Πολεις

Έχει και η οικογένειά σου τη δική της slang;

Εσείς πώς λέγατε το τηλεκοντρόλ;

15223-628182_0.jpg
Βάγια Ματζάρογλου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Έχει και η οικογένειά σου τη δική της slang;
© grafikacesky / pixabay

Κάθε οικογένεια έχει τη δική της slang, δηλαδή λέξεις και φράσεις που δημιουργούν, χρησιμοποιούν και κατανοούν μόνο τα μέλη της

Η οικογένειά μου ήταν πολυγκλότ. Όλες οι οικογένειες είναι. Μιλάνε την κανονική γλώσσα του κόσμου, αλλά και μια δική τους, ιδιαίτερη slang. Που περνά κουτσουρεμένη από γενιά σε γενιά, αλλά εμπλουτίζεται και με νέα λήμματα όσο πλουτίζει σε μέλη. Πάντα όμως μένει σε στενό οικογενειακό κύκλο.

Εμείς ως βορειοελλαδίτες με παππούδες πρόσφυγες από Μικρασία λέγαμε όλα αυτά τα ωραία που ανέφερε η Μανίνα Ζουμπουλάκη. Από την άλλη, το σόι μου είχε ένα ταλέντο στο να φτιάχνει νεολογισμούς και ψευδώνυμα -για πλάκα, για να γελάμε μεταξύ μας και να μη μας καταλαβαίνουν τα άλλα σόγια. Νομίζω πως έτσι προκύπτουν οι οικογενειακές slang: για να γελάνε, να δένονται και να αποκτούν μυστικούς κώδικες επικοινωνίας τα μέλη μιας οικογένειας.

Για να καταλάβετε πόσο σεφερλίζαμε οικογενειακώς, το τηλεκοντρόλ το ονομάζαμε «κολοκοτρώνη». Είναι σαν να ανακατέψαμε κάπως τις συλλαβές, δεν είναι ξεκάρφωτο. Κάθε οικογένεια έχει βαφτίσει κάπως το τηλεκοντρόλ της: «ματζαφλέρι», «καβλιτζέκι», «ζάπερ». Και συνήθως για το όνομα ευθύνεται είτε κάνα μωρό, που δεν μπορεί να πει καθαρά «τηλεκοντρόλ», είτε κάνας παππούς, που δεν άκουσε «τηλεκοντρόλ», αλλά «κολοκοτρώνης». Τα μωρά και οι παππούδες συνεισφέρουν τα μάλα στα πολύτομα οικογενειακά λεξικά.

Πολλές λέξεις μας ήταν ηχοποιητές. Παράδειγμα: Υπήρχε ένα παιδί στη γειτονιά που κυκλοφορούσε με ποδήλατο. Παλιό ποδήλατο που έτριζε από παντού. Αυτός ονομάστηκε «ντραγκαντρούγκας». Δεν θυμάμαι καν το όνομά του. Έκτοτε κάθε ποδηλάτη τον ονομάζαμε «ντραγκαντρούγκα». Κι ας ήταν τσίλικο και αθόρυβο το ποδήλατό του.

«Γραμμένος» λεγόταν ένας στην πολυκατοικία μας, στον τρίτο. Δικηγόρος, αμίλητος και αχώνευτος. Στο εξής, «γραμμένο» λέγαμε όποιον αχώνευτο φορούσε κοστούμι, τον γραφειοκράτη.

Οι μορφωμένοι ήταν οι «γραμματιζούμενοι». Αυτό το κόψαμε νωρίς, γιατί η δασκάλα του αδελφού μου, η κυρία Καλλιρόη, όταν τον άκουσε στην πρώτη δημοτικού να λέει «γραμματιζούμενοι», φώναξε τη μαμά μου και της είπε: «Μεγαλώνει το παιδί με αμόρφωτη γιαγιά; Να της πείτε να προσέχει τα λόγια της!». Σιγά, μανδάμ, δεν τους είπε και «μαλάκες» το παιδί τους μορφωμένους, «γραμματιζούμενους» τους είπε! Η μαμά δεν αντέδρασε στην προσβόλα της κυρίας Καλλιρόης, αλλά της το κρατούσε. Όταν λοιπόν ο αδελφός μου ήταν στην τρίτη δημοτικού και το ’παιζε τσίφτης και γιεγιές και άφησε μακριά μαλλιά, πήρε η Καλλιρόη ένα ψαλίδι και του κουτσούρεψε τη φράντζα. «Τώρα, δεν μπορεί, θα πας να κουρευτείς», του είπε. Εεεε, ποιος είδε τη μαμά και δεν τη φοβήθηκε! Έτρεξε στο σχολείο και απείλησε τη δασκάλα πως θα την καταγγείλλει στην επιθεώρηση, στο υπουργείο, στην αστυνομία, στον ίδιο τον Γκραν Πάπα. Ετσι αποκαλούσαμε αυτόν που έχει την απόλυτη εξουσία ή νομίζει ότι την έχει. Παράδειγμα: «Τι μας το παίζει τώρα ο φουκαράς ο κυρ Μήτσος; Γκραν Πάπας;»

Αυτό με τα ψευδώνυμα δημιούργησε αρκετές παρεξηγήσεις. Έναν φίλο του μπαμπά μου, που ήταν μίζερος και κλαψιάρης, τον λέγαμε «τελειωμένο». Η γιαγιά, που αγνοούσε ότι επρόκειτο για nickname, τον καλωσόριζε με την προσφώνηση «Καλώς τον κύριο Τελειωμένο». «Δημητριάδης» διόρθωνε αυτός. Μια, δυο, τρεις, θύμωσε ο άνθρωπος, αλλά δικαιολογηθήκαμε λέγοντας πως η γιαγιά τα είχε χαμένα. Δεν ξέρω αν το έχαψε ο «τελειωμένος», πάντως αραίωσε τις επισκέψεις στο σπίτι μας. Έναν άλλον τον αποκαλούσαμε στο κατ’ ιδίαν «Τεμπελίδη», ώσπου τον συνάντησε η κοινωνική γιαγιά και μας έκοψε κι αυτός την καλημέρα.

Όταν παίζαμε με τον αδελφό μου, κλέβαμε ο ένας τον άλλον αβέρτα. Κάναμε δηλαδή «ματσακονιές» και «χαράμια» - ήμασταν «χαραμτζήδες». Όταν τα χαράμια εξελίσσονταν σε καυγά, σε «πατιρντί», και αναστατώναμε το σπίτι και σπάζαμε κάτι, όλα γίνονταν «γυάμπαλα». Τότε η μαμά μάς «έκανε ζάφτι» ρίχνοντάς μας ένα «μπερντάχι», κοινώς μας έδερνε. Ή μας φώναζε για να μας βάλει «τερμπιέ», όριο. Κάτι σε «ξύλο» πρέπει να ήταν και η «σοπανίκα».

Ο μπαμπάς άναβε τσιγάρο με το «τσακμάκι». Κάθε φορά που τον ρωτούσαμε κάτι και δεν ήξερε την απάντηση, μας ξέκοβε με το «μπιλμέμ» (δεν έχω ιδέα), ενώ άμα δεν μας άρεσε το σπιτικό φαγητό και θέλαμε να φάμε σε ταβέρνα, προτείναμε: «Πάμε για τζιζμπίζ;». Τα καλοκαίρια, με το που τελείωνε το σχολείο, τρέχαμε «ολούρμο» (γιούργια) για παιχνίδι, και κυκλοφορούσαμε «σαλμά», χύμα.

Οι μόνες βρισιές που ακούγονταν στο σπίτι μας ήταν το «κουμάσι» («Καλό κουμάσι είναι κι αυτός!») και ο «κερατάς». Ο θείος μου δημιουργούσε και σύνθετα. Μια φορά ήθελε να βρίσει έναν οδηγό και του φώναξε «θα μας σκοτώσεις, ξανθοκερατά!».

Ο γκέι ήταν φυσικά «τοιούτος» αλλά και «Σταύρος Παράβας». Το «μέθυσα» ήταν «νταλώθηκα». «Άντε, βρε, που ήπιες δυο μπίρες και νταλώθηκες!»

Στις περιγραφές γυναικών οι θείες μου ξεσάλωναν. «Σπούζα» και «τσίφνα» ήταν η ξινή και ταυτόχρονα αυταρχική γυναίκα, «σουρπουίτσα» η πονηρή καταφερτζού αλλά και το «σιγανό ποταμάκι», «καρακαηδόνα» και «σαρμούτα» η αχώνευτη, «τσαλιμιτζού» αυτή που έκανε «τσαλίμια», κουνήματα. Η υπερκινητική γυναίκα ήταν «πιρπιρίκα» («Και αυτή η Άννα, μεγάλη γυναίκα και δεν βάζει κώλο κάτω. Πιρπιρίκα η άτιμη»), ενώ η ευτραφής «μποχτσάς». Δεν είχε φτάσει ακόμα στα αυτιά μας το body shaming και η πολιτική ορθότητα. «Πρέκνατζου» ήταν κάποια με φακίδες (πρέκνες), «χαρχάλω» η ατημέλητη. Η κοντή γυναίκα περιγραφόταν ως «κοντίλω» ή «πακιακιό», επειδή περπατάει σαν την πάπια. «Τσιβδοκουτάλα» ή «τσιβδόκωλη» ήταν η τσιβδή και «σουρτούκω» όποια προτιμούσε τους καφέδες και τους δρόμους από το σπίτι της. Υπήρχε και το ρήμα, «Πού σουρτούκευες πάλι;».

Το πολύ το μπούρου μπούρου ήταν το «λακιρντί» και «λακριντί», ενώ «μασάλια» ήταν τα λόγια αυτού που έλεγε πολλά ψέματα και παραμύθια. «Κουφλιάγκας» ήταν ο κουφός, «τσιπλάκης» ο έχων λίγα, ο φτωχός, και «λάφυρο» ο χαζούλης, υποθέτω πως πρόκειται για παραφθορά του «ελαφρύς». «Τζιτζί μπομπό» ήταν όταν κάποιος σε καλομάθαινε, π.χ. «Ο κυρ-Μήτσος τη γυναίκα του την έχει τζιτζί μπομπό, δεν της χαλάει χατήρι».

Όποτε κουραζόταν κάποιος, δήλωνε «έγινα δυο κάτια» και εμείς τα παιδιά ξέραμε ότι έπρεπε να κάνουμε «χασπί», ησυχία, να μην πούμε κουβέντα και νευριάσουμε τον κουρασμένο και γίνουν «τσατάλια τα νεύρα του». Αντί για το «ας πάει και το παλιάμπελο», χρησιμοποιούσαμε το «τσιμέντο να γίνει». Όταν ένα πρόβλημα δεν είχε λύση, δεν είχε «τσαρέ» («Αυτό το φόρεμα μού είναι πολύ στενό, δεν έχει τσαρέ. Θα το γυρίσω πίσω στο κατάστημα»).

Άμα ένα μαγαζί ήταν ακριβό, το ονομάζαμε «πανακριβατζίδικο» και τον ιδιοκτήτη του «πανακριβατζή», αλλιώς και «καζικτσή». «Καζίκι» πάλι ήταν ένα σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, συνήθως κάποιος μεγάλος λογαριασμός («Ήρθε ένα καζίκι από την εφορία, απερίγραπτο»). Συνώνυμό του, το «μπουγιουρντί» («Ήρθε το μπουγιουρντί από τη ΔΕΗ») και η «ρεμπατσίνα». Περίπου συνώνυμο το «τσιβί», αλλά όχι για λεφτά όσο για δύσκολες καταστάσεις («Αύριο θα αργήσω, έχω ένα τσιβί στη δουλειά άλλο πράμα»).

«Μπατακτσής» ήταν αυτός που μοίραζε φέσια, δεν πλήρωνε τους λογαριασμούς του. Για συντομία τον λέγαμε και «μπατάκι», λέξη που χρησιμοποιούσαμε και για τη θάλασσα-βούρκο. «Ζορ ζορνάρ» ήταν το «με το ζόρι», με «το έτσι θέλω», κάπως σχετικό με το «αμέτι μουχαμέτι».

Τα συνώνυμα «σερσερής», «σασκίνης» και «σερσέμης» εκτοξεύονταν κατά ριπάς. Απλώς, αν ο σερσερής ήταν μικρό παιδί ή ενήλικας αλλά λίγο σερσερής, τον λέγαμε «σερσερίκο». Τελικά, ήμασταν τρυφεροί άνθρωποι. «Μπουνάκης» ή «μπουνακλής» ήταν ο ανοϊκός, αυτός που τα είχε χαμένα. Έπαιζε και σε ρήμα, «Μπουνάκεψε ο κυρ Μιχάλης, άρρωστος στο νοσοκομείο, και βάζει χέρι στις νοσοκόμες»).

«Γιουρούκι» ήταν ο γκάου μπίου, ο απολίτιστος, αλλιώς και «αξημέρωτος». «Φεγγαρίσιος» ο κυκλοθυμικός, «αλμπάνης» ο άσχετος, «κουμαρτζής» ο εθισμένος στον τζόγο, «κουρσούμι» ο βαρύς και αμίλητος, «αμάκατζης» ο τρακαδόρος, «αμάκα» η τράκα.

Το σεξ ήταν «κεχρί» («Αυτός όλο το μυαλό του στο κεχρί το έχει»). Αντί για «γκόμενος-α» λέγαμε «σκορδόπιστος-η» και τον μπαρμπα-γαμίκο, τον σιτεμένο άνδρα που έπαιζε το μάτι του και φλέρταρε με πιτσιρίκες, τον αποκαλούσαμε «σαλιάρη» και «νταμαρλή».

Αν κάποιος ήταν ψηλός, άχαρος και αδέξιος, ήταν «αντάβαλος» ή «χαλίμανδρος» ή «αρτσούμπαλος». «Τάμπετερ» ήταν ή ο πολύ «μεθυσμένος» ή ο πολύ «μαστουρωμένος». Νομίζω το δεύτερο, όμως τότε εμείς δεν ξέραμε τι είναι τα μαστούρια, ενώ οι μεγάλοι τους έλεγαν «χασικλήδες», αλλά ψιθυριστά.

Ο Στέφανος συνεισφέρει στο λεξικό της Νέας Ματζαρογλικής με μερικά βαριά ξανθιώτικα,  ορεστιαδίτικα και διδυμοτειχίσια που μιλούσε η οικογένεια Τσιτσόπουλου. «Καλπαζάνης» είναι ο τεμπελχανάς, «χαρσιλαμάς» το παράσιτο, αυτός που ζει εις βάρος των άλλων, «αβανάκης» ο ελαφρούτσικος με συνώνυμό του το «αχλαμπαντάνης», «μούκας» το χαϊβάνι, «καρακουλιάκτσος» αυτός που πετάγεται ξαφνικά και τρομάζει κόσμο. Ο νταής, αυτός που κάνει μπούλινγκ στους άλλους, είναι «ζαμόρας». «Γκαρτζαμπαλώνομαι» σημαίνει γαντζώνομαι, «τζουρτζούνα» είναι η φαιδρή, η αστεία κουβέντα, «χιτς» το καθόλου και το «μπρεεε» το «τι μας λες, ρε, πας καλά, σοβαρά μιλάς τώρα, δεν σε πιστεύω» -ναι, όλο αυτό ένα «μπρεεε». 

Πολλές οικογένειες της Θεσσαλονίκης και γενικώς της Βόρειας Ελλάδας που ξέρω μιλάμε πάνω κάτω την ίδια slang. Αν σε μια κουβέντα κάποιος πετάξει ένα «ντουρντουβάκι» ή ένα «αλμπενί», κανένας δεν τον ρωτάει «Πώς είπατε; Ορίστε;». Καταλαβαινόμαστε, επικοινωνούμε. Κι όχι μόνο επικοινωνούμε. Μπορεί να συγκινηθούμε κιόλας. «Πωωω, τι είπες, ρε μεγάλε, “ντουρνουβάκι”! Το έλεγε η γιαγιά μου». Θα συγκινηθούμε με το «ντουρντουβάκι» κι όχι με την «ενσυναίσθηση» - τι να κάνουμε; Κάποιες χαζές λέξεις είναι κομμάτι της παιδικής μας μνήμης, της αιώνιας γλυκιάς πατρίδας. Και πού και πού, δι’ ασήμαντον αφορμή, επιστρέφουμε με νοσταλγία στην ασφάλειά της. Και όλοι οι φτερουγίσαντες είναι εν ζωή, και βγάζουμε λέξεις και ψευδώνυμα, και γελάμε.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ