Πολιτικη & Οικονομια

1821: Η Λίνα Μενδώνη γράφει στην ATHENS VOICE

Η μέριμνα για την προστασία των αρχαιοτήτων κατά την Επανάσταση του 1821 και την πρώτη περίοδο του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 777
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η Λίνα Μενδώνη, Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού
Η Λίνα Μενδώνη, Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού

Η Λίνα Μενδώνη, Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, γράφει στην ATHENS VOICE με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821

Η ωρίμανση του ελληνικού εθνικού κινήματος, που οδήγησε στην αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού και τη δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, θεμελιώθηκε στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των υπόδουλων Ελλήνων, η οποία συντελέστηκε σταδιακά. Καίρια συμβολή στην καλλιέργεια της κοινής εθνικής τους ταυτότητας είχε η εμπέδωση της χωροχρονικής και πολιτισμικής συνέχειας με την αρχαία Ελλάδα. Φυσικά τεκμήρια και εννοιολογικά σύμβολά της αποτελούσαν η γλώσσα και τα διάσπαρτα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος. Αυτά που θαύμαζαν οι αρχαιολάτρες Ευρωπαίοι, οι οποίοι επισκεπτόμενοι την Ελλάδα αντιμετώπιζαν τους υπόδουλους απογόνους των αρχαίων ως άξεστους και απαίδευτους, προτού συγκινηθούν από τον αγώνα τους για πολιτισμική και πολιτική παλιγγενεσία και αυτοδιάθεση.

Οι αρχαιότητες απέκτησαν προοδευτικά σημαίνουσα θέση στη συλλογική ταυτότητα και στο πατριωτικό αφήγημα των Ελλήνων. Αρχικά η στάση τους ήταν αμφίθυμη. Τα αρχαία ερείπια αποτελούσαν παραδοσιακά πηγή έτοιμου οικοδομικού υλικού. Ωστόσο, τα λείψανα της αρχαιότητας αντιμετωπίζονταν γενικά με σεβασμό, όσο και κάποια ενστικτώδη δεισιδαιμονία, που συνέδεε το βανδαλισμό και την καταστροφή τους με κακοτυχία. Η φτώχεια και η ανέχεια, πάλι, γεννούσαν πάντα κάποιους συνεργούς στη φυγάδευσή τους έναντι αμοιβής. Πλησιάζοντας στην εθνεγερσία και υπό την παιδευτική επίδραση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, συνειδητοποιήθηκε η ιστορική και συμβολική αξία των αρχαιοτήτων ως μνημείων και εθνικών κειμηλίων. Η επαναστατική διεργασία λειτούργησε καταλυτικά στην ιδέα μιας συλλογικής εθνικής κληρονομιάς και στην ανάγκη προστασίας της.

Οι νέες αντιλήψεις εκφράζονται συνειδητά με επίσημο, αλλά και με αυθόρμητο τόνο. Το 1814 συγκροτείται η Φιλόμουσος Εταιρεία με σκοπό την ίδρυση σχολείων και τη διαφύλαξη των μνημείων. Οι αντιδράσεις στη λαφυραγώγηση και φυγάδευση αρχαιοτήτων εντείνονται, και το 1815 ο Αθανάσιος Ψαλίδας –χαρακτηρίζοντας όσους επιδίδονται σε αυτή τυμβωρύχους και ιερόσυλους– προειδοποιεί ότι οι Έλληνες θα διεκδικήσουν στο μέλλον τα αρχαία τους. Στην πολιορκία της Ακρόπολης, το 1821-1822, ο Κωλέττης ζητά από το πυροβολικό να προσέχει τα μνημεία, ενώ η παράδοση θέλει οι Έλληνες να προσφέρουν στους Τούρκους μολύβι για τα βόλια τους, προκειμένου να μην το αφαιρέσουν από τους συνδέσμους των κιόνων. Ο Μακρυγιάννης, γνήσιος εκφραστής του λαϊκού συναισθήματος, απευθύνει σε στρατιώτες που επιδιώκουν να πουλήσουν αγάλματα σε ξένους την εμβληματική του ρήση: «Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχθείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι' αυτά πολεμήσαμεv».

Οι επίσημες επαναστατικές Αρχές ενσωματώνουν την προστασία των αρχαιοτήτων στα συνταγματικά κείμενα. Το 1822 ο Άρειος Πάγος, διοικητικό όργανο της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ορίζει ότι ο έφορος της Πολιτικής οφείλει «να φροντίζει δια την διαφύλαξιv των αρχαιοτήτων». Στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους, το 1823, ο Κοραής υποδεικνύει ως καθήκον της Διοίκησης, την «συνάθροισι και φυλακή των λειψάνων της Ελληνικής αρχαιότητος». Το 1825, ο Υπουργός Εσωτερικών Παπαφλέσσας διατάσσει τη συγκέντρωση των αρχαίων στα κατά τόπους σχολεία και ο Μαυροκορδάτος διακηρύσσει τα «ιερώτατα και αναμφισβήτητα δικαιώματα» του Έθνους επί των αρχαιοτήτων. Το 1826 η Προσωρινή Διοίκησις ορίζει ότι «όλα τα λείψανα της αρχαιότητος είναι εθνικά» και ότι «η διατήρησις αυτώv είναι αναγκαία». Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, το 1827, απαγορεύει την πώληση και εξαγωγή αρχαιοτήτων, απόφαση που επαναλαμβάνει και η Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους, το 1829.

Αμέσως μετά τη συγκρότησή του επί Καποδίστρια, το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος θέτει την προστασία των αρχαιοτήτων υπό την αρμοδιότητά του και λαμβάνει μέριμνα γι’ αυτές. Το πρώτο Εθνικό Μουσείο ιδρύεται, το 1829, στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας και περιλαμβάνει αρχαιότητες από όλη την Επικράτεια. Το 1834, κατά την Αντιβασιλεία του Όθωνα, θεσπίζεται ο πρώτος αρχαιολογικός νόμος, που θέτει τα θεμέλια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της παλαιότερης του είδους στην Ευρώπη. Οι ιδιώτες διατηρούν ακόμη δικαιώματα επί των μνημείων που ανακαλύπτονται στις ιδιοκτησίες τους και η αρχαιοκαπηλία δεν πατάσσεται αποτελεσματικά. Αυτό θα αλλάξει το 1899 από το νόμο «Περί αρχαιοτήτων». Ωστόσο, ιδρύεται «Κεντρικό Δημόσιο Μουσείο διά τας αρχαιότητας» στη νέα Πρωτεύουσα του Κράτους την Αθήνα, στεγαζόμενο αρχικά στο ναό του Ηφαίστου, το λεγόμενο «Θησείο», όπου μεταφέρονται αρχαιότητες από όλη την Ελλάδα και το Μουσείο της Αίγινας. Το 1866 και μετά από πολλές άγονες προσπάθειες τίθεται ο θεμέλιος λίθος του Κεντρικού Μουσείου, που το 1888 μετονομάζεται σε «Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον».

Το 1836 ιδρύεται η Αρχαιολογική Επιτροπή ως θεσμικό όργανο που συντρέχει επιστημονικά το έργο της Υπηρεσίας, και το 1837, με ιδιωτική πρωτοβουλία, η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, προκειμένου να συνδράμει το Κράτος στη διενέργεια συστηματικών ανασκαφών και αναστηλώσεων. Παράλληλα, αρχίζουν να αναπτύσσουν δράση οι ξένες αρχαιολογικές αποστολές (μετέπειτα Σχολές), που ανταγωνίζονται η μία την άλλη στην αποκάλυψη των πλέον εμβληματικών και υψηλού γοήτρου τόπων και μνημείων της χώρας. Θα χρειαστεί να περάσουν κάποιες δεκαετίες ακόμη, ώσπου η Αρχαιολογική Υπηρεσία αποκτήσει συγκροτημένη δομή, ευρεία, συντονισμένη και αποτελεσματική δράση.

Η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ