Life

Χριστούγεννα μακριά από το πλήθος που γλεντοκοπά

Πώς μπορείς να γιορτάσεις αυτές τις ημέρες αν δεν θέλεις να είσαι με (πολύ) κόσμο;

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Χριστούγεννα μακριά από το πλήθος που γλεντοκοπά
© Margaret Loxton

Χριστούγεννα και γιορτές: Κάποιοι άνθρωποι απλώς δεν αντέχουν τις μεγάλες κοινές χαρές: προτιμούν την ησυχία τους — και καλά κάνουν

Γιατί δεν μπορώ να γευτώ το πνεύμα των Χριστουγέννων; Γιατί δεν με αγγίζει ΤΙΠΟΤΕ από όσα συμβαίνουν; Ούτε τα γλέντια, ούτε οι χαρές, ούτε οι μουσικές, ούτε τα γέλια, ούτε τα κλαρίνα, ούτε τα χάλκινα, ούτε η τσίκνα.

Εδώ που μένω, στη Θεσσαλονίκη, είναι πολλά χρόνια τώρα έθιμο να ανάβουν ψησταριές στο πεζοδρόμιο έξω από όλα τα μαγαζιά. Δεν έχει σημασία τι πουλάει ή τι υπηρεσίες προσφέρει το καθένα τους: θα ανάψει ψησταριά.

Αυτό το πράγμα γίνεται κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γίνεται ανήμερα τα Χριστούγεννα, και βέβαια γίνεται και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Και, προφανώς, την τιμητική τους έχουν τα μαγαζιά που ούτως ή άλλως πουλάνε φαγητό: από ένα συνοικιακό καφενείο μέχρι ουζερί, ταβέρνες, εστιατόρια, σουβλατζίδικα, ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου. Κι εκεί ψήνουν. Παντού ψήνουν. Όλη η πόλη θυμίζει το στρατόπεδο των Αχαιών έξω από την Τροία, όταν έφερναν τα βόδια και τα πέταγαν στα κάρβουνα για να τρώνε οι βασιλιάδες και οι πολέμαρχοι επί ένα δεκαήμερο, λουσμένοι στην τσίκνα.

Είναι πάρα πολύ ωραία. Υποθέτω. Είναι καταπληκτικό όλο αυτό. Απλώς εγώ δεν το αντέχω. Αν με βάλεις σε ένα τέτοιο μέρος —και, όπως είπαμε, αυτά τα μέρη είναι ουσιαστικά όλη η πόλη, άρα όλος ο κόσμος, όλο το σύμπαν—, θα βάλω τις φωνές, θα τρελαθώ, θα φάω τα κάρβουνα από το μαγκάλι. Δεν μπορώ να αντέξω τον πολύ κόσμο, την πολλή χαρά, το πολύ τσίπουρο, την πολλή διασκέδαση, την πολλή μουσική. Μου είναι αδύνατον να ανεχτώ τα χάλκινα, τα κρέατα, την εγγύτητα, τις χειραψίες, τις αγκαλιές, τις ευχές, τις αναπνοές, την ευωχία. Καλά-καλά, με το ζόρι αντέχω να βλέπω τους άλλους να φοράνε τα καλά τους και να ’χουνε βγει μόλις από το κομμωτήριο. Κάτι με πνίγει στον λαιμό, από μέσα. Κάτι δυνατό και καραφλό και κίτρινο και άσχημο.

Και βέβαια είναι, προφανώς, κρίμα που με πνίγει το μέσα μου τέρας: είναι κρίμα, γιατί εγώ χάνω. Οι όμορφοι, καλοντυμένοι, χαρούμενοι, μοσχομυριστοί, ευωχούμενοι άνθρωποι περνάνε ωραία, κι αυτό φαίνεται. Διασκεδάζουν, χαίρονται, κοινωνικοποιούνται, φλερτάρουν, ερωτεύονται, ξορκίζουν το κακό, ξεχνούν τα κακά της καθημερινότητας και της σκληρής Ιστορίας, ξανοίγει η ψυχή τους. Είναι όμορφες εκδηλώσεις οι συγκεκριμένες. Είναι μια χαρά.

It's okay.

* * *

Τώρα, όλο αυτό το χαριτωμένο πανηγύρι κρατάει από τις 11 το πρωί και βαστά ώς τις 11 το βράδυ: δώδεκα ώρες. Δώδεκα ώρες μοναξιά. Για μένα.

Αλλά όχι μόνο για μένα.

Λοιπόν, είμαι παραπάνω από βέβαιος ότι σαν εμένα είναι και πολύς άλλος κόσμος. Και είμαι επίσης βέβαιος πως κάποιοι από αυτούς τούς πολλούς, εκτός από το ότι δεν παίρνουν μέρος στο υπαίθριο γλέντι του άστεως επειδή δεν μπορούν, αισθάνονται και άσχημα από πάνω που δεν μπορούν να συμμετάσχουν στη γενική χαρά, να συναθροιστούν στην αγορά με τους υπολοίπους, να σηκώσουν το ποτήρι μαζί με το πλήθος και να γελάσουν με κάτι που δεν ακούστηκε πολύ καθαρά. Αισθάνονται, σχεδόν, ενοχή. Αισθάνονται ξένοι, αποσυνάγωγοι, παρίες, και «άρρωστοι».

Γι’ αυτούς γράφω αυτό το μικρό σημείωμα. Για να τους πω πως δεν χρειάζεται να αισθάνονται άσχημα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος. Για όνομα, δηλαδή. Δεν φταίνε σε κάτι. Κάποιοι άνθρωποι είμαστε ΕΤΣΙ φτιαγμένοι. Και κάποιοι άλλοι, δόξα τω Θεώ οι Πολλοί, είναι φτιαγμένοι αλλιώς. Δεν είναι απαραίτητο να περηφανεύεται κανείς για τις τέτοιες του ιδιαιτερότητες, προφανώς. (Αν και εγώ το κάνω. Αλλά εγώ δεν είμαι το μέτρο). Όμως ΕΙΝΑΙ απαραίτητο να μη λυπάσαι κιόλας που είσαι έτσι. Για όνομα του καλού Θεού. Να λυπάσαι επειδή έβρισες, επειδή χτύπησες, επειδή πλήγωσες, επειδή δείλιασες, επειδή έκλεψες; Ναι, για όλα αυτά να λυπάσαι και να σκας. Αλλά επειδή δεν μπορείς, και δεν θες, και δεν ΓΙΝΕΤΑΙ να πας με τους Πολλούς;

Όχι, δεν υπάρχει λόγος να λυπάσαι γι’ αυτό. Ξεκόλλα.

Ξεκόλλα, και κάτσε σπίτι. Άραξε. Κάνε ένα μπάνιο. Δες τηλεόραση. Διάβασε ένα βιβλίο. Μίλα με τη γάτα σου. Βγες με τον σκύλο και κάντε μια μεγάλη βόλτα από δρόμους που δεν έχουν μαγαζιά. Πήγαινε σινεμά, έχεις τρία χρόνια να πας, λήξις συναγερμού. Αν βρεις ένα μπαρ που δεν το ’χει με το ψήσιμο και τα γλέντια —υπάρχουν και τέτοια: δικοί μας άνθρωποι—, μπες μέσα, κάτσε σ’ ένα σκαμπό στην μπάρα και παράγγειλε ένα καλό ουίσκι, ένα μολτ, κάτι ακριβό: χρονιάρες μέρες γαρ. Πείτε τα με τον μπάρμαν, αυτός ξέρει. Στο σπίτι, μόνος, έχεις άλλες ένα εκατομμύριο επιλογές. Κάνε μία απ’ όλες, ή δέκα. Ή όλες. Δεν έχει σημασία. Ή και καμία. Πλύνε τα πιάτα. Τακτοποίησε τη βιβλιοθήκη. Συμμάζεψε το χάος κάτω από τον νεροχύτη. Κάνε μία συνδρομή από το λάπτοπ σε μια καλή ξένη εφημερίδα ή περιοδικό. Ξεκίνα ένα ημερολόγιο. Δες τα Φιλαράκια ή ένα παλιό του Τζορτζ Ρομέρο, με ζόμπι. Δεν το Μόνος στο Σπίτι. Ψώνισε κάτι άχρηστο από το Σκρουτζ: ένα τισέρτ με τον Μπέιμπι Γιόντα.

Βασικά, κάνε ό,τι θέλεις.

Απλά μη σκας που δεν είσαι με τους άλλους και δεν διασκεδάζεις ούτε φέτος στον δρόμο με τις ψησταριές, και δεν σε έχουν καλέσει ούτε φέτος για ρεβεγιόν, και βασικά θα αλλάξεις και χρόνο μόνος σου πάλι, παρέα με τον Μπρους Γουίλις με μαλλιά. Μη σκας, λέμε, που δεν είσαι με τους Πολλούς. Ούτε το μπορείς, ούτε (το κυριότερο) το θέλεις. Είσαι άλλη πάστα άνθρωπος.

Και, ναι, δεν πάει στο διάολο; Είσαι περήφανος γι’ αυτό.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ