Ταξιδια

Η Κρήτη του Σταύρου Θεοδωράκη

Η ζωή χωρίς τοίχους

ΤΕΥΧΟΣ 490
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
72277-161064.jpg

Κρήτη: Ο Σταύρος Θεοδωράκης γράφει για το αγαπημένο του νησί στην Athens Voice

Κρήτη: Μου άρεσε να ταξιδεύω «έξω από το χάρτη». Να ανακαλύπτω το ποτάμι αντί να το ψάχνω στους οδηγούς. Με τη μοτοσικλέτα μου το έκανα. Μπουφάν με γιακά που σηκώνεται τις κρύες νύχτες, φωτογραφική μηχανή, τετράδιο για τις σημειώσεις, γυαλιά ηλίου, ένα παγούρι, πλαστική ντουζιέρα, δυο αλλαξιές ρούχα, φακός και σουγιάς, αντίσκηνο, υπνόσακος, ένα νάιλον για τις ξαφνικές μπόρες. Όσο λιγότερα πράγματα κουβαλούσα, τόσος περισσότερος ελεύθερος χώρος για τις εμπειρίες.

Δεν έπαιρνα μαζί μου μουσική. Είχα τον ήχο της μοτοσικλέτας, τον άνεμο, τα κύματα, τον γκιώνη και τα τριζόνια. Ψέματα λέω. Στην πλαϊνή τσέπη της τσάντας κουβαλούσα καμιά φορά walkman και κασέτες (που χάλαγαν στον ήλιο και έκαναν τον τραγουδιστή να κλαίει). U2, Talking Heads, Cure, Peter Gabriel, Eurythmics, David Bowie, Bruce Springsteen, Tom Waits, Nits, Grace Jones και από ελληνικά τίποτα αντιστασιακά της εποχής. Τι ήταν αντιστασιακό τότε; Ούτε που θυμάμαι. Μίκης σίγουρα. Μπακαλάκος. Μαρκόπουλος. Ανδριόπουλος. Και από λαϊκά κανένα Αγγελόπουλο-Βοσκόπουλο-Άκη Πάνου, ποτέ Καζαντζίδη (αυτός ήταν για τις παράγκες, όχι για τις σκηνές). Και, βέβαια, Χειμερινούς Κολυμβητές. «Θέλεις, θέλω, πάντα έχεις κέφι, έχω πάντα, ίσως έρθω, έλα αμέσως μωρό μου, δεν θέλω, μην έρθεις».

Το αντίσκηνο ήταν κυρίως για να φυλάς τα πράγματα ενώ κοιμόσουν με τον υπνόσακο στην άμμο. Καμιά φορά, άμα δεν είχες χορτάσει ύπνο, έτρεχες το ξημέρωμα να χωθείς μέσα μήπως σωθείς από το φως του ήλιου. Μια φορά είχα γίνει μούσκεμα και εγώ και ο υπνόσακος από ένα ξαφνικό κύμα. Και μια άλλη είχα βραχεί από ένα σύννεφο. Και πάντα με τρόμαζε η απόσταση από τα αστέρια. Πόσο μικροί είμαστε; Πόσο «ένα τίποτα»; Και ποιος υπάρχει εκεί; Ποιος μας κοιτάει; Ποιος γελάει;

Αυτά τα συζητούσες όταν δεν υπήρχε έρωτας γιατί όταν υπήρχε δεν μιλούσες. Μόνο έθαβες τις πατούσες σου στην άμμο μη σε πάρει ο έρωτας και σε πετάξει στα βράχια. Α! δεν μου άρεσε η άμμος. Προτιμούσα το μικρό βότσαλο. Σαν και αυτό το μαύρο που συναντάς στην Αγία Ρουμέλη βγαίνοντας από το φαράγγι της Σαμαριάς. Εκεί κοιμήθηκα χωρίς υπνόσακο. Με κάτι τσουβάλια που είχαμε κλέψει από την ταβέρνα. Τις πατάτες που είχαν μέσα τα τσουβάλια δεν τις είχαμε κλέψει. Τις στοιβάξαμε σε μια άκρη και το πρωί επιστρέψαμε και τα τσουβάλια.

Κάποιοι κουβαλούσαν κιθάρες. Είχα έναν τέτοιο φίλο. Τραγούδησε κομμουνιστικά στον Κότρωνα της Μάνης μέχρι που μας πήραν στο κυνήγι. Άλλοι είχαν κατσαρολικά. Άλλοι τάβλια κανονικά. Άλλοι μπρίκια για τους καφέδες. Ή, ακόμη χειρότερα, σέικερ. Εγώ ποτέ δεν ήμουν δέσμιος του πρωινού καφέ. Μόνο με τις φωτογραφικές μηχανές το παράκανα. Λίγο ακόμη και θα κουβαλούσα μαζί μου το σκοτεινό θάλαμο. Κουβαλούσα και κόμικς. Μπλεκ, Όμπραξ και λοχαγό Μαρκ. Από την τσάντα όμως φαινόταν μόνο το «Μισγάγκεια απερινόητη» του Κώστα Ζουράρι και «Το ένστικτο του θανάτου» του Ζακ Μεσρίν. Και ποιήματα, από Χριστιανόπουλο μέχρι Έντγκαρ Άλαν Πόε.

Αρχές δεκαετίας του ’80…


* Ο Σταύρος Θεοδωράκης είναι επικεφαλής στο Ποτάμι.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ