Πολιτικη & Οικονομια

Η ελληνική οικονομία χωρίς παρωπίδες: Κάτω από την επιφάνεια των επενδύσεων

Το πέμπτο άρθρο της μίνι σειράς για μια από τις μεγαλύτερες πληγές που άφησε πίσω της η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας: το επενδυτικό κενό

Μάνος Ματσαγγάνης, Σοφία Τσαρούχα
Μάνος Ματσαγγάνης, Σοφία Τσαρούχα
ΤΕΥΧΟΣ 858
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η ελληνική οικονομία χωρίς παρωπίδες: Κάτω από την επιφάνεια των επενδύσεων

Πόσο καλά τα πηγαίνει η ελληνική οικονομία; Στο 5ο άρθρο των Μ. Ματσαγγάνη & Σ. Τσαρούχα αναλύεται το επενδυτικό κενό και οι επιδόσεις της εθνικής οικονομίας.

Στα προηγούμενα άρθρα αυτής της μίνι σειράς επισημάναμε ότι η χώρα πλέον βρίσκεται σε τροχιά ανάκαμψης και αναφερθήκαμε στις πιο προβληματικές πτυχές αυτής της θετικής εξέλιξης: στη σύνθεση (και χαμηλή τεχνολογική στάθμη) των εξαγωγών, και στη διόγκωση του εξωτερικού ελλείμματος, που φανερώνουν τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.

Σε αυτό το άρθρο επικεντρωνόμαστε σε μια από τις μεγαλύτερες πληγές που άφησε πίσω της η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας: το επενδυτικό κενό, που καθηλώνει την εθνική οικονομία σε χαμηλές επιδόσεις και υποθηκεύει τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης.

Η κρισιμότητα των επενδύσεων

Η συσσώρευση κεφαλαίου μέσω των επενδύσεων είναι αποφασιστική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της οικονομίας. Χωρίς επενδύσεις, ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός συρρικνώνεται. Για να διατηρηθεί το απόθεμα κεφαλαίου (σε κτίρια, μηχανήματα κτλ.) στα σημερινά επίπεδα, θα πρέπει ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (αυτό που ονομάζουμε «επενδύσεις») να φτάσει το επίπεδο που αντικαθιστά την απαξίωση του κεφαλαιακού αποθέματος λόγω της φθοράς του χρόνου («αποσβέσεις»). Κατ’ αναλογία, για να αυξηθεί το συνολικό απόθεμα κεφαλαίου, θα πρέπει οι επενδύσεις να ξεπερνούν τις αποσβέσεις.

Βέβαια, σημασία δεν έχει μόνο το ύψος των επενδύσεων, αλλά επίσης η σύνθεσή τους. Οι παραγωγικές επενδύσεις συμβάλλουν στην αναβάθμιση του κεφαλαιακού αποθέματος της οικονομίας, στον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής βάσης και των υποδομών, καθώς και στην επίτευξη οικονομιών κλίμακας. Όλα αυτά οδηγούν στην άνοδο της παραγωγικότητας, από την οποία εξαρτάται σε τελευταία ανάλυση η ευημερία κάθε χώρας.

Αντίθετα, οι μη παραγωγικές επενδύσεις, ενώ βραχυπρόθεσμα τονώνουν την οικονομική δραστηριότητα, δεν διευρύνουν τις μελλοντικές παραγωγικές δυνατότητες της εθνικής οικονομίας. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν π.χ. οι δημόσιες επενδύσεις σε σήραγγες που μένουν κλειστές, οι επιχειρηματικές επενδυτικές επιλογές που στη συνέχεια αποδεικνύονται άστοχες, ακόμη και οι επενδύσεις των νοικοκυριών σε εξοχικές κατοικίες που αυξάνουν την ευμάρεια των ιδιοκτητών τους αλλά οπωσδήποτε όχι την παραγωγή της επόμενης περιόδου.

Οι επενδύσεις από την υιοθέτηση του ευρώ έως την κρίση χρέους

Στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ο λόγος των επενδύσεων στο ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν υψηλότερος από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Συγκεκριμένα, έφτανε το 23,8% κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2009 (έναντι 22,5% στο σύνολο της Ευρωζώνης).

Ωστόσο, πολλές από αυτές τις επενδύσεις δεν αναβάθμιζαν τις παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας μέσω της ενσωμάτωσης νέας γνώσης και τεχνολογίας. Έως και το 2013, πάνω από τις μισές επενδύσεις ετησίως αφορούσαν τις κατασκευές (ιδίως κατοικίες). Αντίθετα, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό περιορίζονταν στο 30% ή 40% των συνολικών επενδύσεων. Άλλωστε, οι περισσότερες επενδύσεις προέρχονταν από τα νοικοκυριά, και όχι από τις επιχειρήσεις.

Με άλλα λόγια, είχαμε μια οικονομία όπου το ύψος των επενδύσεων φαινομενικά κυμαινόταν σε ικανοποιητικό επίπεδο, αλλά η σύνθεσή τους υποδήλωνε κυριαρχία των αντιπαραγωγικών επενδύσεων.

Όμως ένα παραγωγικό μοντέλο με τέτοια χαρακτηριστικά δεν είναι διατηρήσιμο μακροπρόθεσμα. Το ξέσπασμα της κρίσης χρέους επιβεβαίωσε αυτήν την πικρή αλήθεια.

Οι επενδύσεις από την κρίση χρέους έως την πανδημία

Εξαιτίας της κρίσης, οι επενδύσεις στην Ελλάδα χωρίς υπερβολή κατέρρευσαν. Οι συνολικές επενδύσεις το 2019 (τελευταίο έτος πριν τον κορωνοϊό) ήταν 70% χαμηλότερες από ό,τι το 2007 (τότε που η ελληνική οικονομία έφτασε το υψηλότερο σημείο της πριν από την κρίση χρέους). Κατά μέσο όρο, την περασμένη δεκαετία οι συνολικές επενδύσεις στη χώρα μας έπεσαν στο 11,8% του ΑΕΠ (έναντι 20,7% στο σύνολο της Ευρωζώνης).

Παραδόξως, η κρίση καταβαράθρωσε μεν τις επενδύσεις, αλλά διόρθωσε κάπως την ποιότητά τους. Αυτό συνέβη επειδή οι επενδύσεις σε ακίνητα εξανεμίστηκαν, ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις (π.χ. σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό) υποχώρησαν σε μικρότερο βαθμό. Συγκεκριμένα, το 2007-2019 οι επενδύσεις των νοικοκυριών −κυρίως σε ακίνητα− μειώθηκαν κατά 89%, ενώ οι επενδύσεις των επιχειρήσεων κατά 44%. (Η μείωση των δημόσιων επενδύσεων ήταν 62%.)

Το πλήγμα στην ελληνική οικονομία ήταν βαθύ και παρατεταμένο. Η επενδυτική αποχή στέρησε πολύτιμους πόρους από τον παραγωγικό ιστό. Η μείωση των επενδύσεων ήταν τρομακτική. Μετά το 2010, το ύψος του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου δεν αρκούσε ούτε για την αντικατάσταση του εξοπλισμού που απαξιωνόταν. Για έντεκα συνεχόμενα έτη ο συνολικός όγκος παγίου κεφαλαίου συρρικνωνόταν, καθώς οι νέες επενδύσεις υπολείπονταν των αποσβέσεων. Η σωρευτική διαφορά σε όλη την περίοδο έφτασε το ιλιγγιώδες ποσό των 100 δις. Αυτό είναι το επενδυτικό κενό που λέγαμε στην αρχή του άρθρου

Οι επενδύσεις από την πανδημία έως σήμερα 

Με το τέλος της πανδημίας, οι επενδύσεις στη χώρα μας σημείωσαν σημαντική άνοδο: το πρώτο εννεάμηνο του 2022 ήταν 30% υψηλότερες από ό,τι στην αντίστοιχη περίοδο του 2019. Είναι ικανοποιητική αυτή η άνοδος; Μας φέρνει πιο κοντά στο να κερδίσουμε το κρίσιμο στοίχημα για το μέλλον της οικονομίας, δηλαδή τη βιώσιμη ανάπτυξη;

Η πορεία των επενδύσεων είναι οπωσδήποτε ενθαρρυντική, αλλά δύσκολα δικαιολογεί πανηγυρισμούς. Παρά την πρόσφατη άνοδο, οι επενδύσεις παραμένουν κάτω από το μισό του επιπέδου στο οποίο είχαν φτάσει προ δεκαπενταετίας. Συγκεκριμένα, το συνολικό ύψος τους το πρώτο εννεάμηνο του 2022 ήταν 59% χαμηλότερο από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο του 2007. Απέχουμε ακόμη απελπιστικά πολύ από το να έχουμε αναπληρώσει το μεγάλο επενδυτικό κενό της προηγούμενης δεκαετίας.

Επιπλέον, μια προσεκτική ματιά στο είδος των επενδυτικών δαπανών που αυξάνονται ταχύτερα δείχνει κυριαρχία των μη παραγωγικών επενδύσεων. Τα τελευταία τρία χρόνια οι επενδύσεις σε οπλικά συστήματα υπερ-εξαπλασιάστηκαν, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες σχεδόν διπλασιάστηκαν. Αντίθετα, οι επενδύσεις σε τεχνολογικό, μεταφορικό ή μηχανικό εξοπλισμό (εκτός οπλικών συστημάτων) αυξήθηκαν ελάχιστα. Παράλληλα, παρότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις παρουσιάζουν επίσης σημάδια τόνωσης, ο τομέας που πρωταγωνιστεί στις σχετικές εισροές είναι τα ακίνητα.

Έχουμε βέβαια μια μοναδική ευκαιρία για να καλύψουμε το επενδυτικό κενό της προηγούμενης δεκαετίας: το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ εξασφαλίζουν στη χώρα μας σημαντικό μέρος των πόρων που απαιτούνται. Όμως, η απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων από μόνη της δεν αρκεί. Το ζητούμενο είναι οι διαθέσιμοι πόροι να διοχετευθούν σε παραγωγικές επενδύσεις που αυξάνουν το συνολικό απόθεμα κεφαλαίου, φυσικό και ανθρώπινο. (Τα προγράμματα κατάρτισης για να μπορούν να θεωρούνται παραγωγικές επενδύσεις θα πρέπει να αναβαθμίζουν τις πραγματικές δεξιότητες των εργαζομένων και των ανέργων.)

Εάν τα ευρωπαϊκά κονδύλια σπαταληθούν για μια ακόμη φορά σε άχρηστα έργα, ή σε προσχηματικά προγράμματα, η μοναδική αυτή ευκαιρία θα χαθεί. Και τότε, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να παραμένει καθηλωμένη για πολλές ακόμη δεκαετίες.

Θα είναι κρίμα. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ