Πολιτικη & Οικονομια

«Εκλογές» στην κατεχόμενη Κύπρο χωρίς Κυπριακό

46499-104023.JPG
Τάσος Χατζηβασιλείου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ύστερα από μακρές πολιτικές και παραπολιτικές συγκρούσεις, την Κυριακή 28 Ιουλίου, 170.000 Τουρκοκύπριοι «πολίτες» καλούνται να συμμετάσχουν στις πρόωρες βουλευτικές «εκλογές» στα κατεχόμενα. Η πολύμηνη εσωκομματική διελκυστίνδα μεταξύ Κιουτσούκ και Κιασίφ, αμφότερων διεκδικητών της ηγεσίας του κυβερνώντος Κόμματος Εθνικής Ενότητας (UBP), σηματοδότησε την αντίστροφη μέτρηση για το στήσιμο της κάλπης.

Η σφοδρή σύγκρουση των δύο ηγετικών στελεχών του UBP δεν ήταν άλλος ένας αγώνας για την κατάληψη της προεδρίας και τον έλεγχο του κομματικού μηχανισμού. Στην ουσία, επρόκειτο για μετωπική αντιπαράθεση μεταξύ Ερντογάν και Έρογλου: οι τεταμένες σχέσεις του Τούρκου Πρωθυπουργού και του Τουρκοκύπριου «Προέδρου της Δημοκρατίας» επιδεινώθηκαν, όταν ο καθένας επέλεξε να στηρίξει διαφορετικό υποψήφιο για τη νέα ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος. Γι’ αυτό, άλλωστε, η νίκη του «ερντογανικού» υποψηφίου Κιουτσούκ τον περασμένο Φεβρουάριο (με μόλις 7 ψήφους διαφορά από τον αντίπαλό του) θεωρήθηκε νίκη του ΑΚΡ και της Άγκυρας.

Η σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση που κυριαρχεί στο προσκήνιο από τον Οκτώβριο του 2012, η διαγραφή 8 «βουλευτών» από την κοινοβουλευτική ομάδα του UBP επειδή προσυπέγραψαν το αίτημα της αντιπολίτευσης για πρόταση μομφής, καθώς και η όξυνση της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τα κατεχόμενα εδάφη, αποτέλεσαν τις κύριες αιτίες για την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.

Σε όλες τις τουρκοκυπριακές «εκλογικές» αναμετρήσεις, από το 1976 μέχρι και το 2009, οι θέσεις των κομμάτων για τη διαχείριση του Κυπριακού ήταν ο μόνος παράγοντας που διαμόρφωνε το τελικό αποτέλεσμα.

Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο και φέτος. Για πρώτη φορά μετά από 37 χρόνια, το Κυπριακό απουσιάζει από την προεκλογική ατζέντα. Οι Τουρκοκύπριοι συμμετέχουν σε πολιτικές εκδηλώσεις και παρακολουθούν τηλεοπτικές συζητήσεις, κατά τις οποίες δεν γίνεται καμία αναφορά στο πολιτικό πρόβλημα του νησιού. Αντιθέτως, την πλάστιγγα θα γείρουν δύο άλλα ζητήματα τα οποία φαίνεται να μονοπωλούν το ενδιαφέρον υποψηφίων και ψηφοφόρων.

Το πρώτο αφορά την εφαρμογή του Οικονομικού Πρωτοκόλλου Συνεργασίας για την περίοδο 2013 – 2015, το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ της απερχόμενης τουρκοκυπριακής ηγεσίας και της Άγκυρας. Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, η οικονομική ένεση προς το ψευδοκράτος αυξάνεται στα 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ για την επόμενη τριετία, υπό τον όρο ότι η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου θα σεβαστεί τις ρήτρες ανάπτυξης της οικονομίας της και θα προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις». Στην πράξη, η Τουρκία θα ενισχύσει περαιτέρω τα κατεχόμενα, εφόσον προχωρήσουν οι λιμνάζουσες ιδιωτικοποιήσεις κοινωφελών επιχειρήσεων.

Η περίπτωση της Εταιρίας Ηλεκτρισμού προκαλεί και τις μεγαλύτερες διαφωνίες. Εδώ και 30 χρόνια, αδυνατεί να εισπράξει δισεκατομμύρια οφειλών από άλλες «δημόσιες» επιχειρήσεις, βιομηχανίες και καταστήματα, με αποτέλεσμα το έλλειμμά της να έχει εκτοξευθεί. Το ζήτημα είναι να βρεθεί στρατηγικός επενδυτής που θα αναλάβει την εταιρία και θα διεκδικήσει την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων λογαριασμών ρεύματος.

Επί του θέματος, τα κόμματα παρουσιάζουν ποικίλες θέσεις: από τη σθεναρή άρνηση της ιδιωτικοποίησης μέχρι και την ένταξη της επιχείρησης σε διεθνή επιχειρηματικό όμιλο…

Το δεύτερο σημαντικό θέμα της «προεκλογικής» ατζέντας αφορά τη χορήγηση ιθαγένειας. Η απόδοση «τουρκοκυπριακής υπηκοότητας» σε Τούρκους εποίκους αυξάνεται κατακόρυφα κάθε φορά που πλησιάζουν οι «εκλογές». Άλλωστε, πάγια τακτική του καθεστώτος είναι η μεταφορά εποίκων από την Τουρκία, προκειμένου το τουρκικό στοιχείο να είναι αριθμητικά ενισχυμένο, σε περίπτωση ίδρυσης ομοσπονδιακού κράτους με τους Ελληνοκύπριους. Ενδεικτικά, την περίοδο 2009 – 2013, 4200 Τούρκοι έγιναν «πολίτες» του ψευδοκράτους. Όμως από αυτούς μόνο οι 1800 συμμετείχαν στην προβλεπόμενη διαδικασία του «Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων». Οι υπόλοιποι – οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία - βαφτίστηκαν Τουρκοκύπριοι με απλή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Η χορήγηση ιθαγένειας αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ των τουρκοκυπριακών κομμάτων: μεγάλο τμήμα του πολιτικού κόσμου εκτιμά πως ο αυξανόμενος αριθμός των εποίκων συνιστά το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επίλυση του Κυπριακού. Έτσι, αρκετοί υποψήφιοι επιμένουν ότι η ιθαγένεια δεν μπορεί να χορηγείται αδιακρίτως με μόνο αιτιολογικό ότι ο αιτών ζει μόνιμα στην Κύπρο.

Η επομένη των εκλογών

Χωρίς αμφιβολία, η εφαρμογή του συμφωνηθέντος οικονομικού προγράμματος αποτελεί μονόδρομο για τη νέα τουρκοκυπριακή «κυβέρνηση». Οι οικονομικοί δείκτες του ψευδοκράτους καθιστούν σχεδόν υποχρεωτική την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων και τη μείωση του αριθμού των «δημοσίων υπαλλήλων» μέσω των «αποκρατικοποιήσεων». Για την ιθαγένεια, τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα. Όλα θα κριθούν από την τροπή που θα λάβουν οι συνομιλίες για το Κυπριακό, οι οποίες αναμένεται να ξεκινήσουν εκ νέου το προσεχές φθινόπωρο.

Σε ένα πράγμα, όμως, συμφωνούν οι πολιτικές δυνάμεις στα κατεχόμενα: στην ανάγκη η τοπική οικονομία να αναπτυχθεί και σταδιακά να απεξαρτηθεί από την αντίστοιχη τουρκική. Η διολίσθηση της διεθνούς εικόνας της Τουρκίας μετά το άτυπο αντάρτικο πόλεων εναντίον του Ερντογάν και η σοβαρή οικονομική κρίση στην ελεύθερη Κύπρο αλλάζουν τα δεδομένα και τις ισορροπίες.

Ενώ εδώ και δεκαετίες το πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο στα κατεχόμενα λειτουργούσε ως πιόνι τη Άγκυρας, σήμερα δεκάδες Τουρκοκύπριοι πολιτικοί και αρθρογράφοι στηλιτεύουν την οικονομική εξάρτηση από την Τουρκία, τη μεταφορά υπερδιπλάσιου αριθμού εποίκων σε σχέση με το γηγενή πληθυσμό και τη διατήρηση 40.000 στρατιωτών στο βόρειο τμήμα του νησιού. Κυρίως τα στελέχη του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος (CTP), τα οποία άλλωστε είχαν υπερψηφίσει το Σχέδιο Ανάν το 2004, μιλούν πλέον ανοιχτά για λύση ομοσπονδίας και κάνουν λόγο για «κοινά συμφέροντα των δύο κοινοτήτων».

Προφανώς η στιγμή δεν προσφέρεται για υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις. Πολλές φορές γίναμε μάρτυρες της παρελκυστικής πολιτικής Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας. Πράγματι, όμως, το κλειδί για την επίλυση του Κυπριακού είναι η κατ’ ελάχιστον αποδοχή από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους της ύπαρξης ενός κοινού κυπριακού συμφέροντος.

Από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1960, μέχρι σήμερα, η άρνηση της ιδέας της «κυπριακότητας» του κοινού κράτους και του κοινού χώρου των κοινοτήτων, αποτέλεσε την κύρια αιτία της κυπριακής διένεξης. Ο τουρκικός εθνικισμός και η εισβολή του 1974 έβαλαν ταφόπλακα σε κάθε ενδεχόμενο ανάπτυξης αυτής της «κυπριακότητας» και σφυρηλάτησαν την ιδέα του «άλλου», δηλαδή του «εχθρού». Ίσως οι παρούσες συγκυρίες αλλάξουν τα δεδομένα και θέσουν διαφορετικές βάσεις. Θα δείξει.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ