Πολιτικη & Οικονομια

Νέα Υόρκη 2019

Η Νέα Υόρκη άλλαξε και ταυτοχρόνως έγινε μουσείο· μουσείο του καπιταλισμού

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 709
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
ljlklj.jpg

Η Νέα Υόρκη παρουσιάζει ενδιαφέρον επειδή καθρεφτίζει την εξέλιξη του αμερικανικού καπιταλισμού.

Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αμερικανική μεγαλούπολη, η Νέα Υόρκη παρουσιάζει ενδιαφέρον –ακόμα και για ανθρώπους που δεν την έχουν ζήσει– επειδή καθρεφτίζει την εξέλιξη του αμερικανικού καπιταλισμού· το τι μπορεί να συμβεί σε μια κοινότητα –πόλη ή κοινωνία– όταν το μοναδικό κριτήριο και μέτρο της ανάπτυξης είναι το κέρδος.

Η πόλη πέρασε πολλές περιπέτειες: το 1975 χρεοκόπησε· τη διέσωσε, κουτσά-στραβά, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Έκτοτε, οι μεγαλύτεροι από μας έχουμε γίνει μάρτυρες κύκλων ακμής και κρίσης οι οποίοι σχετίζονταν με τη χάρτινη οικονομία και με την κερδοσκοπία της γης, με την αγορά των ακινήτων που κατέκτησε τη Νέα Υόρκη προτού κατακτήσει ολόκληρη τη χώρα. Έχω ξαναγράψει για το πώς η Νέα Υόρκη μεταμορφώθηκε σε αποικία του διεθνούς τζετ-σετ που χρησιμοποιεί τα ρετιρέ των ουρανοξυστών σαν pied-à-terre ενώ λείπει σε επαγγελματικά ταξίδια και σε εξωτικές διακοπές. Αυτός ο πληθυσμός αυξάνεται διαρκώς αφαιρώντας της την ιδιοσυγκρασία, την πολυπλοκότητα, την ταξική ποικιλομορφία· προπάντων αφαιρώντας τις ευκαιρίες που χαρακτήριζαν τη Νέα Υόρκη. If you can make it here you can make it everywhere. 

Ιδιαίτερα το Μανχάταν μοιάζει πλέον με μια τεράστια gated community: στην Άνω Ανατολική Πλευρά βλέπω κυρίες με καροτσάκια με τα οποία πάνε βόλτα τα τσιουάουα, ή τα οδηγούν στο μάθημα της σκυλογιόγκα. Οι εργολάβοι και οι μεσίτες αποκαλούν αναίσχυντα μια καινούργια συστάδα ουρανοξυστών στην 57η οδό «Σειρά των Δισεκατομμυριούχων»· και οι εξωφρενικές υπηρεσίες για τους δισεκατομμυριούχους μαζί με τα αντίστοιχα επαγγέλματα (σχεδιαστής γάμων, στολιστής χριστουγεννιάτικου δέντρου, personal-shopper και τα τοιαύτα) πολλαπλασιάζονται. Υπάρχει κάτι αισχρό σ’ αυτόν τον νεοπλουτισμό που δίνει την εντύπωση της αριστοκρατίας: το ταξικό σύστημα, αν και δεν προσήκει στις θεμελιώδεις αμερικανικές αρχές, είναι πιο θεαματικό από ποτέ. 

Κάτι παρόμοιο συνέβη στο Σαν Φρανσίσκο και στη Βοστόνη με τους μεγαλοεπιχειρηματίες της υψηλής τεχνολογίας. Οι πόλεις αυτές ήταν δίκτυα από φυλετικούς και εθνοτικούς θύλακες· τώρα εξελίσσονται σε «Σειρές των Δισεκατομμυριούχων». Πού πήγαν τα μαγαζάκια, τα υπόγεια καπηλειά, τα εβραϊκά αλλαντοπωλεία, τα παγωτατζίδικα της γειτονιάς; Στη θέση τους ανεγέρθηκαν εμπορικά κέντρα, όλα ίδια μεταξύ τους· με τις ίδιες μάρκες, με τα ίδια προϊόντα, με την ίδια μουσική υπόκρουση. Στην Ουάσιγκτον, επιστρατεύτηκε ένας στρατός από γερανούς για να κάνει ανακαινίσεις: η πρωτεύουσα αστράφτει και ταυτοχρόνως μοιάζει με μαυσωλείο.

Στη Νέα Υόρκη, η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, μεγάλο μέρος της οποίας σχετίζεται με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και όπλων, είχε ευνοϊκά αποτελέσματα. Αλλά έγινε πρόσχημα για να καταστραφούν οι γειτονιές· τα μικρά εμπορικά καταστήματα, οι δρόμοι μεικτής χρήσης, η αυθεντικότητα που έκανε τη Νέα Υόρκη μοναδική. Τα συγκροτήματα πολυτελών κατοικιών που φρουρούνται μέρα-νύχτα –εφόσον οι ένοικοι έχουν τόσα πολλά να χάσουν– υπάρχουν σε όλες τις μεγαλουπόλεις· στο Τόκιο, στο Χονγκ-Κονγκ. Είναι ένδειξη ομοιογενοποίησης· πολιτιστικής μπουλντόζας.

Είναι δύσκολο να νοσταλγήσεις τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1970 και του 1980: δέκα φόνοι την ημέρα, κάδοι γεμάτοι εγκαταλελειμμένα σκουπίδια, κατσαρίδες (θυμάμαι ακόμα το παρατεταμένο τσικ κάτω από τα παπούτσια), καμένα κτήρια, σύριγγες στα πεζοδρόμια – αποβιομηχανοποίηση, κρίση στέγασης, επιδημία του κρακ, διαφθορά στην αστυνομία, υποδομές υπό κατάρρευση. Η σημερινή Νέα Υόρκη είναι πλουσιότερη, υγιέστερη, καθαρότερη· δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Ήδη από την εποχή του Ντέιβιντ Ντίκινς, η διαφθορά στην αστυνομία άρχισε να περιορίζεται και η δημαρχία άρχισε να δείχνει περισσότερη σύνεση. Στη συνέχεια βοήθησαν οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες –το κρακ και το Έιτζ έχουν σχεδόν εκλείψει– και μέσα σε τριάντα χρόνια η Νέα Υόρκη έγινε η βιτρίνα του αμερικανικού καπιταλισμού. Ποιο είναι λοιπόν το πρόβλημα; 

soti2.jpg

Το πρόβλημα είναι οι «ανισότητες»: οι αισχρές ανισότητες. Αν και οι πολύ φτωχοί είτε έφυγαν από τη Νέα Υόρκη, είτε πέθαναν, είτε μπήκαν στη φυλακή, το άκρως προβληματικό σύστημα ιατρικής περίθαλψης φτωχαίνει όλο και περισσότερους ανθρώπους: όποιος δεν είναι ασφαλισμένος (πληρώνοντας τουλάχιστον 1.000 δολάρια μηνιαίως), αρρωσταίνει και πεθαίνει ή συσσωρεύει απλήρωτους λογαριασμούς σε γιατρούς και νοσοκομεία. Οι φτωχοί που περιβάλλουν τους υπερπλούσιους κάνοντάς τους όλα τα χατίρια με την προσδοκία να στάξουν λίγα δολάρια προς τα κάτω, δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τη Νέα Υόρκη σαν το σπίτι τους. Η ζωή τους είναι πιο επισφαλής από ποτέ διότι τα ενοίκια είναι ακριβότερα από ποτέ και τα ιατρικά έξοδα αντιστοιχούν σε οικονομική δυνατότητα που τους υπερβαίνει. Αν θέλεις να σε δει γιατρός πρέπει να προσποιηθείς ότι πεθαίνεις και να τρέξεις στα επείγοντα. Και να υποστείς την καχυποψία και όλα όσα θα ακολουθήσουν μετά τις υπηρεσίες Πρώτων Βοηθειών. Οι «δεύτερες βοήθειες» δεν είναι δωρεάν. Αυτή η έλλειψη δημόσιας περίθαλψης συμβάλλει στην κατάχρηση των οπιοειδών· πολλοί ασθενείς χωρίς ιατρική φροντίδα μπουκώνονται φτηνές αναλγητικές ουσίες. Κανείς δεν αργεί να γίνει τζάνκι.

Πράγματι, στη Νέα Υόρκη, οι άνθρωποι φαίνονται πιο ηρωικοί και πιο επινοητικοί απ’ ό,τι αλλού: είναι τέτοιο το ρεύμα της ζωής που δεν επιβραδύνεται από αρρώστιες και εθισμούς. Εξάλλου, η Big Pharma έχει προνοήσει· οποιοσδήποτε μπορεί να προμηθευτεί το φτηνό σκεύασμα Νaloxone το οποίο υποτίθεται ότι κάνει θαύματα σε περίπτωση υπερβολικής δόσης. Έτσι, παρά τις κακουχίες, οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης δουλεύουν όλο και περισσότερο –η ζωή, όχι μόνο στο Μανχάταν και στις περισσότερες γειτονιές του Μπρούκλιν, του Μπρονξ και του Κουίνς–, είναι τόσο ακριβή ώστε το οκτάωρο δεν αρκεί. Το ετήσιο μέσο εισόδημα για μια τετραμελή οικογένεια είναι $47,634: σας διαβεβαιώ ότι αντιστοιχεί σε φτωχή και ανθυγιεινή διαβίωση, χωρίς καλή διατροφή, χωρίς καλά σχολεία, χωρίς αξιοπρεπή στέγαση. Κι όμως, όταν η Νέα Υόρκη ήταν ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη στον κόσμο, όσοι δεν ήταν μπλεγμένοι με ναρκωτικά και παρανομίες ζούσαν καλύτερα. Μπορούσαμε να νοικιάσουμε ένα διαμέρισμα, να επισκεφτούμε ένα γιατρό και να πάμε σε μια συναυλία. (Τον περασμένο Μάρτιο τα εισιτήρια για τους Fleetwood Mac στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν άρχιζαν από 130 δολάρια και έφταναν στα 2.500. Οι μεγιστάνες ροκάρουν αλύπητα).

Οι μεγαλοϊδιοκτήτες της γης έχουν αλλοιώσει τον χαρακτήρα της Νέας Υόρκης και οι τιμές της γης έχουν δημιουργήσει ένα στρώμα εισοδηματιών που κληρονόμησαν ένα διαμερισματάκι σε μέγεθος ντουλάπας, πλην όμως σε trendy συνοικία. (Στην πραγματικότητα, όλες οι συνοικίες είναι πια trendy). Mερικοί αγοράζουν σπίτια ως asset (τα οποία κρατούν κλειστά: το φαινόμενο παρατηρείται και στο Λονδίνο) ενώ άλλοι προσπαθούν να βρουν τρόπο να αποδράσουν· να μετακομίσουν στην ενδοχώρα όπου τα ενοίκια είναι φτηνότερα. 

Έγιναν προσπάθειες να συγκρατηθούν τα ενοίκια. Αλλά σε μια αγορά όπου επικρατεί εξαλλοσύνη –πυρετώδης οικοδόμηση και εξίσου πυρετώδης κατεδάφιση– δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο έλεγχος. Στη διάρκεια της δημαρχίας του Mάικλ Μπλούμπεργκ κατεδαφίστηκαν 25.000 κτήρια για να ανεγερθούν 40.000 ψηλότερα και πιο αστραφτερά. Έτσι κινείται η οικονομία. Στην Ελλάδα παραπονούμαστε ότι γκρεμίσαμε ιστορικά κτήρια για να φτιάξουμε τις μικροαστικές μας πολυκατοικίες· εδώ η μπουλντόζα δουλεύει με την προοπτική του glamour, με starchitects, τον Καλατράβα και τον Σκοφίντιο, που υλοποιούν τις αρχιτεκτονικές τους φαντασιώσεις πλουτίζοντας όλο και περισσότερο. Δεν φταίει μόνο η αμερικανική αποθέωση του καινούργιου· φταίει το ότι το καινούργιο είναι μεγαλύτερο και πιο κερδοφόρο.

Σήμερα μόνο σε 96.000 διαμερίσματα, που στεγάζουν 2,5 εκατομμύρια ανθρώπους, τα ενοίκια υπόκεινται σε περιορισμό του ποσοστού ετήσιας αύξησης: εξυπακούεται ότι ακόμα και σ’ αυτά τα διαμερίσματα, που βρίσκονται συνήθως σε μικρές πολυκατοικίες, τα ενοίκια έχουν τετραπλασιαστεί από το 1980 – οι υπόλοιπες τιμές έχουν σχεδόν δεκαπλασιαστεί κι όσο για τους μισθούς έχουν αυξηθεί κι αυτοί, αλλά όχι κατ’ αναλογία. Το κατώτερο ωρομίσθιο παραμένει γύρω στα επτά δολάρια: οι ανειδίκευτοι είναι, όπως παντού, το σημερινό υποπρολεταριάτο.

Δεν πιστεύω ότι η φορολογία των πλουσίων πρέπει να τους τιμωρεί. Αλλά εδώ τίθεται ζήτημα ευθύνης του πολίτη: η Νέα Υόρκη έχει ανάγκη από τη συνεργασία των ιδιωτών όχι μόνο για να αναδιανέμει το εισόδημα –ας πούμε ότι αυτό είναι ασύμβατο στην αμερικανική λογική– αλλά για να συντηρεί και να εκσυγχρονίζει τις θηριώδεις υποδομές της πόλης (γέφυρες, υπόγειο σιδηρόδρομο, λεωφορεία, πάρκα, δρόμους, φωτισμό) οι οποίες συχνά εξαρτώνται από την καλή θέληση των επιχειρήσεων (και, εξίσου συχνά, από τον εθελοντισμό). Το Λος Άντζελες επέβαλε ειδικό φόρο στους πολίτες για να επεκτείνει τα μέσα μαζικής μεταφοράς· η Νέα Υόρκη προτίμησε να απευθυνθεί στους μεγιστάνες. Όμως ο τρόπος με τον οποίο βοηθούν οι μεγιστάνες, όταν δεν τους κατευθύνουν η δημαρχία και οι κεντρικές αρχές, ταιριάζει στα δικά τους γούστα και καπρίτσια: στο καινούργιο γήπεδο του μπάσκετ στο Μπρούκλιν έχτισαν «αίθουσα διαλογισμού» και επτά πολυτελείς σουίτες. Η οικοδόμηση στρέφεται γύρω από την καλοπέραση ανθρώπων που έχουν όλο και περισσότερες, όλο και πιο εξεζητημένες ανάγκες: οι ουρανοξύστες όπως εκείνοι που εγκαινίασε ο Τραμπ στη δεκαετία του 1980, διαθέτουν ασανσέρ για τα αυτοκίνητα των ενοίκων. Τέτοια σπατάλη χώρου και ενέργειας θα έπρεπε να είναι ποινικό αδίκημα.

Στη δεκαετία του 1930, οι Νεοϋορκέζοι φοβούνταν την εισροή ανειδίκευτων μαύρων από τον Νότο και την Καραΐβική. Αλλά η καταστροφή ήρθε από τους πλούσιους· από τους Αμερικανούς και Ρώσους ολιγάρχες, από επιχειρηματίες σαν τον Ντόναλντ Τραμπ, από πλούσιους τουρίστες κι από παγκοσμιοποιημένες αλυσίδες λιανικής. Τα Starbucks αντικατέστησαν προ πολλού τα παλιά ντάινερ (προχθές εντυπωσιάστηκα όταν περνώντας έξω από του Scotty’s στη Λέξινγκτον, είδα το ντάινερ στη θέση του)· υπάρχει ένα Starbucks σε κάθε γωνία· στην καλύτερη γωνία. Δυνατή μουσική από τις πεντέμισι το πρωί και τιμές που αντιστοιχούν σε εισοδήματα άνω των 5.000 δολαρίων μηνιαίως. Αν συνεχίσουμε έτσι όλες οι πόλεις θα γίνουν ίδιες. 

Ο Μάικλ Μπλούμπεργκ ήταν επιτυχημένος δήμαρχος, με τον τρόπο του. Αλλά, ως δισεκατομμυριούχος ο ίδιος, είχε τη φιλοδοξία να προσελκύσει δισεκατομμυριούχους απ’ όλο τον κόσμο. Όμως εδώ πια δεν μιλάμε για ανθρώπους που δούλεψαν, εκμεταλλεύτηκαν ευκαιρίες και έζησαν το αμερικανικό όνειρο· μιλάμε για αρπακτικά διεθνούς εμβέλειας που επιπλέον δεν έχουν καμιά συγγένεια με την πόλη. Δεν είναι σαν τον Ροκφέλερ ή τον Μόργκαν που έχτισαν τη Νέα Υόρκη δοξάζοντας την επιτυχία τους: σήμερα πρόκειται για καιροσκόπους, μερικοί από τους οποίους ζουν κατακλέβοντας ολόκληρους λαούς όχι κάνοντας νόμιμες επενδύσεις. Στην εισβολή των filthy rich προστίθενται 62  εκατομμύρια τουρίστες που περιφέρονται στο Μπρόντγουεϊ και στην πλατεία Τάιμς – τα χειρότερα μέρη στη Νέα Υόρκη, αν όχι στον κόσμο. Όσο για τον σημερινό δήμαρχο Μπιλ Ντι Μπλέιζιο, επίσης έχει καλές προθέσεις για τη στέγαση, για την πυκνή δόμηση, για τη διατήρηση του χαρακτήρα των συνοικιών – αλλά το ευρύτερο οικονομικό και φορολογικό σύστημα ευνοεί κυρίως τους εργολάβους. Τελικά, η όψη των συνοικιών βελτιώνεται, αλλά, όποιος ξέρει τη Νέα Υόρκη, βλέπει πίσω από αυτή την όψη να χάνονται οι άνθρωποι, να χάνονται αυτοί που ήταν κάποτε «οι γείτονές μας». Η Νέα Υόρκη εξελίσσεται σε πόλη νομάδων: επαρχιώτες που έρχονται να δοκιμάσουν την τύχη τους (με λιγοστές ελπίδες), νεοαφιχθέντες μετανάστες (το 40% των χρηστών της Νέας Υόρκης δεν ξέρει αγγλικά: αν και τα αγγλικά δεν είναι επίσημη γλώσσα, απαιτείται ως lingua franca), τουρίστες και προπάντων επενδυτές. Έχει εκλείψει αυτό που έσωσε τη Νέα Υόρκη από αλλεπάλληλες καταστροφές: το αίσθημα των κατοίκων της ότι η Νέα Υόρκη είναι η πατρίδα τους.

Οι πόλεις είτε αλλάζουν, είτε γίνονται μουσεία – σαν τη Βενετία. Η Νέα Υόρκη άλλαξε και ταυτοχρόνως έγινε μουσείο· μουσείο του καπιταλισμού. Παλιότερα για να ζήσεις εδώ έπρεπε να κάνεις πνευματική προσπάθεια· σήμερα αρκεί να έχεις λεφτά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ