Η Αθήνα των αντιθέσεων: 20 κλικ μέσα στην καταιγίδα
© Αλέκος Λιδωρίκης
Φωτογραφια

Η Αθήνα των αντιθέσεων: 20 κλικ μέσα στην καταιγίδα

Η βροχή πέφτει και η πόλη τρέχει, σαν να μην μπορεί ποτέ να περιμένει κανέναν
alekos-lidorikis
Αλέκος Λιδωρίκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η σκοτεινιασμένη Αθήνα στην καταιγίδα γίνεται ασπρόμαυρη

Αν και οι μετεωρολόγοι είχαν προειδοποιήσει, η βροχή άρχισε ξαφνικά στο κέντρο της Αθήνας.  Πίσω από την Ομόνοια, εκεί όπου το κέντρο της πόλης χάνει την λάμψη της, την ώρα που ξεσπά η καταιγίδα λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι, σκοτεινιάζει απότομα και το σκηνικό γίνεται απόκοσμο.

Η πρώτη εικόνα είναι οι εργαζόμενοι σε οικοδομές. Η πόλη μπορεί να πλημμυρίζει, μπορεί οι δρόμοι να γίνονται ποτάμια, αλλά τα έργα συνεχίζονται. Τρυπάνια, ξύλα, σκαλωσιές, μεγάλα πανιά που καλύπτουν τις προσόψεις πολλών κτιρίων γύρω από την Ομόνοια. Αυτά τα υφάσματα, ημιδιάφανα πέπλα, μοιάζουν σαν να προσπαθούν να κρύψουν την εγκατάλειψη της πόλης σε κάποια σημεία της, να συγκρατήσουν κάτι από την παλιά της μορφή ή να προετοιμάσουν το καινούργιο. Η Αθήνα κάποιες φορές αναπλάθεται με τον τρόπο που οι άνθρωποι προσπαθούν να αλλάξουν τον εαυτό τους. Με επιφανειακές παρεμβάσεις, με μερεμέτια που άλλοτε κρατάνε κι άλλοτε όχι.

Οι εργαζόμενοι συνεχίζουν, βρέχονται, αλλά δεν σταματούν. Κάποιοι βρίσκουν ένα λεπτό να ξαποστάσουν, να καθίσουν σε μια άκρη, να σκουπίσουν το πρόσωπο με το μανίκι και να μιλήσουν στο κινητό. Το κινητό που συνδέει τόπους, που ενώνει χώρες, που μεταφέρει τον ήχο ενός παιδιού που είναι μακριά, μιας μάνας που ρωτά αν έφαγες, μιας γυναίκας που λέει «πρόσεχε».

Η βροχή συνεχίζει να πέφτει και η πόλη συνεχίζει να τρέχει, σαν να μην μπορεί ποτέ να περιμένει κανέναν. Ένας πατέρας τρέχει με το παιδί του, το καροτσάκι μπροστά του χοροπηδά σε λακκούβες που έχουν γίνει μικρές λίμνες. Δεν έχει ομπρέλα, ούτε χρόνο, πρέπει να πάει τον μικρό στο παππού και την γιαγιά γιατί το μεροκάματο δεν περιμένει.

Οι δρόμοι έχουν γίνει ποτάμια. Τα φρεάτια, αυτά τα διαρκώς φραγμένα φρεάτια που κανείς δεν ξέρει ακριβώς πότε βουλώνουν και πότε ανοίγουν, ακολουθούν τον δικό τους κύκλο. Μέσα στη βροχή περνούν παρέες με βαλίτσες. Άνθρωποι που έρχονται και άνθρωποι που φεύγουν, σε ξενοδοχεία χωρίς αστέρια. Ο κόσμος ταξιδεύει πια όχι για διακοπές και πολυτέλεια, αλλά για εμπειρία, για αλλαγή σκηνικού, για ανάγκη. Υπάρχει κάτι μέσα σε αυτές τις βαλίτσες. Ίσως μια νέα δουλειά, επιστροφή στον τόπο τους, ίσως ένα διάλειμμα από μια ζωή που βαραίνει.

Κάποια από τα κτίρια είναι επιβλητικά. Με ιστορία που δεν τη θυμάται πια κανείς. Δίπλα στο Δημαρχείο, στη Λιοσίων, εκεί που υπήρχε κάποτε το ξενοδοχείο Sans Rival, όνομα που σχεδόν χάνεται στη μνήμη, μένουν πια μόνο οι γραμμές της πρόσοψης. Ένα παλιό μαγαζί που πουλάει κουζίνες έχει μια πινακίδα που γράφει «Μεγάλες εκπτώσεις λόγω ανακαίνισης». Η πινακίδα είναι ίσως πιο παλιά από την ίδια την ανακαίνιση. Κάποτε, τα μαγαζιά αυτά, οι μικρές επιχειρήσεις της γειτονιάς, ήταν προορισμός. Οικογένειες έψαχναν σε αυτά πάγκους, ντουλάπια, κεραμικές επιφάνειες. Σήμερα, ο κόσμος κοιτάζει online, μετράει προσφορές, συγκρίνει τιμές αλλού, απευθύνεται στις πολυεθνικές. Η παλιά πινακίδα, όμως, επιμένει. Είναι σαν μια μικρή φωνή στο χρόνο που λέει «κάποτε εδώ χτίζονταν σπίτια, κάποτε εδώ χτίζονταν ζωές». Στοές, σκοτεινές, ξεχασμένες στον χρόνο που κάποιες έχουν μετατραπεί σε πάρκινγκ.  

Στον υπόγειο σταθμό της Ομόνοιας, όπως πάντα, ουρές. Ζεστός αέρας, θόρυβος, γρήγορες κινήσεις. Κάπου εκεί, ένας λαχειοπώλης στέκεται στη θέση του όπως κάθε μέρα. Πουλάει τύχη, η εικόνα είναι σχεδόν τελετουργική. Η τύχη εδώ δεν έχει να κάνει με πιθανότητες αλλά με ελπίδα, με την ανάγκη να πιστέψεις, έστω για ένα λεπτό, ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν με έναν αριθμό.

Σε ένα άλλο μαγαζί, στη βιτρίνα, μια υδρόγειος. Μας θυμίζει ότι ο κόσμος δεν είναι πια μεγάλος. Ο κόσμος έχει γίνει μία πτήση μακριά, καθώς οι άνθρωποι είναι σε μια διαρκή κίνηση, πάνε αλλού για να σωθούν, να ξεκουραστούν, να ξεφύγουν, να συναντήσουν κάτι που δεν ξέρουν ακόμη

Σε μια στάση λεωφορείου, άνθρωποι περιμένουν στριμωγμένοι κάτω από ένα μικρό στέγαστρο. Παλιά σπίτια γύρω, κάποια εγκαταλελειμμένα. Τοίχοι που αποκαλύπτουν μέσα τους κομμάτια ζωής. Υπνοδωμάτια με χρωματιστούς τοίχους ξεθωριασμένους, περίτεχνα γύψινα που έχουν πέσει. Κάποτε εκεί έπαιζαν παιδιά, κάποιος έτρωγε πρωινό κοιτάζοντας από το παράθυρο, τώρα είναι όλα ανοιχτά στον δρόμο, σαν ιδιωτική μνήμη που έγινε δημόσια αλλά κανείς δεν γυρνά να την δει.

Στο ισόγειο, μαγαζιά με πινακίδες άλλης εποχής. «Πινακίδες και σφραγίδες». Μια φράση που ακούγεται σχεδόν παράταιρη στην εποχή της ψηφιακής υπογραφής. Και όμως, επιμένει, κάποιος θα μπει, κάποιος πάντα μπαίνει. Άνθρωποι ζητούν βοήθεια στη γωνία, τα βλέμματα χαμηλά, τα χέρια αδύναμα. Η πόλη ποτέ δεν είναι πάντα δίκαιη, όπως καμία πόλη στον κόσμο, απλώς καμουφλάρεται κάποιες μέρες καλύτερα.

Η σκοτεινιασμένη Αθήνα στην καταιγίδα γίνεται ασπρόμαυρη, όπως και οι φωτογραφίες. Οι τόνοι χαμηλώνουν, οι σκιές στέκονται περισσότερο, η πόλη αποκαλύπτει το πραγματικό της βάθος. Μια συνύπαρξη εποχών, ρυθμών, κοινωνικών τάξεων, επιθυμιών, προσδοκιών και μικρών, καθημερινών επιβιώσεων. Δεν υπάρχει κέντρο υποβαθμισμένο και μη υποβαθμισμένο. Υπάρχει κέντρο ζωντανό, σε κίνηση, σε μετάβαση. Σημαίνει ότι κάτι παλιό υποχωρεί και κάτι νέο παλεύει να εμφανιστεί, χωρίς εγγύηση ότι θα τα καταφέρει. Η Αθήνα τη στιγμή της καταιγίδας δεν είναι η Αθήνα των οδηγών τουριστικών λεωφορείων, ούτε των προσφορών στα περιοδικά, ούτε των οδηγών πόλης. Αλλά μια πόλη ανοικτή, σκληρή, βαθιά ανθρώπινη. Μια πόλη που θυμίζει ότι ο χρόνος δεν περνάει απλώς, αλλά αποτυπώνεται σε κάθε της γωνιά. Οι πόλεις τελικά, όπως και οι ζωές, έχουν ανάγκη από στιγμές όπου το νερό κατεβάζει τη σκόνη, ξεπλένει τα ίχνη, και αφήνει για λίγο τον κόσμο να μοιάζει όπως θα ήθελε να είναι. Καθαρός, ειλικρινής, ανθρώπινος.

Δειτε περισσοτερα