Πολιτικη & Οικονομια

O αφόρητος συνδικαλισμός των μουσικών απαγορεύσεων

Την τέχνη δεν μπορείς να τη διαλέγεις με εθνικά κριτήρια

4628-666073.jpg
Προκόπης Δούκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Προκόπης Δούκας σχολιάζει το νομοσχέδιο του Υπουργείου Πολιτισμού για τα ελληνικά τραγούδια
© Sergey Zigle/Unsplash

Ο Προκόπης Δούκας σχολιάζει το νομοσχέδιο του Υπουργείου Πολιτισμού για τα ελληνικά τραγούδια

Πριν από μερικά χρόνια, γνωστός ραδιοφωνικός παραγωγός προσκλήθηκε για να παίξει μουσική σε γάμο στην Κηφισιά, από ζευγάρι που άκουγε φανατικά την εκπομπή του. Όταν η βραδιά έφτασε στο τσακίρ-κέφι, μέρος του κοινού (παρά το γεγονός ότι ανήκε στη λεγόμενη ανώτερη οικονομικά τάξη - ή ακριβώς γι’ αυτό) άρχισε να ζητάει το συνήθη λαϊκό αχταρμά, στον οποίον καταλήγουν οι περισσότεροι γάμοι, μετά τις 2 π.μ.

Ωστόσο, η συμφωνία με το ζευγάρι ήταν ότι δεν θα ακουστούν ελληνικά τραγούδια, καθώς αυτό ήταν η επιθυμία τους. Ένας θαμώνας όμως, επαρκώς μεθυσμένος, άρχισε να βρίζει σκαιά τον dj, καθώς του ήταν αδύνατο να δεχθεί οτι κάποιοι άλλοι (και ειδικώς οι τιμώμενοι της βραδιάς) είχαν διαφορετικά γούστα και ανάγκες από τις δικές του. Πώς να το κάνουμε, τα ελληνικά ήταν υποχρεωτικά στο μυαλό του…

Το ίδιο φαίνεται ότι ισχύει και για τους εμπνευστές του νομοσχεδίου του ΥΠ.ΠΟ., που μόλις προχθές μπήκε σε διαβούλευση. Προφασιζόμενη την προστασία της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, η πρόταση νόμου δίνει κίνητρα σε ραδιοφωνικούς σταθμούς για να αυξήσουν το ελληνικό τους ρεπερτόριο και υποχρεώνει τις ταινίες που χρηματοδοτεί να περιέχουν 70% (!) ελληνική μουσική στο soundtrack τους, παρεμβαίνοντας ευθέως στο καλλιτεχνικό έργο και προκαλώντας ήδη αντιδράσεις. Ας μην πάρουν την επιδότηση, θα μου πείτε (αν και δεν είναι τόσο απλό να χρηματοδοτηθεί μια ταινία)…

Το χειρότερο όμως είναι τα άρθρα 8 και 9 που επιβάλλουν τη χρήση ελληνικής μουσικής κατά 45% τουλάχιστον στους κοινόχρηστους χώρους ξενοδοχείων και εμπορικών κέντρων αντιστοίχως, προφανώς με την ξεπερασμένη λογική ότι πρέπει στα μέρη όπου συχνάζουν τουρίστες να ακούγεται με το ζόρι η ελληνική μουσική παραγωγή. Στην αντίληψη αυτή συναινούν εύκολα τα εθνικιστικά και τα συντεχνιακά άκρα του πολιτικού φάσματος, που αντιτίθενται στον κοσμοπολιτισμό.

Στην παγκόσμια μουσική σκηνή, υπολογίζεται ότι εκδίδονται κάθε χρόνο μερικά εκατομμύρια καινούργια τραγούδια, τα περισσότερα εκ των οποίων προφανώς είναι αδιάφορα. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός και μόνο, δίνει την αίσθηση του μεγέθους της παγκόσμιας παραγωγής, που θα πρέπει να συγκριθεί ποσοτικά, με την παραγωγή μιας μικρής χώρας, η οικονομία της οποίας αντιστοιχεί περίπου στο 2% της ΕΕ.

Ο ωκεανός λοιπόν αυτός της μουσικής, με δεκάδες χιλιάδες αριστουργήματα στο ενεργητικό τόσων δεκαετιών δισκογραφίας, θα πρέπει να χωρέσει στο 55% του playlist ενός χώρου αναψυχής και ξεκούρασης, υποχρεώνοντας τον ξενοδόχο που θέλει να ακούγεται π.χ. μόνο jazz μουσική στον χώρο του, να πασχίζει να καλύψει το υπόλοιπο 45% του χρόνου, με τους ελάχιστους συγκριτικά αξιόλογους Έλληνες τζαζίστες.

Φανταστείτε τον dj ενός ξενοδοχείου που έχει beach bar ή κάνει πάρτι, να πρέπει να προκρίνει τον Παύλο Σιδηρόπουλο έναντι του Eric Clapton ή τον Λάκη Παπαδόπουλο έναντι του Joe Cocker. Ή τον επιμελητή ενός εμπορικού κέντρου να πρέπει υποχρεωτικά να επιλέξει τη Νατάσα Μποφίλιου ή τη Χαρούλα Αλεξίου, αντί της Aretha Franklin, ακόμα κι αν δεν το επιθυμεί. Ούτε βεβαίως μπορεί, εν έτει 2024, οι τουριστικοί χώροι να θυμίζουν το ξεπερασμένο και χιλιοακουσμένο elevator music, με τα (κατά τα άλλα αξιολογότατα και σε διεθνές επίπεδο) έργα των Χατζηδάκη και Θεοδωράκη, σε ορχηστρική απόδοση, που θυμίζουν τις αξέχαστες εποχές της Ολυμπιακής.

Τα μέτρα αυτά είναι κακέκτυπη αντιγραφή αντίστοιχης σύλληψης περιορισμών, που έχει επιβάλει η Γαλλία, για την προστασία κυρίως του πολιτιστικού της προϊόντος, από την αγγλο/αμερικανική επέλαση. Ωστόσο, πέρα από το γνωστό πρόβλημα που έχουν οι Γάλλοι για ένα παιχνίδι που είναι εξ αρχής χαμένο, η παγκόσμια γαλλοφωνία (από δεκάδες χώρες) τους προσφέρει ένα τεράστιο όγκο έργων, που σίγουρα είναι πολύ πιο κοντά στο 45% της παγκόσμιας καλλιτεχνικής παραγωγής, από ό,τι η αντίστοιχη ελληνική. Σε όλο το νομοσχέδιο μας όμως, η μυλωνού βάζει τον άντρα της με τους πραματευτάδες.

Την τέχνη δεν μπορείς να τη διαλέγεις με εθνικά κριτήρια

Την τέχνη δεν μπορείς να τη διαλέγεις με εθνικά κριτήρια, αλλά με κριτήρια αξίας και απήχησης του τελικού (ηχητικού στην προκειμένη περίπτωση) αποτελέσματος. Δεν μπορεί να έχουν προβάδισμα ελληνόφωνα τραγούδια, ακόμα κι αν είναι σκυλοτράγουδα ή τραπ. Αν θέλεις (και καλώς) να ενισχύσεις τη ντόπια παραγωγή, προσφέρεις κίνητρα και χρήμα, ώστε να αναπτυχθεί, όπως έκαναν οι Γάλλοι με τον κινηματογράφο τους, η ποιότητα και η τεχνολογία του οποίου είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα, πολλές φορές εφάμιλλη του Χόλυγουντ. Δεν εφαρμόζεις παράλογες απαγορεύσεις και ποσοστώσεις.

Γιατί η λογική αυτή θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί και σε άλλους χώρους, όπου υπάρχει καλλιτεχνική δημιουργία - και μάλιστα του ίδιου του κράτους. Ποιος όμως θα τολμούσε όμως να υποχρεώσει την Εθνική Πινακοθήκη να έχει στις συλλογές της κατά 45% έργα Ελλήνων δημιουργών; Ποιος αμφιβάλλει οτι αν κάποιος έλεγε στο Modern Art της Νέας Υόρκης να μειώσει τους πίνακες του Miro, προς χάριν λιγότερο σημαντικών Αμερικανών καλλιτεχνών, δεν θα τον έπαιρναν με τα γιαούρτια;

Αν λοιπόν η ελληνική μουσική παραγωγή είχε συνεχώς διακεκριμένες συνθέσεις και ερμηνευτές όχι bon pour l’ orient αλλά διεθνούς κλάσης, τα εχέγγυα της καλύτερης ηχοληψίας και παραγωγής, διεθνούς φήμης μουσικούς και μια τεράστια δύναμη στην παγκόσμια αγορά, θα μπορούσε ενδεχομένως κανείς να μιλήσει για ένα ικανό ποσοστό αντιπροσώπευσης της, σε κάθε playlist. Αλλιώς, αυτό που της αναλογεί είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό, και πάντως όχι υποχρεωτικά.

Είναι κόντρα στις βασικές ελευθερίες και στους ανοιχτούς ορίζοντες που πρέπει να έχει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα. Είναι επιπλέον εναντίον του ευρύτερου συμφέροντος των Ελλήνων καλλιτεχνών, γιατί η ανελεύθερη επιλογή θα τους φέρει απέναντι στους djs και επιμελητές, αλλά και σε όλους τους επιχειρηματίες της χώρας, που θα πρέπει να επιλέξουν π.χ. για το boutique hotel τους, όχι τη μουσική που επιθυμούν, αλλά το υποχρεωτικό μίγμα. Και τελικά πολλοί θα επιλέξουν να μην παίζουν καθόλου μουσική, με προφανή απώλεια για τα δικαιώματα των καλλιτεχνών.

Το γιατί η κυβέρνηση επιλέγει να επιβάλει το μέτρο αυτό στους επιχειρηματίες, και όχι μόνο στους κρατικούς χώρους, είναι προφανές: Σε μια χώρα, που ούτως ή άλλως δεν τα πάει καθόλου καλά με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, ουδείς θα ελέγξει τι ακούγεται τελικά στους κοινόχρηστους χώρους.

Αυτό στο οποίο αποσκοπεί το νομοσχέδιο, εφόσον δεν αποσυρθεί, είναι απολύτως συνδικαλιστικό: Η είσπραξη, από τις εταιρείες που διαδέχθηκαν την αμαρτωλή ΑΕΠΙ, a priori των δικαιωμάτων κατά 45% προς τους Έλληνες καλλιτέχνες, είτε ακούγονται, είτε όχι. Και αυτή η παρελκυστική κάλυψη ενός ανομολόγητου στόχου είναι η χειρότερη υποκρισία.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ