Πολιτικη & Οικονομια

Ελλάδα: 40 χρόνια στην ΕΟΚ/ΕΕ και 200 χρόνια από την Επανάσταση

Η πρόκληση χάραξης μιας στρατηγικής που απεγκλωβίζει την Ελλάδα από τη λογική της ψωροκώσταινας, και που ανακαλύπτει προσεγγίσεις με εθνική και ευρωπαϊκή προοπτική

christos-fragkonikolopoukos.jpg
Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Ελλάδα - ΕΕ: 40 χρόνια πιο δυνατοί μαζί»
© ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ/ΦΡΟΣΩ ΚΑΝΕΛΛΙΔΟΥ

Ο Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος γράφει για τα 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ/ΕΕ και τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821

Η σχέση και θέση της Ελλάδας με την ΕΟΚ/Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν και παραμένει σύνθετη και χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις και αυξομειώσεις. Η πραγματικότητα αυτή συνδέεται με τις στρατηγικές των ηγετών της, τις αντιλήψεις της κοινωνίας της καθώς και τις τάσεις ή μεταμορφώσεις που επηρέασαν/επηρεάζουν τη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προχώρησε με τη διαδικασία της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), κάνοντας λόγο για την «νέα μεγάλη ιδέα», η κοινή γνώμη, επηρεασμένη κυρίως από τα τραγικά τραυματικά γεγονότα του 1974, καθώς και από το αφήγημα του Ανδρέα Παπανδρέου ότι η Ελλάδα ήταν θύμα της «περιφέρειας», ήταν επιφυλακτική. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου μόνο το 38% των Ελλήνων πολιτών ήταν υπέρ της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ. Κατά συνέπεια, τη δεκαετία του 1980, η σχέση της Ελλάδας με την ΕΟΚ χαρακτηρίστηκε από έντονη αμφισβήτηση βασικών πτυχών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης («ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο»), ενώ παράλληλα, επιδιώχθηκε η αναθεώρηση της θέσης της χώρας με τη διαμόρφωση ενός «ειδικού καθεστώτος» σχέσεων και ρυθμίσεων (που ζητούσε αποκλίσεις από την εφαρμογή ορισμένων κοινοτικών πολιτικών καθώς και πρόσθετη οικονομική ενίσχυση, που ικανοποιήθηκαν το 1985, με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα).

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και παρά το κύμα «αντι-δυτικισμού» που καλλιεργήθηκε με το «Μακεδονικό», το ποσοστό αποδοχής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν πάνω από 60%. Μάλιστα, 286 από τους 300 βουλευτές ψήφισαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, που σταδιακά μετασχημάτισε την ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Τόσο από το πολιτικό σύστημα, όσο και από τους πολίτες, η συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ θεωρήθηκε ως ισχυρός παράγοντας που θα συνέβαλε στην ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. H αντίληψη αυτή όχι μόνο οδήγησε στην ενίσχυση «φιλο-ευρωπαϊκών» θέσεων, αλλά την ολοένα και μεγαλύτερη συμμετοχή της Ελλάδας σε προτάσεις και πρωτοβουλίες εμβάθυνσης της ΕΕ (όπως για παράδειγμα, η Συνθήκη για το Σύνταγμα της Ευρώπης και η συμμετοχή στην Ευρωζώνη).

Με την οικονομική και κρίση χρέους στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ωστόσο, το ποσοστό αποδοχής της ΕΕ μειώθηκε στο 33%. Με τα προγράμματα λιτότητας τα ερωτήματα και διλήμματα που κυριάρχησαν στη δημόσια σφαίρα της Ελλάδας ήταν τα εξής: «υπάρχει λόγος συμμετοχής στην ΕΕ;», «τι έχουμε να χάσουμε αν την εγκαταλείψουμε;», «αξίζουν οι θυσίες μας για λίγα και ελάχιστα χρόνια που μας πρόσφερε οικονομική σταθερότητα και ευμάρεια;» Η χώρα, μάλιστα, «ρίσκαρε», «έπαιξε» και με το ενδεχόμενο απόσυρσης από την διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ευτυχώς, η επιθυμία αυτή κράτησε λίγο. Το 2018, όταν η χώρα αποδεσμεύτηκε από τα «μνημόνια» διαχείρισης της κρίσης χρέους, το ποσοστό αποδοχής της ΕΕ όχι μόνο ξεπέρασε το 60%, αλλά και το 84% των ερωτηθέντων σε έρευνα της DiaNeosis δήλωνε ότι το μέλλον της χώρας περνάει μέσα από την ΕΕ. Ταυτόχρονα, όμως, και αυτό είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί, το 70% δήλωνε ότι η ΕΕ «κατέστρεψε» τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας και το 57.7% ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει διαχειριστεί καλύτερα την κρίση χωρίς την παρέμβαση της ΕΕ. Οι Έλληνες, δηλαδή, παραμένουν επιφυλακτικοί, αναποφάσιστοι και διχασμένοι ως προς την ΕΕ.

Η επιφυλακτικότητα αυτή ενισχύεται και από την αβεβαιότητα και τις ανασφάλειες που έχει δημιουργήσει η πανδημία. Ενδεικτική είναι η εμπιστοσύνη που δηλώνουν οι ερωτηθέντες σε έρευνες της DiaNeosis που δηλώνουν οι Έλληνες στην ΕΕ, που κυμαίνεται από 27% (Απρίλιος 2020) σε 42% (Νοέμβριος 2020). Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αυτός ο πεσιμισμός είναι εφήμερος. Είναι, όμως; Σύμφωνα με τα στοιχεία της World Social Values Survey μια παγκόσμια έρευνα αξιών που διεξάγεται από το 1981 σε δεκάδες χώρες του κόσμου, οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται ούτε τους εσωτερικούς πολιτικούς θεσμούς. Φαίνεται να εμπιστεύονται σε ποσοστά άνω του 50% μόνο πέντε θεσμούς: Τα πανεπιστήμια, τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία, την εκκλησία και τα δικαστήρια. Θεσμοί όπως το κοινοβούλιο, ο Τύπος, η κυβέρνηση ή τα πολιτικά κόμματα έχουν ποσοστά εμπιστοσύνης κάτω του 15%. Επίσης, 9 στους 10 διαφωνούν με την άποψη ότι «οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης», 99,5% δηλώνουν πως εμπιστεύονται άτομα της οικογένειάς τους. Στο ερώτημα «ελευθερία ή ασφάλεια» το 55% επιλέγει την ασφάλεια. Και 7 στους 10 πιστεύουν πως η μετανάστευση αυξάνει την εγκληματικότητα, 64% πιστεύουν πως "αυξάνει τον κίνδυνο τρομοκρατίας", 63,5% πως «αυξάνει την ανεργία».

Η πραγματικότητα αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε νέες συγκρούσεις, νέα κοινωνικά σχίσματα, που αντανακλούν το γνωστά δίπολα «Έλληνας-Ρωμιός», «Δύση-Ανατολή», «Ευρώπη-Ελλάδα». Ο «αμυντικός εθνικισμός» (δείτε εδώ και εδώ) που στην ελληνική κοινωνία και εκδηλώνεται με την αμφίσημη εθνική ταυτότητα, καθώς η αίσθηση υπερηφάνειας για τη συγγένεια με τους αρχαίους Έλληνες συνυπάρχει με συναισθήματα κατωτερότητας έναντι των δυτικών, και μάλιστα με διαρκή μετάθεση των ευθυνών προς τα έξω, προς τον κόσμο δηλαδή των «ξένων». 

Η χώρα μας, όπως έχουμε υπογραμμίσει με τον Νίκο Παναγιώτου, ενώ θαυμάζει και αποθεώνει τη Δύση, θεωρεί ότι αποτελούσε και αποτελεί μια εξαίρεση και δεν θα μπορούσε ποτέ ή παρά στο ελάχιστο να αναπτύξει αντίστοιχες δομές. Ταυτόχρονα, συχνά υιοθετεί και μια απορριπτική στάση έναντι της «υποδεέστερης» (ιστορικά, πολιτισμικά) Δύσης και ασπάζεται τον μοναδικό ελληνικό τρόπο ζωής. Αποτέλεσμα ήταν και είναι ένα μεγάλο μέρος εκσυγχρονιστικών προσπαθειών για τη χώρα να αποτυγχάνουν είτε λόγω «εξαιρετισμού» («ποτέ δεν μπορούν να εφαρμοστούν») είτε λόγω «απορριπτισμού» («προσπαθούν να μας επιβληθούν οι Δυτικοί»). Από τη μια μεριά ένας υπεροπτικός κοσμοπολιτισμός, έναντι ενός απορριπτικού εθνικού απομονωτισμού, γεγονός που αποτελεί σημείο «ανταγωνισμού» σε διάφορα πεδία, με πιο χαρακτηριστικό αυτό της εκπαίδευσης και της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Κεντρικά χαρακτηριστικά του ελληνικού αμυντικού εθνικισμού, που επενδύει σε στοιχεία «εξαιρετισμού» (exceptionalism), είναι: (α) η αμφισβήτηση της Δύσης, η οποία εκλαμβάνεται ως «ζημιογόνα» και «εχθρική» για τις ελληνικές αξίες και συμφέροντα, (β) η άποψη περί ανάδελφης χώρας, όπου όλοι οι ξένοι αγνοούν τα ελληνικά «εθνικά θέματα» ή απεργάζονται σχέδια σε βάρος της χώρας και (γ) η πεποίθηση πως οι Έλληνες είναι λαός περιούσιος μα πάντα προδομένος, εθνικά ανώτερος μα ιστορικά άτυχος, έχει όλα τα δίκια με το μέρος του μα είναι μονίμως αδικημένος από τους δυτικούς «ξένους» και ισχυρούς, που τον εχθρεύονται και μηχανεύονται την περιθωριοποίησή του.

Η λογική αυτή διατρέχει το σύνολο του πολιτικού κόσμου, του κομματικού συστήματος και της δημόσιας σφαίρας. Δεν εστιάζεται σε έναν ιδιαίτερο πολιτικό ή κομματικό χώρο γεγονός που καταδεικνύει όχι μόνο τη δύναμη που διαθέτουν οι συγκλίσεις που υπερβαίνουν τα παραδοσιακά σχίσματα «Δεξιάς-Αριστεράς», αλλά φέρνουν και στην επιφάνεια απωθημένα του «εθνικού εαυτού» τόσο ως προς ημάς αυτούς, όσο και ως προς τον Άλλο. Πρόκειται για μια λογική που έχει προσαρμοστεί, εσωτερικοποιηθεί και θεμελιωθεί στο σύστημα αξιών της χώρας. Πιστεύουμε ότι εξ ορισμού δικαιούμαστε να συμμετέχουμε στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ότι η ΕΕ οφείλει να λειτουργήσει ως υποκατάστατο ασφάλειας (οικονομικό και στρατιωτικό). Πιστεύουμε, επίσης, ότι είμαστε μια «ειδική περίπτωση», απέναντι στην οποία η ΕΕ οφείλει να διαθέσει αρκετό χρόνο προκειμένου να προσαρμοστούμε δομικά, οικονομικά και πολιτικά στις προϋποθέσεις της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η λογική αυτή, όπως είδαμε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, διευκόλυνε την καλλιέργεια ορισμένων μύθων, όπως για παράδειγμα ότι η ΕΕ χαρακτηρίζεται από έλλειψη αλληλεγγύης. Είναι, όμως, έτσι, αν αναλογιστεί κανείς ότι από το 1981 έως και το 2017 εισέρευσαν στη χώρα 162 δισεκατομμύρια ευρώ; Ενδεικτικά είναι και τα διαστρεβλωμένα επιχειρήματα που θέλουν το οικοδόμημα της ΕΕ (συνθήκες) να είναι νέο-φιλελεύθερο, όπως και τα επιχειρήματα που αναπαράγουν το αφήγημα ότι η Γερμανία θέλει να έχει τον κύριο λόγο σε όλες τις αποφάσεις της ΕΕ. 

Το πρόβλημα/δίλημμα δεν είναι οι «Άλλοι», η ΕΕ, αλλά «Εμείς»

Ναι, η ΕΕ απέχει από την ιδανική Ένωση που όλοι και όλες θα θέλαμε να είναι. Πρέπει, όμως, να συνειδητοποιήσουμε ότι λειτουργεί ως νησίδα προστασίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του πολυμερισμού. Πρόκειται για μια ισχυρή κοινότητα που υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, ιδεών και υπηρεσιών και την βιώσιμη ανάπτυξη. Πρόκειται για μια ισχυρή κοινότητα που προσφέρει πολιτική σταθερότητα και χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα οικονομικής ευμάρειας. Κατά συνέπεια, χρήσιμο θα ήταν για τη χώρα μας να εγκαταλείψει τις παρανοήσεις και ειδικότερα υπό το φως των σημερινών παγκόσμιων προβλημάτων και τον διάλογο που σύντομα θα ξεκινήσει για το μέλλον και την πορεία της ΕΕ τα επόμενα 30 χρόνια. Που σημαίνει, πρώτον, ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αναγνωρίσει όχι μόνο τον κεντρικό ρόλο που διαθέτει εντός της ΕΕ, αλλά και πως έχει ωφεληθεί από τη συμμετοχή της στην διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Να παραδεχτεί ότι ανήκει και συμμετέχει σε μια σταθερή, δημοκρατική και πλούσια περιοχή του κόσμου, όπως αυτό υπογραμμίζεται από τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη καθώς και την υψηλή θέση που κατέχει στους δείκτες του Οργανισμού Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας και του Human Development Index των Ηνωμένων Εθνών. Να αναγνωρίσει το αποτύπωμά της στη διαδικασία της ΕΕ, όπως για παράδειγμα η στρατηγική/πολιτική ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας).

Η υπερπροβολή μανιχαϊστικών προσεγγίσεων, «άσπρο-μαύρο», «καλό-κακό», δεν έχει θέση στον σημερινό σύνθετο και ταραχώδη κόσμο. Δημιουργεί αδιέξοδα και ακινησία, ενώ η Ελλάδα θα πρέπει να συμβάλλει με προτάσεις και θετικές δράσεις για την περαιτέρω ενίσχυση της ευρωζώνης, τη βελτίωση της κοινωνικής διάστασης της ΕΕ, την προώθηση μιας πιο συνεκτικής και συγκροτημένης αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, την προώθηση της διεύρυνσης, την αντιμετώπιση του δημοκρατικού ελλείμματος και την αναθεώρηση των Συνθηκών. Μια δυνατή και σταθερή Ελλάδα προϋποθέτει μια δυνατή και σταθερή ΕΕ.

Το πρόβλημα/δίλημμα δεν είναι οι «Άλλοι», η ΕΕ, αλλά «Εμείς». Τα απλουστευτικά σχήματα κατανόησης του κόσμου και της θέσης της Ελλάδας σε αυτόν, καλλιεργεί αφηγήματα που αποκλείουν πραγματικότητες που δεν μας είναι χρήσιμες. Σήμερα, όμως, το 2021, που εκτός από τα 40 χρόνια ένταξης στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης,  γιορτάζουμε και τα 200 χρόνια από τον πόλεμο της ανεξαρτησίας, οφείλουμε να αναζητήσουμε σε μια νέα αυτογνωσία, πέρα από «συλλογικά απωθημένα» (επικλήσεις στο ένδοξο παρελθόν και ξενοφοβικές συγκρίσεις με «Άλλους»), με έμφαση στον Ελληνισμό και στην Ελλάδα των δύο τελευταίων ετών και στα επιτεύγματά της, που μόνο ευκαταφρόνητα δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Η Ελλάδα πρέπει να απεγκλωβιστεί από το αφήγημα της «ιδιαιτερότητας», να επανεξετάσουμε τις απόλυτες αλήθειες μας και την ιστορική διάσταση των εσωτερικών και εξωτερικών μας πολιτικών και να αναστοχαστούμε σε ένα περιφερειακό και παγκόσμιο περιβάλλουν που αλλάζει και μεταβάλλεται ραγδαία.

Ειδικότερα, απαιτείται η επανεξέταση του τρόπου που προσεγγίζουμε τα ζητήματα αυτά και πως τα έχουμε αναδείξει το θέμα του ευρωπαϊκού παράγοντα στη δημόσια σφαίρα και στην εκπαίδευση (όπως για παράδειγμα, η αποσιώπηση της σημασίας της παρέμβασης του ευρωπαϊκού παράγοντα υπέρ της ελληνικής ανεξαρτησίας). Απαραίτητη είναι και η επανεξέταση του τρόπου με τον οποίο συζητάμε τα ζητήματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Το ζητούμενο είναι η μείωση των συναισθηματισμών και η γεφύρωση του χάσματος μεταξύ της πραγματικότητας και του τρόπου που τα ζητήματα της εξωτερικής μας πολιτικής γίνονται αντιληπτά. Είναι εξίσου σημαντικό η επένδυση στη χάραξη μιας στρατηγικής που συνδιαλέγεται/συζητάει, που προτείνει αλλά και ανακαλύπτει προσεγγίσεις με εθνική και διεθνή προοπτική. Μια στρατηγική που δεν εγκλωβίζει τη χώρα ανάμεσα σε όσους/όσες αποθεώνουν τη Δύση/ΕΕ και όσους/όσες δοξάζουν τον μοναδικό τρόπο ζωής της Ελλάδας. Η πορεία και το μέλλον της Ελλάδας δεν μπορεί να διασφαλιστεί με βραχυπρόθεσμα κομματικά/ιδεολογικά κριτήρια και σε σύγκρουση με την ΕΕ. Η στρατηγική και πολιτική της Ελλάδας θα πρέπει να μετακινηθεί από τη σύγκρουση μεταξύ του εθνικού και ευρωπαϊκού συμφέροντος και να τοποθετηθεί σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, ρωτώντας αν η χώρα έχει την πολυτέλεια να αναδιπλωθεί σε μια περίοδο παγκόσμιων απειλών. Μια τέτοια στρατηγική, σε μια δημοκρατική χώρα όπως η Ελλάδα, μπορεί να παράγει ουσιαστικό διάλογο και αποτελεσματικές πολιτικές.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ