Πολιτικη & Οικονομια

Πλεονάσματα και δημοσιονομική πολιτική

Το αξιοπερίεργο είναι πως ενώ η θέση των δανειστών είναι γνωστή, η κυβέρνηση συντηρεί το θέμα

27020-59261.jpg
Γιώργος Προκοπάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
dde09093e6244f668a99c60258182b07.jpg

Ο στόχος της μείωσης των πλεονασμάτων, εάν επιτευχθεί, θα αφορά μόνο το 2022 και θα έχει τη μορφή δημιουργίας δημοσιονομικού χώρου

Ξανά η κουβέντα για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3.5% του ΑΕΠ, στα οποία δεσμεύθηκε ο Τσίπρας. Η μείωση ήταν προεκλογική υπόσχεση της ΝΔ. Μετά τις δηλώσεις εκπροσώπων των εταίρων, το ξέκοψε κατηγορηματικά το EWG την περασμένη Παρασκευή. Όλοι πια ξέρουν πως το νωρίτερο που θα εφαρμοσθεί η μείωση (εάν ποτέ συμφωνηθεί) είναι το οικονομικό έτος 2022 – τελευταίο χρόνο υποχρέωσης υψηλών πλεονασμάτων. Μόνο για ένα χρόνο, λοιπόν, και μετά, για 38 χρόνια το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να είναι 2.2%. Το αξιοπερίεργο είναι πως ενώ η θέση των δανειστών είναι γνωστή –η μόνη παραχώρηση που συζητούν είναι για ενίσχυση επενδυτικών project– η κυβέρνηση συντηρεί το θέμα. Ενώ είναι σαφές πως ακόμη και ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ αναφερόταν σε λογιστική παρέμβαση (με τις επιστροφές κερδών ομολόγων SMP/ANFA) για αύξηση του δημοσιονομικού χώρου, τόσο ο ίδιος όσο και σύσσωμη η κυβέρνηση μιλούν για μείωση πλεονασμάτων. Όταν θα έχουν πρόβλημα με την επικοινωνιακή διαχείριση, θα τους δούμε.

Το βασικό ατού της Ελλάδας σε αυτή τη διαπραγμάτευση υποτίθεται πως είναι η ραγδαία αποκλιμάκωση των αποδόσεων ομολόγων. Ο πρωθυπουργός «επιβεβαίωσε ότι η μεγάλη πτώση στα επιτόκια δανεισμού τόσο στην πρωτογενή όσο και στη δευτερογενή αγορά ομολόγων έχει διαμορφώσει νέες συνθήκες για τη διασφάλιση της εγγύησης εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, συνθήκες οι οποίες δεν υπήρχαν τον Ιούνιο του 2018, όταν ολοκληρώθηκε η σχετική συμφωνία». Ως επιχείρημα, ιδιαίτερα ασθενές! Για τρεις λόγους:

→ Μέχρι τέλους του 2022 το σύνολο των αναγκών αναχρηματοδότησης του χρέους (λήξεις χρεολυσίων) είναι €15 δις (μαζί με τα δάνεια ΔΝΤ τα οποία θα διευθετηθούν χωριστά). Η αντικατάστασή τους με ομόλογα από τις αγορές θα μειώσει το πολύ κατά 10% το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους – σε πρώτη φάση λιγότερο από 3%.

→ Για τη διασφάλιση της εγγύησης εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, ο Τσίπρας έφτιαξε το μαξιλάρι εξόδου. Τι εγγυάται η αλλαγμένη στάση των αγορών που δεν εγγυάται το μαξιλάρι εξόδου; Δεν αλλάζει κάτι με την αντιμετώπισή μας από τις αγορές, πλην της απόδειξης της μη χρησιμότητάς του. Ουδείς ομιλεί για το μαξιλάρι και την τύχη του – ούτε καν για το μέγεθός του και τις επιπτώσεις του.

→ Το 2032 θα επανεξετασθεί το χρέος και η δυναμική του. Μια νέα αναδιάρθρωση είναι βέβαιη – η έκτασή της δεν είναι γνωστή. Το 2032 θα έχουμε το χρέος που ξέρουμε από το καλοκαίρι του 2018, συν τους τόκους €14 δις της περιόδου χάριτος που θα έληγε το 2022, συν άλλα €22 δις (τουλάχιστον) των τόκων μέχρι το 2032 της περιόδου χάριτος που παρατάθηκε για μια δεκαετία. Οι επιδόσεις της Ελλάδας μέχρι το 2032 επηρεάζουν κυρίως την έκταση της μελλοντικής αναδιάρθρωσης χρέους – δεν συνδέονται με τη βιωσιμότητα του χρέους καθαυτή, γιατί το χρέος δεν είναι βιώσιμο χωρίς τη νέα παρέμβαση του 2032. Ας προσθέσουμε πως σήμερα είναι εντελώς αβέβαιο πόσο θα αποτιμάται το δεκαετές ομόλογο από το 2022 και μετά – η αναδιάρθρωση θα είναι πριν τη λήξη πιθανής έκδοσης.

Δηλαδή, το επιχείρημα της πανηγυρικής υποδοχής της νέας κυβέρνησης από τις αγορές, μικρή μόνο σχέση έχει με την υποτιθέμενη συναντίληψη της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών για το χρέος, την εξυπηρέτησή του και τη δυναμική του. Εάν η ελληνική κυβέρνηση όντως πιστεύει πως η κατάσταση έχει αλλάξει τόσο ώστε να επιβάλλεται αναπροσαρμογή της σχέσης με τους δανειστές, το πρώτο που έχει να κάνει είναι να «ξαναδεί το μαξιλάρι». Εάν αυτό δεν χρειάζεται ως ασφαλιστήριο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για (α) μείωση χρέους, (β) διευκόλυνση συμμετοχής στην ποσοτική χαλάρωση, (γ) αναβάθμιση υπηρεσιών των φορέων της γενικής κυβέρνησης, (δ) παροχή ρευστότητας στην οικονομία. Όλα αυτά μαζί, όχι εναλλακτικά. Δηλαδή, όλες οι αναπτυξιακές ανάγκες ικανοποιούνται άμεσα. Πλην όμως, ο πρωθυπουργός δεν αναφέρθηκε ούτε καν ακροθιγώς στο μαξιλάρι.

Η όλη συζήτηση για τη μείωση πλεονασμάτων αφορά ένα ζήτημα το οποίο από μόνο του (ας πούμε χωρίς την άμεση ανάγκη ενίσχυσης μιας εκρηκτικής αναπτυξιακής διαδικασίας) ελάχιστα αφορά τους δανειστές. Αυτό που απαιτείται, πέραν της δημοσιονομικής πειθαρχίας, για μια ενδεχόμενη αναπροσαρμογή των συμπεφωνημένων είναι η αξιόπιστη εφαρμογή πολιτικού προγράμματος το οποίο θα έχει σημαντική επίπτωση στη δυναμική του χρέους μέχρι το 2032. Τέτοιο πρόγραμμα δεν υπάρχει, είναι αμφίβολο κατά πόσον είναι στην ατζέντα της κυβέρνησης και, άρα, εάν θα υπάρξει τα επόμενα λίγα χρόνια.

Γίνεται συζήτηση για ένα στόχο ο οποίος, εάν επιτευχθεί, θα αφορά ένα και μόνο χρόνο, το 2022, και είναι σαφές πως δεν θα έχει τη μορφή της ονομαστικής μείωσης πλεονασμάτων, αλλά της δημιουργίας κάποιου δημοσιονομικού χώρου. Η κυβέρνηση φαίνεται δέσμια μιας προεκλογικής εξαγγελίας και συντηρεί η ίδια το θέμα, παρά το ότι είναι εντελώς καθαρό πως η ενδεχόμενη θετική κατάληξη δεν θα έχει σχέση με την προεκλογική εξαγγελία. Να παρατηρήσουμε πως ενώ ο αρμόδιος ΥΠΟΙΚ σε συνεντεύξεις του μιλάει για την ανάσα που θα δώσει σε αναπτυξιακά project η εγγραφή στον προϋπολογισμό των επιστροφών κερδών ομολόγων SMP/ANFA, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε φοροελαφρύνσεις «οι οποίες είναι αναπτυξιακό μέτρο». Το EWG ήταν σαφές: το συζητάει για επιλεγμένα αναπτυξιακά project. Με το ζόρι επιζητείται το θρίλερ στα Eurogroup, με σθεναρή στάση απέναντι στους δανειστές!

Η εκτίμησή μας είναι πως μόνο μια συνεπής και συνεκτική πολιτική πρόταση, η οποία θα αντιμετωπίζει τα μεγάλα ζητήματα του μαξιλαριού, της ανάπτυξης, της συμμετοχής στην ποσοτική χαλάρωση και της δυναμικής του χρέους το 2032, μπορεί να είναι βάση για διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Για αποσπασματικές πολιτικές, θα έχουμε επικοινωνιακά θρίλερ για να διασκεδάζουμε την αργή και βασανιστική πρόοδο, την οποία ενδέχεται να έχουμε.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ