Πολιτικη & Οικονομια

Στις πλατείες η κυβέρνηση αναστενάζει

Οι τελευταίες εβδομάδες δείχνουν ότι στο κυβερνητικό επιτελείο τα έχουν εναποθέσει όλα στα εμβόλια και στο καλοκαίρι για να επιστρέψουμε στην κανονικότητα

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κορωνοπάρτι - Πλατεία Βαρνάβα
Αστυνομία στην πλ. Βαράβα στο Παγκράτι για την αποφυγή κωρονοπάρτι © EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ

Σχόλιο για τις συγκεντρώσεις στις πλατείες παρά τις απαγορεύσεις λόγω κορωνοϊού, το άνοιγμα της κοινωνίας από την κυβέρνηση & τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης

Το ότι, πάνω που φάγαμε τον γάιδαρο, δεν αντέχουμε στην ουρά είναι δεδομένο. Το ερώτημα είναι ποιος δεν αντέχει περισσότερο: η κυβέρνηση ή εμείς; Διότι οι συγκεντρώσεις στις πλατείες είναι ένα πράγμα, η αντίδραση της κυβέρνησης ωστόσο είναι κάτι το πολύ διαφορετικό και ενδεχομένως πολύ πιο σοβαρό.

Στις πλατείες, βλέπετε, κάνουμε αυτό που κάναμε πάντα. Το ατομικό υπερισχύει του κοινωνικού κι όσο απουσιάζει η καταστολή ή ο φόβος των επιπτώσεων τόσο θα συνεχίζουμε. Οι εκκλήσεις της κ. Πελώνη χρησιμεύουν μόνο για σκωπτικά λογοπαίγνια μεταξύ των συμμετεχόντων στα υπαίθρια συμπόσια. Το ότι οι συμπεριφορές αυτές τελικά είναι και αυτοκαταστροφικές ας μη μας προκαλεί απορία. Μια συζήτηση με έναν παιδοψυχολόγο για το πείραμα με τα ζαχαρωτά και την αυτοσυγκράτηση, θα μας δώσει όλες τις απαντήσεις.

Η κυβέρνηση όμως; Πότε αποφάσισε ότι η τήρηση των υγειονομικών διατάξεων επαφίεται στην «κοινωνική ευθύνη» των πολιτών; Με ποια κριτήρια διαλύει ορισμένες συγκεντρώσεις και κάνει τα στραβά μάτια σε άλλες; Για ποιους πολίτες ισχύει η απαγόρευση κυκλοφορίας στις 9 και για ποιους όχι; Για να μην πούμε για τις δηλώσεις υπουργών, οι οποίες το μόνο που κάνουν είναι να κλείνουν το μάτι σε όλες αυτές τις συμπεριφορές, επαναλαμβάνοντας διαρκώς το «όπου να ‘ναι ανοίγουμε» και «λίγο ακόμα» την ώρα που η πανδημία εξακολουθεί να θερίζει.

Δικαιολογίες μπορούμε να σκεφτούμε όσες θέλουμε. Πράγματι υπάρχουν πολλοί που έχουν φτάσει στα όρια της αντοχής τους όχι μόνο ή όχι τόσο ψυχολογικά, όσο οικονομικά. Η πίεση να ανοίξει η οικονομία είναι τεράστια. Το ίδιο, φυσικά, ισχύει για την εκπαίδευση στα σχολεία αλλά και στα πανεπιστήμια. Πολλοί πρωτοετείς δεν έχουν πατήσει ακόμα στα πανεπιστήμια – για να μην μιλήσουμε για το πώς γίνονται οι «εξετάσεις». Κι υπάρχει κι η αντιπολίτευση που έχει δώσει ρέστα ανευθυνότητας. Όχι μόνο με τις καθημερινές, στην κυριολεξία, διαδηλώσεις αλλά και με το να κλείνει το μάτι σε κάθε εκδήλωση «ανυποταξίας» από οπουδήποτε και αν προέρχονται. Έχει καταφέρει μάλιστα να είναι ταυτόχρονα κατά του ανοίγματος αλλά και υπέρ. Μόλις πριν από δύο εβδομάδες ήταν «παράλογο» να συζητάμε άνοιγμα με «4.500 κρούσματα και 70 νεκρούς», σήμερα ωστόσο πρέπει να ανοίξει η εστίαση «ελεγχόμενα και με πρωτόκολλα».

Όμως ούτε η αντιπολίτευση ούτε όσοι συγκεντρώνονται στις πλατείες κυβερνούν. Την ευθύνη την έχει η κυβέρνηση. Αυτό είναι και το μεγάλο της πλεονέκτημα: όσο πείθει τους πολίτες ότι έχει τον έλεγχο, τόσο διατηρεί την νομιμοποίησή της. Όταν όμως απεκδύεται των ευθυνών της, τότε το σήμα που στέλνει είναι ακριβώς το αντίθετο. Φοβάται το πολιτικό κόστος και γι’ αυτό δεν κυβερνά. Πιο διαλυτική αίσθηση για μια κοινωνία δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει και μεγαλύτερο τεκμήριο αποτυχίας.

Είναι φανερό ότι στο ζήτημα της επιδημίας η κυβέρνηση δυσκολεύεται να βρει τον βηματισμό της. Μοιάζει να έχει μπει στο στάδιο που τρέμει κάθε κυβέρνηση, όποια επιλογή κι αν κάνει να κρίνεται αρνητικά. Όταν παίρνει μέτρα για το άνοιγμα της κοινωνίας, κατηγορείται ότι το κάνει βιαστικά και χωρίς τις προϋποθέσεις ασφαλείας. Κι όταν παίρνει μέτρα για τον περιορισμό της πανδημίας, κατηγορείται ότι πνίγει την οικονομία, λειτουργεί αυταρχικά και ενοχοποιεί τους πολίτες. Μονά ζυγά χαμένη. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε τόσο πρέπει να βγει ο ίδιος ο πρωθυπουργός να μαζέψει τα πράγματα και να δώσει μια αίσθηση κατεύθυνσης και ελέγχου. Αλλά βέβαια όσο πιο συχνά βγαίνει, τόσο περιορίζεται και η απήχηση των παρεμβάσεών του.

Αυτό εν μέρει αποτελεί και «επιτυχία» της αντιπολίτευσης. Η τακτική της γενικευμένης αμφισβήτησης, ακόμα και όταν δεν πείθει, δημιουργεί ένα κλίμα καχυποψίας που υπονομεύει την εμπιστοσύνη στις κυβερνητικές πολιτικές. Για τον μέσο οπαδό του ΣΥΡΙΖΑ αυτή την εποχή έχουμε μια κυβέρνηση βουτηγμένη στα σκάνδαλα η οποία στήνει ένα αστυνομικό κράτος, δέρνει τους πολίτες, εξαγοράζει τα μέσα ενημέρωσης, εκβιάζει τους επιστήμονες για το covid, στήνει διαγωνισμούς για τις προμήθειες, χαρίζεται στη διαπλοκή και στους ισχυρούς, διαλύει το κοινωνικό κράτος και καταστρέφει τους πολιτισμικούς θησαυρούς – μέχρι και την Ακρόπολη τσιμέντωσε. Τελευταίο εφεύρημα στη φαρέτρα της το υποτιθέμενο φλερτ Μητσοτάκη με τους χουντικούς. Και να θέλει κανείς να συμφωνήσει με μέρος της κριτικής, αυτή η γενικευμένη απαξίωση αποτελεί κανονική επανάληψη της τακτικής του 2011 που οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα της καταστροφής.

Αυτή την αντιπολίτευση έχουμε όμως, με αυτή θα πορευτούμε, για να παραφράσουμε τον ποιητή. Το ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση. Οι τελευταίες εβδομάδες δείχνουν ότι στο κυβερνητικό επιτελείο τα έχουν εναποθέσει όλα στα εμβόλια και στο καλοκαίρι για να επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Ως τότε απλώς προσπαθούν να περάσει ο χρόνος όσο πιο ανώδυνα γίνεται και με το μικρότερο δυνατό πολιτικό κόστος. Αν αυτό σημαίνει μερικές παραπάνω συγκεντρώσεις στις πλατείες, ας είναι. Τα δισεκατομμύρια του ταμείου ανάκαμψης ελπίζουν ότι θα αλλάξουν ολοκληρωτικά το κλίμα και οι αστοχίες θα ξεχαστούν. Μπορεί και όλοι ελπίζουμε ότι θα είναι έτσι. Όπως μπορεί, όμως, και να βρεθούμε μπροστά σε καινούργιες εκπλήξεις. Σε όλο τον κόσμο επικρατούν συνθήκες αβεβαιότητας και ειδικά στην Ευρώπη –έρχονται κρίσιμες εκλογές στη Γερμανία και την Γαλλία– που μπορεί να οδηγήσουν σε μεγάλες ανατροπές. Μια χώρα με χρέος 200% του ΑΕΠ κινείται πάντα στην κόψη του ξυραφιού. Άλλωστε σπάνια το αύριο ξελασπώνει το σήμερα. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ