Πολιτικη & Οικονομια

Δικαιολογημένη «λογοκρισία»;

Το κόψιμο ενός άρθρου έχει κόστος για την εφημερίδα. Είναι σαν να λέει ότι αντέχω διαφορετικές απόψεις αλλά όχι όλες τις απόψεις

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
newspaper-fire.jpg
© Jeremy Bishop / Unsplash

Σχόλιο για την αντικειμενικότητα των εφημερίδων και τη λογοκρίσια με αφορμή το άρθρο της Έλενας Ακρίτα

Οι εφημερίδες πράγματι δεν είναι σούπερ μάρκετ. Που πάει να πει ότι δεν είναι υποχρεωμένες να δημοσιεύουν όλες τις απόψεις. Οι αναγνώστες, όσοι προβαίνουν στην ενεργητική πράξη της ανάγνωσης, το αποδέχονται. Δεν περιμένουν από τα Παναθηναϊκά Νέα να έχουν αρθρογράφους Ολυμπιακών προτιμήσεων, όπως στον Ριζοσπάστη δεν περιμένουν να διαβάσουν γιατί ο νεοφιλελευθερισμός θα σώσει την εργατική τάξη. Με άλλα λόγια, κάθε εφημερίδα σε μια δημοκρατική κοινωνία έχει τη δική της εκδοτική πολιτική που άρρητα αποδέχονται όσοι την αγοράζουν.

Η πολιτική αυτή διαμορφώνεται από πολλούς παράγοντες. Σε μια κομματική εφημερίδα τα πράγματα είναι απλά, αποφασίζεται από την Κεντρική του Επιτροπή. Σε μια ανεξάρτητη πολιτική εφημερίδα τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Βασική παράμετρος είναι φυσικά το αναγνωστικό κοινό που θέλει να προσεγγίσει. Όταν μιλάμε για τις εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας που διεκδικούν τον ρόλο παροχής αξιόπιστης ενημέρωσης, ένα πρώτο στοιχείο είναι το καθήκον αλήθειας. Ανεξάρτητα των πολιτικών τους προτιμήσεων, αυτοί οι αναγνώστες περιμένουν μια αντικειμενική παρουσίαση των γεγονότων. Ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι ποτέ απόλυτα εφικτό. Από ένα «συστημικό» μέσο ενημέρωσης ωστόσο, περιμένουμε ότι δεν θα περιέχει ψευδή στοιχεία ή ότι δεν θα τα παρουσιάζει με τρόπο που να επιχειρεί να παραπλανήσει τους αναγνώστες του. Πρόκειται βέβαια για μια καθημερινή μάχη από την οποία όλοι κρίνονται.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο κάθε μέσο ενημέρωσης θα πρέπει να εκφράσει τις πολιτικές απόψεις των αναγνωστών του. Να δει δηλαδή τις πολιτικές εξελίξεις από τη δική τους σκοπιά. Στο μέτρο που θέλει να προσεγγίσει ωστόσο ένα ευρύτερο κοινό, πέρα έναν στενά κομματικό πυρήνα, αυτή η σκοπιά δεν είναι δεδομένη ούτε μπορεί εύκολα να προσδιοριστεί, ενώ μπορεί να αλλάζει και μέσα στον χρόνο. Έρχονται φορές μάλιστα που μπορεί να συγκρούεται με το πρωταρχικό καθήκον της αλήθειας. Μια λύση γι’ αυτά τα προβλήματα είναι η υιοθέτηση ενός πλουραλισμού στις στήλες της. Μπορεί να υπάρχει μια γενική πολιτική γραμμή μέσα από την οποία προσεγγίζει τα πράγματα, ταυτόχρονα όμως μέσα από ένα δίκτυο συνεργατών, φιλοξενεί διαφορετικές απόψεις, συχνά επικριτικές στην κεντρική της γραμμή. Το εύρος αυτού του πλουραλισμού είναι βασικό στοιχείο της εκδοτικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα μαζί με την σοβαρότητα των ρεπορτάζ, προσδιορίζει πόσο στενά παραταξιακή είναι μια εφημερίδα και σε ποιο βαθμό μπορεί να προσελκύσει και να γίνει αποδεκτή από αναγνώστες διαφορετικών πολιτικών προτιμήσεων ή μεγαλύτερων απαιτήσεων αξιοπιστίας.

Προφανώς σε μια ιδιωτική οικονομία η πλειονότητα των εφημερίδων ανήκει σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Με αυτή την έννοια υπάρχει η τάση να λέμε ότι οι εφημερίδες εκφράζουν τα συμφέροντά τους. Και πάλι ωστόσο υπάρχουν παράγοντες που τους περιορίζουν. Ένας τέτοιος είναι η εκδοτική πολιτική, ιδίως για όσους εκδότες ασχολούνται σοβαρά με τον τύπο και δεν τον θεωρούν απλώς ένα μέσο για την προώθηση των επιχειρηματικών τους συμφερόντων. Ένας δεύτερος είναι η ιστορία, οι εφημερίδες διαμορφώνουν μια συγκεκριμένη ταυτότητα μέσα στον χρόνο που κανείς δεν μπορεί να την αγνοήσει ατιμωρητί. Ένας τρίτος είναι το ανταγωνιστικό περιβάλλον και το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου: συνήθως όσο πιο χαμηλά η πολιτική ζωή τόσο πιο χαμηλά και τα μέσα ενημέρωσης. Και βέβαια ένας τέταρτος είναι η επαγγελματική ευσυνειδησία των ίδιων των δημοσιογράφων. Όπως και στην πολιτική βέβαια, ένας εκδότης μπορεί να διορίσει και τον κηπουρό του στη διεύθυνση μιας εφημερίδας, είναι πολύ αμφίβολο όμως ότι θα μπορεί να του κάνει τη δουλειά. Τουλάχιστον αν θέλει να συνεχίσει να απευθύνεται σε ένα κοινό που παίρνει την ενημέρωσή του στα σοβαρά.

Στην Ελλάδα, για μια σειρά από λόγους, η τάση τα τελευταία χρόνια είναι οι «μεγάλες» εφημερίδες να επιδιώκουν να διευρύνουν την απήχησή τους και μέσα από τους συνεργάτες τους. Η επιλογή των προσώπων που γράφουν αποτελούσε και αποτελεί σημαντικό μέρος της εκδοτικής τους πολιτικής. Ήταν και αυτοί ένα μέρος της άρρητης συμφωνίας με τους αναγνώστες, μια έκφραση αυτοπεποίθησης ότι μπορούν να φιλοξενούν μια ευρεία γκάμα απόψεων, μερικές φορές ακόμα και επικριτικών στην κεντρική τους γραμμή. Στο εξωτερικό, όταν αισθάνονται ότι μερικοί το παρατράβηξαν, συνοδεύουν συνήθως το άρθρο τους με την επισήμανση ότι δεν εκφράζει τη θέση της εφημερίδας. Κι αυτό επειδή κατανοούν ότι το να ασκήσουν «λογοκρισία» μπορεί να έχει μεγαλύτερο κόστος από την δημοσίευση. Είναι σαν η ίδια η εφημερίδα να παραβιάζει ένα οιονεί συμβόλαιο που έχει συνάψει με τους αναγνώστες της.

Φυσικά η λέξη «λογοκρισία» χρησιμοποιείται καταχρηστικά. Στην εποχή των σόσιαλ μίντια, ένα κομμένο άρθρο είναι βέβαιο ότι θα έχει πολύ μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα από αυτή που θα είχε αν δημοσιευόταν κανονικά. Λογοκρισία ή όχι, το βέβαιο είναι ότι το κόψιμο ενός άρθρου έχει κόστος για την εφημερίδα. Είναι σαν να λέει ότι αντέχω διαφορετικές απόψεις αλλά όχι όλες τις απόψεις, είναι στην εκδοτική μου πολιτική ο πλουραλισμός αλλά μέσα σε όρια. Η αλήθεια όμως είναι ότι υπάρχουν όρια. Αν ένας συνεργάτης εκφράσει π.χ. ρατσιστικές ή ναζιστικές απόψεις, το κόστος της δημοσίευσης είναι απαγορευτικό.

Το άρθρο της Έλενας Ακρίτα, γιατί αυτό είναι η αφορμή, δεν είχε τέτοιο πρόβλημα, είχε όμως μια ιδιαιτερότητα. Δεν εξέφραζε απλώς μια διαφορετική άποψη, στην πραγματικότητα αμφισβητούσε τις προθέσεις της ίδιας της εφημερίδας. Την εμφάνιζε να προβάλει το ρεπορτάζ για το σπίτι λειτουργώντας ουσιαστικά για λογαριασμό της ΝΔ, για να κρύψει τη διαχείριση και τους νεκρούς της πανδημίας. Την εξομοίωνε με τον Μητσοτάκη, βάζοντας σε αντιδιαστολή τα δικά του σπίτια, ως η εφημερίδα να έπρεπε να απαντήσει γι’ αυτά. Έχει βέβαια κάθε δικαίωμα να υποστηρίζει αυτή την άποψη, το μόνο ερώτημα ίσως είναι γιατί τότε γράφει σε αυτή την εφημερίδα. Αλλά αυτό είναι δικό της θέμα. Το ερώτημα για την εφημερίδα παραμένει. Δημοσιεύει ή όχι ένα τέτοιο άρθρο; Σαν αναγνώστης λέω χίλιες φορές ναι. Κι ας συνοδευόταν από απάντηση των δημοσιογράφων που έκαναν το ρεπορτάζ. Θα έκανε πολύ μικρότερο θόρυβο και θα προστάτευε πολύ καλύτερα την αξιοπιστία της εφημερίδας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ