Life

Ιπτάμενα σουτζουκάκια

Τα βρίσκεις μόνο στα κιμαδονήσια της θάλασσας των Χαχάρων

90199-203766.gif
Διογένης Δασκάλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
134654-307284.jpg

Βεβαίως και υπάρχουν. Και άλλα ακόμη πιο απίστευτα όπως σαφώς και η χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας». Ας τα πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή. Έστω την πιο διαδεδομένη αρχή. Την πρώτη μέρα ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο. Πολύ - πολύ αργότερα, στα τέλη του 19ου αιώνα, εμφανίζεται ο τουρισμός. Η αρχή ενός ατελείωτου θρίλερ είναι επίσης γεγονός. Θα μου πεις γιατί; Και θα σου πω γιατί. Τώρα θα σου πω. Που είναι τέλη Ιουλίου. Τώρα που έχουν φύγει όλοι. Τώρα που μ’ αγαπάει η Τσιμισκή και γι’ αυτό κι εγώ την περπατώ ξυπόλητος κι αυτή μένει βουβή. Τώρα. Που θυμάμαι ως το τέλος του αρχικού μου προορισμού γιατί ήθελα να φτάσω ως εκεί. Τις άλλες μέρες της βοής συνέχεια ξεχνάω, για αλλού κινάω το πρωί κι αλλού ντ’ αλλού πατάω και όπου να ‘ναι πάω.

Φύγανε. Οι τουρίστες λέω. Αυτός ο στρατός κατοχής με πολιτικά. Φύγανε σου λέω, γιατί βιαζόντουσαν να μην τους λιώσει μεσ’ τα δάχτυλά τους το καλοκαίρι και δεν προφτάσουν να το γλείψουν. Και μαζί μ’ αυτούς έχω και γω τις φούριες μου. Βιάζομαι κι εγώ να ζήσω, να αναπνεύσω, να χαρώ την απουσία τους γιατί σ’ το λέω. Πάντα μα πάντα επιστρέφουν. Δύσθυμοι, ανικανοποίητοι, θυμωμένοι και από άλλα τόσα προδομένοι. Γιατί δεν είδαν ούτε έναν Πρίαμο πάν’ στην κορφή του Σάος, νύχτα με πανσέληνο εκεί στη Σαμοθράκη. Ούτε ένας λεβεντογέροντας στην Κρήτη να σερβίρει με ρακί και θάρρος για μεζέ εκεί στον Ψηλορείτη. Και πού είναι της Θάσου οι ελιές, πού τις πουλούν στους ξένους ή coca μεσ’ τη Μύκονο για τους απελπισμένους;

«Καλύτερα στο σπίτι μου με δύο dvd να βάνω παρά να τρέχω στ’ ανοιχτά τον χρόνο μου και τα λεφτά να χάνω». Τα λόγια αυτά παραμιλούν και σχέδια ξεκινούνε για τ’ άλλο το τριήμερο που θα ξενιτευτούνε. Και τι να πουν σαν τους ρωτάς πώς ήταν και τι είδαν; Ποιο μπάνιο φχαριστήθηκαν και τι καλούδια φάγαν; Είν’ έτοιμοι κι οπλοφορούν με όλας τας απαντήσεις. Τα άζωτα, τα Μισελέν τ’ αστέρια, τα χρυσά σκουφιά.

Και να... οι αναρτήσεις στήνουν χορό με απρόσμενες στιγμές όλο εκπλήξεις. Χωριά πατροπαράδοτα και νύχτες γεμάτες HOBIT με αερικά, με ξωτικά, με σέλφι και διηγήσεις που κάπου θα τα διάβασαν, τα είδαν σε ταινίες, σταματημό δεν έχουνε οι φαντασιοπληξίες πως βρήκαν τάχα κυνηγούς που σκότωναν πουλάκια που όταν πέφταν κατά γης ήτανε λέει από «κιμά»… σουτζουκάκια με φτερά. Τα ιπτάμενα σουτζουκάκια λοιπόν που τα βρίσκεις μόνο στα κιμαδονήσια της θάλασσας των Χαχάρων στα ανοιχτά των Αζορών.

Τι να σου πουν από μια Ισπανία χωρίς αρκετά κοχόνας, μια Νέα Υόρκη χωρίς αρκετό νέον, απ’ τις τιμές, το σέρβις, την κοσμούρα; Πως κλείστηκαν σ’ ένα Hotel με βραχιολάκι στον καρπό, πισίνα, ενυδρείο; Περίμεναν με κινητά, με τάμπλετ οπλισμένοι και με τα σελφοκόνταρα πόκεμον να ψαρεύουν για να γυρίσουν βιαστικοί, ψέματα ν’ αγορεύουν!

Γι’ αυτό σου λέω. Φυλάξου. Θα γυρίσουν. Πάντα γυρνάνε για να σ’ τα πρήξουνε ξανά για τον επόμενο σταθμό που έχουνε να πάνε. Δίκιο έχει ο κυρ-Ντίνος που δεν πάει πουθενά. Τι ανάγκη εχει η ποίηση από διακοπές; Τάχα από τι να διακόψει;

Υ.Γ.: Η αφορμή του κειμένου ήταν αφενός το βιβλίο του Matthias Debureaux «Η τέχνη του να γίνεσαι βαρετός με τις ταξιδιωτικές σου αφηγήσεις» όπως και η θέση για τα ταξίδια του Ντίνου Χριστιανόπουλου αλλά και το ποίημα του Κωστή Καραβασίλη με τον τίτλο «Προχωρημένο Καλοκαίρι».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ