πλακόστρωτους δρόμους, τις αρχαίες κολώνες κάτω από τα φώτα της νύχτας, την υποφωτισμένη πόλη και την ιδέα του Παρθενώνα οριακά στον χώρο, που υποβόσκει ακόμα και στα σημεία που δεν τον βλέπεις.
Ένα άλλο κομμάτι της Αθήνας που ήθελα να δείξω, είναι αυτό που βρίσκεται σε μια διαρκή «εμπόλεμη» κατάσταση, όπως και άλλες πόλεις του κόσμου αυτή τη στιγμή, αφού ζούμε σε μια ζοφερή και καταπιεστική κοινωνία και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα επαναστατούν εναντίον της. Είναι ένας πόλεμος που ανέκαθεν συνυπάρχει με την νεότητα, την αγάπη για ελευθερία, την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο και κυρίως με την αναζήτηση της Ουτοπίας. Υπάρχουν στα γυρίσματα εικόνες που φέρνουν στο μυαλό Εξάρχεια -χωρίς φυσικά να έχουμε κάνει γυρίσματα εκεί- αλλά ήθελα να δώσω κάτι από αυτόν τον παλμό της μάχης - ότι δηλαδή η πόλη μας έχει αν θες και κάτι από το άγγιγμα του Θεού Άρη, κι αυτό έχει την σημειολογία του.
Αυτό που σίγουρα θέλησα να τονίσω είναι το multicultural στοιχείο που δεσπόζει σε μια τόσο παλιά πόλη όσο η Αθήνα, μια πόλη κομβική ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς που πέρασαν δια μέσω των αιώνων. Το flamenco, η Frida Kahlo, όλη η αισθητική που δίνεται μέσα από την σχολή χορού και την Duende, είναι μια πολιτισμική δήλωση που θέλει να πει πως η Αθήνα είναι μια πόλη της Ευρώπης και του κόσμου, μια πόλη συνυφασμένη με όλη την ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν ήθελα να δώσω ένα στίγμα ελληνικότητας, αφού πιστεύω πως αν υπάρχει μια χώρα που μπορεί να αποδείξει ότι οι πολιτισμοί διακλαδώνονται αέναα μέσα στους αιώνες, αυτή είναι η Ελλάδα: η χώρα που ενώνει τρεις ηπείρους.
Τρανς κουκλάρα καθηγήτρια χορού, μπάτσος που την ερωτεύεται, μετανάστες υπό καθεστώς κινδύνου αλλά και νοσταλγίας για μια πατρίδα που χάθηκε και μια νέα που δεν έρχεται. Έλληνες, «ξένοι», φλαμένγκο, έρωτας, μια Ιρλανδή Vloger που θεωρεί πως μπορεί να καταγράψει τα πάντα με μια κάμερα, συμπόνοια, δακρυγόνα, κοινωνικός ρατσισμός, στερεοτυπικά περί φύλου αλλά και μια πολύ ανθρώπινη και ψύχραιμα γλυκιά ματιά στο μπέρδεμα που φέρνουν τα ανταμώματα των «διαφορετικών» ανθρώπων στην εύφλεκτη πόλη του σήμερα: τα είπα καλά; Αλλά και μήπως να μας πεις περισσότερα για αυτό που ήθελες να πεις, ειδικά από την πλευρά των «Θεών» που ορίζουν και το παιχνίδι-φιλμ;
Δεν μπορούσες να τα πεις καλύτερα! Βασικά, επι της ουσίας, τα έχει πει όλα τέλεια και σ’ ευχαριστώ. Οι Θεοί, όπως είπα και πριν, συμβολίζουν τις Μεγάλες Ιδέες. Συγκεκριμένα η Αφροδίτη σ’ αυτή την ταινία -γιατί γενικά πρόκειται για μια τεράστια, αλχημική Θεότητα, από τις πιο σημαντικές σε όλες τις θρησκείες του κόσμου-, αλλά το κομμάτι της που βλέπουμε στα καθ’ ημάς, είναι αυτό της θηλυκότητας και του Έρωτα - ως μέσον ανάπτυξης του Εγώ. Έτσι η Αφροδίτη, θέλοντας η ενέργειά της να υπερισχύσει στον χώρο του παιχνιδιού και αντίστοιχα στην Αθήνα του σήμερα που είναι το σκηνικό του, δημιουργεί την Duende για να παγιδεύσει αρχικά τον Άρη και στη συνέχεια να αποδείξει ότι η θηλυκότητα μέσα από οποιοδήποτε δοχείο μπορεί να γεννήσει τον έρωτα, να κατακτήσει και να ελέγξει τον κόσμο, μπορεί δηλαδή να τον έλξει βαρυτικά προς όποια κατεύθυνση επιθυμεί. Η δύναμη της Αφροδίτης είναι η δύναμη της βαρύτητας που κρατά τον κόσμο ενωμένο. Από την άλλη έχουμε σε αντιδιαστολή τον Άρη, που είναι ο Θεός του Πολέμου, αλλά είναι και ο Θεός της αρρενωπότητας. Από το όνομά του πηγάζουν οι λέξεις άρρεν και αρετή που στην αρχαιότητα σήμαινε την πολεμική δεινότητα, το θάρρος και την ανδρεία. Επίσης ο άριστος παραπέμπει στον Άρη, δηλαδή ο προύχων, ο κοινωνικά ανώτερος. Άρα η έννοια της αρρενωπότητας είναι συνυφασμένη με την έννοια της Πολιτείας της πατριαρχίας, και ο Άρης στην ταινία μου συμβολίζει ακριβώς την πατριαρχία και την εξουσία που παρέχει αυτή μέσα από τις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά και την φυσική δύναμη. Έτσι, δημιουργεί τον Δήμο, έναν ΜΑΤατζή, έναν δυνατό άνδρα εξουσίας που δείχνει να είναι κομπλέ με τη ζωή του, μέχρι να πέσει στον ιστό της Αφροδίτης και να ανατραπούν τα πάντα στην κανονικότητά του καθώς ερωτεύεται μια τρανς γυναίκα. Αλλά μπροστά στον έρωτα δεν υπάρχει κανένας ισχυρότερος· ούτε καν ο Άρης δεν μπορεί να επιβάλει την θέλησή του.
Έχουμε όμως και άλλο ένα δίπολο στο παιχνίδι αυτό. Από την μια μεριά την αιθέρια Áine, Θεά της τρέλας και της έμπνευσης, η οποία ως Βασίλισσα των Νεραιδών- όπως λέει η Κέλτικη παράδοση- μπορεί να φέρει από την υλική στην αιθερική διάσταση οτιδήποτε της φαίνεται ευχάριστο. Σαν μια άλλη Τιτάνια στο «Όνειρο Θερινής Νύχτας» που έκλεψε ένα νεαρό αγόρι και ήθελε να το κρατήσει για τον εαυτό της, οι νεράιδες αρέσκονται να κλέβουν παιδιά των ανθρώπων, αφήνοντας στην θέση τους τα λεγόμενα changelings. Παραλληλίζω λοιπόν στην ταινία το βασίλειο των Νεραιδών με το βασίλειο του Διαδικτύου και τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να κλέβουν στιγμές από την ζωή, από την ευρύτερη ζωή των άλλων, για να γίνουν οι ίδιοι, -αν μπορεί να το πει κανείς αλληγορικά- «ανώτεροι» μέσω των views στο βασίλειο αυτό. Από την άλλη έχουμε τον Enlil - μια πλήρη αντιστροφή· έναν Θεό συνδεδεμένο με την καταιγίδα, τη Γη και τις ρίζες της, έναν πανάρχαιο Θεό-Βασιλιά που λατρεύτηκε στην Βαβυλώνα στην αυγή του ανθρώπινου πολιτισμού, σε έναν τόπο που από τότε βρίσκεται συνεχώς στον αναβρασμό του πολέμου και του θανάτου, έναν τόπο που όλοι τον ποθούν και είναι έτοιμοι να αλληλοεξοντωθούν για να τον κατακτήσουν. Πρόκειται για έναν Θεό οργισμένο και κουρασμένο από την ανθρωπότητα, έναν Θεό-Τιμωρό, ο οποίος δημιουργεί ως χαρακτήρα τον Saif, έναν πρόσφυγα ο οποίος αν και τα έχει χάσει όλα, κρατάει ζωντανή την μνήμη της γης του. Η μνήμη, ο μεγαλύτερος θησαυρός του ξεριζωμένου, που μέσα από τα τραγούδια, της μουσικές, τις ιστορίες της γης του, τα νανουρίσματα της μάνας του και τα παραμύθια της γιαγιάς του, συντηρεί την αίσθηση του εαυτού του. Και αυτός που συντηρεί αυτή την αίσθηση είναι εν δυνάμει ο πιο επικίνδυνος και ταυτόχρονα ο πιο ισχυρός άνθρωπος, αφού μπορεί να τα ξαναχτίσει όλα απ’ την αρχή, να γίνει από αγρότης βασιλιάς μέσα σε μια στιγμή. Μόνο όποιος το χάσει αυτό χάνει και κάθε ελπίδα να ξαναχτίσει έναν ισχυρό λαό. Ο Enlil θέλει να κρατήσει όλα αυτά τα στοιχεία κλειδωμένα μέσα στον Saif· κυρίως την μουσική την οποία κουβαλάει από την πατρίδα του. Όμως εδώ παρεμβάλλεται ένας χαρακτήρας που έχει δημιουργήσει ο αφηγητής και αρχηγός του παιχνιδιού (DM), η Leila, η μικρή αδελφή του Saif. Ο DM, εκπροσωπεί την δύναμη της Ανάγκης με την αρχαία της έννοια, μια κοσμική ενέργεια ανώτερη από αυτή των Θεών (θυμήσου την αρχαιοελληνική ρήση «Ανάγκα και Θεοί πείθονται»), την σπερματική ουσία που γεννά το Σύμπαν, την Ύπαρξη και το Χάος. Η Leila, το πρόσωπο-κλειδί στα χέρια της Ανάγκης, αντί να αφήσει τους Θεούς να αλληλοσυγκρουστούν με την ησυχία τους, θα βοηθήσει τους ανθρώπους να απελευθερωθούν από τις Μεγάλες Ιδέες ως στερεότυπα και … μισό λεπτό, μισό λεπτό! Πάλι μου ζητάς να σου πω το τέλος του έργου;
Λίγο πριν αρχίσει η «προβολή» της ταινίας σου: πώς θέλεις να τη δει ο θεατής; Και μήπως να τον εφοδίαζες, προετοίμαζες, με περισσότερα keywords; Και, γιατί όχι, με κάποιες σκηνές που πρέπει να δώσει βάση και γιατί;
Σίγουρα ο θεατής πρέπει να δώσει προσοχή στην αρχή της ταινίας στην οποία η Ανάγκη (που είναι και ο DM!) εξηγεί τους κανόνες του παιχνιδιού, αφού αν κάποιος δεν είναι εξοικειωμένος με τα παιχνίδια ρόλων και αφαιρεθεί στην αρχική σκηνή ίσως αργότερα δυσκολευτεί να κατανοήσει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ Θεών-παικτών και Ανθρώπων-χαρακτήρων ή ποιος είναι ο ρόλος του αφηγητή της ιστορίας σε ένα παιχνίδι όπως αυτό. Από εκεί και πέρα, επειδή το “Role Play: the movie” είναι μια ταινία που διαρκεί μισή ώρα αλλά θα μπορούσε -καθώς οι θεματολογίες που μπλέκονται είναι πολλές- να είναι άνετα ταινία μεγάλου μήκους ή ακόμα και σειρά του Netflix, όσες φορές την δει κανείς τόσο πιο πολλά θα ανακαλύψει. Οι λέξεις -κλειδιά είναι Έρωτας και Πόλεμος, αλλά και Ιστορία ή ιστορίες- όλες οι διαφορετικές ιστορίες των ανθρώπων, οι αφηγήσεις και κατά πόσον πρέπει να μοιράζονται ή να διαφυλάττονται και να συγκρατούν την προσωπική ή και εθνική μνήμη του καθενός, όπως και οι μουσικές, ο χορός, οι παραδόσεις, και η διάδραση που τα ενώνει έναν κοινό καμβά. Και πού βρίσκεται η συγκολλητική ουσία ανάμεσα σε όλα αυτά.
Επειδή λοιπόν, όλες οι ουσίες Θεών και Ανθρώπων αναδύονται μέσα από έναν διαρκή βομβαρδισμό πληροφοριών στον σύντομο χρόνο που εξελίσσεται η ταινία, πολλά μηνύματά της ίσως αποκωδικοποιούνται μέσα απ’ τα βιώματα του καθενός και κατά πόσον ενδόμυχα βιώνει την επαφή με τον κάθε Θεό ή τον Χαρακτήρα του.
Το βιογραφικό σου με όσες λέξεις θέλεις κι όχι μόνο τα στερεοτυπικά με ημερομηνίες και τίτλους σπουδών αλλά και παραπέρα-παραμέσα, πιο εσωτερικά, πιο «θέλω» και «θα ήθελα»…
Δεν ξέρω πως ακριβώς μπορώ να πω προφορικά το βιογραφικό μου, γι’ αυτό θα αναφερθώ σε ό,τι μπορώ να θεωρήσω σχετικό για μένα και το πως αποφάσισα να κάνω σινεμά. Η όλη φάση ξεκινάει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από τότε που ήμουν ένα μωρό που λάτρευε τις ιστορίες· λάτρευα να μου αφηγούνται ιστορίες, να μου διαβάζουν παραμύθια, να μου διαβάζουν μυθολογία με τις ώρες· κυρίως λάτρευα τις ιστορίες με μάγισσες· οι μάγισσες ήταν το trademark της ζωής μου- όπου πήγαιναν ταξίδια οι γονείς μου το μόνο που τους ζητούσα να μου φέρουν ήταν μπαστούνια για να τα χρησιμοποιώ ως μαγικά ραβδιά ή σκήπτρα, έχω πλέον συλλογή.
Από πολύ νωρίς το σινεμά μπήκε στη ζωή μου μέσω του animation, το οποίο ακόμα λατρεύω αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον το ίδιο με τις ταινίες μυθοπλασίας. Η πρώτη ταινία που κυριολεκτικά με άγγιξε με τη μαγεία της, ήταν το ”Snow White & the 7 dwarfs”, η Χιονάτη της Disney και ο χαρακτήρας που θυμάμαι να ταυτίζομαι απολύτως ήταν αυτός της Evil Queen, την κακιάς μάγισσας- μητριάς. Ποτέ μου δεν ταυτίστηκα με ευγενικούς πρίγκιπες ή πριγκίπισσες ή τον καλό χαρακτήρα από κάποια ταινία· πάντα οι κακές μάγισσες με συγκινούσαν, με πρώτη Εκείνη, της οποίας θυμάμαι να αναπαράγω τις ατάκες και τις κινήσεις σαν υπνωτισμένο πλάσμα, από τότε που ήμουν πεντάχρονο. Πάντα εύρισκα κάτι πολύ ρομαντικό μέσα στο σκοτεινό του χαρακτήρα της και μέσα μου την δικαιολογούσα για ότι έκανε· ήταν η σκοτεινή πλευρά, που τα παιδικά μου μάτια έβλεπαν μέσα σε όλους μας.
Τα animation και ακολούθως το σινεμά του φανταστικού, μπήκαν στη ζωή μου για τα καλά· το ίδιο και τα κόμικς, οι μύθοι και οι μυθολογίες των λαών. Επίσης πάντα μου άρεσε η ιστορία και η λογοτεχνία, άλλωστε το σπίτι μου ήταν η σπηλιά του Αλλαντίν από βιβλία· ό,τι βιβλίο ζητούσα το είχα την άλλη μέρα. Στο λύκειο, όταν άρχισα να ψάχνομαι για σπουδές, ξεκίνησα να κοιτάζω την Σχολή Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Την ίδια εποχή ήμουν «ιέρεια» του Lord of the Rings· το Lord of the Rings είναι για μένα πολύ περισσότερο από μια ταινία ή μια σειρά βιβλίων, ένιωθα ότι περιείχε τις απαντήσεις για την προσωπική μου αλήθεια, σαν ένα είδος φώτισης, και τότε σκέφτηκα, ναι! θέλω να κάνω κι εγώ αυτό που κάνει ο Peter Jackson. Ήθελα να αποκτήσω την ικανότητα να αποτυπώσω σε εικόνες τέτοιες ιστορίες, να τους δώσω σάρκα και οστά, κάποιες που είχα διαβάσει και κάποιες άλλες που είχα εγώ μέσα μου, αφού από μικρό παιδί έπαιζα ώρες ατέλειωτες με παρέα τον εαυτό μου φανταστικά παιχνίδια. Τότε φυσικά είχα πλήρη άγνοια κινδύνου για το τι μπορεί να σημαίνει «κάνω ταινία», για το τεράστιο κομμάτι της παραγωγής και των γυρισμάτων, αν και τελικά ακόμα κι όταν μπήκα σ’ αυτό και άρχισα να το μαθαίνω, με μάγεψε ακόμα περισσότερο.
Για να μην τα πολυλογώ κάποια στιγμή έπρεπε να επιλέξω αν θα μείνω στην Ελλάδα ή θα πάω έξω για σπουδές -την Θεσσαλονίκη την απορρίψαμε για διάφορους λόγους- αλλά το εξωτερικό ποτέ δεν με γοήτευσε, αγαπάω υπερβολικά την Ελλάδα και τους φίλους μου για να πάρω τέτοια απόφαση, ιδίως σ’ εκείνη την ηλικία. Έτσι αποφάσισα να μπω αρχικά στην Σχολή Θεατρικών σπουδών στη Αθήνα (Καποδιστριακό), και στη συνέχεια να κάνω έξω ένα μεταπτυχιακό στον κινηματογράφο. Όταν μπήκα στην θεατρολογία στην αρχή είχα την τάση να την σνομπάρω, αλλά στη συνέχεια μου έδωσε πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούσα να φανταστώ· ήταν μια εξαιρετική σχολή με διαπρεπείς καθηγητές, ένα από τα καλύτερα σχολεία που με διαμόρφωσαν. Την πτυχιακή μου εργασία μάλιστα την έκανα με την Εύα Στεφανή, την καθηγήτρια και σκηνοθέτη της καρδιάς μου, την οποία ευχαριστώ για όλα. Στη συνέχεια λοιπόν, στόχευσα σε ένα μεταπτυχιακό τμήμα film making στο Λονδίνο, για το οποίο, ανάμεσα στα άλλα, έπρεπε να παρουσιάσω και μια ταινία μικρού μήκους. Μπήκα στο μεταπτυχιακό, βγήκα απ’ το μεταπτυχιακό και τελικά, αυτό που με άγγιξε λιγότερο -αν και πήρα πολλά πράγματα από πολλές μεριές- ήταν το μεταπτυχιακό… Πολύ μεγαλύτερο σχολείο ήταν η ίδια η ταινία που έκανα για με οδηγήσει σε αυτό. Μέσα από τα γυρίσματα ανακάλυψα τους κανόνες που διέπουν το σινεμά και είδα ότι στην πράξη, δουλεύοντας με ανθρώπους που αγαπώ και εκτιμώ, με τους φίλου μου και τη «φάση» μου χωρίς να τη βάζω σε καλούπια, μάθαινα πολύ περισσότερα και δημιουργούσα πολύ πιο ελεύθερα.
Πριν φτάσω στα γυρίσματα της ταινίας, πέρασα διάφορες φάσεις. Στην διάρκεια του πανεπιστημίου, πήγα για Erasmus στο Brno της Τσεχίας, μια life-changing εμπειρία για μένα, αφού εκεί εκτός του ότι γνώρισα πολλούς ανθρώπους κι έκανα φίλους, ανακάλυψα την δική μου, πολύ προσωπική πίστη, το spirituality, που έδωσε απάντηση σε πολλά μου υπαρξιακά: Το Goddess spirituality. Μια παγκόσμια πνευματικότητα γύρω από μια θηλυκή μορφή divinity, που είναι τεράστια ιστορία για να την αναλύσω τώρα, η οποία όμως έχει καθορίσει τη ζωή μου. Κάπως έτσι, σταδιακά, ανακάλυπτα τον εαυτό μου…
Πολλά από τα στοιχεία που αφορούν τον εαυτό μου, αποτυπώνονται στην ταινία μου. Για παράδειγμα, το κομμάτι της Duende και του trans femininity είναι κάτι που με αφορά σε προσωπικό επίπεδο. Ανήκω στο queer κίνημα και το femininity είναι από τα πιο καθοριστικά στοιχεία της ύπαρξής μου.
Πέρα αυτού όμως, το κομμάτι των ιστοριών και του τι σημαίνουν για την μνήμη μας όπως στην περίπτωση του Saif ή το τι σημαίνει να τις κλέβεις και να τις κάνεις spread όπως κάνει η Enya, είναι κάτι ακόμα που με απασχολεί βαθιά και σε προσωπικό επίπεδο: Για μένα, ως σκηνοθέτης, το να μοιραστώ αυτές στις ιστορίες μπορεί να είναι ο στόχος μου, αλλά από την άλλη, επειδή άπτονται σε κάτι πολύ προσωπικό, πάντα με φοβίζει η έκθεση· αυτές οι ιστορίες καθορίζουν αυτό που είμαι κι αν κάποιος τις απορρίψει, είναι σαν να απορρίπτει το πιο βαθύ και πιο σημαντικό κομμάτι του εαυτού μου.
Μέσα στην ταινία μου εμφανίζονται και πολλές γυναίκες: είναι οι φίλες μου, είναι το Coven of Witches μου, χωρίς αυτό δεν είμαι εγώ. Επίσης η ταινία φτιάχτηκε με το υλικό της απέραντης αγάπης από την οικογένειά μου, που με στηρίζει στα πάντα και χωρίς αυτήν την στήριξη δεν θα μπορούσα να έχω κάνει τίποτα απ’ όλα αυτά.
Θέλω να πω εν κατακλείδι, ότι το βιογραφικό μου απεικονίζεται λίγο ως πολύ στην ταινία μου. Η ταινία μου διέπεται από μεγάλη θεατρικότητα, και το θέατρο - χωρίς να το περιμένω, έχει γίνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι μου· το ανακάλυψα μεγαλώνοντας και το έχω αγαπήσει το ίδιο με το σινεμά και δεν θα ασχολούμουν εύκολα με αυτό από σεβασμό, όχι από αδιαφορία.
Η αγάπη μου για το film making φαίνεται επίσης από το ότι έχω επιλέξει να φτιάξω και έναν χαρακτήρα που πιάνει την κάμερα και προσπαθεί να πει ιστορίες μέσα απ’ αυτήν. Επίσης, η αγάπη μου για τις μυθολογίες του κόσμου, με τις Θεότητες, τις νεράιδες και όλη την παγκόσμια μαγεία - όλα βρίσκονται εκεί. Οπότε αν θες να μάθεις ποιος/α/τι στα αλήθεια είμαι, μπορείς απλά να δεις την ταινία μου!
Ολόκληρη η ταινία, εδώ
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Στο πλευρό του θα βρίσκεται ο Μπάρι Κιόγκαν στο ρόλο του Ρίνγκο Σταρ
Όλα είναι εκεί: τα καλά και τα κακά του Στέλιου Καζαντζίδη, που θίγονται σε ακριβοδίκαιες δόσεις, με μια λέξη, ένα βλέμμα, έναν υπαινιγμό
Ήταν έτοιμη να αποχωρήσει από τον κινηματογράφο και τώρα είναι υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα
Οι Ρέιφ Φάινς και Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον έρχονται αντιμέτωποι με ορδές από ζόμπι
Ο 43χρονος ηθοποιός αναμένεται να εμφανιστεί στο επερχόμενο «Avengers: Doomsday»
Στις 16 Δεκεμβρίου στο Studio New Star Art Cinema
Στο πλευρό των Σιγκούρνεϊ Γουίβερ και Πέδρο Πασκάλ για την επόμενη ταινία Star Wars
Τι μας είπε η πρωταγωνίστρια του βραβευμένου στις Κάννες «Grand Tour», λίγο πριν έρθει στην Αθήνα ως επίσημη καλεσμένη του 13ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου
«Δεν θυμάμαι 20 ημέρες», περιέγραψε ο ηθοποιός στο σόου του Netflix, «What Had Happened Was»
Η ταινία που βγήκε στην μεγάλη οθόνη το 2003
Κάτι μικρό, αλλά πανέμορφο, πριν τη νέα του ταινία Bugonia
Το πολυαναμενόμενο sequel τρόμου καταφθάνει επιτέλους, μετά από 17 ολόκληρα χρόνια
Οι νικητές θα επιλεγούν από 334 δημοσιογράφους
Χαρακτηρίστηκε «απαράδεκτη» - Η αντίδραση της ηθοποιού
Σύντομα στους κινηματογράφους
Έφυγε με 5 βραβεία - ανάμεσά τους κι αυτό της Καλύτερης Ευρωπαϊκής ταινίας 2024
Είδα και εγώ την πολυσυζητημένη ταινία με την Αντζελίνα Τζολί
Η τεχνητή νοημοσύνη θα είναι το θέμα της νέας ταινίας του 43χρονου σταρ
Τα αριστουργήματα του σκηνοθέτη σε ψηφιακά αποκατεστημένες κόπιες - Το πρόγραμμα προβολών
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.