Πολιτικη & Οικονομια

Ομολογώ οτι δεν αντιλαμβάνομαι

4628-666073.jpg
Προκόπης Δούκας
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι προς τι η τόσο έντονη κριτική προς τον Πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ, για την αποχώρησή του από την κυβέρνηση. Τι άλλο έπρεπε να κάνει ο Φώτης Κουβέλης, από το να διαμαρτυρηθεί έμπρακτα για τη (συσσωρευόμενη) επιδεικτική αδιαφορία του μεγαλύτερου εταίρου προς τις στοιχειώδες υποχρεώσεις σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά και για τον επαρχιακό αυταρχισμό που κορυφώθηκε με τους χειρισμούς στην περίπτωση της ΕΡΤ;

Η επίκληση της «υπευθυνότητας» και της «συνεπούς μεταρρυθμιστικής δύναμης», ως ιδιότητας της ανανεωτικής αριστεράς, απλούστατα δεν έχει καμία εφαρμογή στην περίπτωση της ΕΡΤ. Ποιά είναι η έννοια της στήριξης μιας κυκλοθυμικής και παλαιοκομματικής ακροδεξιάς υποκριτικής και (πανθομολογουμένως) καταστροφικής προχειρότητας; Και ποιο είναι το όριο της ανοχής, όταν έχει προηγηθεί η επίσης απαράδεκτη τούμπα με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, όταν ανακαλύφθηκε αιφνιδίως ότι η επιβαλλόμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση και υπεσχημένη κίνηση, θα προκαλούσε απώλειες από τα δεξιά;

Η αλήθεια είναι ότι ο κύριος Κουβέλης έμοιαζε να έχει βρει το βράδυ της Πέμπτης ένα modus vivendi με τον κύριο Σαμαρά, καθώς δεν χρησιμοποίησε τη λέξη «ΕΡΤ», αλλά αυτό ουδόλως τον δέσμευε στις διαπραγματεύσεις μιας εξαρχής ανώφελης πολιτικής κρίσης. Άλλωστε, το ίδιο βράδυ, εκπρόσωπος του κόμματος επανέλαβε με χαρακτηριστική επιμονή από τη συχνότητα της ΝΕΤ ότι «η θέση της ΔΗΜΑΡ είναι μόνο η επιστροφή στην κατάσταση της ΕΡΤ Α.Ε. και μετά οι κινήσεις εξυγίανσης», θέση απολύτως δικαιολογημένη, μετά τις χωρίς καμία εκτίμηση των συνεπειών απονενοημένες κινήσεις Σαμαρά. Το ότι ο κύριος Κουβέλης ενδεχομένως πιέστηκε από την πλειοψηφία των στελεχών του να τηρήσει συνεπή στάση, ουδόλως αποτελεί κριτική για ένα δημοκρατικό κόμμα και τον ηγέτη του.

Πολλές φορές τις τελευταίες ημέρες άκουσα την εκτίμηση ότι «δεν θα μπορούσε ο Σαμαράς να ανατρέψει το λάθος του, γιατί πώς θα στεκόταν μετά ως πρωθυπουργός». Η επίκληση αυτού του επιχειρήματος ξεχνάει ότι αυτό που ενδιαφέρει τον πολίτη είναι μεν η πολιτική σταθερότητα, αλλά πρωτίστως ποιο είναι κάθε φορά το δέον για τη χώρα. Και σε κάθε περίπτωση αυτό δεν είναι το απομειωμένο πολιτικό κεφάλαιο ενός πρωθυπουργού, αποκλειστικά λόγω του δικού του λάθους.

Ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι επίσης γιατί ένας πολίτης με δημοκρατική και προοδευτική συνείδηση έχει οποιονδήποτε λόγο να στηρίζει τις πρόσφατες κινήσεις του Ευάγγελου Βενιζέλου. Αυτός δεν ήταν που «πίεζε» τον κύριο Κουβέλη ότι «αν αποχωρήσει, θα αποχωρήσει και αυτός»; Προς τι η τόση συνέπεια σε αρχές και η περιφρόνηση στα μικροπολιτικά οφέλη και στις καρέκλες της εξουσίας; Σε όσους επικαλούνται και πάλι την «υπευθυνότητα», η απάντηση είναι ότι βεβαίως η χώρα δεν είχε λόγο να πάει σε εκλογές, εξ αφορμής μιας απίστευτης γκάφας του κυβερνητικού επιτελείου. Το όπλο όμως του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ ήταν να πιέσουν από κοινού ώστε να μην έχει τη στήριξη τους ο αυτουργός αυτής της περιπέτειας, ο ίδιος ο κύριος Σαμαράς.

Η απόσυρση της στήριξης στο πρόσωπό του δεν θα σήμαινε απαραίτητα εκλογές, καθώς η προσφυγή στις κάλπες ήταν «απαγορευμένη» από κάθε μεγάλη και μικρότερη φωνή στην Ευρώπη, που άλλωστε λοιδορούσε τον Έλληνα πρωθυπουργό για την αδεξιότητά του. Ο ίδιος ο κύριος Σαμαρας δεν θα τολμούσε να τις προκαλέσει, γιατί με πολλή δυσκολία θα τις κέρδιζε οριακά, αδυνατισμένος πολιτικά σε μεγάλο βαθμό – και ακόμα και σε περίπτωση νίκης δεν θα είχε πού να στραφεί για συμμάχους, πλην της Χρυσής Αυγής, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις για τον εναπομείναντα φιλελεύθερο χαρακτήρα του κόμματος του. Εγκλωβισμένος στην αυτοκαταστροφική του κίνηση, θα αναγκαζόταν να παραιτηθεί –και να δώσει τη θέση του σε ένα στέλεχος κοινής αποδοχής, όπως θα έπρεπε να είχε γίνει άλλωστε από πέρυσι– και χωρίς ακραίους υπουργούς, όπως διασφάλιζε η επιμονή της ανανεωτικής αριστεράς.

Ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι παραλλήλως γιατί θα πρέπει η απόλυση τόσων εκατοντάδων εργαζομένων να τους αλλάξει την πολιτική θεώρηση των πραγμάτων, όπως επιμένει ένα κομμάτι της πέραν της ΔΗΜΑΡ αριστεράς. Λες και δεν αυπάρχουν, για παράδειγμα, απολυμένοι που δεν ενστερνίζονται τις «αντιμνημονιακές» θεωρήσεις, οι οποίες βάζουν τα πάντα στο ίδιο τσουβάλι. Όταν ο ίδιος ο εργαζόμενος στην ΕΡΤ δεν ξεχωρίζει την απόλυσή του ως πιο σημαντική από τις εκατοντάδες χιλιάδες που έχουν προηγηθεί στον ιδιωτικό τομέα, είναι δύσκολο να εξηγηθεί γιατί αυτό δεν εκτιμάται, αντί να επικρίνεται.

Η αντίληψη ότι «για όλα φταίει το μνημόνιο ή ο καπιταλισμός» δεν είναι υποχρεωτικό να διέπει την ανάλυση που διαχωρίζει και εκτιμά καταστάσεις διαφορετικά, παρά το γεγονός ότι η σπασμωδική κίνηση Σαμαρά είχε ως αφετηρία πίεσης την απαίτηση για δύο χιλιάδες απολύσεις. Η περίπτωση ΕΡΤ διαφοροποιείται, τόσο ως προς τα κίνητρα και τους χειρισμούς ενός εγκλωβισμένου και εκδικητικά μνησίκακου επιτελείου, που ήθελε «με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια», χωρίς να μπορεί να υπολογίσει την αντίδραση της ευρωπαϊκής σκέψης, με την οποία είναι ξένη, αλλά και ως προς τις επιπτώσεις μιας «πολιτικής μαγκιάς», που βγήκε μπούμερανγκ, μετατρέποντας ένα ζήτημα εξυγίανσης σε ζήτημα δημοκρατίας και στοιχειώδους πολιτικής ωριμότητας.

Ακόμα περισσότερο, ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι πώς ένας δημοκράτης και σκεπτόμενος πολίτης μπορεί να στηρίζει τη Νέα Δημοκρατία σε αυτούς τους χειρισμούς, τους οποίους χαρακτηριστικά αποδοκίμασε τουλάχιστον το μισό των νεοδημοκρατών ψηφοφόρων. Το να παρασύρεται κανείς από εκτιμήσεις, που λίγο-πολύ παραδέχονται ότι «ναι μεν έγινε άγαρμπα, αλλά, βρε παιδί μου, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να γίνει μια τομή και να απαλλαγούμε από τον παθογόνο συνδικαλισμό, που δεν αφήνει τίποτα να προχωρήσει», δείχνει ότι δεν υπάρχει καμία γνώση των δεδομένων της «περίπτωσης ΕΡΤ» αλλά κυρίως καμία εκτίμηση των επιπτώσεων που θα έχει όλη αυτή η εγκληματικά απροετοίμαστη ιστορία.

Πώς θα ξαναλειτουργήσει η ΕΡΤ, όπως επιτάσσει με σαφήνει ακόμα και το Συμβούλιο της Επικρατείας, που αρνήθηκε να καταδικάσει το κυβερνητικό επιτελείο επί της ουσίας των πολιτικών αποφάσεων, αλλά ήταν χωρίς αμφιβολία επικριτικό για τις μεθόδους της πρωτοφανούς διακοπής των συχνοτήτων; Με ποιους εργαζόμενους θα δουλέψει, όταν δεν έχει υπάρχει καμία διαδικασία και κριτήριο αξιολόγησης και επιχειρηματικής στρατηγικής αναγκών, για αυτή την ερμαφρόδιτη μεταβατική περίοδο, στην οποία υποχρεωθήκαμε, λόγω εμμονής στη μη υποχώρηση;

Πώς θα διαχωριστούν οι εργαζόμενοι και πώς θα αποφευχθούν οι αγριότητες; Και σε τι ελεγχόμενη ΕΡΤ θα καταλήξουμε, από τα χέρια αυτών που επικαλούνται την εξυγίανση, αφού οργίασαν επί ένα χρόνο; Πώς θα εξασφαλιστεί η στοιχειώδης ανεξαρτησία, όταν υπάρχει η δηλωμένη πρόθεση στο πρώτο Εποπτικό Συμβούλιο που προβλέπει το πόρισμα Αλιβιζάτου, να τοποθετηθούν αντί προσωπικότητες με τα καλύτερα βιογραφικά από όλον τον κόσμο, συγκεκριμένα «ημέτερα» ονόματα που θα αναγραφούν στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο; Ποιος είναι τόσο αφελής να πιστεύει ότι έτσι αποδυναμώνεται ο «παθογόνος συνδικαλισμός», αντί να ενισχύεται – και ποιος θεωρεί ότι με το κλείσιμο της ΕΡΤ θα αλλάξει η δυνατότητα συνδικαλιστικών ενώσεων να προκυρήσσει τις «ανεπιθύμητες» επαναληπτικές απεργίες;

Και τέλος, με ποια λογική, αφού επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς να στηθεί και «παραμάγαζο-παρωδία», από τους 30 εργαζόμενους φτάσαμε στους 2.000 (με σχεδιασμό «ανατολίτικο παζάρι») κι έγινε όλη αυτή αναταραχή και ζημιά για το ελληνικό δημόσιο, που απεμπόλησε συμφωνίες, brand names και δικαιώματα, για να αποπεμφθούν τελικά μερικές εκατοντάδες μουσικοί και εργαζόμενοι στη Ραδιοτηλεόραση, χωρίς κανένα ουσιαστικό όφελος ούτε για τον προϋπολογισμό, ούτε για την ουσιαστική συρρίκνωση του δημοσίου; Για να «σπάσει ο τσαμπουκάς»;

Μέσα σε όλα τα παραπλανητικά που κυκλοφορούν, έχει αρχίζει να επιστρατεύεται και μια συκοφαντική και (δυστυχώς και με ευθύνη της αντιπολιτευόμενης αριστεράς) δημαγωγική θεώρηση της «διπλοθεσίας»: Σύμφωνα με αυτήν, υπάρχουν «εκατοντάδες διπλοθεσίτες» στην ΕΡΤ, ενώ είναι «ανήθικο» ένας δημοσιογράφος να παρέχει τις υπηρεσίες (κατόπιν νόμιμης αδείας από το ΔΣ της εταιρείας) σε ένα μη ανταγωνιστικό μέσο. Η στρέβλωση είναι τόσο μεγάλη, που ενόψει της δημιουργίας της «νέας ΕΡΤ», μπορεί ξαφνικά να θεωρηθεί «δεύτερη δουλειά» η έκτακτη συμμετοχή σε ένα σεμινάριο ή η εβδομαδιαία αρθρογραφία σε μια εφημερίδα, που μπορεί να αποφέρει το ιλλιγιώδες ποσό των 120 ευρώ το μήνα, εάν βεβαίως πληρώνεται. Η «σοβιετοποίηση» του δημοσίου θα γίνει ακόμα πιο βαθιά, στερώντας το από τα ικανά στελέχη, που ακόμα περισσότερο έχει ανάγκη, όταν οι μισθοί έχουν αναπόφευκτα καθηλωθεί.

Οι επιπτώσεις της έκρηξης της πολιτικής τεστοστερόνης και του οπορτουνισμού είναι δύσκολο να υπολογιστούν. Αλλά, ήδη, οι μηδενικές ωφέλειες διαγράφονται ξεκάθαρα. Για τις ζημιές, χρειάζεται λίγο ακόμα χρόνος για να εκτιμηθούν πλήρως...

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ