Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Κάτι καλό συμβαίνει στην πλατεία Βικτωρίας
Ρεπορτάζ στην πλατεία Βικτωρίας. Η αρχιτεκτονική, οι ανθρωποι, τα στέκια σήμερα
Το φθινόπωρο του 2020 έμενα σε μια πολυκατοικία επί της 3ης Σεπτεμβρίου, στο ύψος του Μουσείου. Ένα βράδυ, επιστρέφοντας σπίτι, βρίσκω όλους τους γείτονές μου αναστατωμένους στην είσοδο. Ο γηραιότερος από αυτούς ούρλιαζε (σ.σ. από τότε στη συνείδησή μου καταχωρήθηκε ως «μαινόμενος παππούς») στο τηλέφωνο: «Σας έχω καλέσει εδώ και μία ώρα και ακόμα δεν έχει εμφανιστεί κανείς! Και σας ερωτώ: ποιος θα προστατέψει εμένα και την περιουσία μου;» Δεν είχε άδικο ως προς τον χρόνο. Το Αστυνομικό Τμήμα της Ομόνοιας απέχει δυο βήματα. Τι είχε συμβεί; Κάποια στιγμή εκείνο το βράδυ η αστυνομία είχε κάνει ξαφνική έφοδο στη χαρτοπαικτική λέσχη που λειτουργούσε παράνομα, μεσοτοιχία με τη δική μας πολυκατοικία, και που μοιραζόταν το ίδιο υπόγειο. Από εκεί βρήκαν διέξοδο προσωπικό και πελάτες πανικόβλητοι, οι οποίοι κι άρχισαν να τρέχουν αλαφιασμένοι και κατατρομαγμένοι μέσα στο κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας, φωνάζοντας σε όλους τους ορόφους ώσπου να φύγει το περιπολικό.
Ακόμα γελάω όταν σκέφτομαι τις σκηνές εκείνης της βραδιάς. Δεν ήταν όλα τα περιστατικά έτσι όμως, ούτε λίγες οι φορές που κάποιος με ακολούθησε μέχρι την πόρτα μου (για να εκδιωχθεί όχι φυσικά από κάποιον αστυνομικό που έκανε περιπολία –αστείο πράγμα–, αλλά από τους τσιλιαδόρους της χαρτοπαιχτικής λέσχης). Όταν γυρνούσα τα βράδια, έσφιγγα πάντα τα κλειδιά στην παλάμη μου, και στα συνολικά τέσσερα χρόνια που έμενα εκεί άκουσα πέντε με έξι πυροβολισμούς. Τη νύχτα η 3ης Σεπτεμβρίου ήταν έρημη και το μικρό στενό της Αβέρωφ απ' όπου έκοβα δρόμο τρομακτικά θεοσκότεινο. Όλα αυτά κυριολεκτικά μία ανάσα από την Πατησίων, κι όμως έτη φωτός από την αλλοτινή αίγλη της Βικτώριας.
Πλατεία Βικτωρίας: ρεπορτάζ στην περιοχή
Η γειτονιά οριοθετείται από τις οδούς Ηπείρου, Πατησίων, Δεριγνύ και Αχαρνών. Πρόκειται για τη συνοικία δηλαδή που άρχισε να αναπτύσσεται γύρω από την πλατεία Βικτωρίας, το κέντρο της ύπαρξής της. Όσο για τους εμβληματικούς δρόμους της, τη Χέυδεν, τη Δεριγνύ και την Κοδριγκτώνος, πήραν το όνομά τους από τα τρία πρόσωπα που έπαιξαν καίριο ρόλο στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Στο Βιβλίο «Αθήνα - Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία» των Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη (εκδόσεις Εστία), σελ. 555, διαβάζουμε ότι η Πλατεία Βικτωρίας «άρχισε να διαμορφώνεται το 1871-72. Λέγεται ότι ο δήμαρχος Παναγής Κυριακός τίμησε μ’ αυτόν τον τρόπο την κόρη του, της οποίας το όνομα ήταν Βικτωρία. Από την πλατεία αρχίζει και η οδός Ελπίδος, ίσως από το όνομα της άλλης κόρης του δημάρχου. Κατ’ άλλη εκδοχή το όνομα δόθηκε στην πλατεία προς τιμήν της βασίλισσας της Αγγλίας, της Βικτωρίας. Γνωστή και ως πλατεία Κυριακού, από το όνομα του δημάρχου Αθηναίων Παναγή Κυριακού (1870-1879), που ήταν κάτοικος της περιοχής. Έχει υπόγειο σταθμό ΗΣΑΠ ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1948 και μιμείται τον σταθμό της Βικτώριας του Λονδίνου. Χαρακτηριστικό του αθηναϊκού σταθμού τα γερμανικά κεραμικά πλακίδια που κοσμούν τους τοίχους, αντίστοιχα μ’ αυτά του σταθμού της Ομόνοιας. Μετά την αποκατάστασή του διατηρούνται τα κλιμακοστάσια, οι αρχικές επιγραφές και το παλαιό ρολόι, που είχε τοποθετηθεί όταν πρωτολειτούργησε ο σταθμός. Έχει κηρυχθεί διατηρητέος. Η πλατεία Βικτωρίας υπήρξε το επίκεντρο της μεσοαστικής Αθήνας τη μεταπολεμική περίοδο. Οδηγήθηκε σε παρακμή από τη δεκαετία του 1980». Μέχρι να συμβεί αυτό όμως, η πλατεία Βικτωρίας πέρασε αρκετές δεκαετίες ως μία από τις καλύτερες συνοικίες των Αθηνών, γεγονός που μαρτυρά η αρχιτεκτονική της.
Η αρχιτεκτονική της Πλατείας Βικτωρίας
Τα κτίρια μιας πόλης μιλάνε. Και στην περίπτωση της Βικτώριας έχουν να πουν ιστορίες που φανερώνουν την αλλοτινή της λάμψη. Στους δρόμους της συναντάμε νεοκλασικά, κτίρια εκλεκτικιστικής μορφής, πολυκατοικίες του μοντέρνου κινήματος. Ενδεικτικά αναφέρουμε στη Χέυδεν την πολυκατοικία Οικονομίδη (στον αριθμό 30), ένα πενταώροφο κτίριο που χτίστηκε την περίοδο 1936-1938 σε σχέδια του Δημητρίου Πικιώνη, στον αριθμό 12, την πολυκατοικία «Γ. Πατσάκωφ» (χαρακτηριστικό δείγμα του μοντέρνου κινήματος) όπου έζησε ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας από το 1936 έως το 1980, την περίφημη «Βίλα Αμαλία», που χτίστηκε το 1862 για την οικογένεια Αργυροπούλου και από το 1930 έως το 1974 στέγαζε το 2ο Γυμνάσιο Αρρένων, και βέβαια το Μέγαρο του ΟΤΕ στην 3η Σεπτεμβρίου που ολοκληρώθηκε το 1969 σε σχέδια του Κωνσταντίνου Κιτσίκη, με τις κεραμικές τοιχογραφίες του Πάνου Βαλσαμάκη στην πρόσοψή του. Στη θέση που σήμερα βρίσκεται το Μέγαρο του ΟΤΕ υπήρξε για χρόνια (1936-1960) το θερινό θέατρο «Κατερίνα» (Ανδρεάδη).
Ο Μένης Κουμανταρέας στο βιβλίο του «Δυο φορές Έλληνας» γράφει: «… η πλατεία Κυριακού με το ζαχαροπλαστείο της “Βικτώρια” στη γωνία Χέυδεν, έξω από την είσοδο του Ηλεκτρικού που μόλις άρχισε η λειτουργία του. Λίγα μέτρα πιο κάτω, το θερινό θέατρο της κυρίας Κατερίνας Ανδρεάδη. Αργά, όταν η κίνηση του δρόμου καταλαγιάζει, μπορεί ν’ ακούει κανείς τους λαρυγγισμούς και τα κελαηδήματά της…».
Η πτώση και η άνοδος της πλατείας Βικτωρίας
Από το 1980 και μετά η εικόνα της συνοικίας αρχίζει να αλλάζει, όπως άλλωστε και στις γειτονικές της συνοικίες, την Κυψέλη και τα Εξάρχεια. Οι παλιοί της κάτοικοι την εγκαταλείπουν μαζικά προτιμώντας τα προάστια της Αθήνας. Τα αποτελέσματα είναι εμφανή. Όταν σε μία γειτονιά υπάρχει μαζική εκροή των κατοίκων της, η αλληλουχία των γεγονότων πάει ως εξής: εγκατάλειψη-υποβάθμιση-παρακμή. Κι ύστερα, αν η γειτονιά είναι αρκετά «τυχερή» έρχεται η αλλαγή.
Την πρώτη φορά που εντόπισα αυτή την αλλαγή ήταν στα τέλη του προηγούμενου καλοκαιριού, πίνοντας ένα τζιν τόνικ στο μοναδικό μπαρ της μικρής οδού Ελπίδος. Απέναντι είχε μόλις ανοίξει το Montreal, ένα κομμωτήριο που δεν θυμίζει καθόλου κομμωτήριο, μια που η κομμωτική δεν είναι η μοναδική του απασχόληση. Αυτό όμως δεν το ήξερα ακόμη, θα το μάθαινα στη συνέχεια. Προς το παρόν παρατηρούσα απέναντί μου την πρόσοψη, βαμμένη σε αυτό το μοναδικό βαθύ μπλε. Κοίταξα τις τεράστιες, απαστράπτουσες τζαμαρίες και ζήλεψα τα έργα τέχνης που κρέμονταν πίσω τους. Είδα νεαρές παρέες στα διπλανά τραπέζια, περαστικούς που έβγαζαν βόλτα τον σκύλο τους, ζευγάρια που περπατούσαν αγκαζέ, το φρεσκοβαμμένο γαλάζιο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου στην παρακείμενη πολυκατοικία. Είχα την αίσθηση ότι δεν βρισκόμουν στη Βικτώρια, ούτε καν στην Αθήνα. Ήταν σαν όλο το οικοδομικό τετράγωνο να είχε μεταφερθεί εναέρια σε μία φούσκα από κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και να αποφάσισε να προσγειωθεί εδώ.
Οι άνθρωποι της Βικτώριας
Με μια πρώτη ματιά φαίνεται ότι μία νεότερη γενιά Αθηναίων έχει αρχίσει να εγκαθίσταται εδώ, είτε λόγω χαμηλότερων ενοικίων (ή τουλάχιστον κάπως πιο λογικών συγκριτικά με άλλες περιοχές του κέντρου) είτε λόγω βολικής προς τους φοιτητές τοποθεσίας – ας μην ξεχνάμε ότι το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, η ΑΣΟΕΕ, είναι εδώ δίπλα. Αυτό με τη σειρά του πυροδοτεί μία κίνηση, την άφιξη νέων μπαρ και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Νέος επιχειρηματίας στην περιοχή είναι και ο Λάμπρος Βουβουσίρας, ιδιοκτήτης του Montreal.
Ο Λάμπρος αφού εκπαιδεύτηκε κι εργάστηκε στα πιο γνωστά κομμωτήρια του Λονδίνου (Toni & Guy, Trevor Sorbie) και δούλεψε για χρόνια ως colourist στη Wella, είπε πως ήρθε η στιγμή να ανοίξει τον δικό του χώρο. Επειδή δεν είναι μόνο ένας εξαιρετικός κομμωτής, αλλά και ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης (δικά του είναι τα υπέροχα έργα που παρατηρούσα αχόρταγα), αποφάσισε ότι το δικό του κομμωτήριο θα λειτουργεί και ως γκαλερί. Και κάπως έτσι έφερε το Montreal στη Βικτώρια. «Το ξέρεις ότι υπάρχει περιοχή στο Montreal που τη λένε Βικτώρια; Ούτε εγώ το ήξερα, μέχρι που κάποιος μου το είπε αφού άνοιξα. Και μάλιστα Victoria Square! Τι κουλό είναι αυτό τώρα, δεν ξέρω», λέει ο Λάμπρος ενώ η Έζα, το αξιολάτρευτο σκυλάκι του, σκαρφαλώνει στην αγκαλιά του. Οι δυο τους είναι κάτοικοι της Πλατείας Βικτωρίας τα τελευταία 5 χρόνια. «Μένω στη Χέυδεν, σε ένα κτίριο που ήθελα πάντα να μείνω. Όταν κατεβαίνω το πρωί και βλέπω τα λουλούδια του ανθοπωλείου, κόσμο, κίνηση, νιώθω λες και μένω στο Παρίσι!»
Τον ρωτάω αν στα χρόνια που μένει εδώ έχει δει τη γειτονιά του να αλλάζει: «Θα σου πω… Στην καραντίνα το βράδυ δεν βγαίναμε και οι χρήστες ναρκωτικών ήταν όλοι έξω, λες και κάνανε πάρτι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μαζεύονταν εκεί που κατεβαίνεις τα σκαλοπάτια στον ηλεκτρικό, και στις δύο εξόδους. Να φωνάζουν… Κάθε μέρα υπήρχε ένας τσακωμός, σφαγή, μπουκάλια. Δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Αυτό άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει και τώρα πλέον δεν υπάρχει. Πέφτεις για ύπνο με τα παράθυρα ανοιχτά και λες “ουάου, δεν ακούω τίποτα”. Επίσης έχει αλλάξει η καθημερινότητα της πλατείας, παρατήρησέ το. Εγώ που περπατάω με το σκυλί, βλέπω ότι έχει αρχίσει και γίνεται στέκι μόνιμων κατοίκων, ανθρώπων ηλικιωμένων που μένουν από πάντα στην περιοχή. Παλιά δεν έβγαινε ο κόσμος. Τώρα βλέπεις τις κυρίες να πηγαίνουν για έναν καφέ, η πλατεία Βικτωρίας αρχίζει και παίρνει μία ωραία εικόνα».
Του συνέβη ποτέ κάποιο άσχημο περιστατικό; «Δεν αισθάνθηκα ποτέ απειλή, ούτε φόβο. Υπήρχαν πολλές άσχημες στιγμές στα μάτια μου, αλλά όχι στιγμές που να έχω φοβηθεί για τη σωματική μου ακεραιότητα. Εγώ, όμως, αγαπάω το κέντρο. Έχω ζήσει πολλά χρόνια στην Αγγλία, έχω δει κι άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, και θα έλεγα ότι η Βικτώρια είναι μία μικρογραφία του ανατολικού Λονδίνου. Δηλαδή, πραγματικά, αυτό το diversity που υπάρχει εδώ πέρα… Περνάει η κυρία που είναι από το Κολωνάκι γιατί πάει να δει τη μαμά της που έχει το πατρικό της εδώ, ταυτοχρόνως περνάει ένας άντρας που είναι ντυμένος γυναίκα –υπάρχει φουλ ελευθερία–, περνάει ο Πακιστανός, περνάει ο Αφγανός, χιλιάδες άνθρωποι. Και αισθάνομαι ότι δεν είμαι στη Βικτώρια, είμαι στο Μόντρεαλ, στον Καναδά – αυτό είναι που με έκανε κι αγαπώ την περιοχή».
Ύστερα μου λέει για τις δύσκολες εποχές: «Ο χώρος αυτός, ήταν κάποτε φαρμακείο, όμως υπήρξε εγκαταλελειμμένος για χρόνια. Είχα σκεφτεί και στο παρελθόν να τον νοικιάσω, όμως τότε που τον είχα δει, δεν περνούσες από αυτόν τον δρόμο. Ήταν τόσο σκοτεινός, πάρα πολύ βρόμικος, νομίζω είχε και σκουπίδια. Άμα δεν υπήρχε το Ουζερί του Λάκη, θα ήταν γκέτο εδώ πέρα».
Το Ουζερί του Λάκη το άνοιξε ο πατέρας του σημερινού ιδιοκτήτη Γιώργου Λάμπρου, ο οποίος σχεδόν αμέσως –από το 1985– πήρε τα ηνία της επιχείρησης. Και στη συνέχεια, μαζί με τη γυναίκα του, την αεικίνητη Άννα, το μετέτρεψαν σε ορόσημο της πλατείας Βικτωρίας. Είναι μεσημέρι όταν τον συναντώ, τα λευκά τραπεζάκια έχουν ήδη απλωθεί στον πεζόδρομο της Ελπίδος. «Τι εννοούμε “αναβάθμιση”» με αφοπλίζει. «Το βλέπεις αυτό το μπαλκόνι;» μου δείχνει τον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας δίπλα στο ουζερί. «Αυτό το διαμέρισμα το νοίκιασε ένα ζευγάρι με €700. Πώς θα μπορέσει ένα ζευγάρι να πιάσει ένα δυάρι, να επιβιώσει και να είναι ενεργό στη γειτονιά;» Τραβάει μια τζούρα από το τσιγάρο του: «Άνοδο και πτώση είχαν πέντε φορές αυτές οι περιοχές. Πριν χρόνια στη Φωκίωνος, ένα βράδυ πήγαμε όλοι μαζί η παρέα σε μια παλιά ταβέρνα της Κυψέλης. Αφού φάγαμε, μας ρώτησε ο ιδιοκτήτης: “πώς ήταν;” “Πολύ ωραία!” απαντήσαμε όλοι. “Μπράβο” μας είπε, “σήμερα είναι το τελευταίο βράδυ. Αύριο κλείνουμε”. “Γιατί;” απορήσαμε. Και μας ρώτησε έναν έναν, τον καθένα ξεχωριστά πόσο καιρό είχαμε να πάμε. Όλοι είχαμε πάνω από δύο χρόνια. Γιατί; Γιατί είχαν έρθει στα χέρια μας λεφτά, πηγαίναμε τότε να φάμε μεξικάνικο στη Νέα Μάκρη και στη Γλυφάδα».
Καταλαβαίνω τι εννοεί. Ήταν η εποχή που οι κάτοικοι του κέντρου άφηναν ο ένας μετά τον άλλον τις αστικές πολυκατοικίες της Κυψέλης, της Πατησίων, της Βικτώριας για να μετακομίσουν στα προάστια των Αθηνών.
Το Ουζερί του Λάκη υπάρχει στο ίδιο σημείο εδώ και 40 χρόνια, είναι πολλοί οι Αθηναίοι που έχουν κάτσει στα τραπέζια του. Για το πάντα φρέσκο ψάρι του φερμένο κάθε πρωί από τα νερά του Κορινθιακού και του Ευβοϊκού κόλπου. Για τις μοναδικές συνταγές της Άννας (σ.σ. ο μουσακάς θαλασσινών, η αθηναϊκή και το αχνιστό σαλάχι έχουν αφήσει εποχή). Για τα 170 αποστάγματα της γυάλινης προθήκης, πολλά δυσεύρετα. Κυρίως, όμως, για το γνήσιο μεράκι του Γιώργου και την εμμονή του στην ποιότητα. Οι άνθρωποι κάνουν τα μαγαζιά, όχι το αντίστροφο. Τον ρωτάω αν στις δύσκολες εποχές της Βικτώριας σκέφτηκε ποτέ να φύγει: «Μα έχω πάθος με αυτό το μαγαζί, είναι η τρέλα μου. Ξέρεις τι υπέροχα κτίρια έχει η Βικτώρια; Εδώ δίπλα υπάρχει μία πολυκατοικία του μεσοπολέμου, που άμα μπεις μέσα θα κάτσεις στο πάτωμα και θα πεις “εγώ δεν θέλω να φύγω ποτέ από εδώ”».
Μου λέει πως είναι πολλοί οι ξένοι ευρωπαϊκών χωρών που μένουν πια μόνιμα στην περιοχή, οι περισσότεροι καλλιτέχνες. Την πληροφορία επιβεβαιώνει και ο Λάμπρος: «Είναι πολλοί οι Γάλλοι και οι Γερμανοί καλλιτέχνες που μένουν εδώ. Μένουν 1-2 χρόνια, 3 χρόνια… Κι έχουν φέρει έναν αέρα Ευρώπης λίγο διαφορετικό. Πιστεύω ότι μας διάλεξαν γιατί ήταν φτηνά τα ενοίκια. Επίσης, είναι πολύ κοντά το μετρό. Πας Ομόνοια με τα πόδια. Εγώ δεν έχω πάρει ηλεκτρικό ποτέ για να πάω στο Σύνταγμα. Ή θα πάω με το ποδήλατο ή περπατώντας. Είναι κεντρικά. Και ο σταθμός της Βικτώριας είναι από τους πιο ωραίους, θυμίζει λίγο Γερμανία».
Τα στέκια της πλατείας Βικτωρίας σήμερα
Θυμάμαι ότι στη συζήτησή μας ο Λάμπρος είχε αναφέρει και κάτι ακόμα: «Πατησίων και Κοδριγκτώνος υπάρχει μία στοά, θυμάσαι που ήταν ο Καζάκος; Εκεί μέσα παλιά ήταν café, μπαρ, εστιατόρια. Αυτό τον χώρο τον έχει πάρει κάποιο ίδρυμα, θα τον ανακαινίσει και θα γίνει και πάλι ωραία φάση. Περιμένουμε! Είναι υπέροχη στοά, μοιάζει σαν να είσαι στο Λονδίνο. Έχει γυάλινο “ουρανό”, ένα τρούλο στρογγυλό με γυαλί, και γύρω γύρω έχει μικρά μαγαζάκια, τα οποία ήταν μπαρ, μαγαζιά με ρούχα, διάφορα. Αυτό άμα γίνει θα είναι ένα κόσμημα για την περιοχή». Αυτό, λοιπόν, όπως επιβεβαιώσαμε στην ATHENS VOICE, θα γίνει. Το ίδρυμα που το έχει αναλάβει είναι η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, οι εργασίες έχουν ήδη ξεκινήσει και ανυπομονούμε να δούμε το αποτέλεσμα. Σίγουρα θα αλλάξει κι άλλο την εικόνα ολόκληρης της περιοχής.
Κάτοικος της περιοχής που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του λέει: «Η Βικτώρια δεν θα ξαναπέσει, από εδώ και πέρα μόνο θα ανεβαίνει. Θυμήσου το αυτό που λέω. Και δεν είναι τυχαίο. Πάντα αυτό συμβαίνει. Υποβαθμίζεται επίτηδες μία περιοχή για να πέσει η αξία της, κάποιοι να αγοράσουν φτηνά, και ύστερα αρχίζει η αναβάθμιση».
Πάντως, γεγονός είναι ότι η Βικτώρια δεν είναι πια μόνο μία γειτονιά θεάτρων, όπου μετά την παράσταση παίρνεις αμέσως τον ηλεκτρικό για το σπίτι. Οι σημερινοί κάτοικοι της Βικτώριας πίνουν τον καφέ τους στο Match Point, το κουκλίστικο café στον πεζόδρομο της Αινιάνος με τη σινεφίλ διάθεση, τρώνε το μαγειρευτό τους στην Αρχόντισσα (Κοδριγκτώνος 31), το παραδοσιακό μαγέρικο της Βικτώριας με φαγητό σαν της μαμάς και εξαιρετικές τιμές, παίρνουν τιμιότατο φαλάφελ από το Just Falafel (Αριστοτέλους 98), πεντανόστιμες πίτες από τον φούρνο «Παραδοσιακές Γεωργιανές Πίτες» (Αριστοτέλους 79) και σουβλάκια από την Κυρά Σοφία (Χέυδεν 15), πίνουν ποτό στο ατμοσφαιρικό Foyer d’ Athenes (Κοδριγκτώνος 19) και τις ηλιόλουστες Κυριακές τσουγκρίζουν τσίπουρα στο Ουζερί του Λάκη. Πηγαίνουν σινεμά στο Τριανόν (Κοδριγκτώνος 21) ή θέατρο στις πολλές επιλογές της γειτονιάς τους. Και από την 3ης Σεπτεμβρίου βλέπουν το σιντριβάνι της Ομόνοιας, έχοντας για πάντα φόντο την Ακρόπολη στο βάθος.
Δειτε περισσοτερα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού