Γιώργης Γερόλυμπος | Μαστιχοχώρι, Καλαμωτή της Χίου
Γιώργης Γερόλυμπος | Μαστιχοχώρι, Καλαμωτή της Χίου
Φωτογραφια

Ο Γιώργης Γερόλυμπος φωτογραφίζει το μαστιχοχώρι Καλαμωτή της Χίου

Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 980
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Γιώργης Γερόλυμπος: Το φωτογραφικό άλμπουμ που ανοίγει μια ουσιαστική συζήτηση για τους ιστορικούς οικισμούς

Ο αρχιτέκτονας και φωτογράφος Γιώργης Γερόλυμπος, με μια μοναδική ματιά γοητευμένη από το φως και τις σκιές του τόπου και των δέντρων, στράφηκε στην περίπτωση του μεσαιωνικού χωριού Καλαμωτή της Χίου, ένα σημαντικό μαστιχοχώρι του νησιού. Το έργο του, που αποτελεί μια αποτύπωση του παραδείγματος της Καλαμωτής, έχει ως στόχο να αναδείξει τον τοπικό χαρακτήρα και την αρχιτεκτονική οργάνωση του οικισμού.

Η φωτογράφιση αυτή οδήγησε στην έκδοση του άλμπουμ, το οποίο, όπως αναφέρεται, φιλοδοξεί να αποτελέσει αφορμή για μια «ουσιαστική συζήτηση» σχετικά με την «αισθητική των ιστορικών οικισμών» και τη διαχείριση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς στον 21ο αιώνα.

Μέσα από τον φακό του, ο Γιώργης Γερόλυμπος αποκαλύπτει ένα χωριό «ειλικρινές, ξεκάθαρο και διαυγές», που το αντικρίζει με μια γλυκιά νοσταλγία του παρελθόντος. Οι φωτογραφίες του εστιάζουν στις διαφορετικές πτυχές του τόπου, φέρνοντας στο προσκήνιο τόσο την αμυντική και «οργανική» δομή όσο και την εσωτερική του ζωή. Ο φακός προσεγγίζει με τρυφερότητα την πέτρα στα στενά δρομάκια, τον κόπο που φαίνεται ολοκάθαρα πως χρειάστηκε για να «μαλακώσει αυτός ο σκληρός τόπος». Ταυτόχρονα, αποτυπώνει με τρυφερότητα το ανθρώπινο στοιχείο, εστιάζοντας στους διαφορετικούς κατοίκους (μόνιμους, εποχιακούς, ξένους) που αγαπούν τον τόπο τους. Τέλος, δίνει έμφαση στη φύση του μαστιχοχωριού, με την κάμερά του να αναζητά τον «κρυφό σκιασμένο κόσμο» που σχηματίζουν τα χαμηλά, δαιδαλώδη μαστιχόδεντρα.

Η έκθεση φωτογραφίας, με αφορμή το project «Καλαμωτή» έχει ήδη ανοίξει και παρουσιάζεται στο Ίδρυμα Παναγιώτη & Έφης Μιχελή (έως τις 22 Δεκεμβρίου). Αυτό το όμορφο, κομψό και πυκνό βιβλίο/άλμπουμ αποτέλεσε την αφετηρία για τη συνέντευξή μας με τον δημιουργό.

Η Καλαμωτή της Χίου μέσα από τον φακό του Γιώργη Γερόλυμπου

— Πείτε μου τι κείμενα και φωτογραφίες περιλαμβάνονται σε αυτό το άλμπουμ; Πώς γεννήθηκε και πώς πραγματοποιήθηκε;

Το βιβλίο αποτελείται από δύο κείμενα και μια φωτογραφική ενότητα που χωρίζεται σε τέσσερα ισότιμα κεφάλαια. Το κυρίως κείμενο είναι του αρχιτέκτονα Μανώλη Βουρνού και αναλύει την ιστορική διαδρομή της Καλαμωτής, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, καταθέτοντας προτάσεις για το μέλλον του οικισμού. Το δεύτερο, μικρότερο κείμενο υπογράφεται από εμένα και λειτουργεί ως επίλογος του βιβλίου. Η φωτογραφική ενότητα προσεγγίζει το χωριό από τέσσερις πλευρές: την εικόνα των δρόμων του οικισμού, τη θέα του από ψηλά, τα πρόσωπα των κατοίκων του, και τα δένδρα μαστίχας που αποτελεί τη βασική παραγωγή του.

— Τι είναι η Καλαμωτή για τη Χίο και τι για εσάς προσωπικά;

Η Καλαμωτή είναι ένα από τα πλέον σημαντικά Μαστιχοχώρια λόγω αρκετών παραγόντων. Αποτελούσε πάντοτε ένα προβεβλημένο χωριό του συγκροτήματος και διοικητικό κέντρο του, έχοντας δημοτικό σχολείο και υπηρεσίες και προσελκύοντας νέο πληθυσμό τόσο από κοντινές χώρες, όπως η Αλβανία, όσο και από μακρινές, όπως αρκετές της κεντρικής Ευρώπης. Η θέση της στο νησί είχε πάντοτε μεγάλη σημασία. Για μένα είναι πλέον ένας οικείος τόπος, αρκετά τρυφερός, που μου ανοίχτηκε και μου επέτρεψε να τον ερμηνεύσω. Οι άνθρωποί του με καλωσόρισαν αμέσως χωρίς περιστροφές, μου άνοιξαν τους δρόμους για να προσεγγίσω τόσο τους ίδιους όσο και τον τόπο γενικότερα, παρέχοντας κάθε βοήθεια και συμβουλή. Η Καλαμωτή, πλέον, είναι ένας τόπος που έχω μέσα μου, διαρκώς μαζί μου.

— Ως αρχιτέκτονας και φωτογράφος, πώς χρησιμοποιείτε τη νοσταλγία ως κινητήριο δύναμη στο έργο σας και με ποιους τεχνικούς ή αισθητικούς τρόπους επιδιώκετε να αποτυπώσετε τη διαχρονική σύνδεση του τόπου με την εξέλιξή του;

Είχα την ευκαιρία να σημειώσω στο παρελθόν ότι ο καλύτερος ορισμός τού τι είναι φωτογραφία ενός τόπου έχει δοθεί από τον περίφημο Αμερικανό φωτογράφο Ρόμπερτ Άνταμς, που είπε ότι «η φωτογραφία μάς μεταφέρει τρεις ποιότητες: γεωγραφία, αυτοβιογραφία και μεταφορά. Αυτό που ο φωτογράφος προσπαθεί, παραδοσιακά, να κάνει είναι να συλλάβει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον σε μία φωτογραφία». Θεωρώ ότι αυτός είναι ο πλέον ενδιαφέρων τρόπος να χειριστεί κανείς τη νοσταλγία, όχι ως θλιβερή ανάμνηση ενός τόπου, αλλά ως κινητήριο δύναμη για τη διαχείριση και διαιώνισή του.

Με άλλα λόγια, πρόθεσή μου πάντα είναι η αποφυγή της μεμψιμοιρίας πάνω σε έναν τόπο που οδύρεται για το ένδοξο παρελθόν του συγκρίνοντάς το με το παρόν του και η κατάκτηση της εμπιστοσύνης των ανθρώπων του. Επιχείρησα να κοιτάξω φωτογραφικά την Καλαμωτή ως τόπο που σε προσελκύει με τις ποιότητές του και όχι με τα ερείπιά του και ταυτόχρονα με το άνοιγμα των κατοίκων προς τον φακό ενός επισκέπτη που επιθυμεί να τους κοιτάξει με ευθύτητα, χωρίς να βελτιώνει ή να αποκρύπτει την πραγματικότητά του.

— Δεδομένου ότι η Καλαμωτή είναι μοναδικό παράδειγμα διαχείρισης πολιτισμικής κληρονομιάς, πιστεύετε ότι η φωτογραφική τέχνη έχει ενεργό κοινωνικό ρόλο στο να προκαλέσει μια «ουσιαστική συζήτηση» για την «αισθητική των ιστορικών οικισμών»;

Απολύτως, και με επιχειρήματα και σημαντικά ιστορικά προηγούμενα που πηγαίνουν πίσω έναν αιώνα και πλέον. Η φωτογραφία, από την εμφάνισή της το 1839, λειτούργησε ακριβώς ως μέσο διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, και μάλιστα στη μεγαλύτερη δυνατή κλίμακα, με τις φωτογραφικές αποστολές της Mission Héliographique, το 1851, για τη φωτογράφηση ορόσημων και μνημείων γύρω από τη Γαλλία, ώστε να μπορέσουν να αποκατασταθούν, και τις Geographical Surveys West of the 100th Meridian του 1870 για την καταγραφή της Αμερικανικής Δύσης. Πολύ πιο πρόσφατα, τη δεκαετία του 1980, η Γαλλική κυβέρνηση δημιούργησε ένα πρόγραμμα, το περίφημο DATAR (Délégation interministérielle à l’Aménagement duTerritoire et à l’Attractivité Régionale), που προσπάθησε να αποκαταστήσει/αναδείξει τη σημασία των πόλεων και τοπίων της γαλλικής επαρχίας στέλνοντας φωτογράφους να δημιουργήσουν εικαστικές ενότητες με θέμα τα γαλλικά τοπία και οικισμούς.

Η φωτογραφία είναι πάντοτε παρούσα στη συνεχιζόμενη συζήτηση περί όχι μόνο αισθητικής αποτίμησης, αλλά ακόμα περισσότερο επιβίωσης και ιστορικής συνέχειας, ενός οικισμού και τοπίου, προσφέροντας σημαντικότατα εργαλεία απάντησης στις προκλήσεις που αυτά αντιμετωπίζουν.

— Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στο να αποτυπώσετε φωτογραφικά την «οργανική» και αμυντική δομή της Καλαμωτής;

Στο τεχνικό και αισθητικό επίπεδο, η προσέγγιση που ακολουθώ είναι ήπια και ελπίζω διακριτική, σε μια προσπάθεια αποφυγής της ωραιοποίησης και της υπερβολής. Για να αποδώσεις τιμή σε έναν τόπο, χωριό ή τοπίο, δεν χρειάζεται να το εξωραΐσεις, αρκεί να το κοιτάξεις προσεκτικά και τίμια. Τι σημαίνει αυτό; Θα έλεγα ότι, όταν κανείς είναι αντιμέτωπος με ένα περιβάλλον τόσο κλειστό και εσωστρεφές, οφείλει να το αποκωδικοποιήσει χωρίς να το κακοποιήσει. Προσπαθείς να ανοίξεις ένα περίκλειστο «φρούριο» για να αποδώσεις στο κοινό τη σημασία και ποιότητά του, αποφεύγοντας να καταλύσεις την αμυντική του περίφραξη. Οι φωτογραφίες του βιβλίου κοιτούν το χωριό από ψηλά σε δίπτυχα, στη συνέχεια κοιτάζουν τους δρόμους του αριστερά και δεξιά, όπως γυρνά το βλέμμα του περιπατητή, προσεγγίζουν τους κατοίκους του με ευθύτητα και κλείνει με ολοσέλιδες εικόνες των δέντρων που το κράτησαν ζωντανό αιώνες τώρα.

— Με την ιδιότητά σας ως αρχιτέκτονα και φωτογράφου υπήρξαν στιγμές που η αρχιτεκτονική ματιά «πρόδωσε» την καλλιτεχνική ματιά ή, αντίθετα, την ενίσχυσε για να αποτυπώσει τις «διάφορες πτυχές» που σχετίζονται με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του τόπου;

Ισχυρίζομαι πάντοτε ότι η αρχιτεκτονική και η καλλιτεχνική ματιά αλληλοσυμπληρώνονται. Ο τρόπος που, τουλάχιστον εγώ, βλέπω την αρχιτεκτονική φωτογραφία και την αντίστοιχη καλλιτεχνική είναι ανάλογος της σχέσης όψης και κάτοψης στην αρχιτεκτονική διαδικασία, η μία ενημερώνει και εξηγεί την άλλη σε ένα διαρκές πηγαινέλα που θυμίζει έντονα τη βασική αρχή του μοντέρνου κινήματος Form follows function (η μορφή διαμορφώνεται από τη λειτουργία). Σε μια καταπληκτική διάλεξή της, η μεγάλη φωτογράφος Μαρκέτα Λουσκάτσοβα ρωτήθηκε από το κοινό αν σε μια φωτογραφία θεωρεί σημαντικότερη τη σύνθεσή της ή το περιεχόμενό της και απάντησε εν τη σοφία της ότι τα θεωρεί αλληλένδετα, καθώς «όσο πιο καθαρή η σύνθεση, τόσο πιο εύληπτο το περιεχόμενο».

— Το project σας για την Καλαμωτή γεννήθηκε μέσα από ένα μοναδικό βλέμμα, γοητευμένο από το φως και τη γλυκιά νοσταλγία του παρελθόντος. Εκτός από την προσωπική σας έμπνευση, πώς προέκυψε το περιεχόμενο του φωτογραφικού άλμπουμ; Ποιοι ακαδημαϊκοί ή αρχιτεκτονικοί εμπειρογνώμονες συνέβαλαν με τα κείμενά τους στη συνολική ανάγνωση και διαχείριση της πολιτισμικής κληρονομιάς του οικισμού;

Ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την ερώτηση. Στο φωτογραφικό βιβλίο της Καλαμωτής ακολουθήθηκε η εξής πορεία: Υπήρξε μεγάλη μου χαρά και τιμή να δεχτεί να γράψει για την ιστορική διαδρομή, τη σύγχρονη κοινωνική διαστρωμάτωση και τη μελλοντική εξέλιξη του οικισμού ο αρχιτέκτων Μανώλης Βουρνούς, Χιώτης, που εκτός από επιστήμων διατέλεσε δήμαρχος του νησιού στο εγγύς παρελθόν. Το κείμενο, που αποτελεί αυτόνομο και ισότιμο πρώτο τμήμα του δεύτερου, του φωτογραφικού, είναι γραμμένο από έναν συγγραφέα που όχι μόνο ανέλυσε την αποτύπωση της κατάστασης στο παρελθόν και το παρόν, αλλά προχώρησε στη διατύπωση πρότασης για το μέλλον.

Διευρύνοντας το πεδίο συζήτησης, τη μακρινή δεκαετία του 1970, στις αρχές της οποίας γεννήθηκε, κυκλοφόρησε ένα φωτογραφικό βιβλίο που έμελλε να με διαμορφώσει βαθύτατα όταν βρέθηκα να σπουδάζω φωτογραφία, δεκαετίες αργότερα. Το βιβλίο ήταν το «Park City» του περίφημου Λιούις Μπαλτς και απεικόνιζε τη δημιουργία ενός νέου οικισμού στη Γιούτα με εικαστικές φωτογραφίες ενός εργοταξίου – ένα είδος φωτογραφίας που ακολουθώ έκτοτε.

Η απίστευτη πρωτοτυπία αυτού του βιβλίου ήταν ότι ο Μπαλτς ζήτησε τη συνδρομή του συγγραφέα Γκας Μπλέιζντελ παραγγέλλοντάς του ένα κείμενο που θα αποτελούσε αυτόνομο έργο πάνω στο τοπίο και όχι ένα κείμενο που θα περιέγραφε τις φωτογραφίες που ακολουθούσαν. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός καταπληκτικού βιβλίου δύο ισότιμων αφηγήσεων για το ίδιο θέμα, μίας με λέξεις και μίας με εικόνες. Από εκεί, λοιπόν, αντλείται η έμπνευση της δομής και του δικού μας πονήματος.

— Μιλήστε μου για την ενότητα «Από ψηλά». Ξαφνικά αποκαλύπτεται η αυστηρή γεωμετρία ενός χώρου που από το έδαφος φαίνεται πυκνός και χαοτικός.

Πρέπει να παραδεχτώ ότι αυτή υπήρξε η πρώτη ενότητα που σκέφτηκα ότι οφείλει να συμπεριλαμβάνεται σε ένα τέτοιο βιβλίο για λόγους τόσο επιστημονικούς και εικαστικούς όσο και προσωπικούς. Ως προς το πρώτο κομμάτι, η θέαση ενός τόπου από ψηλά, η περίφημη 5η του όψη, αποτελεί μια σχετικά πρόσφατη προσθήκη στην εργαλειοθήκη της φωτογραφίας και, μετά την αρχική κατάχρησή της (όπως συμβαίνει με καθετί καινούργιο), βρίσκει πλέον τη θέση της, παρέχοντας σημαντικές πληροφορίες για έναν οικισμό ή κτίριο μεγάλης κλίμακας και πολυπλοκότητας, αποδίδοντας ταυτόχρονα εικαστικές εικόνες. Σε προσωπικό επίπεδο, επιθυμούσα τη συμπερίληψη της από ψηλά θέασης στο βιβλίο ως συνέχεια της δουλειάς που με καθιέρωσε στον χώρο, της θέασης του εργοταξίου του υπό κατασκευήν τότε Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, που έγινε με αναρριχήσεις στους πυργογερανούς. Κατά κάποιον τρόπο, η φωτογραφική κάτοψη έγινε για μένα κάτι σαν διακριτή υπογραφή.

— Πώς διαχειριστήκατε φωτογραφικά την αντίθεση ανάμεσα στις ιστορικές κατασκευές της Καλαμωτής και στις σύγχρονες προσθήκες (όπως οι μεταλλικές δοκοί), ώστε να αναδειχθεί ο διαχρονικός «τοπικός χαρακτήρας» του οικισμού;

Ακριβώς όπως το σημειώνετε, με έμφαση στον διαχρονικά τοπικό χαρακτήρα του οικισμού. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω τι εννοώ: η Καλαμωτή, στην πρώτη της μορφή δημιουργήθηκε τον 14ο αιώνα και έκτοτε έχει περάσει αρκετές και ιδιαίτερα διαφορετικές περιόδους στη μακραίωνη ιστορία της. Η μορφή της έχει αλλάξει, αλλά η βασική δομή της παραμένει ίδια, αποτελούμενη από πέτρινα σπίτια με μικρά ανοίγματα και αμυντική ρυμοτομία.

Ως εκ τούτου, οι σύγχρονες προσθήκες, οι μεταλλικές δοκοί, οι σκαλωσιές ή άλλα εφήμερα υλικά μόνο ως πρόσκαιρο σκηνικό μπορούν να ιδωθούν. Σήμερα είναι εκεί για να επιτελέσουν τον σκοπό τους, αύριο θα έχουν εξαφανιστεί, ως διαρκώς μεταβαλλόμενη θεατρική σκηνή. Η προσπάθειά μου ήταν να τα εντάξω στην εικόνα του χωριού αποδεχόμενος την παρουσία τους σε αυτόν, χωρίς να τα αποκρύπτω, αλλά την ίδια στιγμή δίνοντάς τους τη σημασία τους με μέτρο, τόσο όσο και όχι παραπάνω.

— Περπατώντας στους δρόμους της Καλαμωτής, ο επισκέπτης παρατηρεί την πέτρα και αναλογίζεται τον κόπο που χρειάστηκε για να «μαλακώσει αυτός ο σκληρός τόπος». Κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης, πώς σας συγκίνησε αυτή η σωματική και συναισθηματική προσπάθεια των κατοίκων να μετατρέψουν την αμυντική, σκληρή δομή του οικισμού σε βιώσιμη στέγη;

Έχω την αίσθηση ότι μόλις περιγράψατε όλη τη χώρα μας. Γιατί τι άλλο, αναρωτιέμαι, είναι ο τόπος μας παρά αυτό ακριβώς, ένας τόπος από πέτρα που οι κάτοικοί του μετέτρεψαν σε σπίτι τους; Να φέρουμε στη σκέψη μας τα μοναστήρια που κρέμονται από τα βράχια στα Μετέωρα ή το Άγιον Όρος, τις πεζούλες στα Κυκλαδονήσια, ή τα χωριά στο Ζαγόρι, τα Τζουμέρκα ή την ορεινή Γορτυνία…

Όπως οι σεισμοί διαμόρφωσαν σε βάθος χρόνου τη «δαντελωτή» γεωγραφία της χώρας, έτσι και οι κάτοικοί της διαμόρφωσαν την περίτεχνη όψη της. Και πράγματι, η συνειδητοποίηση ότι οι άνθρωποι του οικισμού της Καλαμωτής μετέτρεψαν την πέτρα σε σπίτι τους διατηρώντας την ίδια στιγμή τον τόπο τους και την παραγωγή τους στη σημερινή της ποιότητα είναι συγκινητική. Μακριά από άλλες ερμηνείες, πολιτικές ή άλλες, στον πυρήνα του ερωτήματος, αναρωτιέμαι τι άλλο είναι ο πατριωτισμός παρά ακριβώς αυτό.

— Στο κείμενο του άλμπουμ εκφράζονται ευχαριστίες προς τους μόνιμους και εποχιακούς κατοίκους της Καλαμωτής. Ποιος ήταν ο ρόλος των ανθρώπων, της κοινωνίας, στην τελική διαμόρφωση της οπτικής αφήγησης, και πώς ερμηνεύσατε το «ανθρώπινο στοιχείο» στην «ανάγνωση του οικισμού»;

Εδώ και μεγάλο, πλέον, χρονικό διάστημα έχω καταχωριστεί ως φωτογράφος αρχιτεκτονικής και τοπίου. Όταν ανέλαβα τη φωτογράφιση της Καλαμωτής, θεωρήθηκε εκ των ων ουκ άνευ το ότι θα φωτογράφιζα το κτιριακό απόθεμα του χωριού, τους άξονες των δρόμων του όπως τους περπατά ο επισκέπτης αλλά και τη θέα του από ψηλά. Επισκεπτόμενος, όμως, το χωριό, μου έγινε αμέσως σαφές ότι για έναν τόπο με αυτά τα ιστορικά, κοινωνικά και πληθυσμιακά χαρακτηριστικά, είναι αδύνατον να σχηματίσεις και να καταθέσεις ολοκληρωμένη άποψη αν δεν κοιτάξεις προσεκτικά τους ανθρώπους που ζουν και εργάζονται εκεί. Μου έγινε, πάνω κάτω ξεκάθαρο ότι δεν μπορείς να μιλήσεις πειστικά για ένα τέτοιο χωριό, αν δεν κοιτάξεις βαθιά το «μυαλό» και τα «χέρια» του, τους ανθρώπους που το δημιούργησαν και το κρατούν ζωντανό. Τα πορτρέτα των ανθρώπων, λοιπόν, διαμόρφωσαν το σύνολο του βιβλίου, μετατρέποντας τις υπόλοιπες τρεις ενότητες σε «πορτρέτα» κτιρίων, δρόμων, και δένδρων. Γιατί τι άλλο είναι ένας τόπος παρά οι άνθρωποί του.

— Στην ενότητα «Δέντρα», η κάμερα σας μπαίνει ανάμεσα στον κρυμμένο κόσμο του μαστιχιού. Πώς προσεγγίσατε τεχνικά, συναισθηματικά αλλά και συμβολικά αυτόν τον «κρυφό, σκιασμένο κόσμο» των μαστιχόδεντρων με το χαμηλό τους ύψος και τη δαιδαλώδη ανάπτυξη των κορμών;

Μια σημαντική ποιότητα που οφείλει να έχει κάποιος που είναι στη δουλειά που κάνω είναι να ξέρει να ακούει το θέμα του, ή αλλιώς να είναι ανοιχτός σε αλλαγές που θα προκύψουν στην πορεία και έτοιμος να τις αποδεχτεί παρεκκλίνοντας από τον αρχικό σχεδιασμό. Όταν ήρθε η ώρα να φωτογραφίσω τον κύριο Μιχάλη (Ζέππο), τον συνάντησα στο καφενείο. Κουβεντιάζοντας για λίγο μαζί του, έμαθα ότι ήταν μαστιχοπαραγωγός και συμφωνήσαμε ότι το πορτρέτο του έπρεπε να γίνει μέσα στο χωράφι του και όχι στο καφενείο. Οδηγήσαμε ως εκεί, κι όταν φτάσαμε, παρατηρώντας πόσο πυκνά και χαμηλά είναι τα μαστιχόδεντρα, τον ρώτησα πώς δούλευε σε ένα τόσο πυκνό και περιορισμένο περιβάλλον. Μου απάντησε: «Στα γόνατα, μαζεύουμε το μαστίχι στα γόνατα».

Θα ήταν μεγάλη αστοχία εκ μέρους μου να κλείσω τα’ αυτιά μου σ’ αυτό που άκουσα, αποφάσισα λοιπόν να φωτογραφίσω κι εγώ τα μαστιχόδεντρα στα γόνατα. Κατέβασα το τρίποδο μου στο ελάχιστο σημείο που μπορούσε να μαζευτεί και τράβηξα όλες τις φωτογραφίες από εκείνο το ύψος. Τεχνικά, συναισθηματικά αλλά κυρίως συμβολικά, δούλεψα με τον φακό μου στα μαστιχόδεντρα όπως δουλεύουν με τα χέρια τους οι παραγωγοί τους.

— Ολοκληρώνοντας το project, δηλώνετε ότι το χωριό που είδατε και φωτογραφίσατε είναι ένας «τόπος ειλικρινής, ξεκάθαρος και διαυγής», ο οποίος «αντέχει ακόμα στον χρόνο». Πώς σας βοήθησε η διαδικασία της φωτογραφικής αποτύπωσης να βρείτε αυτή τη διαύγεια; Και ποιο μήνυμα θέλετε να περάσετε στην «ουσιαστική συζήτηση» για την πολιτιστική κληρονομιά;

Κυκλοφορούν εδώ και ένα διάστημα ειδικά εξελιγμένα ακουστικά που μηδενίζουν τον θόρυβο της πολύβουης πόλης και επιτρέπουν στον χρήστη τους να εστιάζει καλύτερα στη δουλειά του.

Η φωτογράφιση της Καλαμωτής έκανε για μένα ακριβώς αυτό, μου αφαίρεσε τον θόρυβο, με ηρέμησε και μου πρότεινε μια χαμηλότερης ταχύτητας και μεγαλύτερης ακρίβειας προσέγγιση του περιβάλλοντος που είχα γύρω μου.

Η δουλειά που κάνω με έχει ωθήσει να ταξιδέψω τη χώρα μας από τη μία άκρη στην άλλη ξανά και ξανά. Το εύρος τόσο των τοπίων της όσο και των κτιρίων της με συναρπάζει. Από τα κτίρια μοντερνισμού της Αθήνας, τα ενετικά κάστρα της Κρήτης, τα οθωμανικά τεμένη που αποκαθίστανται στα Τρίκαλα, στη Θεσσαλονίκη, στη Ρόδο και προσφάτως στη Δράμα, τα ιταλικά στα Δωδεκάνησα και στα Επτάνησα και τη λαϊκή αρχιτεκτονική, που διαφέρει από τόπο σε τόπο, αποτελεί βεβαιότητά μου ότι είμαστε, πλέον, σε ένα σημείο στην ιστορία μας που μπορούμε να αναδείξουμε τον απίστευτο πλούτο που έχουμε ως χώρα με αυτοπεποίθηση για το ποιοι είμαστε.

Φυσικά, υπάρχουν μπροστά μας υπαρκτά και σημαντικά προβλήματα, μείωση του πληθυσμού, ερήμωση της επαρχίας, υπερ-συγκέντρωση στα αστικά κέντρα, αλλά επιθυμώ το βλέμμα μας, το δικό μου έστω, να εστιάσει στο θετικό πρόσημο της πολυπλοκότητας του τοπίου και της χώρας μας, εκτιμώντας το για το παρόν και το μέλλον του χωρίς να μοιρολογώ, μόνο, για την απώλεια του ένδοξου παρελθόντος του. Ως αρχιτέκτων και εγώ, δεν επιθυμώ να μείνω σε μια απλή αποτύπωση της κατάστασης, αλλά να καταθέσω τη συνθετική μου πρόταση.

Info:

  • Ίδρυμα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, Βασιλίσσης Σοφίας 79 / Διάρκεια έκθεσης: έως 22 Δεκεμβρίου 2025
  • Ώρες λειτουργίας: Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή 12:00-20:00 / Τετάρτη 11:00-16:00

Δειτε περισσοτερα

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση