Πολιτικη & Οικονομια

Δεν μπορείς να ρυθμίσεις την ραδιοτηλεόραση του 21ου αιώνα με πρακτικές του 20ου

Γράφει στην A.V. ο Διευθυντής Πληροφορικής του Μedia Lab του ΜΙΤ

38142-85850.jpg
Μιχάλης Μπλέτσας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
329063-680423.jpg

Μετά την αναμενόμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το μέλλον του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου εξακολουθεί να παραμένει θολό. Η επικοινωνιακή οπερέτα της κυβέρνησης με την δημοπράτηση των αδειών το μόνο που κατάφερε ήταν να ανακατέψει ακόμη περισσότερο ένα ήδη πολύ μπερδεμένο κουβάρι.

Ποια είναι τα δεδομένα του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου σήμερα;

Υπάρχει πλήθος από σταθμούς που λειτουργούν νόμιμα, έστω και υπό καθεστώς προσωρινής αδειοδότησης. Υπάρχει συνταγματικά ορισμένη ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή που ελέγχει την λειτουργία των σταθμών. Επίσης, όσον αφορά την τηλεόραση, οι σταθμοί παράγουν πρόγραμμα (περιεχόμενο) το οποίο εκπέμπεται από τον πάροχο δικτύου ψηφιακής εκπομπής (DIGEA + ΕΡΤ), ο οποίος έχει και την αποκλειστική χρήση του τηλεοπτικού φάσματος.

Άσχετα με το πως φτάσαμε ως εδώ, μακροσκοπικά το συγκεκριμένο πλαίσιο φαίνεται να συγκλίνει με αυτά των προηγμένων δυτικών κρατών. Προφανώς όμως «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες» και στην δική μας περίπτωση δεν κάνει και ιδιαίτερη προσπάθεια να κρυφτεί.

Σε όλες τις προηγμένες χώρες, κύριο χαρακτηριστικό του κοινωνικού συμβολαίου για την εκπομπή ραδιοτηλεοπτικού περιεχομένου είναι η παραχώρηση ενός δημοσίου πόρου (φάσμα) με αντάλλαγμα την ενημέρωση. Απαραίτητη προϋπόθεση για να δουλέψει το συμβόλαιο αυτό είναι η δημοσιογραφική δεοντολογία.

Από σχετικά ανώδυνα παραδείγματα, όπως των αθλητικών εκπομπών που επικεντρώνονται στις αμαρτίες μιας ομάδας χωρίς ποτέ να αναφέρουν ότι ο σταθμός ανήκει στον ιδιοκτήτη της άλλης, των δελτίων ειδήσεων που αναδεικνύουν την δραστηριότητα των μελών της οικογενείας στην οποία ανήκει ο σταθμός (ξανά χωρίς καμιά υπενθύμιση αυτής της σχέσης) ή ακόμη και της παράθεσης άρθρου από το «ΚΟΥΛΟΥΡΙ» σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων, φαίνεται ότι η ελληνική ραδιοτηλεοπτική πραγματικότητα έχει μια πολύ χαλαρή σχέση με την δημοσιογραφική δεοντολογία.

Σκόπιμα χρησιμοποιώ τα παραπάνω «πταίσματα» σαν παραδείγματα, γιατί είναι προφανές ότι όταν ένα σύστημα δεν τα καταφέρνει στις εντυπώσεις, είναι δύσκολο να πετύχει στην ουσία. Και η ουσία στην προκειμένη, είναι οι περιορισμοί που θέτουν στην ενημέρωση οι συναλλαγές επιχειρηματικές και μη, μεταξύ ιδιοκτητών καναλιών και δημοσίου.  Δημόσια έργα, κρατική διαφήμιση, προβολή πολιτικών, τραπεζική χρηματοδότηση  ανακατεύτηκαν αδιαφανώς στο ελληνικό ραδιοτηλεοπτικό τοπίο με αποτέλεσμα το (ενίοτε μυθικών διαστάσεων) τέρας της «διαπλοκής».

Και ενώ στον υπόλοιπο κόσμο η επιρροή της «κλασσικής» τηλεόρασης συνεχώς μειώνεται, η μείωση αυτή είναι σαφώς μικρότερη στην Ελλάδα, απόρροια της συνολικής τεχνολογικής (και όχι μόνο) υστέρησης αλλά και διαφόρων ιδιαζόντων δειγμάτων ελληνικής εξαιρετικότητας και εκσυγχρονιστικής αλλεργίας. Οι μεγάλες εκλογικές περιφέρειες της πρωτεύουσας είναι ένα καλό παράδειγμα του γιατί η τηλεόραση εξακολουθεί να είναι τόσο σημαντική στην πολιτική ζωή του τόπου. Και ενώ η επιρροή της τηλεόρασης εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, τα έσοδα των τηλεοπτικών σταθμών πέφτουν ραγδαία και υπό την πίεση του διαδικτύου αλλά και της οικονομικής κρίσης.

Το ξεκαθάρισμα του τηλεοπτικού τοπίου υπήρξε βασική εξαγγελία και υπόσχεση της σημερινής κυβέρνησης, υπόσχεση η οποία πάρθηκε στα σοβαρά από μεγάλη μερίδα της κοινωνίας που υπερέβαινε κατά πολύ τα όρια των ψηφοφόρων της. Η πραγματικότητα όμως αποδείχτηκε τραγικά κατώτερη των προσδοκιών. Μην μπορώντας να κρύψει την απέχθεια της προς τις ανεξάρτητες αρχές, η κυβέρνηση (με ευθύνη και της αντιπολίτευσης) απενεργοποίησε το ΕΣΡ και προσπάθησε να του αφαιρέσει τις αρμοδιότητες.

Ο πρόσφατος διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες έκανε προφανές ότι η καταπολέμηση της διαπλοκής δεν υπήρχε στην ατζέντα της κυβέρνησης. Ο περιορισμός της πολυφωνίας, η καταφανής υποστήριξη υποψηφίου, η κατάργηση και των τελευταίων διατάξεων του «βασικού μετόχου» της κυβέρνησης Καραμανλή, η διατήρηση των μεγα-περιφερειών στον εκλογικό νόμο, δείχνουν ξεκάθαρα ότι καλή διαπλοκή είναι η ελεγχόμενη και φιλικά διακείμενη διαπλοκή. Οι πανηγυρισμοί για το τίμημα των 4 αδειών κόπηκαν μεν μετά την απόφαση του Συμβουλίου της επικρατείας, άφησαν όμως μια εξαιρετικά κακή κληρονομιά για την συνέχεια της διαδικασίας.  Οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού επικρατείας για την χορήγηση άδειας με αντίτιμο βασισμένο στα ποσά που προσέφεραν οι «υπερθεματιστές» του άκυρου διαγωνισμού δείχνουν ότι η κυβέρνηση αρνείται να αποδεχθεί ότι δεν μπορείς να ρυθμίσεις την ραδιοτηλεόραση του 21ου αιώνα με πρακτικές του 20ου.

Η κυβέρνηση φαίνεται να αγνοεί ότι υπάρχει οριζόντιος διαχωρισμός παρόχων περιεχομένου (καναλιών) και δικτύου (DIGEA+ΕΡΤ) και ότι η αδειοδότηση των καναλιών θα πρέπει να γίνεται με κύριο γνώμονα τις προδιαγραφές περιεχομένου και με μικρό σταθερό τίμημα. Ο πρόσφατος διαγωνισμός αποτελεί αναχρονιστική πρωτοτυπία, η εμμονή δε της κυβέρνησης να προεισπράξει ένα μεγάλο τίμημα για το δικαίωμα λειτουργίας μιας επιχείρησης, δείχνει ξεκάθαρα ότι αποδέχεται ότι η επιχείρηση αυτή δεν θα μπορούσε ποτέ να δημιουργήσει κερδοφορία με την άσκηση της κύριας της δραστηριότητας αλλά μόνο μέσω παραπλεύρων ωφελειών.

Η στελέχωση και ουσιαστική ενεργοποίηση του ΕΣΡ είναι σήμερα η κύρια προτεραιότητα.  Αυτό δεν σημαίνει ότι θα αυτό θα πρέπει να γίνει βιαστικά, χωρίς συναίνεση ή με την συμβολολογία της πρότασης του κ. Πολύδωρα για την θέση του προέδρου.

Τα άμεσα έσοδα του κράτους από την λειτουργία των καναλιών θα πρέπει να προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από την φορολογία της κερδοφορίας τους και η οικονομική τους διαχείριση θα πρέπει γίνεται με απόλυτη διαφάνεια.

Αντί για κάποιο μεγάλο εφάπαξ ποσό για την αδειοδότηση τους, θα πρέπει να καταβάλλουν ένα ετήσιο τέλος διατήρησης άδειας στο ΕΣΡ, έτσι ώστε αυτό να μπορεί να ασκεί την εποπτική του δραστηριότητα χωρίς να επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό. Εδώ είναι χρήσιμο να θυμίσουμε ότι τα κανάλια πληρώνουν ήδη για την εκπομπή τους τον πάροχο δικτύου και είναι προς το συμφέρον του κράτους αυτός να είναι υγιής και κερδοφόρος.

Για τους παρεπιδημούντες σε προηγμένες δυτικές χώρες, η ελληνική εξαιρετικότητα, η τάση δηλαδή να ψάχνουμε για πρωτότυπες λύσεις σε προβλήματα που έχουν λυθεί οριστικά στο εξωτερικό, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες παθογένειες της Ελλάδας. Είναι προφανές ότι μεγάλο (αλλά μειοψηφικό) κομμάτι της κοινωνίας αποστρέφεται το «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Η «καναλιάδα» των τελευταίων ετών είναι ακόμα ένα κεφάλαιο σε μια πορεία από την ανατολή στην δύση που άρχισε πολλά χρόνια πριν...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ