Πολιτικη & Οικονομια

Γελώντας με τον Αλέξη, κλαίγοντας με τον Κυριάκο

Είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς πως η «πολιτική βούληση» αρκεί;

dimitris-achlioptas.jpg
Δημήτρης Αχλιόπτας
ΤΕΥΧΟΣ 669
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
4465792_copy.jpg

Το πρώτο καλοκαίρι του Σύριζα έπαιζα κάθε μέρα το ίδιο παιχνίδι. Έψαχνα γύρω μου για επαγγελματίες που έκαναν καλά τη δουλειά τους. Έβρισκα παντού: το φούρναρη της γειτονιάς, το μηχανικό της μοτοσικλέτας, τον εγκαταστάτη του κλιματιστικού, την υπάλληλο στο τελωνείο, εστιάτορες, σερβιτόρους, μπάρμεν, το βαρκάρη για τους Αρκιούς, την ασκούμενη γιατρό στο νοσοκομείο στη Σύρο, το λοστρόμο στο φέρι μποτ. Το παιχνίδι μου ήταν απλό. Σιγά σιγά, μέσα στο πνεύμα της εποχής, πήγαινα την κουβέντα στα πολιτικά. Αν έβλεπα οτι ο συνομιλητής, όπως κι εγώ, απορούσε για το πως ο πρωθυπουργός θα καλύψει τα αναρίθμητα χοντροειδή ψέματα που είχε πει (χρόνια αργότερα θα μαθαίναμε πως ο δόκιμος όρος είναι «αυταπάτες»), κουνούσα συγκαταβατικά το κεφάλι, παίνευα τη δουλειά του συνομιλητή, και πήγαινα παρακάτω. Αν όμως διέκρινα στο συνομιλητή ελπίδα, έβαζα τις απορίες μου στην άκρη και απαριθμούσα τις κακές πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων, σκιαγραφώντας έτσι το εξαιρετικά δύσκολο έργο της νέας κυβέρνησης. Εκεί πάντα συμφωνούσαμε. Στη βάση αυτής της συμφωνίας, σιγά σιγά γύριζα την κουβέντα στα πρόσωπα της κυβέρνησης και τις ικανότητές τους. Μέχρι που κάποια στιγμή θεωρούσα οτι μπορούσα να ρωτήσω: τον Αλέξη, εδώ στη δουλειά, θα τον προσλάμβανες;

Γελούσαν. Όλοι τους, χωρίς εξαίρεση. Με εκείνο το αναπάντεχο γέλιο, που αν πίνεις κάτι πάει να σου φύγει από το στόμα. Μετά την αυθόρμητη πρώτη αντίδραση, καταλαβαίνοντας την αντίφαση στην οποία είχαν πέσει, με κοιτούσαν σαν παιδιά που τους είπαν πως ο Αη Βασίλης δεν υπάρχει. Από τη μεριά μου, γεμάτος ενοχές —αλλά όχι τόσες που να μην το ξανακάνω την επόμενη μέρα— άλλαζα την κουβέντα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, φτάνοντας να λέω ακόμα και «πού ξέρεις, μπορεί και να [υπάρχει ο Αη Βασίλης]». Το καλοκαίρι τέλειωσε, η κυβέρνηση έβγαλε το δέρμα της σα φίδι, και γλιστερή κι ευκίνητη έρπει από τότε από τη μία αντιλαϊκή πολιτική στην επόμενη.

Τρία χρόνια με στοιχειώνουν οι διάλογοι εκείνου του καλοκαιριού. Πώς ήταν δυνατόν πολίτες εργατικοί, άξιοι, με στέρεα αντίληψη του τι σημαίνει «κρατάω μαγαζί», να εμπιστεύτηκαν τις τύχες τους σε ένα τσούρμο νάρκισσους, τόσο εξόφθαλμα κατώτερους των περιστάσεων; Εύκολες απαντήσεις είχα πολλές. Η οργή για τους προηγούμενους, η απελπισία του πνιγόμενου, κ.ο.κ. Ένιωθα όμως πως όλες αυτές οι θυμικές απαντήσεις υποτιμούσαν τους ανθρώπους που γνώρισα. Φέτος την άνοιξη, οδηγώντας για τη δουλειά, βρήκα επιτέλους μια απάντηση που θεωρώ αντάξιά τους: o Αλέξης Τσίπρας πολιτεύτηκε λέγοντας μόνο τι θέλει να κάνει. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Και εξέφρασε «πολιτική βούληση» πολύ πιο θελκτική από των αντιπάλων του. «Και λοιπόν;» θα πει κάποιος. Είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς πως η πολιτική βούληση αρκεί; Είναι. Για τον απλούστατο λόγο ότι για τριαντακάτι χρόνια, από Καραμανλή σε καραμανλή, αρκούσε. Η πολιτική βούληση ήταν όχι μόνο το Α και το Ω για να κινηθεί οτιδήποτε, αλλά και το βασικό αφήγημα των δύο κομμάτων εξουσίας: αν το θέλουμε γίνεται, αν δεν το θέλουμε δε γίνεται. Τόσο απλά. Θες να φεσώσεις τη μεγάλη επιχείρησή σου, να βγάλεις τα λεφτά έξω, και να την κοινωνικοποιήσουμε για να μην υπάρχει κατακραυγή; Γίνεται. Θες να πάρεις επιδότηση για να αλλάξεις καλλιέργεια, να μην αλλάξεις, και να μην τρέχει τίποτα; Εύκολο. Θες δουλειά για το παιδί σου, άχρηστη για το κοινωνικό σύνολο, εξασφαλισμένη, και χωρίς καμία αξιολόγηση; Από δω. Θες σύνταξη που κοστίζει τα τριπλά από τις εισφορές που κατέβαλες εσύ κι ο εργοδότης σου; Από κει. Απλά. Κι ας έλεγε ο λογιστάκος μαζί με τους αγέλαστους ακαδημαϊκούς φίλους του, ότι δε γίνεται. Μια χάρα γίνεται: σύσσωμη το έκανε η Ελληνική βουλή. Σύσσωμη. Ούτε ένας δε βρέθηκε από το κόμμα των «νοικοκυραίων» να ψελλίσει στη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού πριν 15 χρόνια αυτά που τώρα αποκαλούν αυτονόητα.

Εν τέλει, όμως, ο λογιστάκος την έκανε τη ζημιά. Τα βασικότερο εργαλείο του μεταπολιτευτικού «μαγικού ρεαλισμού» ήταν η δυνατότητα της εκάστοτε κυβέρνησης να κόβει χρήμα και να το μοιράζει σε αυτούς από τους οποίους αγόραζε υπηρεσίες και αγαθά (δημόσιοι υπάλληλοι, υπάλληλοι ΔΕΚΟ, γιατροί, φαρμακοποιοί, στρατιωτικοί, προμηθευτές του Δημοσίου, εργολάβοι δημοσίων έργων, κ.ο.κ. — οποιοσδήποτε πληρωνόταν από το κρατικό πορτοφόλι). Αυτό το μαγικό ραβδάκι χάθηκε με την είσοδο στο Ευρώ, εξαϋλώνοντας ακαριαία τεράστιο μέρος από τη δύναμη της Ελληνικής πολιτικής τάξης. Δυστυχέστατα, η εξαΰλωση αυτή δεν έγινε άμεσα αντιληπτή. Απεναντίας, τα πρωτόγνωρα χαμηλά επιτόκια δανεισμού που συνόδευσαν την είσοδο στο Ευρώ, επέτρεψαν στην κυβέρνηση καραμανλή να δανείζεται με εξίσου πρωτόγνωρους ρυθμούς, απογειώνοντας πρόσκαιρα τη μαγεία. Δεν είχαμε απλά λεφτά. Είχαμε ευρά. 

Μέχρι που δεν είχαμε. Την περίοδο 2004-2007, όσο εμείς ζούσαμε το γλυκύτερο όνειρο δανειζόμενοι σα να μην υπάρχει αύριο, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενσωμάτωσε τη Βουλγαρία (7 εκ.), την Ουγγαρία (10 εκ.), την Πολωνία (40 εκ.), τη Ρουμανία (20 εκ.), την Τσεχία (10 εκ.), και άλλες χώρες. Συνολικά, περισσότερους από 100 εκατομμύρια ανθρώπους, κυριώς από το πρών ανατολικό μπλοκ. Η μάνικα των προγραμμάτων στήριξης, αντίστοιχα (και σύμφωνα με κάθε λογική), στράφηκε προς τα κει. Αυτό αφαίρεσε από την ελληνική πολιτική τάξη το άλλο της μαγικό ραβδάκι, αυτό με το οποίο για δεκαετίες έκρυβε την αδυναμία της οικονομίας μας για εγγενή ανάπτυξη. Και κάπως έτσι, νωχελικά, ο καραμανλής παραχώρησε αυτό που κάποτε λογιζόταν ως το υπέρτατο αγαθό (τον έλεγχο του κράτους) στο μόνο άνθρωπο αρκετά αγαθό για να μην καταλαβαίνει τι του χαρίζεται.

Η εκκωφαντική σιωπή του καραμανλή δεν είναι τυχαία. Ούτε και η αμέριστη προστασία που του παρέχει η τρέχουσα κυβέρνηση. Πέρα από τον (πανέξυπνο) τακτικισμό του διχασμού της ΝΔ, η προστασία αυτή αποσκοπεί στο να κρατήσει ζωντανό το παραμύθι ότι η «πολιτική βούληση» έχει ακόμα τη δύναμη να κάνει το άσπρο μαύρο. Δεν την έχει. Ούτε τώρα, ούτε για πολλά χρόνια στο μέλλον (να ’ναι καλά οι δεσμεύσεις δεκαετιών που ανέλαβε η κυβέρνηση). Ο Μητσοτάκης έχει τη ριψοκίνδυνη επιλογή να το πει αυτό ανοιχτά, δίνοντας στο λαό την ευκαιρία να αναλάβει τις ευθύνες του. Αν φοβηθεί να το κάνει, στην πραγματικότητα παίρνει πολύ μεγαλύτερο ρίσκο. Γιατί και η κομματική του πελατεία θα προσδοκά από αυτόν πράγματα τα οποία δε θα μπορεί να προσφέρει και ο Τσίπρας θα βρει νέες «αυταπάτες» να πουλήσει (και κόσμο να τις αγοράσει). Και τότε αυτοί που γελάγαν με τον Αλέξη θα κλαίνε με τον Κυριάκο. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ