Πολιτικη & Οικονομια

Οι δημοσιογράφοι και η αντιπολίτευση

Για τις «αντισυστημικές» αντιλήψεις, ο πολίτης οφείλει να είναι πολύ πιο καχύποπτος προς τον δημοσιογράφο, παρά προς κομματικούς και φανατισμένους

4628-666073.jpg
Προκόπης Δούκας
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
ogzqe10.jpg

Ο Προκόπης Δούκας εξηγεί γιατί ο αντιπολιτευτικός θόρυβος πέφτει προς το παρόν στο κενό.

Στα social media υπάρχει μια πολύ προσφιλής τακτική, που ακολουθείται από όσους θέλουν να εκτρέψουν μια συζήτηση, προς όφελός τους: «Δεν άκουσα να λες γι' αυτό», «δεν είδα να γράψεις/σχολιάσεις για κείνο»…

Πέρα από τη συμψηφιστική τακτική, που δεν ευσταθεί σε κανένα debate του κόσμου (δεν αθωώθηκε ποτέ κανείς, γιατί και κάποιοι άλλοι παραβίασαν το κόκκινο φανάρι μαζί του), η μέθοδος αυτή έχει ως στόχο να αποφύγει την παράθεση επιχειρημάτων ως απάντηση στο αρχικό σχόλιο. Και αποσκοπεί στο να πλήξει την αξιοπιστία του αρχικού σχολιαστή, ως ένα άλλο ad hominem, του τύπου «αφού δεν είσαι αμερόληπτος, πώς τολμάς και σχολιάζεις».

Απώτερος φυσικά στόχος είναι η φίμωση: Όταν δέχεσαι πολλαπλές επιθέσεις, κάποια στιγμή θα δειλιάζεις να σχολιάσεις ή θα αποσυρθείς ολοσχερώς από αυτό το τοξικό περιβάλλον. 
Ιδιαίτερα αν είσαι δημοσιογράφος, που δηλώνεις την ιδιότητά σου στα social media, η τακτική αυτή συνοδεύται κι από ένα σωρό άλλες παραπλανημένες αντιλήψεις και μυθεύματα. Σύμφωνα με αυτά, ο δημοσιογράφος οφείλει να είναι απόλυτα αντικειμενικός (κάτι που δεν υπάρχει, γιατί η κοσμοθεωρία του καθενός και τα ήθη μιας κοινωνίας ορίζουν το τι είναι είδηση), να σχολιάζει τα πάντα (να μην «αποκρύπτει» τίποτα, διότι η σιωπή είναι ύποπτη επιλογή!) και φυσικά να τονίζει αυτά που ο καθένας θεωρεί σημαντικά.

Όλα αυτά βέβαια, πέρα από άγνοια για τις πραγματικότητες του επαγγέλματος, προσκρούουν και σε μερικά σοβαρά λογικά σφάλματα: Κανένας δημοσιογράφος δεν δύναται να γνωρίζει όλα τα θέματα, ούτε κανείς έχει τον χρόνο, και σημαντικότερο από όλα, την επιθυμία, να σχολιάσει τα πάντα, αν μιλάμε για ελεύθερο σχολιασμό. Τέτοια κριτική μπορεί να ασκηθεί μόνον σε κάποια δελτία ειδήσεων ή ενημερωτικά έντυπα και site, που οφείλουν τέλος πάντων να έχουν μια σχετική πληρότητα ειδησεογραφίας (αν συμφωνήσουμε ποτέ ποιες ειδήσεις χωρούν και με ποια ιεράρχηση, πέρα από τις πολύ βασικές). Και στα επαγγελματικά μέσα (τα μη στρατευμένα, γιατί στα άλλα δεν υπάρχει περίπτωση αντικειμενικότητας), ως γνωστόν, δεν αποφασίζεται δια ψηφοφορίας η ιεράρχηση αυτή.

Ο δημοσιογράφος, ως μονάδα, επιλέγει εκεί που θέλει να εμβαθύνει, τόσο στη δουλειά του, όσο και στον ελεύθερο σχολιασμό του, εκτός αυτής. Και τα social media δεν είναι η δουλειά του (πέραν μιας αυτοδιαφήμισης ίσως), αλλά ακριβώς η βαλβίδα εκτόνωσης του ατμού, που μπορεί να επεκτείνεται και στον σχολιασμό ελαφρύτερων θεμάτων. Κάποτε γινόταν στις μικροπολιτικές στήλες, τώρα στις αναρτήσεις των 140 ή περισσοτέρων χαρακτήρων. Κανείς δεν μπορεί να απαιτεί σοβαρές προδιαγραφές δημόσιας συζήτησης, όταν μπορεί να συνομιλείς με κάποιον που έχει δέκα ή εκατό προφίλ, εν μέσω λυσσαλέας αντιπαράθεσης κομματικά στρατευμένων τρολ. 

Δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει ότι τα social media έχουν συμβάλει σε αποκαλύψεις, με τη «δημοσιογραφία των πολιτών», ή ότι έχουν γίνει εργαλείο πολιτικής από τους επαγγελματίες και τα κέντρα εξουσίας. Ωστόσο εφευρέθηκαν κυρίως για λόγους κοινωνικής επαφής. Δεν είναι ειδησεογραφικά media, αλλά αντιθέτως είναι ευεπίφορα στη διαστρέβλωση, στην προπαγάνδα, στα fake news και στις θεωρίες συνωμοσίας. Χωρίς αυτά, ο Τραμπ πιθανότατα δεν θα βρισκόταν στον Λευκό Οίκο. 

Οι παραπάνω πρακτικές μάχης βέβαια, που διογκώθηκαν με την παγκόσμια άνοδο του λαϊκισμού και τη δεκαετή κρίση στην Ελλάδα, έχουν αναπτυχθεί και τελειοποιηθεί, εκ του πονηρού. Είναι οι μέθοδοι που αποδομούν το «σύστημα», όταν αυτό αναζητείται ως προσφιλής εχθρός και στόχος. Σύμφωνα με τις «αντισυστημικές» αυτές αντιλήψεις, ο πολίτης οφείλει να είναι πολύ πιο καχύποπτος προς τον δημοσιογράφο, παρά προς κομματικούς και φανατισμένους, διότι ο δημοσιογράφος «εξυπηρετεί συμφέροντα ή χρηματίζεται», είναι βολεμένος και εν πάση περιπτώσει δεν είναι «φίλος του λαού». Φυσικά, κανείς δεν εξετάζει πόσο έχουν βοηθήσει οι διάφοροι λαϊκιστές δημοσιογράφοι στην πτώση του επιπέδου της δημοκρατίας, με τη μεγάλη συμπαράσταση (αναγνωστική, ακροαματική ή θεαματική) μεγάλων μερίδων αυτού του λαού. 

Το τελευταίο διάστημα, η μεγάλη ενόχληση των αντιπολιτευομένων εστιάζεται στον τρόπο με τον όποιον τα ΜΜΕ καλύπτουν την επικαιρότητα. Προσπαθούν να αντισταθμίσουν τη χασούρα, αλλάζοντας την ατζέντα στα social media, με στόχο να παρασύρουν και τα παραδοσιακά. Έτσι, παρατηρεί κανείς αυτούς που δεν ανέχονταν ούτε μια γραμμή αντιπολιτευτικής κριτικής την τελευταία πενταετία, να απαιτούν να «υπακούσουν τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι στον ρόλο τους, που είναι πρωτίστως αντιπολιτευτικός - και να ελέγχουν την εξουσία». Πράγματι, υπό φυσιολογικές συνθήκες, αυτό θα ήταν αυτονόητο. Όμως, δεν ζούμε σε φυσιολογικές συνθήκες. 

Εδώ η αντιπολιτευτική αρμάδα προσκρούει στον έναν τοίχο μετά τον άλλον. Πρώτον, δυσκολεύονται παγίως να αντιληφθούν ότι εκ των πραγμάτων ένα συντριπτικό ποσοστό των σοβαρών δημοσιογράφων είναι αδύνατο να εμφορείται από ακραίες αντιλήψεις (στην πραγματικότητα το αντιλαμβάνονται, αλλά στόχος τους είναι να πιέζουν συνεχώς ώστε να μην είναι αποδεκτή η μετριοπάθεια). Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι παγκοσμίως (στην Ελλάδα σε μικρότερο ποσοστό) και τα μέσα που υπηρετούν αναγνωρίζουν ότι οι λαϊκιστές πολιτικοί κάνουν τεράστια ζημιά στους λαούς, τους οποίους υποτίθεται ότι προστατεύουν, με πρώτα θύματα πάντοτε τους πιο αδύναμους.

Δεύτερον, είναι πολύ δύσκολο να αποδεχθούν ότι στα μάτια των περισσοτέρων, το κοντράστ μεταξύ της προηγούμενης και της παρούσης κυβερνητικής θητείας, ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης των δημοσιογράφων, είναι τέτοιο, που δεν επιτρέπει στα συναισθήματα ανακούφισης να υποχωρήσουν, τουλάχιστον ακόμα. Το «τι θα γινόταν αν…» είναι στα χείλη της πλειονότητας. Ο τρόμος λοιπόν μη συμβάλλουν στην επάνοδο της αντιπολίτευσης στην εξουσία, υιοθετώντας την (εξακολουθητικά εμπρηστική, πλην μικρού διαλείμματος στην καραντίνα) ρητορική της, φυλάει τα έρημα. Καθόλου φυσιολογικό επίσης, αλλά ενδεικτικό της ζημιάς που προκάλεσε η δεκαετής κρίση και ιδίως η κυβερνητική θητεία που άρχισε με παρ’ ολίγον έξοδο της Ελλάδας από την Ευρώπη και το κοινό της νόμισμα. 

Τρίτον, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η ζωή είναι δυστυχώς μια αέναη σύγκριση. Όσο η καθημαγμένη πολιτεία, προς έκπληξη σχεδόν όλων, διαχειρίζεται με επιτυχία δύο κρίσεις, οι οποίες διαβαθμίζονται από σοβαρή (Έβρος) έως πρωτοφανή πλανητικών διαστάσεων (πανδημία), η αποδοχή της παρούσας κυβέρνησης κινείται σε σταλινικά ποσοστά της τάξης του 80%, διεισδύοντας συντριπτικά ακόμα και στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με τις (πατήστε εδώ, εδώ, εδώ και εδώ) δημοσκοπήσεις. Πράγμα που δεν αφήνει παρά ένα (το πολύ) 20% να επιμένει σε μια σκληρή απέχθεια προς τους κυβερνώντες. Αρκετά μεγάλη μετατόπιση, αν σκεφτεί κανείς ότι από αυτό το 80%, οι μισοί τουλάχιστον είχαν ψηφίσει «όχι» στο ανεκδιήγητο δημοψήφισμα του 2015. Οι δημοσιογράφοι αντανακλούν και επηρεάζονται από αυτή τη συντριπτική πλειοψηφία, ως εκφραστές του κοινού αισθήματος, όταν μάλιστα υπάρχει και ομοβροντία θετικών δημοσιευμάτων από τα διεθνή δίκτυα. 

Μια από τις προσπάθειες αντιπολιτευτικής τακτικής, που χρεοκόπησαν τους τελευταίους μήνες, ήταν και τα 11 εκατομμύρια της (παραπάνω από απαραίτητης) καμπάνιας ενημέρωσης για την Covid-19, όταν μετρήθηκε ότι τα ποσά για κάθε μέσο θα ήταν αμελητέα, ώστε να επηρεάσουν. Πολλές ακόμα προσπάθειες έγιναν με γκρίνιες για τις ΜΕΘ, τις μάσκες και τα τεστ, επιθέσεις κατά του Σωτήρη Τσιόδρα, ρητορική για το περίφημο «μαξιλάρι» που άφησαν οι προηγούμενοι και κρυφή προσδοκία για εκατόμβες από τον ιό. Μέχρι και θεωρίες ότι η συμβο(υ)λή Πολάκη στον Κικίλια ήταν καθοριστική, διακινούσαν στελέχη της Κουμουνδούρου. Όλες κατέπεσαν παταγωδώς, πλην μιας, που σε άλλες εποχές θα ήταν αιτία κλυδωνισμών. 

Η υπόθεση όμως με τα vouchers και την πράγματι εξοργιστική προχειρότητα των ΚΕΚ, ιδίως και μετά την απόσυρσή της, έμοιαζε τόσο ασήμαντη μπροστά στο μείζον, που ήταν το παγκόσμιο lockdown και η απόκρουση του θανατηφόρου ιού, που ούτε αυτή στάθηκε ικανή να συγκινήσει τα πλήθη. Ούτε των δημοσιογράφων αλλά ούτε και του κοινού. Οι φωνές για παραίτηση υπουργών δεν θα έμοιαζαν παράταιρες, αν η χώρα είχε παράδοση σε παραιτήσεις για ελάσσονα ζητήματα ηθικής τάξης, όπως οι δημοκρατίες της Βόρειας Ευρώπης. Αλλά τότε, θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί σύσσωμη η προηγούμενη κυβέρνηση, μετά το θέατρο παραπλάνησης, στην τραγωδία στο Μάτι. 

Η κλασικότερη προπαγάνδα αυτών που αναλύουν φανατικά την πραγματικότητα της νέας δεκαετίας είναι ότι όσοι απεχθάνονται τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι ή έχουν γίνει δεξιοί. Ο μανιχαϊσμός έχει ως σκοπό την πόλωση και τον ιδεολογικό εκφοβισμό. Ο Μητσοτάκης δείχνει να έχει αντιληφθεί πλήρως ότι ένα μεγάλο κομμάτι του κεντροαριστερού/κεντρώου ακροατηρίου του έδωσε το κρίσιμο ποσοστό της νίκης, πρώτα μέσα στο κόμμα του και μετά στις εθνικές εκλογές. Γι' αυτό και προσπαθεί να το συγκρατήσει, συνομιλώντας διαρκώς με αυτό και κάνοντας επιλογές εκτός κομματικών πλαισίων, με κορυφαία αυτή ενός «κανονικού» ανθρώπου, με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και ενσυναίσθησης, όπως η νέα Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Το κοντράστ της παρουσίας της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στην τελετή μνήμης για τα θύματα της Marfin, με την εικόνα του συρόμενου και αμήχανου Τσίπρα, το ίδιο πρωί, στον ίδιο τόπο, τον δικαιώνει συνεχώς. Και όσο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάνει το λάθος να έχει την ίδια ηγετική ομάδα, που θυμίζει έμπρακτα, με κάθε ευκαιρία, τις ολιγωρίες, τα εγκληματικά λάθη και τη ρητορική της προηγούμενης τετραετίας, τόσο ο ίδιος έχει την επιλογή να μην πάει σε πρόωρες εκλογές, έτσι ώστε να μην αποκτήσει έναν φρέσκο και «καθαρό από αμαρτίες» αντίπαλο απέναντί του. 
 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.