Health & Fitness

Η νόσος Πάρκινσον και η θεραπευτική αντιμετώπισή της

Καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ασθενείς εξασφαλίζουν οι νέες τεχνικές

sofia-neta.jpg
Σοφία Νέτα
ΤΕΥΧΟΣ 764
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ηλικιωμένος που κρατάει μαλακό μπαλάκι πίεσης και μια γυναίκα του πιάνει το χέρι
©Pexels/ Matthias Zomer

Ποια είναι τα συμπτώματα της νόσου Πάρκινσον και πώς αντιμετώπιζονται.

Η νόσος Πάρκινσον είναι η δεύτερη συχνότερη εκφυλιστική ασθένεια του κεντρικού νευρικού συστήματος και οφείλεται στην έλλειψη ντοπαμίνης. Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα νοσούν 25.000 άτομα, 10.000.000 παγκοσμίως, ενώ αναμένεται να διπλασιαστούν μέχρι το 2040, σημειώνει η Δρ. Αθανασία Αλεξούδη, Νευρολόγος, Πανεπιστημιακός Υπότροφος Α΄ Νευροχειρουργικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών (dr-alexoudi.gr). Η μέση ηλικία διάγνωσης είναι τα 60 έτη. Ωστόσο δεν αποκλείεται η εμφάνιση της νόσου και σε πολύ νεότερες ηλικίες, τονίζει η Δρ Αλεξούδη. Η νόσος θεωρείται ιδιοπαθής και σαφές γενετικό υπόβαθρο ανευρίσκεται σε ποσοστό <5%.

Με ποια συμπτώματα εμφανίζεται η νόσος;

  • Η βραδυκινησία, δηλαδή η βραδύτητα στην  εκτέλεση των κινήσεων, που αποτελεί ίσως την κυριότερη αιτία εφαρμογής της θεραπείας.
  • Η (εξωπυραμιδική) δυσκαμψία. Πρόκειται για έλλειψη ευλυγισίας του κορμού και των αρθρώσεων. Το σύμπτωμα αυτό επίσης ανταποκρίνεται στη θεραπεία.
  • Ο τρόμος (τρέμουλο). Εμφανίζεται συνήθως στην ηρεμία, δηλαδή όταν ο ασθενής δεν εκτελεί κάποια κίνηση. Μερικές φορές μπορεί να είναι ανθεκτικός στη θεραπεία.
  • Οι διαταραχές ισορροπίας. Συνήθως εμφανίζονται ως μείωση του εύρους αιώρησης των χεριών κατά τη βάδιση. Όσο η νόσος προχωράει, τα συμπτώματα εξελίσσονται και παρατηρούνται διαταραχές βάδισης, «πάγωμα» (freezing), διαταραχές ισορροπίας και συνοδές πτώσεις. Δυστυχώς αυτά τα συμπτώματα είναι ανθεκτικά στη θεραπεία.

Εκτός από τα παραπάνω κινητικά συμπτώματα συνυπάρχουν και μη κινητικά, που πολλές φορές προηγούνται στην εμφάνισή τους. Σε αυτά ανήκουν η δυσκοιλιότητα, η ανοσμία, η κατάθλιψη, οι διαταραχές του ύπνου, ο πόνος, η διαταραχή ούρησης, η σιελόρροια, οι ψευδαισθήσεις.

Για τη νόσο Πάρκινσον δεν υπάρχει θεραπεία που να οδηγεί στην οριστική ίαση του ασθενούς. Όμως, τα νεότερα φάρμακα και οι εξελιγμένες τεχνικές εξασφαλίζουν στους ασθενείς βελτίωση των συμπτωμάτων της νόσου και μία πολύ καλή ποιότητα ζωής

Πώς γίνεται η διάγνωση και ποια είναι η θεραπεία;

Η διάγνωση της νόσου Πάρκινσον είναι κατά βάση κλινική και γίνεται από τον ειδικό νευρολόγο. Επιβεβαιωτική εξέταση, που ωστόσο πρέπει να εκτιμηθεί από τον ειδικό, αποτελεί το σπινθηρογράφημα βασικών γαγγλίων (DAT-SCAN). Οι συνηθισμένες απεικονιστικές εξετάσεις (αξονική/μαγνητική τομογραφία) συστήνονται προκειμένου να αποκλειστούν νοσήματα που μιμούνται τη νόσο Πάρκινσον.

Η θεραπεία, η οποία δεν πρέπει να καθυστερεί, αποσκοπεί στην άμεση βελτίωση των συμπτωμάτων της νόσου και στη διασφάλιση της ποιότητας ζωής του ασθενούς στο μέλλον. Στη νόσο Πάρκινσον δεν υπάρχει ριζική θεραπεία που να οδηγεί στην οριστική ίαση του ασθενούς. Η από του στόματος αγωγή, ουσιαστικά, στοχεύει στην υποκατάσταση του ελλείμματος της ντοπαμίνης. Ακρογωνιαίος λίθος παραμένει η λεβοντόπα η οποία μετατρέπεται σε ντοπαμίνη στον εγκέφαλο. Σημαντική θέση έχουν οι αγωνιστές ντοπαμίνης, οι αναστολείς COMT, οι αναστολείς MAO. Η θεραπεία είναι εξατομικευμένη και εξαρτάται από παράγοντες όπως η ηλικία, το στάδιο της νόσου, η πιθανή συνύπαρξη άλλων νοσημάτων, ακόμη και από το lifestyle του ασθενούς. Επίσης, δεν πρέπει να υποτιμούμε και να ξεχνάμε τον καθοριστικό ρόλο της φυσικής άσκησης σε όλα τα στάδια της ασθένειας.

Τι συμβαίνει στα προχωρημένα στάδια της νόσου;

Τα πρώτα χρόνια της νόσου χαρακτηρίζονται ως «μήνας του μέλιτος», καθώς ο ασθενής έχει καλή ανταπόκριση στην αγωγή, χωρίς ανεπιθύμητες ενέργειες. Όσο η νόσος εξελίσσεται, η απάντηση στη θεραπεία δεν είναι η επιθυμητή με αποτέλεσμα να εμφανίζονται διακυμάνσεις κινητικότητας, όπως οι συχνές και παρατεταμένες περίοδοι ακινησίας (off), οι βασανιστικές δυσκινησίες (ακούσιες περιστροφικές κινήσεις κορμού και άκρων) και η ανάγκη λήψης πολλών δόσεων ντοπαμινεργικής αγωγής ημερησίως. Όταν τα παραπάνω δεν αντιμετωπίζονται με την τροποποίηση της υπάρχουσας αγωγής, τότε θέση έχουν οι εναλλακτικές θεραπείες:

  1. Η αντλία συνεχούς έγχυσης gel λεβοντόπας/καρβιντόπας (LCIG). Πρόκειται για θεραπεία που διοχετεύει λεβοντόπα μέσω ενός σωλήνα (καθετήρα) τοποθετημένου στο λεπτό έντερο. Η έγχυση γίνεται ακριβώς στο σημείο απορρόφησης στο πεπτικό (νήστιδα), παρακάμπτοντας το στομάχι. Αυτό σημαίνει ότι η δράση της είναι ανεξάρτητη από τη λήψη τροφής. Παρέχει συνεχή ροή φαρμάκου καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Έτσι, αποδίδεται η φαρμακευτική ουσία συνεχώς και προσφέρεται σταθερή ανακούφιση των συμπτωμάτων. Επίσης, ελαχιστοποιείται η συχνότητα της λήψης της από του στόματος αγωγής. Πρόκειται για ασφαλή, πλήρως αναστρέψιμη μέθοδο, καθώς η αντλία μπορεί να αφαιρεθεί σε ειδικές περιπτώσεις. 
  2. Η αντλία συνεχούς έγχυσης απομορφίνης. Είναι μία ακόμη μέθοδος έγχυσης. Επιτυγχάνει τη συνεχή ροή του ντοπαμινεργικού αγωνιστή απομορφίνη μέσω μίας μικρής βελόνας τοποθετημένης κάτω από το δέρμα. Υπάρχει επίσης και η επιλογή της ένεσης απομορφίνης, στην οποία χορηγείται μία μόνο δόση του φαρμάκου.
  3. Η χειρουργική εμφύτευση νευροδιεγέρτη (Deep Brain Stimulation, DBS). Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν βηματοδότη του οποίου η μπαταρία τοποθετείται στον θώρακα ή στην κοιλιά, ενώ τα ηλεκτρόδια εμφυτεύονται βαθιά σε πυρήνες-στόχους του εγκεφάλου. Η ηλεκτρική διέγερση οδηγεί στην ομαλοποίηση της κινητικότητας, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις επιτυγχάνεται σημαντική μείωση της φαρμακευτικής αγωγής.

Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει νευροπροστατευτική θεραπεία (που καθυστερεί την εξέλιξη της νόσου). Ωστόσο, οι γνώσεις των ειδικών που εμπλουτίζονται διαρκώς, τα νεότερα φάρμακα και τεχνικές εξασφαλίζουν στους ασθενείς μία πολύ καλή ποιότητα ζωής. Αυτό που είναι απαραίτητο, είναι η ουσιαστική συμμετοχή, συνεργασία και ενημέρωση των ασθενών!

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ