Health & Fitness

Ελένη Ναστούλη: Σοβαρές οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της COVID-19

Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιολογίας μιλάει στην ATHENS VOICE

63834-643587.jpg
Βασίλης Βενιζέλος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ιατρικό εργαστήρι
© Michal Jarmoluk / Pixabay

Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιολογίας, Ελένη Ναστούλη, μιλάει για τον νέο κορωνοϊό, τη μελέτη SAFER, τα εμβόλια και τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της νόσου

Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιολογίας του University College London και του Francis Crick Institute, Ελένη Ναστούλη, διευθύντρια του Τμήματος Κλινικής Ιολογίας του νοσοκομείου του University College London, εξηγεί στην ATHENS VOICE πώς προετοιμάστηκαν οι ειδικοί γιατροί κατά το δεύτερο κύμα της εξάπλωσης της επιδημίας του νέου κορωνοϊού SARS-COV 2, με τις πιο αποτελεσματικές θεραπείες, σε σχέση με το πρώτο κύμα, καθώς και τι πρέπει να αναμένουμε από τα πρώτα εμβόλια, τα οποία αναμένεται να αδειοδοτηθούν και να διατεθούν, μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2021, για να αρχίσει ο μαζικός εμβολιασμός κατά του SARS-COV 2.

Κυρία Ναστούλη, πληροφορηθήκαμε ότι έχετε πολύ πρόσφατα διενεργήσει μία μελέτη σχετικά με την επιδημιολογική επίπτωση της νόσου COVID-19 στους εργαζόμενους υγειονομικούς του NHS στο Λονδίνο. Ποια είναι τα πιο σημαντικά ευρήματα της μελέτης;
H μελέτη μας, SAFER, χρηματοδοτείται από το MRC/UKRI και σκοπός μας είναι να απαντήσουμε σε σημαντικά ερωτήματα γύρω από την επίπτωση της λοίμωξης COVID-19 στους εργαζόμενους στον χώρο της Υγείας.

Τα ερωτήματα είναι πολλά: Υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος οι εν λόγω εργαζόμενοι να μολυνθούν από τον νέο κορωνοϊό και γιατί, ποιες είναι οι συμπεριφορές ή οι παράγοντες,που επηρεάζουν την επίπτωση, κατά πόσο συμμετέχουν οι εργαζόμενοι στις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, ποια η ανοσολογική απάντηση, καθώς και εάν υπάρχει ο κίνδυνος της επαναλοίμωξης. Επίσης είναι σημαντικό να δούμε ποια είναι τα ζητήματα ηθικής που πρέπει να μας απασχολούν για τους εργαζόμενους πρώτης γραμμής στην Υγεία κατά την περίοδο της πανδημίας, κυρίως όσον αφορά στα μέτρα προστασίας, τον εμβολιασμό αλλά και αυτή την ίδια τη διενέργεια μελετών στους εργαζόμενους στην υγεία.

Οι εργαζόμενοι ελάμβαναν οι ίδιοι, μόνοι τους, ρινοφαρυγγικό επίχρισμα για μοριακή διάγνωση, δύο φορές την εβδομάδα, και έκαναν αιμοληψία για αντισώματα και ανοσολογική μελέτη, κάθε μήνα.

Αυτή τη στιγμή αναλύουμε τα αποτελέσματα της τρίμηνης παρακολούθησης των 300 συμμετεχόντων στο UCLH and Liverpool - στην πρώτη γραμμή, στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Συμμετείχαν γιατροί, νοσηλευτές, φυσιοθεραπευτές, προσωπικό καθαριότητας και σίτισης, και πρόσφατα δημοσιεύσαμε τα ευρήματα, από τον πρώτο μήνα, στο περιοδικό Lancet.

Δείξαμε ότι σχεδόν οι μισοί συμμετέχοντες (45%) ήταν θετικοί στο διάστημα αυτό, κατά το οποίο το lockdown καθυστέρησε σχετικά, και η πολιτική της εφαρμογής μέτρων προστασίας μεταβλήθηκε. Ο επιπολασμός της λοίμωξης ήταν στο 13%, για τον πρώτο μήνα παρακολούθησης. Επίσης, πολύ σημαντικό ήταν το εύρημα σύμφωνα με το οποίο οι λοιμώξεις ήταν κυρίως ασυμπτωματικές.

Βασισμένοι σε αυτό το εύρημα, εισηγηθήκαμε τη διενέργεια εβδομαδιαίων τεστ, ανεξάρτητα από συμπτώματα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί, όπως δείξαμε και σε άλλη μελέτη, η θνητότητα στις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις για τους ασθενείς είναι πολύ υψηλή, έως ακόμη και 30%, και, εκτός από την προστασία των ιδίων των εργαζομένων και των οικογενειών τους, πρέπει να σταματάμε εγκαίρως τη μετάδοση στον χώρο του νοσοκομείου. Στην αρχή του φθινοπώρου είδαμε μικρές συρροές στον χώρο των νοσοκομείων. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο χρήζει άμεσης διάγνωσης και απομόνωσης των θετικών είτε ασθενών είτε εργαζομένων, αλλά και ιδιαίτερης προσοχής και πρόληψης, ιδιαίτερα στους χώρους ξεκούρασης του προσωπικού, μετά από πολύωρη εργασία.

Οι τίτλοι αντισωμάτων, τους οποίους είδαμε ακόμη και στις ασυμπτωματικές λοιμώξεις, ήταν υψηλοί, τώρα, όμως, θα ελέγξουμε την πορεία των αντισωμάτων, καθώς και εάν αυτά διατηρούνται, για πόσο χρονικό διάστημα, εάν εξουδετερώνουν τον ιό και προστατεύουν από επαναλοίμωξη. Γι’ αυτό το τελευταίο ερώτημα συμμετέχουμε και σε πανβρετανική έρευνα.

Ποια είναι τα κύρια ζητήματα, τα οποία σας απασχολούν κατά το τρέχον χρονικό διάστημα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διάγνωση, η θεραπεία και η πρόληψη είναι αυτά που απασχολούν όλους. Στον τομέα των διαγνωστικών τεστ, σίγουρα πρέπει αυτά να συνεχίζονται και να διενεργούνται περισσότερα. Στο UCLH αναπτύξαμε δικές μας μεθόδους μοριακής διάγνωσης, από την πρώτη στιγμή, και μέσα σε ελάχιστο χρόνο επεκτείναμε τη διαγνωστική μας ικανότητα, σε συνεργασία με το Francis Crick Institute, δημιουργώντας, πιστεύω, ένα επιτυχημένο μοντέλο για τον τρόπο με τον οποίον η συνεργασία του NHS με ένα δημόσιο ακαδημαϊκό Ινστιτούτο τεραστίου βεληνεκούς μπορεί να βοηθήσει. Έτσι, μπορούμε να διενεργήσουμε και στα δύο εργαστήρια 15.000 τεστ την ημέρα, και όχι μόνο για τους ασθενείς, αλλά και για τους εργαζόμενους σε όλο το βορειοκεντρικό Λονδίνο. Πρόκειται ίσως για ένα μοντέλο, το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί ευρύτερα.

Η υποδομή του NHS είναι τεραστίας σημασίας, όπως έδειξε η επιτυχία των μεγάλων τυχαιοποιημένων μελετών, όπως το Recovery για τη χρήση δεξαμεθαζόνης, και ελπίζω να έχουμε και άλλα παρόμοια χρήσιμα αποτελέσματα. Στο δεύτερο κύμα, επίσης, καταβάλλουμε μεγάλη προσπάθεια για τους non covid-19 ασθενείς, με άλλα χρόνια νοσήματα, οι οποίοι θα χρειαστούν ιδιαίτερη προσοχή, να μην παραμεληθούν.

Στον τομέα της πρόληψης θα πρέπει να επιδείξουμε υπομονή για να αναλυθούν τα αποτελέσματα των μελετών των εμβολίων για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλειά τους.

Ποιες είναι οι διαφορές στην αντιμετώπιση της COVID-19 και των ασθενών με τη νόσο, τώρα, σε σχέση με το πρώτο κύμα της εξάπλωσης της επιδημίας του SARS-COV 2 στη Βρετανία;
Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά στη θεραπευτική αντιμετώπιση. Στο πρώτο κύμα η αντιμετώπιση ήταν υποστηρικτική και υιοθετήθηκε λιγότερο επεμβατική υποστήριξη στις ΜΕΘ, με προσπάθεια να αποφεύγεται η διασωλήνωση. Στη Βρετανία υπάρχει μεγάλη πίστη στα ευρήματα τυχαιοποιημένων μελετών και αυτές δρομολογήθηκαν νωρίς, σε μεγάλη εθνική κλίμακα.

Ήταν φανερό από τα πρώτα reports από την Κίνα και την Ιταλία ότι τρεις είναι οι κύριοι παράγοντες, οι οποίοι χρειάζονται αντιμετώπιση: Ο ιός (το ιικό φορτίο), η φλεγμονή στους πνεύμονες και η διαταραχή της πήξης. Αυτή τη στιγμή, οι ασθενείς που εισάγονται και χρήζουν οξυγόνου, αντιμετωπίζονται με αντιιικά (remdesivir), δεξαμεθαζόνη και αντιπηκτικά. Περιμένουμε αποτελέσματα ερευνών και με άλλους παράγοντες, όπως αναστολείς της ιντερλευκίνης 6 και ασπιρίνη. Αυτό που λείπει, θα έλεγα, από τις μελέτες παγκοσμίως είναι η προσέγγιση με συνδυαστικές θεραπείες, οι οποίες νομίζω ότι είναι απαραίτητες για τη συνολική αντιμετώπιση του κλινικού συνδρόμου. Το σημαντικό πάντως είναι ότι με δεδομένα εγκαταλείφθηκαν φάρμακα, τα οποία δεν είχαν τα αποτελέσματα που θα έπρεπε, όπως τα αντιρετροϊκά και η υδροξυχλωροκίνη.

Ποιοι είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους παρατηρείται μείωση της θνητότητας των ασθενών με σοβαρή νόσο COVID-19 στις μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) του NHS;
Δεν γνωρίζουμε ακόμη και πρέπει να δούμε την εξέλιξη αυτού του κύματος. Τα χαρακτηριστικά των ασθενών, την ηλικία στο δεύτερο κύμα και την καλύτερη αντιμετώπιση, συμπεριλαμβανομένης της φαρμακευτικής θεραπείας. Νομίζω ότι είναι νωρίς ακόμη και χρειάζονται περισσότερα στοιχεία γι’ αυτό.

Είναι βάσιμες οι ελπίδες μας ότι θα έχουμε 2-3 εμβόλια κατά του SARS-COV 2 τον ερχόμενο Ιανουάριο;
Πιστεύω πως ναι, εάν όχι τον Ιανουάριο, σίγουρα το πρώτο τρίμηνο του 2021. Αυτό ισχύει για τα εμβόλια, τα οποία θα έχουν αναλύσεις των μελετών και θα μπορούν να αιτηθούν επείγουσας αδείας, όπως της Οξφόρδης (Astra Zeneca) και της Pfizer.

Οι μελέτες δεν θα έχουν ολοκληρωθεί, αλλά αιτήσεις αναμένεται να κατατεθούν με βάση τα αποτελέσματα της αντισωματικής απάντησης και, φυσικά, των δεδομένων σχετικά με την ασφάλεια των εμβολίων.

Φαίνεται ότι η προστασία, την οποία θα προσφέρουν τα πρώτα εμβόλια για τον νέο κορωνοϊό, δεν θα ξεπερνά το 50%. Θεωρείτε ότι αυτό το ποσοστό είναι ικανοποιητικό;
Το να βρισκόμαστε σε θέση να έχουμε εμβόλια για ένα καινούργιο ιό σε λιγότερο από ένα χρόνο είναι σημαντικό τόσο για τους συμπολίτες μας που έχουν παράγοντες κινδύνου, όσο και για την πιθανή αλλαγή της επιδημιολογικής εικόνας. Αυτό που δεν γνωρίζουμε όμως είναι ποια θα είναι η προστασία από την ίδια τη φυσική λοίμωξη. Αυτή τη στιγμή οι υποθέσεις στηρίζονται στη συμπεριφορά των εποχικών κορωνοϊών, στους οποίους η διάρκεια είναι από λίγους μήνες μέχρι δύο χρόνια περίπου και από κάποια πρώτα δεδομένα σχετικά με την πορεία των αντισωμάτων μετά από φυσική λοίμωξη.

Τα εμβόλια μιμούνται την απάντηση του οργανισμού, δεν μπορούν, όμως, να είναι καλύτερα. Εάν αυτό επιτευχθεί, θα είναι για πρώτη φορά.

Συνεπώς, το 50% είναι μάλλον αναμενόμενο και πρέπει να αναφερόμαστε και στη διάρκεια αυτής της προστασίας, την οποία, αυτή τη στιγμή, δεν γνωρίζουμε. Αυτό θα καθορίσει και την ανάγκη και τη συχνότητα του επανεμβολιασμού.

Θα χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε κάθε χρόνο τον εμβολιασμό μας κατά του SARS-COV 2;
Αναμένουμε ότι ο επαναληπτικός εμβολιασμός θα είναι απαραίτητος. Το διάστημα αυτό και η διάρκεια της προστασίας είναι άγνωστα δεδομένα. Είναι πολύ πιθανό, όμως, ο επανεμβολιασμός να είναι ετήσιος, όπως αυτός της γρίπης. Μακάρι να έχουμε μια έκπληξη σε αυτό και να μην είναι τόσο συχνός.

Επίσης, για τα εμβόλια που χρησιμοποιούν αδενοϊό είναι πιθανή η δημιουργία αντισωμάτων κατά του ίδιου του αδενοϊού και, έτσι, η παραγωγή αντισωμάτων SARS να είναι χαμηλότερη εάν επαναμβολιαστούμε με το ίδιο εμβόλιο. Πιθανόν να χρειάζεται εναλλαγή και του τύπου του εμβολίου.

Επίσης, θα ήθελα εδώ να πω κάτι και για τη μελέτη, που πρόσφατα δημοσιεύσαμε στο Science, για να αποφύγουμε τυχόν παρερμηνείες. Στη μελέτη μας περιγράφουμε την ύπαρξη αντισωμάτων κυρίως στα παιδιά κατά των εποχικών κορονοϊών, των ιών του κοινού κρυολογήματος. Τα αντισώματα αυτά αλληλεπιδρούν με τον ιό SARS – COV 2. Δεν γνωρίζουμε, όμως, εάν δρουν προστατευτικά και σε τι βαθμό. Δεν έχουμε την απάντηση γιατί μερικοί μπορεί να μην πάθουν τη λοίμωξη παρά την έκθεση ακόμη και μέσα στην ίδια οικογένεια. Μόλις ξεκινήσαμε μια μελέτη στην κοινότητα, σε επίπεδο οικογένειας/σπιτιού, για να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε ποιοι παράγοντες συμβάλλουν.

Είναι πολύ σοβαρές οι μακροχρόνιες συνέπειες από τη νόσηση με COVID-19;
Δυστυχώς, υπάρχουν ασθενείς, και όχι μόνο εκείνοι οι οποίοι νοσηλεύτηκαν ή είχαν παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι πάσχουν για μήνες και έχουμε δημιουργήσει κλινικές παρακολούθησης και έρευνας για να μπορέσουμε να καταλάβουμε καλύτερα αυτό το πρόβλημα.

Διαταραχές αναπνευστικής λειτουργίας και πνευμονική ίνωση είναι τα κύρια προβλήματα, αλλά και κόπωση και πιθανώς διαταραχές γνωστικών λειτουργιών. Πρέπει να περιμένουμε τις μελέτες αυτές για να δούμε τη συχνότητα, τη βαρύτητα και τη διάρκεια αυτών των συμπτωμάτων

Μπορούμε να μιλήσουμε ακόμη και για ψυχιατρικού τύπου μακροχρόνιες επιπτώσεις στους ασθενείς, οι οποίοι έχουν αναρρώσει από πολύ σοβαρή νόσηση από τη νόσο COVID-19; Πού οφείλονται αυτές οι ψυχιατρικού χαρακτήρα μακροχρόνιες επιπτώσεις και σε τι ποσοστό επί των συγκεκριμένων ασθενών παρατηρούνται;
Αυτός είναι ένας τομέας με τον οποίο δεν ασχολούμαι. Από ό,τι γνωρίζουμε, ασθενείς α) μπορεί να εμφανίσουν νευρολογικά σύνδρομα στην οξεία φάση, β) νευροψυχιατρικά προβλήματα στη χρόνια φάση, όπως οι γνωστικές διαταραχές και γ) πιθανά ψυχιατρικά προβλήματα στο μακροχρόνιο SARS, τα οποία ακόμη δεν έχουν περιγραφεί με λεπτομέρεια Πρέπει, πιστεύω, να περιμένουμε τις μελέτες αυτές στη διάρκεια των επομένων μηνών ή του επομένου χρόνου. Στη μελέτη μας για τους εργαζομένους Υγείας έχουμε μια συνεργασία με ψυχιάτρους και ψυχολόγους για να εξετάσουμε την επίπτωση της νόσου, αλλά και της εργασίας στην πρώτη γραμμή της πανδημίας στο προσωπικό της Υγείας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ