Πολιτικη & Οικονομια

Το ΚΚΕ κι εμείς

Ποια είναι η «πανουργία» που κρύβεται πίσω από το τραγικό στοιχείο της συλλογικής ανθρώπινης πράξης, όταν άλλοι είναι οι σκοποί μας και απροσδόκητα αλλού καταλήγουμε;

kostas-kourkoulos.jpg
Κώστας Κούρκουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ -ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΚΚΕ
© ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ//EUROKINISSI

Σχόλιο για την αντίσταση και την πορεία που πραγματοποίησε το ΚΚΕ ενώ η χώρα έθαβε τους νεκρούς της από την πανδημία του κορωνοϊού

Την περίοδο της δικτατορίας, ως νεαρός φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, είχα μία μόνιμη αυταπάτη: νόμιζα ότι έκανα αντίσταση! Το κακό ήταν ότι την ίδια αυταπάτη είχε και η ασφάλεια! Έτσι, η κοινή μας αυταπάτη –που ήταν πραγματική, όχι σαν του Τσίπρα– με έκανε «θαμώνα» της Βαλαωρίτου (ήταν η ασφάλεια της Θεσσαλονίκης).

Αφού λοιπόν, σε κάποια σύλληψη, τέλειωσε η εισαγωγική φάση της ανάκρισης, με την ανάλογη «περιποίηση» Τετραδάκου, που ήταν για μας η προσωποποίηση του τέρατος, προσπαθώντας το βράδυ να κοιμηθώ στο δάπεδο του κελιού 1 –επρόκειτο για το «αγαπημένο» μου κελί, γιατί βρισκόταν ακριβώς κάτω από τον δρόμο και είχες την ψευδαίσθηση ότι ήσουν σε επαφή με τον κόσμο– σκεφτόμουν όσα με είχαν ρωτήσει.

Όχι όμως προκειμένου να ετοιμαστώ για το τι θα απαντούσα την επομένη αλλά, σε μία ανεξήγητη «διαστροφή», για να απαντήσω σε δικά μου ερωτήματα «πολιτικής φιλοσοφίας» (αυτό είναι η «διαστροφή»)! Όπως, το αν  ο Τετραδάκος και οι συν αυτώ ήταν συνειδητά όργανα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος ή απλώς άξεστοι και αποκτηνωμένοι υπάλληλοι μιας τριτοκοσμικής δικτατορίας.

Έτσι λοιπόν, αναστοχαζόμενος τα όσα είχαν διαδραματιστεί στο διάστημα της μέρας που πέρασε, εκείνο το βράδυ πρωτοσκέφτηκα ότι σχεδόν αδιαφορούσαν για το τι πίστευα και, αντίθετα, αυτό που αποκλειστικά τους απασχολούσε, για το οποίο και ρωτούσαν επίμονα, ήταν οι τυχόν πράξεις μου.

Που πάει να πει ότι ενεργούσαν ως όργανα ενός παβλωφικού μηχανισμού, που σου έστελνε το εξής υπόρρητο μεν, αλλά σαφές μήνυμα: Αν σιωπούσες και δεν έπραττες οτιδήποτε εναντίον τους, δεν θα σ’ ενοχλούσαν κι εκείνοι. 

Αυτό, σκεφτόμουν, δεν είναι ολοκληρωτισμός. Διότι το ολοκληρωτικό καθεστώς δεν απαιτεί την απραξία σου ή τη σιωπή σου, αλλά την αφιέρωσή σου. Δηλαδή τις πράξεις σου, τη φωνή σου, την σκέψη σου και την ψυχή σου.

Σε επίπεδο παρωδίας, το βλέπουμε στα χειροκροτήματα προς τους ολοκληρωτικούς ηγέτες. Από τον Στάλιν μέχρι τους παραληρηματικούς τυράννους της Β. Κορέας. Όπου όλοι οι παριστάμενοι όφειλαν να χειροκροτούν για ώρες, μέχρι να έρθει το νεύμα του ολοκληρωτικού ηγέτη να σταματήσουν.

Κάνοντας λοιπόν σύγκριση ανάμεσα στις παραστάσεις που ήδη είχα για τα σοβιετικά καθεστώτα – ιδίως απ’ όσα διαβάσαμε μετά τον Μάη του ‘68, όταν «λύθηκαν οι γλώσσες»– και σ’ αυτό που ζούσα, κατέληξα ότι εδώ αντιμετωπίζαμε μία κλασσική τριτοκοσμική δικτατορία γελοίων και επικίνδυνων στρατοκρατών, που όμως δεν ήταν ολοκληρωτισμός όπως τα σταλινικά καθεστώτα.

Υπήρχε μάλιστα και μία «διαβολική» διαφορά μεταξύ τους: Στη δικτατορία σε βασάνιζαν για να πεις την αλήθεια. Δηλαδή τι πραγματικά έκανες. Ενώ στο σταλινικό καθεστώς σε βασάνιζαν μόνον για να πεις ψέματα. Δηλαδή για να «ομολογήσεις» ότι έκανες κάτι που δεν έκανες. «Δεν με ενδιαφέρει η αλήθεια, αλλά η ομολογία σου ότι είσαι προδότης», δήλωνε ο Βισίνσκι στον Μπουχάριν, πριν ο τελευταίος παραιτηθεί από τις τελευταίες αντιστάσεις του και «ομολογήσει» την «προδοσία» του, προκειμένου να εκτελεστεί. Θεωρώντας μάλιστα ότι η ψεύτικη «ομολογία» του ήταν η τελευταία προσφορά του στο καθεστώς, μια και αυτό είχε ανάγκη «προδοτών», για να διατηρεί την «πολεμική ετοιμότητα» κατά των εχθρών.

Όπως ήταν φυσικό, μετά από τέτοιες σκέψεις, εκείνο το βράδυ ξεκαθάρισα μέσα μου ότι και κάθε σοβιετικό ομοίωμα, όπως το ΚΚΕ, όχι μόνον δεν ήταν δημοκρατική δύναμη, αλλά μηχανισμός που απέβλεπε σε μία κοινωνία - στρατόπεδο. Δηλαδή στην ολοκληρωτική εξουσία.

Μετά λοιπόν από 48  χρόνια από εκείνη την στιγμή και 46 χρόνια φιλελεύθερης και μαχόμενης –όπως απέδειξε με τους χρυσαυγίτες– δημοκρατίας, είναι αδιανόητο σήμερα να συμμορφώνονται όλοι με την ολοκληρωτικού χαρακτήρα απαγόρευση του ΚΚΕ για οποιαδήποτε κριτική στις πράξεις και τις διακηρύξεις του.

Και όχι μόνον, αλλά να ονομάζουν «συνέπεια» την παρανοϊκή εμμονή του σε ό,τι διαψεύστηκε και «αγωνιστική συμπεριφορά» τις πράξεις δολιοφθοράς κατά της οικονομίας, που επιχειρεί συστηματικά.

Όπως επίσης είναι αδιανόητο να έχει αφεθεί η κριτική προς το ΚΚΕ στην ακροδεξιά, ενώ αυτό είναι πρωτίστως καθήκον των δημοκρατικών δυνάμεων, στο μέτρο που το ΚΚΕ περιφρονεί τους κανόνες της δημοκρατίας.

Μάλιστα, αυτή η ανωμαλία νοθεύει και τον δημόσιο διάλογο, διότι το ΚΚΕ δεν είναι το αντίθετο της ακροδεξιάς, αλλά της δημοκρατίας (άλλωστε, ακροδεξιά και ΚΚΕ «συγγενεύουν» στο κοινό τους μίσος κατά της δημοκρατίας).

Το αποκορύφωμα αυτού του παραδόξου το ζήσαμε όταν το ΚΚΕ αποφάσισε να πραγματοποιήσει απαγορευμένη πορεία, ενώ η χώρα έθαβε τους νεκρούς της από την πανδημία. Κάτι που δεν ήταν μόνον παραληρηματική εκδήλωση της τυραννικής επιθυμίας του για τον ευτελισμό των νόμων της δημοκρατίας, αλλά και  απροκάλυπτη περιφρόνηση απέναντι στην ίδια τη ζωή. Και περιέργως, στον δημόσιο διάλογο το ΚΚΕ αντιμετωπίστηκε ως κακομαθημένο και όχι ως αντιδημοκρατικό κόμμα!

Εν τούτοις, η «πρόοδος» ήταν «θεαματική». Διότι αποφύγαμε την κήρυξη «εθνικού πένθους» για το πουκάμισο ωρυόμενου βουλευτή του ΚΚΕ, απογοητεύοντας όμως τους γελοιογράφους μας.

Και μετά από αυτά αναρωτιέται κανείς: Ποια είναι η «πανουργία» που κρύβεται πίσω από το τραγικό στοιχείο της συλλογικής ανθρώπινης πράξης, όταν άλλοι είναι οι σκοποί μας και απροσδόκητα αλλού καταλήγουμε; Πολλές φορές μάλιστα και στο αντίστροφο; Είναι αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες το είπαν «μοίρα», οι χριστιανοί «πρόνοια» και οι σύγχρονοι «σύμπτωση», όπως τα ταξινόμησε η Χ. Άρεντ;

Τι είναι αυτό που έκανε τον Παναγιώτη Κονδύλη να αναρωτιέται γιατί «…η συλλογική δράση να μας οδηγεί εκεί όπου δεν επιθυμούσε κανείς από τους ατομικούς φορείς της»;

Ποια ήταν δηλαδή η «πανουργία της ιστορίας» που μετέτρεψε σε εχθρό της ανθρώπινης ελευθερίας το μεγαλύτερο ανθρωπιστικό κίνημα των τελευταίων αιώνων (έτσι το αποκαλεί ο Κ. Πόππερ), το οποίο διεκδίκησε το «βασίλειο της ελευθερίας», αλλά και της δικαιοσύνης και γι' αυτό συγκίνησε πλήθη ευαίσθητων ανθρώπων; «Μοίρα»; «Πρόνοια»; «Σύμπτωση»;  Ή η «Ετερογονία των σκοπών», που όμως απλώς περιγράφει αλλά δεν εξηγεί; Μήπως τελικά η υποκατάσταση του «ταπεινού» ανθρώπινου σχεδίου για τις συλλογικές ανθρώπινες πράξεις από μία «εξωτική προφητεία» για το μέλλον, οδηγεί πάντα σε τερατογενέσεις;

Πώς όμως να απαντήσεις οριστικά σ’ αυτά τα ερωτήματα, όταν η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ, αφού κάθε τέλος είναι και μία νέα αρχή, ενώ από δίπλα ο Καστοριάδης επιμένει να σου ψιθυρίζει πως στα ανθρώπινα «…δεν υπάρχει επιστήμη των μελλόντων και των ενδεχομένων»;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ