Πολεις

Το ημερολόγιο του Σαββάτου | 12.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Όλο το βράδυ στριφογύριζα στο κρεβάτι μου χωρίς να μπορώ να κλείσω μάτι. Κατά τα χαράματα, σύρθηκα στον καναπέ του σαλονιού και άνοιξα το κινητό. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα το άφησα δίπλα μου και αποκοιμήθηκα. Τι κατάρα κι αυτή, να μη σε πιάνει ο ύπνος στο κρεβάτι ενώ πεθαίνεις για λίγο ύπνο, και να αποκοιμιέσαι αμέσως στον καναπέ ενώ το έχεις πάρει απόφαση πως δεν θα κοιμηθείς. Βέβαια, δεν πέρασε πάνω από μία ώρα και τα σκυλάκια μας με ξύπνησαν, αναστατωμένα από την αλλαγή του χώρου, αφενός, και θέλοντας να βγούμε έξω μιας και είχε πάει 5 και έπρεπε να κάνουμε την πρώτη βόλτα της ημέρας. Σηκώθηκα με το κεφάλι μου ζαλισμένο, και με κάτι που θύμιζε ημικρανία. Παραδίπλα, το κινητό μου έπαιζε το θέμα από το «Assault on Precinct 13»: το ξυπνητήρι. Ωστόσο, νά μια αλλαγή: έκανε κρύο, ή σχεδόν. Η θερμοκρασία πρέπει να ήταν τουλάχιστον δέκα βαθμούς χαμηλότερη από χθες. Μπορεί και περισσότερους. Μετά από πάρα πολύ καιρό, φόρεσα κάλτσες, το κάτω μιας φόρμας και ένα μπουφάν πάνω από τη φανέλα μου, που διάλεξα στην τύχη από την ντουλάπα, σχεδόν χωρίς να βλέπω.

Βγήκαμε έξω μέσα στο σκοτάδι, σκουντουφλώντας και οι τέσσερις. Ο πονοκέφαλός μου έδειχνε να μην ήταν σίγουρος πώς θα εξελισσόταν, και με τι ταχύτητα. Έκανα μια γρήγορη επίκληση, σε όποιον ήταν εκεί για να με ακούσει, να τον έπαιρνε από πάνω μου και να τον πέταγε κάπου μακριά. Μέχρι να φτάσουμε στη γωνία, είχε πράγματι περάσει. Δεν ήξερα ποιος είχε εισακούσει την προσευχή μου —ποιος απ’ όλους—, όμως νά που τα είχε καταφέρει. Παρά ταύτα, ο πονοκέφαλος ήταν το τελευταίο που έπρεπε να με απασχολεί. Γιατί στο βάθος του στενού αριστερά, μπροστά από το παλιό, ακατοίκητο, ετοιμόρροπο σπίτι, υπήρχαν —όπως είδα με έναν ακατανόητο τρόμο— σκιές. Και αυτές οι σκιές κινούνταν και μετέφεραν πράγματα. Μέσα στο σπίτι. Εκείνη την ώρα. Λίγο πριν χαράξει. Χωρίς φωτισμό. Χωρίς λάμπες. Χωρίς καν τα φανάρια ενός αυτοκινήτου. Χωρίς τίποτα. Χωρίς καν να ψιθυρίζουν.

Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά και σταμάτησα, κρατώντας γερά τα τρία λουριά, που τεντώθηκαν ώς τα όριά τους. Οι καταστάσεις με προλάβαιναν, η πραγματικότητα χιμούσε πάνω στη φαντασία και της επιβαλλόταν, η ζωή —αν αυτή ήταν κάποιου είδους ζωή— κατανικούσε την τέχνη. Τράβηξα τα λουριά κάνοντας μεταβολή, μόλο που στάθηκε ιδιαίτερα δύσκολο. Τα τρία σκυλάκια μας ήθελαν να πάνε εκεί που πηγαίναμε πάντα αυτή την ώρα, και δεν θα παρέδιδαν έτσι εύκολα τα όπλα. Ακόμα χειρότερα: όπως κάθε πρωί, κουβαλούσα με το άλλο μου χέρι εκείνο το δοχείο με τα τρία λίτρα νερό για το δεντράκι που έχω υιοθετήσει. Citrus aurantium. Μας περίμενε κι εκείνο, πάντα στην ίδια θέση, στον τόπο του. Ήθελε να ακούσει την καλημέρα μας, τον ήχο στο πεζοδρόμιο από τα νύχια που το πλησίαζαν, περίμενε πώς και πώς το γλουγλούκισμα του νερού που χυνόταν γύρω από τον λεπτό κορμό του. Ήταν μικρό, ένα μικρό, αδύνατο, χαμηλό, ανήλικο δεντράκι, και είχε ανάγκη από καθημερινό πότισμα και φροντίδα. Citrus aurantium. Η νεραντζιά μου.

Κοίταξα προς τα κάτω, έχοντας ανοίξει πια καλύτερα τα μάτια μου. Υπήρχε και ένα μικρό φορτηγό εκεί, σταματημένο στο μέσο του δρόμου —αυτός ήταν ο κύριος όγκος της ξένης σκιάς—, από το εσωτερικό του οποίου έβγαζαν διάφορα πράγματα εκείνες οι άλλες σκιές, και τα πήγαιναν στο εσωτερικό του σπιτιού. Ίσως μάλιστα από πίσω του να κρυβόταν ακόμη ένα φορτηγό. Ή άλλα οχήματα. Ίσως ήταν πολλοί εκεί· ολόκληρος στρατός. Πώς μπορούσα να ξέρω; Ήταν αδύνατον. Τα μικρά, στο μεταξύ, εξακολουθούσαν να με τραβάνε, αγανακτισμένα και ανήσυχα. Τι κάναμε εκεί; Γιατί σταματήσαμε; Υπήρχαν τόσο πολλές μυρωδιές πιο πέρα, τόσο πολλά αφημένα χαιρετίσματα, τόσες υποσχέσεις και απειλές.

Απειλές. Ναι. Πήρα μια ανάσα και τα τράβηξα βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας, απέναντι, έξω από την ακριβή, όμορφη κάβα που έχει πάρει το όνομά της από ένα μεγάλο βιβλίο. Είναι και ένας κάδος ανακύκλωσης εκεί, απέναντι από την πόρτα της. Και μια καμπίνα τού ΟΤΕ, ένα ΚΑΦΑΟ. Είναι κάτι που το ξέρουν καλά όλα τα σκυλιά της γειτονιάς, και το χρησιμοποιούν πάντα. Σε αντίθεση με άλλους διακλαδωτές, αυτός εδώ δεν είναι διακοσμημένος από κάποιον street artist, αλλά γραμμένος από πάνω μέχρι κάτω από δεκάδες περαστικούς, με μαρκαδόρους όλων των διαμετρημάτων, γεμάτος ταγκαρίσματα, αρκτικόλεξα, λέξεις, και φράσεις. Οι περισσότερες από αυτές είναι ακατάληπτες ή δυσοίωνες, αλλά πρώτη φορά το καταλαβαίνω τόσο έντονα, και πρώτη φορά με απασχολεί στα σοβαρά: ΘΕΛΩ ΚΙ ΕΓΩ ΑΠΟ ΑΥΤΑ / ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΞΥΠΝΑΩ ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΩ / ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ / ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΕΡΧΟΜΑΙ / Ο KILROY ΘΑ ΣΑΣ ΒΡΕΙ — δεν ξέρω τι θέλουν να πουν και σε τι κατάσταση ήταν όταν τα έγραφαν όλοι αυτοί οι νεαροί. Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Και νομίζω πως όλα αυτά τα πράγματα, τα σπαράγματα φράσεων, οι παράλογες λέξεις, τα σχήματα που φαινομενικά δεν σημαίνουν τίποτε, είναι κωδικοποιημένα σημειώματα προς… κάποιον. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω.

Κρυφτήκαμε πίσω από το παλίμψηστο ΚΑΦΑΟ, και μετά από μερικές βαθιές ανάσες έβγαλα ελάχιστα το κεφάλι μου από το πλάι για να παρακολουθώ τις κινήσεις των αγνώστων. Δεν φαινόταν να με έχουν δει. Περίεργο. Λογικά, θα είχαν ανθρώπους σκορπισμένους παντού στις γωνίες για να βλέπουν αν έρχεται κάποιος και να ενεργήσουν αναλόγως. Λογικά, φυσικά και θα με είχαν δει. Ήμουν κάποιος μέσα στη νύχτα που γύρναγε με τρία σκυλιά. Δεν μπορεί να μη με αντιλήφθηκαν. Ή… ή έκανα λάθος; Ή ήμουν υπερβολικός; Ή ήταν παράλογες αυτές οι σκέψεις; Μα σίγουρα όχι πιο παράλογες από τη σκηνή που εκτυλισσόταν δυο δεκάδες μέτρα μακριά μου, σωστά;

Ξεροκατάπια, νιώθοντας εκείνο τον πονοκέφαλο να συστρέφεται ξανά μέσα στο κεφάλι μου. Έπρεπε να φύγουμε από εκεί, και να φύγουμε τώρα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Έτσι όπως ήμουν, με τρία σκυλιά, συν ένα βαρύ δοχείο στο ένα μου χέρι, ήμουν ανίκανος για οποιονδήποτε ελιγμό. Αυτός άλλωστε είναι ο μόνιμος φόβος μου όταν περπατώ είτε με δύο είτε με τρία από τα σκυλάκια μας. Δεν είμαι ευέλικτος, δεν μπορώ να παλέψω, δεν μπορώ να το σκάσω. Αν συμβεί κάτι, οτιδήποτε, το μόνο που μπορώ να κάνω, κι αυτό αν είμαι τυχερός και προλάβω, είναι να τα πάρω όλα μαζί αγκαλιά, δύο από το ένα χέρι και ένα από το άλλο, και να τρέξω. Αλλά και πάλι, ποιος μπορεί να κουβαλήσει δύο σκυλιά κάτω από μία μασχάλη; Δεν το έχω κάνει ποτέ μου, είναι μονάχα κάτι που σκέφτομαι. Αλλά μπορεί να δουλέψει; Δεν έχω ιδέα. Και εύχομαι να μη σταθεί ποτέ αφορμή για να το μάθω. Δεν θα είναι για καλό. Ποτέ δεν είναι για καλό.

Μολονότι κάνει πραγματικό κρύο, έχω ιδρώσει κάτω από το μπουφάν μου που δεν αναπνέει καθόλου. Λάθος επιλογή. Επιπροσθέτως, όλη αυτή η ταραχή, όλες αυτές οι παράλογες σκέψεις που έρχονται ακάλεστες στο μυαλό μου, το μόνο που κάνουν είναι να με καταβάλλουν ακόμη περισσότερο. Ευτυχώς τα μικρά βαρέθηκαν στο ΚΑΦΑΟ, μύρισαν ό,τι ήταν να μυρίσουν, και τώρα θέλουν να φύγουν. Καθώς αυτό που τους ενδιαφέρει βρίσκεται, σχεδόν πάντα, μόλις λίγα εκατοστά μακριά από τη μύτη τους, και σε συνδυασμό με την κακή όρασή τους, δεν έχουν καταλάβει τίποτε. Ούτε έχουν ακούσει κάτι. Άλλωστε, εκείνοι οι άγνωστοι μεταφορείς κάνουν αθόρυβα τη δουλειά τους. Ή κάνουν τόσο θόρυβο, όσο θα έκανε και μια σκιά. Η παράδοξη σκέψη —κακώς την έκανα, αλλά και πώς να το αποφύγει κανείς;…— με αναστατώνει ακόμη περισσότερο. Τουλάχιστον, η γωνία με τον κάθετο δρόμο στα δεξιά μας δεν απέχει παραπάνω από πέντε μέτρα. Πρέπει όμως να τα κάνουμε γρήγορα, και χωρίς να δίνουμε στόχο. Το πρώτο είναι σχετικά εύκολο. Το δεύτερο άραγε;

Δίνω μια και αρχίζω να τρέχω σκυφτός προς τη γωνία, και τα τρία μικρά με ακολουθούν με εκείνο τον παιδικό ενθουσιασμό που δείχνουν απέναντι σε καθετί καινούργιο, απέναντι σε κάθε πρόκληση. Για ένα σκυλάκι, όλα μπορούν να είναι παιχνίδι. Ακόμη και ένα αυτοκίνητο που τρέχει στον δρόμο. Ακόμη και ένα αόρατο φορτηγό παρκαρισμένο στο μέσο ενός στενού, μέσα στο τελείωμα της νύχτας. Φτάνουμε στη γωνία και στρίβουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται, αν και πρέπει να κάνουμε άλλα σχεδόν δέκα μέτρα για να προστατευτούμε από τα βλέμματά τους. Ευτυχώς, δεν υπάρχει κανένας φωτισμός εδώ. Ή περίπου.

Προχωράω χωρίς να κοιτάζω πίσω και αριστερά μου, για να μη δώσω —σε περίπτωση που με εντόπισαν τελικά— την εντύπωση ανθρώπου που έχει παραξενευτεί από αυτό που συμβαίνει. Παριστάνω τον ανέμελο, αλλά η καρδιά μου χτυπά —αν είναι δυνατόν— δυνατότερα και από πριν, ενώ και ο πονοκέφαλός μου εξακολουθεί να στριφογυρίζει ακόμη αναποφάσιστος μέσα στο κρανίο μου. Έχουμε, παρ’ όλα αυτά, φτάσει πια σε ασφαλές σημείο. Ή έτσι θέλω να πιστεύω. Εκμεταλλευόμενος μια στάση που κάνουν τα τρία μικρά για να ελέγξουν κάτι, στρίβω το κεφάλι και κοιτώ τη σκοτεινή γωνία. Είναι κάποιος εκεί που μου αντιγυρίζει το βλέμμα; Όχι, δεν είναι. Ή μήπως κάνω λάθος; Ή μήπως κρύβεται πολύ καλύτερα από όσο μπορώ εγώ να δω μέσα στο σκοτάδι;… Δεν έχω απάντηση. Δεν έχω καθόλου απαντήσεις, για τίποτε.

Προχωράμε κι άλλο, ίσως και πενήντα ολόκληρα βήματα, όταν κοιτάζω το βάρος που κρατάω στο χέρι μου. Το νερό. Η νεραντζιά. Citrus aurantium. Διάολε. Βλαστημάω μέσα από τα χείλη μου και κοιτάζω πίσω μου. Έχουμε απομακρυνθεί μόνο πενήντα βήματα, ναι, αλλά το δέντρο μου απέχει είκοσι όλα κι όλα από τη γωνία. Τι να κάνω; Να συνεχίσω τον δρόμο μου και να στρίψουμε στην πέρα γωνία, από το μπαρ, και να έρθω να το ποτίσω πιο μετά; Ή να κάνω αυτό που πρέπει να κάνω; Και γιατί «πρέπει» όμως; Ποιος το λέει αυτό; Ποιος θα με κρίνει;

Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τίποτε. Το μόνο που ήθελα ήταν μια ιδέα.

Τραβάω απελπισμένος τα λουριά, φτάνουμε στο δέντρο σαν κυνηγημένοι —μα, σάμπως δεν είμαστε κυνηγημένοι;— και χύνω το νερό στον κορμό της. Δεν κοιτάζω τη γωνία με το στενάκι, ούτε βέβαια και ακούω τίποτε. Μόνο φεύγοντας, κι αφού αποχαιρετώ μέσα από τα δόντια μου τη νεραντζιά, ακούω από κάπου εκεί —ή έτσι νομίζω— έναν ήχο μηχανής. Τι είναι; Το φορτηγό; Φεύγει; Τελείωσε η δουλειά; Ή θα με κυνηγήσουν;

Προχωράμε γρήγορα, φτάνουμε στο μπαρ, στρίβουμε δεξιά και προχωράμε στο φαρδύ πεζοδρόμιο όπου οι καρέκλες και τα τραπεζάκια είναι δεμένα μεταξύ τους με καλώδια. Στην άλλη γωνία, αυτή με τον μεγάλο δρόμο, σταματάμε ξέπνοοι και οι τέσσερις. Κοιτάζω πίσω μου. Δεν είναι κανείς. Κοιτάζω και από την άλλη. Κανείς κι εδώ. Μόνο απέναντι, έχει ανοίξει το πρώτο καφέ της ημέρας. Η ιδιοκτήτριά του πλένει τα τζάμια. Σκουπίζω το μέτωπό μου με το μανίκι του μπουφάν. Είμαι κάθιδρος. Αυτό το μπουφάν δεν αναπνέει καθόλου. Ωστόσο κάνει κρύο. Μέσα στην ημέρα όμως θα ξανάρθει η ζέστη, θα ξανάρθει ο καύσωνας. Κι εγώ θα καταφύγω στα καυτά τσάγια και στο παγωμένο νερό. Θα είναι μια δύσκολη ημέρα, κι αυτή. Και πρέπει να δουλέψω, έχω μείνει πίσω. Και πρέπει να βρω και ήρωες. Και πρέπει να σκαλίσω και την ιδέα μου. Πριν το κάνει η ίδια για μένα.

Γυρίζουμε σπίτι από το σιντριβάνι, κάνοντας έναν μεγάλο κύκλο, οπότε δεν έχω την ευκαιρία να δω αν το φορτηγό είναι ακόμη εκεί. Αλλά το ξέρω πως έφυγε. Ξεφόρτωσαν αυτό που είχαν να ξεφορτώσουν, και έφυγαν. Το ξέρω.

Ανεβήκαμε ταραγμένοι και οι τέσσερις με το ασανσέρ, λαχανιασμένοι όλοι, με τη γλώσσα έξω. Είναι πέντε και μισή το χάραμα. Και κάτι έχει αλλάξει για τα καλά.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ