Πολιτικη & Οικονομια

Φτωχοί άνθρωποι

Η μετεξέλιξη της φτώχειας σε εξαθλίωση, οι φρούδες υποσχέσεις της ανάπτυξης, και η ομορφιά γύρω μας που θα τη χάσουμε όλοι

elisavet-papadopoulou.jpg
Ελισάβετ Παπαδοπούλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
poverty.jpg
© unsplash

Ο Γουίλιαμ Βόλμαν για τη φτώχεια, οι θεωρήσεις του Άνταμ Σμιθ, και η σκληρή πραγματικότητα για «φτωχούς» και πλούσιους

Διαβάζω το βιβλίο του Γουίλιαμ Βόλμαν «Φτωχοί Άνθρωποι», (του βραβευμένου συγγραφέα του βιβλίου «Κεντρική Ευρώπη»). Ακολουθώ τον προβολέα που στρέφει στις ζωές αληθινά φτωχών ανθρώπων, συχνά εξαθλιωμένων, που όταν περνάμε από δίπλα τους αποστρέφουμε το βλέμμα. Για την ερμηνεία της λέξης «φτώχεια», εργαλείο του είναι η φράση του Άνταμ Σμιθ «κάθε άνθρωπος είναι πλούσιος ή φτωχός, στο βαθμό που είναι σε θέση να απολαμβάνει τα αναγκαία, τις ευκολίες και τις διασκεδάσεις της ανθρώπινης ζωής». Ο Βόλμαν ταξιδεύει στον κόσμο διαλέγοντας χώρες όπου η έλλειψη των αναγκαίων είναι συλλογικό φαινόμενο καθώς αφορά το σύνολο του πληθυσμού (υπανάπτυκτες χώρες), και σε άλλες όπου οι έλλειψη των αναγκαίων αφορά συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, κάτι σαν νησίδες ανάγκης σε ένα πέλαγος αφθονίας (αναπτυγμένες χώρες).

Στην πρώτη περίπτωση έχουμε χώρες χωρίς κοινωνικές δομές και χωρίς δίκτυα που εξασφαλίζουν ό,τι θεωρείται αναγκαίο στο δυτικό κόσμο (ύδρευση, φωτισμό, συγκοινωνίες, υγειονομική περίθαλψη, κοινωνική πρόνοια). Στη δεύτερη κατηγορία έχουμε χώρες με όλες τις παραπάνω υποδομές, με την πλειονότητα του πληθυσμού να απολαμβάνει όχι μόνο τα αναγκαία αλλά πλήθος από ευκολίες και διασκεδάσεις, από τα οποία όμως κάποιες κατηγορίες πολιτών έχουν αποκλειστεί. Ενώ για τον ορισμό της φτώχειας χρησιμοποιεί τα λόγια και τη σκέψη ενός οικονομολόγου, για τη  φτώχεια αφήνει να μιλήσουν οι ίδιοι οι φτωχοί, τα έργα των κυβερνήσεών τους, αλλά και την ίδια τη φύση καθώς παραβιάζεται και καταργείται. Παρατηρούμε ότι στις υπανάπτυκτες χώρες, παρά την ένταση της φτώχειας, αυτή βιώνεται με αξιοπρέπεια.

Είναι οι χώρες στις οποίες η οικογένεια και η γειτονιά διατηρούν τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα, δηλαδή την αλληλοϋποστήριξη των μελών τους και το σεβασμό των ελάχιστων αντικειμένων και δομών που τις περιβάλλουν. Ο Βόλμαν καταφεύγει στο πιο ταπεινό παράδειγμα, για να μας πείσει. Μιας παρουσιάζει τον τρόπο χρήσης μιας κοινής τουαλέτας σε μια αναπτυγμένη χώρα (Αμερική - Νέα Υόρκη) και σε μια υπανάπτυκτη (Ναϊρόμπι). Στην πρώτη χώρα όπου υπάρχει καταμερισμός εργασίας, τις τουαλέτες τις καθαρίζει άνθρωπος του Δήμου, αλλάζει τους λαμπτήρες, τις εφοδιάζει με χαρτί υγείας, ενώ στην άλλη χώρα την τουαλέτα την  καθαρίζουν τα μέλη της κοινότητας που την χρησιμοποιούν και εννοείται πως δεν έχει φωτισμό ούτε χαρτί υγείας.

Η διαφορά τους είναι ότι στην πρώτη περίπτωση είναι πανβρώμικη, δίνοντας την απόλυτη αίσθηση εξαθλίωσης, ενώ στην δεύτερη περίπτωση οι στερημένοι αυτοί άνθρωποι διατηρούν την τουαλέτα τους καθαρή. Η ερμηνεία που δίνει ο Βόλμαν είναι ότι στο Ναϊρόμπι δεν υπάρχει ανωνυμία μεταξύ των χρηστών της τουαλέτας. Ο επόμενος που θα μπει στην τουαλέτα γνωρίζει την ταυτότητα αυτού που την έχει λερώσει, επιπλέον ο ίδιος φέρει την ευθύνη για την καθαριότητά της κι όχι ένας τρίτος (τελικός δέκτης) σε μια ανέξοδη μετάθεση ευθυνών. Και αναρωτιέται ο Βόλμαν, μήπως η κατανομή πόρων και ευθυνών λειτουργεί καλύτερα όταν δεν υπάρχουν πολλά να κατανεμηθούν και μήπως η κουλτούρα κοινοτισμού, μπορεί να μετριάσει το φαινόμενο της φτώχειας, ειδικά το φαινόμενο της εξαθλίωσης.

Η φτώχεια μεταπηδά σε εξαθλίωση, μας λέει, όταν οι άνθρωποι χάνουν κάθε ελπίδα για τη βελτίωση της ζωής τους. Οι άνθρωποι που χάνουν την ελπίδα δεν σέβονται τίποτα απ΄ όσα τους περιβάλλουν (ειδικά όταν αυτά που τους περιβάλλουν είναι πολλά και εντυπωσιακά)  και δεν είναι να απορεί κανείς για τη βρώμα, τα περιττώματα και τα σκουπίδια που αφήνουν στο πέρασμά τους. Εξάλλου μας λέει ο Βόλμαν χρησιμοποιώντας μια φράση του Ρουσώ «Οι πλούσιοι είναι εκείνοι που έχουν αισθήματα για τα αντικείμενα, αφού είναι οι ίδιοι που τα απολαμβάνουν». Απογυμνώνει δε τελείως ο Βόλμαν την ευεργεσία του φιλάνθρωπου που ακουμπά το νόμισμα στο χέρι του ζητιάνου,  αποκαλώντας την «απλή χειρονομία  ανάμεσα σε δυο πολίτες της Γης όπου ο καθένας από τους δυο θα μπορούσε να είναι ο δότης ή ο λήπτης».

Αναφορικά με το σεβασμό της ανθρώπινης ζωής, και τις αξίες που διέπουν το κοινωνικό σύνολο, ο Βόλμαν κάνει το διαχωρισμό ανάμεσα σε αυτούς που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και τους άλλους που ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης. Η εξαθλίωση είναι η κατάσταση των ανθρώπων που εκτός από τη φτώχεια αντιμετωπίζουν τον αλκοολισμό, τον εθισμό τους στα ναρκωτικά έτσι που δεν είναι κύριοι ούτε του εαυτού τους, ειδικά όταν προέρχονται από περιβάλλοντα όπου η μια γενιά αλκοολικών ή εξαρτημένων διαδέχεται την άλλη. Οι φτωχοί μετατρέπονται σε εξαθλιωμένους όταν έχουν απολέσει κάθε ελπίδα. Δεν είναι τυχαίο που οι φτωχοί επιδίδονται στο τζόγο. «Τα τυχερά παιχνίδια, τα ναρκωτικά κι ο έρωτας είναι οι ιεροτελεστίες της ελπίδας» μας λέει γι΄ αυτό και οι απανταχού ιεροεξεταστές τα έχουν καταστήσει παράνομα, για να τα αντικαταστήσουν με το Θεό, τη Μεγάλη Ελπίδα.

Το θέμα εννοείται πως είναι στη θέση της ελπίδας να εγκαταστήσουμε μια ανεκτή πραγματικότητα. Η οποία ανεκτή πραγματικότητα (εδώ βρίσκεται η αντίφαση) είναι πιο εφικτή σε κράτη όπου οι δομές και η οργάνωση αφήνουν ρωγμές και χάσματα μέσα στις οποίες φτωχοί άνθρωποι βρίσκουν τρόπους να βιοποριστούν με αξιοπρέπεια κάνοντας μικροδουλειές (πλανόδιοι πωλητές, μικροκαλλιεργητές γης, μικροτεχνίτες χωρίς επαγγελματική εγκατάσταση) και όπου ο τρόπος ζωής δεν έχει μεγάλες ανάγκες οικονομικής ρευστότητας.

Σε αυτές τις κοινωνίες οι φτωχοί δεν εξαρτώνται από το κράτος πρόνοιας, αλλά κάνουν εργασίες που μπορεί να μην τους αποφέρουν πολλά, αλλά έχουν κουβέντες και μια κάποια χαρά, καθώς εργάζονται για τον εαυτό τους. Όσο πιο οργανωμένη είναι μια κοινωνία, τόσο πιο σφιχτές και ανελαστικές είναι οι δομές της, τόσο πιο εύκολα οι άνθρωποι πετιούνται έξω από το σύστημα μετατρεπόμενοι σε ανεπάγγελτους παρίες, τόσο πιο εύκολα μεταπηδούν στην παρανομία, η οποία επίσης είναι πιο σκληρή, όσο πιο σκληρές είναι οι δομές της κοινωνίας  που έχουν να πολεμήσουν. Δεν είναι να απορούμε λοιπόν που στη θέση του ευκαιριακού κλέφτη έχουμε οπλισμένες συμμορίες οι οποίες «έχουν μάθει να πεθαίνουν».

Έχουν μάθει να πεθαίνουν, καθώς τα μέλη αυτών των συμμοριών προέρχονται από περιβάλλοντα μη κανονικότητας, όπου  ο θάνατος κάνει συχνά επισκεπτήρια, εξοικειώνοντας τους ανθρώπους με την παρουσία του, και σχετικοποιώντας την διάρκεια και την αξία της ανθρώπινης ζωής. Επιπλέον από τότε που ο Άνταμ Σμιθ ανέπτυξε την θεωρία ότι κάθε αγαθό έχει την «πραγματική» τιμή του, ας μην απορούμε που άνθρωποι οι οποίοι κάποτε ήταν περήφανοι για τα σπίτια και τη ζωή τους, πλέον αισθάνονται μειονεκτικά ασπαζόμενοι τη θεωρία περί «πραγματικής» τιμής.

Τέλος ο Βόλμαν θυμίζοντας στο σημείο αυτό έντονα τον Καμύ, κάνει το διαχωρισμό ανάμεσα στη φτώχεια που βιώνεται στο άστυ και στη φτώχεια που βιώνεται σε εξοχικούς οικισμούς και χωριά. Δεν μπορώ παρά να σταθώ σε κάποιες από τις αναφορές του οι οποίες τελικά είναι και οι μοναδικές σπίθες ελπίδας. «Αναμμένα φώτα σε αχυρένιες καλύβες, λαμπύριζαν ένα-ένα, σαν αριθμημένες πιθανότητες» και αλλού «Τη χαιρετώ και χαμογελάει. Γύρω της κρεμασμένες από τα τσαμπιά πράσινες μπανάνες σαν χειροβομβίδες». 

Στη συνέχεια, απ’ ότι εύκολα συμπεραίνει όχι μόνο ο Βόλμαν αλλά και όλοι, μας, τη χαρά της φύσης σύντομα φτωχοί και πλούσιοι θα τη στερηθούμε στο όνομα της ανάπτυξης. Ελπίσαμε στην ανάπτυξη, περισσότερο απ΄ όλους ελπίσαν οι φτωχοί, μόνο που πέρασαν τα χρόνια της χαράς τότε που οι φτωχοί «Άνθη του περιθωρίου περίμεναν την ευτυχισμένη μέρα που η λεωφόρος του πετρελαίου, ακολουθώντας τον προάγγελό της, την μπάλα της κατεδάφισης, θα εξύψωνε τους πάντες σε μια ανώτερη κανονικότητα». Τώρα περισσότερο από ποτέ τρώμε με δυσάρεστο τρόπο τα απόνερα της ανάπτυξης, και ίσως ήρθε η στιγμή οι οικονομολόγοι να πάρουν λίγο τα μάτια από τους οικονομικούς δείκτες και να κοιτάξουν τους πραγματικούς δείκτες, κατεστραμμένη γη, συγκέντρωση του πλούτου, ανισότητα, εξαθλίωση στη θέση της φτώχειας, και σκληρό έγκλημα στη θέση της παραβατικότητας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ