Πολιτικη & Οικονομια

Ο σωστός τρόπος να κάνεις αποκρατικοποιήσεις

Aπαιτεί προσπάθεια, διάλογο και σύνεση στα οποία η ελληνική κοινωνία δεν έχει συνηθίσει

93870-210734.jpg
Δημήτρης Ιωάννου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με ένα εύστοχο άρθρο του στην Athens Voice o Θεόδωρος Σκυλακάκης διατύπωσε κάποιες βάσιμες και εύλογες ανησυχίες για τον τρόπο με τον οποίον πρόκειται να γίνουν οι επιβαλλόμενες, και από τους δανειστές και από το δημόσιο χρέος, αποκρατικοποιήσεις. Κάτι ιδιαίτερα σημαντικό δεδομένου ότι μέχρι τώρα ο σχετικός “διάλογος” περιορίζεται σε ανταλλαγή κραυγών και συνθημάτων μεταξύ δύο εξ ίσου ιδεολογικά αγκυλωμένων πλευρών: των οπαδών του μακάριου κρατισμού των ΔΕΚΟ, από την μία, και των οπαδών της “ολικής” και άκριτης ιδιωτικοποίησης, από την άλλη.

Εν τούτοις η σημαντική εμπειρία που έχει συσσωρευθεί διεθνώς μπορεί να μας δώσει μία ιδέα, πέρα από αλαλαγμούς και σοφιστείες, για το ποιοι θα έπρεπε να είναι οι άξονες επάνω στους οποίους θα όφειλε να κινηθεί η διαδικασία των αποκρατικοποιήσεων, τουλάχιστον όσον αφορά εκείνες τις εταιρείες που αντιστοιχούν στους κλάδους οι οποίοι παλαιότερα ονομάζονταν και “φυσικά μονοπώλια”. Δηλαδή τις εταιρείες που χρησιμοποιούν δίκτυα υποδομών για την παροχή των προϊόντων τους και των υπηρεσιών τους.

Βασικό σημείο συμφωνίας, όλων, αποτελεί το ότι όσο φρικτό και να είναι ένα κρατικό μονοπώλιο, ένα ιδιωτικό μονοπώλιο είναι πάντα απεχθέστερο. Γι’ αυτό θα πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί η μετατροπή του πρώτου στο δεύτερο. Σκοπός της αποκρατικοποίησης, εκτός από το να εισπραχθούν χρήματα για την αποπληρωμή χρεών, είναι και να γίνει η διαδικασία παραγωγής και προσφοράς του προϊόντος πιο αποδοτική και συμφέρουσα για τον καταναλωτή και την οικονομία γενικότερα. Συνεπώς η αποκρατικοποίηση πρέπει να συνεπάγεται σαφώς και αυτομάτως την κατάργηση του μονοπωλιακού χαρακτήρα του συγκεκριμένου κλάδου. Κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ένα τρόπο: με τον διαχωρισμό της διαδικασίας παραγωγής και πώλησης από την διαδικασία μεταφοράς και διανομής στους καταναλωτές, δηλαδή με τον διαχωρισμό της ιδιοκτησίας και της διαχείρισης του δικτύου από τις υπόλοιπες λειτουργίες Σε ποιον όμως πρέπει να ανήκει το δίκτυο; Θα πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί και αυτό;

Η διεθνής εμπειρία μάλλον οδηγεί σε μία απάντηση που δεν θα είναι αρεστή στους ακραίους, δογματικούς “φιλελεύθερους”: η ιδιοκτησία του δικτύου είναι προτιμότερο να παραμένει στο κράτος (και η διαχείρισή του να δίνεται σε μία ανεξάρτητη αρχή). Αυτό που πρέπει να περνάει στον ιδιωτικό τομέα είναι η παραγωγή (και φυσικά η λιανική πώληση μέσω της χρήσεως του δικτύου). Εννοείται βεβαίως ότι την παραγωγή δεν θα αναλαμβάνει ένας ιδιώτης αλλά μία σειρά από αυτούς, (ο βέλτιστος αριθμός συναρτάται με το είδος της κάθε αγοράς), ώστε να υπάρχει ανταγωνισμός.

Η διατήρηση του δικτύου στον έλεγχο του κράτους, και η διαφανής και αντικειμενική διάθεση της χρήσης του στους ανταγωνιζόμενους παραγωγούς-πωλητές με δημοπρατικό τρόπο, προσφέρει τα εξής πλεονεκτήματα:

-Ακυρώνει, αυτομάτως, τον μονοπωλιακό χαρακτήρα λειτουργίας του κλάδου και δημιουργεί συνθήκες ώστε η ανάγκη για την απαραίτητη πολλές φορές “ρύθμιση” της αγοράς να ελαχιστοποιείται, και η ελεύθερη λειτουργία της να μεγιστοποιείται, εφ’ όσον ο διαχειριστής του δικτύου παρεμβαίνει ως ανυστερόβουλος “ουδέτερος” τρίτος τόσο στην οιονεί ανταγωνιστική σχέση μεταξύ του παραγωγού με τον καταναλωτή όσο και στην καθαρά ανταγωνιστική σχέση του ενός παραγωγού με τον άλλο. Απεναντίας, σε αντίθεση με έναν κρατικό διαχειριστή του δικτύου, ένας ιδιώτης διαχειριστής εξ αντικειμένου βρίσκεται πολλές φορές σε «περιοχές δυνατοτήτων» όπου η σύναψη αθέμιτων συμπράξεων με κάποιους από τους χρήστες του δικτύου (συμπράξεων οι οποίες ουσιαστικά αναβιώνουν κεκαλυμμένα την «κάθετη», δηλαδή μονοπωλιακή, λειτουργία του κλάδου) μπορούν να του προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις από την απλή, «αψεγάδιαστη», διαχείριση του δικτύου. Έστω δε ακόμη και αν ο ιδιώτης διαχειριστής δεν υποκύπτει στον πειρασμό του ολισθήματος, οι υποψίες εκ μέρους του κοινού συνήθως υπολανθάνουν, πράγμα που καθιστά αναγκαία την πιο παρεμβατική πολιτική της ρυθμιστικής αρχής που αναγκαστικά υφίσταται σε αυτές τις περιπτώσεις. Έτσι, όσο και να φαίνεται αντινομικό, η πέραν ενός ορίου ιδιωτικοποίηση δημιουργεί στρέβλωση των λειτουργιών της αγοράς, άρα και ανάγκη μεγαλύτερης κρατικής παρεμβατικότητας.

-Επιτρέπει να ακολουθείται πολιτική μακροχρόνιου προγραμματισμού για τις υποδομές του κλάδου, κάτι που ο ιδιωτικός τομέας έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι σε θέση να πράξει. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας στους τομείς του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού όπου, στην δεκαετία του 1990, εφαρμόσθηκε μία ακραία μορφή φιλελευθεροποίησης με ιδιωτικοποίηση και των δικτύων. Αποτέλεσμα ήταν ότι σήμερα η χώρα βρίσκεται μπροστά στο φάσμα της “ενεργειακής ένδειας”, δηλαδή στο ενδεχόμενο η μέση δαπάνη για ενέργεια ανά νοικοκυριό να υπερβαίνει το (υψηλό ποσοστό του) 10% του προϋπολογισμού του. γεγονός που οφείλεται στο ότι οι ιδιωτικές εταιρείες δεν είχαν ούτε κίνητρο ούτε και δυνατότητα να επεκτείνουν, έγκαιρα, τις υποδομές όπως απαιτούσαν οι μακροχρόνιες εξελίξεις. (Βέβαια, με ένα παρόμοιο ποσοστό επιβαρύνονται πλέον και τα ελληνικά νοικοκυριά, θύματα ενός εξ ίσου αποτυχημένου συστήματος, έστω και διαμετρικά αντίθετης φιλοσοφίας από το βρετανικό).

Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν και οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής πραγματικότητας: η πρακτική αδυναμία, για παράδειγμα, μίας ιδιωτικής εταιρείας να προχωρήσει σε επενδύσεις υποδομής δικτύου, ακόμη και αν τις έχει αποφασίσει, εάν αυτές απαιτούν απαλλοτριώσεις τις οποίες όμως δεν αποδέχεται κάποια «τοπική κοινωνία».

-Διασφαλίζει τον απαραίτητο εθνικό έλεγχο σε νευραλγικές λειτουργίες του κοινωνικο-οικονομικού ιστού. Τι νόημα έχει να καταστεί ιδιοκτήτης του εθνικού μας δικτύου μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου η εταιρεία εκείνη που αποτελεί τον βασικό προμηθευτή της χώρας μας στο προϊόν αυτό; Ή η κρατική μονοπωλιακή εταιρεία υδρογονανθράκων μίας χώρας της οποίας η εθνοπολιτισμική ταυτότητα και μόνο δημιουργεί ανησυχίες όσον αφορά την εθνική μας ασφάλεια; (Βεβαίως, κάλλιστα οι δύο αυτές εταιρείες καθώς και άλλες, μπορούν να διαθέτουν ιδιοκτησιακό μερίδιο σε αγωγούς που θα έχουν κατά κύριο λόγο υπερτοπικό χαρακτήρα, δηλαδή σε αγωγούς που θα διέρχονται από την Ελλάδα μεταφέροντας τον κύριο όγκο του φορτίου τους προς τρίτες χώρες).

Όσα ισχύουν για τα “φυσικά μονοπώλια” ισχύουν εξ ίσου και για τα “τεχνητά”. Ποιος είναι, άραγε, ο λόγος να πωληθεί ο ΟΠΑΠ ως σύνολο; Γιατί να μην πωληθεί το κάθε παίγνιο χωριστά -σε άλλον ιδιώτη το καθένα- και να μην παραμείνει ο οργανισμός κρατικός διατηρώντας και το “δίκτυο”, δηλαδή το σύνολο των πρακτορείων, μέσω των οποίων οι πάροχοι θα είναι υποχρεωμένοι να διαθέτουν τα προϊόντα τους στο κοινό: Αποφεύγοντας έτσι την δημιουργία ενός υπερμεγέθους ιδιωτικού μονοπωλίου, αλλά και διατηρώντας έναν στοιχειώδη κοινωνικό έλεγχο επί ενός χώρου ο οποίος, από την φύση του, γειτνιάζει με την παραβατικότητα;

Μία διαδικασία αποκρατικοποίησης και απομονοπωλιοποίησης της ελληνικής οικονομίας σαν την περιγραφόμενη απαιτεί, βεβαίως, για να σχεδιασθεί και να εφαρμοσθεί, προσπάθεια, διάλογο και σύνεση στα οποία η ελληνική κοινωνία δεν έχει συνηθίσει. Απαιτεί πρωτίστως να αποσκορακισθεί η ιδέα ότι οι νησίδες κρατικής ιδιοκτησίας που πρέπει να παραμείνουν στους υπό αποκρατικοποίηση κλάδους θα συνεχίσουν να έχουν ως βασική τους λειτουργία την επιβράβευση κομματικών στελεχών με αργομισθίες. Και αντί αυτού απαιτεί να καταστεί συνείδηση ότι σκοπός τους θα είναι να διευκολύνουν τις δυνάμεις της ελεύθερης οικονομίας να λειτουργήσουν απρόσκοπτα και αποτελεσματικά. Μόνο που παρόμοιες ιδεολογικές μεταλλάξεις, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, είναι πολύ δύσκολες. Όπως, επίσης, δύσκολο είναι να παραβλεφθεί και η «ταμειακή» πλευρά του θέματος. Διότι θα πρέπει να επισημανθεί πως στην περίπτωση μίας «νοήμονος» αποκρατικοποίησης οι εισπράξεις στην πρώτη φάση δεν θα ήταν τόσο υψηλές όσο θα είναι στην “χονδρική” εκποίηση η οποία είναι το πιθανότερο πως θα λάβει χώρα. Το, μη άμεσα ορατό, πλεονέκτημα, όμως, βρίσκεται στο ότι μεσο-μακροπρόθεσμα ακόμη και το ταμειακό κέρδος του Δημοσίου θα ήταν μεγαλύτερο. Όπως επίσης και στο ότι η χώρα θα είχε αποφύγει την ανάδυση μίας σειράς Ελλήνων (η εισαγόμενων) Μπερλουσκόνι που θα αποτελούσαν παράγοντες διαφθοράς και αστάθειας.

Το μεγαλύτερο όφελος όμως από μία σωστή διαδικασία αποκρατικοποίησης και απομονοπωλιοποίησης της ελληνικής οικονομίας θα ήταν αναπτυξιακό. Παρά τις συλλογικές μας ονειρώξεις ούτε μεγάλες ξένες εταιρείες πρόκειται να έρθουν για μείζονες επενδύσεις τεχνολογικής αιχμής στην Ελλάδα, ούτε οι Έλληνες νέοι επιχειρηματίες πρόκειται να μεταμορφώσουν σύντομα την Αττικοβοιωτία σε νέα Silicon Valley. Αντιθέτως, η δημιουργία και ανάπτυξη μίας σειράς υγιών επιχειρήσεων που θα λειτουργούν σε ανταγωνιστικό και δυναμικό περιβάλλον, στους αποκρατικοποιημένους και απομονοπωλιοποιημένους κλάδους, είναι μία πραγματιστική προοπτική η οποία μπορεί να προσφέρει υπολογίσιμη αναπτυξιακή έλξη στην οικονομία. Το δυστύχημα όμως είναι ότι, τουλάχιστον με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, η διαδικασία της αποκρατικοποίησης δεν φαίνεται να είναι προσανατολισμένη προς την κατεύθυνση αυτή.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ