Πολιτικη & Οικονομια

Το αντιρατσιστικό κίνημα σήμερα

Παρά τις μεγάλες του επιτυχίες, το αντιρατσιστικό κίνημα δεν κατάφερε να συνενώσει τους πολίτες και τις διαφορετικές ομάδες

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 790
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
protest.jpg

Το αντιρατσιστικό κίνημα, ο φυλετικός και ο κοινωνικός διαχωρισμός στις Δυτικές κοινωνίες

O ρατσισμός που βασίστηκε στην ψευδοεπιστήμη των φυλών και επικεντρώθηκε στο «χρώμα» από την εποχή των εξερευνήσεων και της αποικιοκρατίας υπήρξε το κίνητρο γενοκτονιών ―Εβραίοι, Ινδιάνοι―, σφαγών και μαζικών εκτοπίσεων: στην Κίνα, στην Κορέα, στη Μιανμάρ, στην Αυστραλία. Στη συνείδηση των Δυτικών, που δεν πολυασχολούνται με όσα εκτυλίσσονται στον Νότο και στην Ανατολή, ο ρατσισμός είναι συνδεδεμένος με κοινωνικές διακρίσεις κοινοτήτων με «χρώμα» και με καταγωγή από πρώην αποικιοκρατούμενες περιοχές. Σε αυτή τη βάση αναπτύχθηκε το αντιρατσιστικό κίνημα στον ευρω-ατλαντικό κόσμο: στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα οι ανεπτυγμένες δημοκρατίες προσάρμοσαν τη νομοθεσία και τον δημόσιο λόγο στις αρχές της ισότητας και έθεσαν, ως όφειλαν, εκτός νόμου τις φυλετικές θεωρίες, τη ρατσιστική ρητορική και τη ρατσιστική πρακτική. 

Στους αγώνες αυτούς υπήρχαν δύο τάσεις: η τάση της αχρωματοψίας ―όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και η φυλετική τους καταγωγή είναι ποικίλη και ταυτοχρόνως αδιάφορη― και η τάση του κοινοτισμού που ανεδείκνυε τις υποτιθέμενες διαφορές στερεοποιώντας και σκληραίνοντας τα όρια μεταξύ των φυλετικών κοινοτήτων. Παρά τις μεγάλες του επιτυχίες, το αντιρατσιστικό κίνημα δεν κατάφερε να συνενώσει τους πολίτες και τις διαφορετικές ομάδες, οι οποίες παρέμειναν, αυτή τη φορά σχεδόν εθελοντικά, διαχωρισμένες από πολιτιστική και συχνά από χωροταξική άποψη. Σήμερα, αν και οι δυτικές κοινωνίες είναι λιγότερο ρατσιστικές από ποτέ, ο δημόσιος διάλογος παραμένει αναχρονιστικός: μιλάμε για φυλές και χρώματα, καθώς και για συστημικές και θεσμικές διακρίσεις, μολονότι η νομοθεσία είναι ξεκάθαρη και τα ρατσιστικά επεισόδια έχουν ατομικό χαρακτήρα – στην Ευρώπη τουλάχιστον. 

Το κίνημα της αχρωματοψίας επικράτησε στη νομοθεσία και στους θεσμούς, αλλά η εκρίζωση συμπλεγμάτων ανωτερότητας από ανθρώπους με χαμηλή μόρφωση και ψυχικές ανεπάρκειες απεδείχθη πολύ δύσκολη. Σε κάποιο βαθμό, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ που έχουν πολύ οδυνηρή ιστορία, παραμένουν ρατσιστικοί θύλακες τους οποίους μόνο ο χρόνος και η παιδεία μπορούν να διαλύσουν. Αλλά βεβαίως, ακόμα και οι ΗΠΑ έχουν διανύσει μακρύ δρόμο όχι μόνο από την εποχή των λιντσαρισμάτων της Κου Κλουξ Κλαν, αλλά κι από τη δεκαετία του 1990 όταν στο σύστημα της δικαιοσύνης υπήρχαν πολύ περισσότερες προκαταλήψεις απ’ όσες υπάρχουν σήμερα (θυμάμαι την περίπτωση του viligante του μετρό της Νέας Υόρκης και ανατριχιάζω). Ομοίως, στη Βρετανία, η οποία κατά καιρούς εμφάνιζε ρατσιστικά ξεσπάσματα, με τη δράση του Νational Party για παράδειγμα, ο ρατσισμός έχει υποχωρήσει και η αντίθεση στη μετανάστευση δεν θα έπρεπε να εξισώνεται με τον ρατσισμό.
Το πρόβλημα με το κίνημα του αντιρατσισμού άλλοτε και τώρα ―και πάλι ιδιαίτερα στις ΗΠΑ απ’ όπου η Ευρώπη εισάγει πολλά αρνητικά φαινόμενα― είναι ότι δεν ασχολείται με τα υπολείμματα του ρατσισμού, αλλά ότι ενοχοποιεί τους λευκούς και προωθεί τον φυλετικό διαχωρισμό. Αυτές οι δύο συνιστώσες του αντιρατσιστικού κινήματος κινδυνεύουν να δημιουργήσουν ρατσιστική ανάκρουση, οπισθοδρόμηση και αναδίπλωση «χρωματικών» κοινοτήτων σε μια πεισματική επίδειξη διαφοράς. Επιστρέφουμε δηλαδή στην αντίληψη για τη φυλή που είχαν, λόγου χάρη, οι Μαύροι Πάνθηρες ― μια αντίληψη μαύρου εθνικισμού που δικαιολογούνταν από τις φρικαλεότητες του παρελθόντος και η οποία ωστόσο ελάχιστα βοήθησε τους Αφρο-αμερικανούς. Έτσι κι αλλιώς, σήμερα, μετά από τόσες επιτυχημένες προσπάθειες κοινωνικής δικαιοσύνης, το να ερμηνεύουμε τον κόσμο με κριτήριο τη «φυλή», μια κοινωνικά κατασκευασμένη οντότητα, αποτελεί πλάνη της λογικής με τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις: διχασμό, αναβίωση παλιών λανθασμένων κοσμοθεωριών, αναταραχή και στασιμότητα, αδιέξοδο. 

Το αντιρατσιστικό κίνημα διαιρεί τις δυτικές κοινωνίες σε «λευκούς» και σε «εγχρώμους» καταγγέλλοντας την υποτιθέμενη «λευκή υπεροχή» η οποία δήθεν κρύβεται πίσω από την ιδεολογία της αχρωματοψίας και του οικουμενισμού. Με λίγα λόγια, φρονεί ότι οι «μειονότητες» ―βάζω εισαγωγικά διότι στη σημερινή εποχή όλα τα χρώματα του δέρματος είναι οριακά μειονοτικά― ωθούνται στην περιφέρεια του κοινωνικού σώματος σε κατάσταση αιώνιας κατωτερότητας. Ο καθένας καθορίζεται από τη φυλή του: οι λευκοί κατέχουν το φυλετικό πλεονέκτημα, οι έγχρωμοι είναι στιγματισμένοι ― και γι’ αυτό, οι πρώτοι καλούνται να μεταμεληθούν, οι δεύτεροι να εξεγερθούν. Τα άλλα χαρακτηριστικά των ανθρώπων ―ο πολιτισμός τους, η μόρφωσή τους, η προσωπική τους αξία― σβήνουν μπροστά στο πρωταρχικό χαρακτηριστικό, στο χρώμα του δέρματος το οποίο επιβαρύνεται με το φορτίο της ιστορίας. Όποιος αρνείται να καθοριστεί από το χρώμα του δέρματος κατηγορείται ως προδότης της φυλής του, ως συνεργάτης των οικουμενιστών.

Οι αντιρατσιστές διεκδικούν έτσι μια μορφή φυλετικού διαχωρισμού: δημιουργούνται συνδικαλιστικές οργανώσεις, ακτιβιστικές ομάδες και λέσχες από τις οποίες αποκλείονται οι «λευκοί». Βάζω εισαγωγικά και στους λευκούς διότι μια εξέταση DNA όλων μας θα έδειχνε ότι είμαστε Ασιάτες και Αφρικανοί κατά ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό. Εν πάση περιπτώσει, η τακτική του φυλετικού διαχωρισμού που κάποτε ονομαζόταν απαρτχάιντ επανεμφανίζεται από την άλλη πλευρά και συνοδεύεται από τη συνολική αμφισβήτηση και αποδόμηση του δυτικού πολιτισμού.

Δίνεται έμφαση στα εγκλήματά του, όχι στα επιτεύγματά του: η ιστορία της Δύσης παρουσιάζεται σαν καταραμένη. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι μόνο η ιστορική αλήθεια αλλά και το τι θα αντικαθιστούσε τον δυτικό πολιτισμό που υποτίθεται ότι πρέπει να γκρεμιστεί. Το αντιρατσιστικό κίνημα δεν ζητεί μεταρρυθμίσεις· ζητεί την εφαρμογή μιας καινούργιας κοινωνικής μηχανικής με ψυχολογική αναμόρφωση των λευκών (οι οποίοι «πρέπει να βγάλουν τον σκασμό») και βαθιές εκκαθαρίσεις με ορίζοντα έναν «πολυπολιτισμό» από τον οποίο θα λείπει ολοκληρωτικά η εγκληματική Δύση.

Μερικοί υποτιμούν το εν λόγω φαινόμενο αποδίδοντάς το στις εκκεντρικότητες των αμερικανικών πανεπιστημίων. Αλλά πρόκειται για κάτι ευρύτερο: η ιδεολογία που αναδεικνύει σε καθοριστικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου το χρώμα του δέρματος είναι ηγεμονική όχι μόνο στα πανεπιστήμια, αλλά και στα ΜΜΕ, στη μουσική, στην παιδαγωγική, στον αθλητισμό, στη βιομηχανία του θεάματος, στις επιχειρήσεις όπου τα τμήματα ανθρωπίνων πόρων προωθούν θετικές διακρίσεις πασχίζοντας να μην κατηγορηθούν για ρατσισμό. Ενώ κοιτούσαμε αλλού, η αντιρατσιστική ιδεολογία εξελίχθηκε σε ρατσιστική.

Ένα ακόμα πρόβλημα αυτού του αντιρατσιστικού κινήματος είναι, όπως έχει γραφτεί πολλές φορές, η παρουσίαση των ατόμων ως θύματα. Αν και οι πρόγονοί τους ήταν θύματα ―με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλοι οι πρόγονοί μας ήταν θύματα κάποιων― η ιδιότητα του θύματος ίσως δεν θα έπρεπε να εκλαμβάνεται ως κληρονομική. Η προπαγάνδα περί θυμάτων προκαλεί αίσθημα αδικίας αναδρομικά και καταλήγει σε κοινωνικό μίσος ακόμη και χωρίς προκλήσεις στο παρόν: με λίγα λόγια, οι άνθρωποι γεννιούνται και μεγαλώνουν με την πικρία ενός παρελθόντος που όλο και απομακρύνεται χρονικά, αλλά παραμένει ζωντανό και οδυνηρό μέσω της προπαγάνδας.

Στο μίσος εναντίον των λευκών προστίθεται το μίσος εναντίον της πατριαρχίας μολονότι στους κόλπους των έγχρωμων μειονοτήτων οι πατριαρχιακές αντιλήψεις είναι εντονότερες απ’ ό,τι στην ευρύτερη κοινωνία. Για παράδειγμα, το αντιρατσιστικό κίνημα, με την αντιπατριαρχική, φεμινιστική του συνιστώσα, δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για τη θέση των γυναικών στις ισλαμικές κοινότητες: η συγκολλητική ουσία είναι η «φυλή» και οι μη λευκές φυλές, όσες δηλαδή δεν προέρχονται από τον ιουδαϊκο-χριστιανικό πολιτισμό, συνενώνονται σε μία που δήθεν αγωνίζεται για την ταυτότητά της. Μπροστά σ’ αυτή τη συνένωση, οι λευκοί δεν υπερτερούν δημογραφικά, πράγμα που τους τρομάζει δεδομένου ότι στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ εκτυλίσσεται η πολιτιστική σύγκρουση που εκτυλίσσεται. Τα αποτελέσματα αυτού του φόβου ίσως είναι καταστροφικά για την κοινωνική συνοχή και τη συμφιλίωση.

Στην πραγματικότητα, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες μοιάζουν από δημογραφική και πολιτισμική άποψη όλο και περισσότερο με τις βορειαμερικανικές. Το παράδοξο εδώ είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξάγουν στην Ευρώπη αντιρατιστικό κίνημα ―look who’s talking!― μαζί με τον συνήθη αμερικανικό αυταρχισμό και την ιδεολογική ορθοδοξία που διέπει πολλές όψεις της αμερικανικής ζωής. Έτσι, παραλλήλως με τη συγκρότηση μειονοτήτων που βρίσκουν κοινά γνωρίσματα τα οποία τους ξεχωρίζουν από τους λευκούς, γίνεται αναθεώρηση της ιστορίας: στην αναθεωρημένη ιστορική αφήγηση, οι έγχρωμοι λαοί είναι απολύτως αθώοι, είτε διότι εκλαμβάνονται ως νήπια, είτε διότι εκλαμβάνονται ως άγιοι και μάρτυρες. Αν επεκτείνουμε αυτή τη λογική στους πληθυσμούς των μεταναστών στις δυτικές χώρες, έχουν πάντοτε δίκιο και είναι πάντοτε θύματα. 

Ο πειρασμός του ολοκληρωτισμού είναι σταθερός στο πέρασμα του χρόνου: σήμερα παίρνει τη μορφή του μετασχηματισμού της κοινωνίας σε στρατόπεδο αναμόρφωσης με σύνθημα την «εκστρατεία ευαισθητοποίησης». Πρόκειται για εκστρατεία κοινωνικού κατακερματισμού που βασίζεται στην αρχή της εθνοτικής και φυλετικής μη διαπερατότητας: «ανήκεις» σε μια ομάδα από την οποία δεν σου επιτρέπεται να βγεις. Αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει με το φύλο στο οποίο επιτρέπεται η ρευστότητα μιας και θεωρείται «κοινωνική κατασκευή», η φυλετική ταυτότητα φαίνεται αμετακίνητη και αδιαπέραστη.

Όπως έχω γράψει πολλές φορές, η εποχή όπου στις ΗΠΑ γεννιούνταν ενδιαφέρουσες ιδέες έχει παρέλθει: σήμερα ο νοητικός και ιδεολογικός εξαμερικανισμός είναι τοξικός. Περιλαμβάνει την προαιώνια αμερικανική ηθικολογία, τον πουριτανισμό και την ψευδοεπιστήμη στην οποία είναι επιρρεπείς οι Αμερικανοί. Εξαιτίας της μεγάλης δύναμης της ακροδεξιάς στις ΗΠΑ, η αριστερά έχει εξτρεμιστικές τάσεις σε μια διαλεκτική παρόμοιας απλοϊκότητας που περνιέται για περισπούδαστη ανάλυση ―«η ετεροφυλοφιλία και η λευκότητα είναι όργανα της καπιταλιστικής οικονομίας»― και η οποία καταλήγει και πάλι στην ψευδοεπιστήμη: στα περισσότερα αμερικανικά πανεπιστήμια η διδακτική των κοινωνικών επιστημών βασίζεται στη φεμινιστική, ομοφυλοφιλική, πολυπολιτισμική και οικολογική κριτική. Έτσι, φτάνουμε, πέρα από τον κοινωνικό διαχωρισμό και τον εμφύλιο χαμηλής έντασης, στις γνωστές εκκαθαρίσεις της cancel culture από τις οποίες δεν γλιτώνει ο Λούκυ Λουκ και ο Αστερίξ.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ