ΚΥΡΗΝΕΙΑ | ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ
ΚΥΡΗΝΕΙΑ | ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ © opts.org
Κοινωνια

Ένα εισιτήριο για την Αυστραλία: Το μεγάλο ταξίδι των Ελλήνων μεταναστών

Οι αληθινές ιστορίες ανθρώπων που μετανάστευσαν στην άλλη άκρη του κόσμου τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όπως τις διηγούνται οι ίδιοι
4669-35224.jpg
Τάκης Σκριβάνος
ΤΕΥΧΟΣ 973
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ταξίδι για την Αυστραλία - Μαρτυρίες μιας γενιάς που δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα: Όνειρα, αγωνίες, φόβοι και οι ζωές που ρίζωσαν μακριά

Νέες κοπέλες, νέοι άντρες, στο λιμάνι του Πειραιά με ένα εισιτήριο για την Αυστραλία, ίσως λίγα χρήματα καλά φυλαγμένα ανάμεσα στα ρούχα, προσδοκίες, όνειρα, αγωνίες, φόβους. Μπροστά σε ένα τέτοιο καράβι με ένα εισιτήριο για το Σίδνεϊ στάθηκε και η μάνα μου η Λυγερή, 20 κοριτσάκι, το 1959. Δεν έμαθα ποτέ αν τα όνειρά της ήτανε μεγαλύτερα από τους φόβους της, ήθελε να μιλάει μόνο για τα καλά, τα άλλα τα κράταγε μέσα της. Σήμερα, άνθρωποι που έφυγαν για μετανάστες στην Αυστραλία και έμειναν εκεί, που έφτασαν παιδιά, έκαναν τα δικά τους παιδιά και γέρασαν, διηγούνται τις αληθινές τους ιστορίες στην ιστοσελίδα «Οι άνθρωποί μας, οι ιστορίες τους - Our People, Their Stories», μια πρωτοβουλία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, υπό την αιγίδα του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού.

Οι μαυρόασπρες φωτογραφίες δείχνουν ένα νεαρό, χαμογελαστό κορίτσι, με όποια όνειρα θα είχε ένα κορίτσι αυτής της ηλικίας, εκείνης της εποχής. Αλλά η φωνή που ακούγεται στο βίντεο είναι μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Έχουνε περάσει και 60 χρόνια από τότε. Η Μελπομένη Καϊμασίδου γεννήθηκε στην Πεντάβρυσο, αλλά μεγάλωσε στην Καστοριά. Πέντε κορίτσια κι ένα αγόρι, οι γονείς πρόσφυγες από τον Πόντο.

«Οι γονείς μου μιλούσαν τουρκικά και οι Καστοριανοί δεν τους ήθελαν, “να γυρίσετε πίσω” τους έλεγαν. Πρώτη στην Αυστραλία πήγε η αδερφή της. «Μου ’πε η μάνα μου να πάω κι εγώ, να μην είναι μόνη της. Η αδερφή μου κι ο γαμπρός μου, όπως κι εγώ, δεν ξέραμε λέξη αγγλικά». Στις 21 Μαΐου 1957 ανέβηκε στο πλοίο για το μεγάλο ταξίδι. «Μου ήταν πολύ δύσκολο. Ήταν η πρώτη φορά που αποχωρίστηκα την οικογένειά μου. Ύστερα από ένα μήνα ταξίδι φτάσαμε στη Μελβούρνη και όσοι ήμασταν για Σίδνεϊ μας έβαλαν στα τρένα, ταξιδεύαμε όλη νύχτα. Στο Σίδνεϊ με πήρανε κατευθείαν για δουλειά, σε ένα εργοστάσιο με γούνες».

Η Μελπομένη είχε ταλέντο στην επικοινωνία και γρήγορα το κατάλαβε το αφεντικό της. Έμεινε 50 χρόνια στην ίδια δουλειά και καμαρώνει που συναναστράφηκε και πούλησε γούνες σε χιλιάδες ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους σε βουλευτές, ακόμα και στη Ραΐσα Γκορμπατσόφ. «Στην αρχή ήμουνα πολύ στεναχωρημένη, αγαπούσα κάποιον στην Ελλάδα και ήθελα να γυρίσω. Τελικά, παντρεύτηκα τον άντρα μου, τον Θανάση. Πέρασα καλά μαζί του, αποκτήσαμε και μια κόρη, τη Σοφία. Ο Θανάσης πέθανε το 1981 από την κακιά αρρώστια. Δυο χρόνια μέσα έξω στα νοσοκομεία. Μετά, εκτός από τη δουλειά της, η Μελπομένη ασχολήθηκε με τον εθελοντισμό. «Πήγαινα στα νοσοκομεία, έπαιζα μπίνγκο με τους γέρους, τους φτιάχναμε καφέδες και φαγητά». Τώρα; «Τώρα δεν κάνω τίποτα. Κάθομαι σπίτι μου, ασχολούμαι με τον κήπο μου, με τα ζαρζαβατικά μου, πηγαίνω στην εκκλησία, με επισκέπτονται φίλοι. Δεν ανακατώνομαι πουθενά».

Η μετανάστευση των Ελλήνων στην Αυστραλία διακρίνεται στην πρώιμη (1830-1869) και την εποικιστική περίοδο (1870-1974). Η πρώιμη περίοδος περιλαμβάνει την άφιξη των πρώτων εκτοπισμένων Ελλήνων των βρετανικών δικαστηρίων, την έλευση τυχοδιωκτών, Ελλήνων ναυτικών του βρετανικού ναυτικού και φυγάδων (1830-1850), καθώς και χρυσοθήρων, ταξιδιωτών και φιλοπερίεργων νησιωτών, που ως τα τέλη της δεκαετίας του 1870 διέμεναν σποραδικά και προσωρινά σε διάφορες αποικίες της Αυστραλίας.

Στα μεγάλα αστικά κέντρα εμφανίσθηκαν οι πρώτοι έλληνες μετανάστες μετά το 1870, αρχικά στο Σίδνεϊ και την Πέρθη και αργότερα (1880) στη Μελβούρνη. Οι περισσότεροι ήταν νησιώτες από τα Κύθηρα, την Ιθάκη και τη Σάμο, και αρκετοί Μικρασιάτες. Όσοι βρέθηκαν στις πόλεις, επιβίωσαν ασκώντας τα επαγγέλματα που έφεραν από την ιδιαίτερη πατρίδα τους – ζαχαροπλάστες, οπωροπώλες, ψαράδες, χαμάληδες στα λιμάνια, καταστηματάρχες και εστιάτορες – από μελέτες του Αναστάσιου Μ. Τάμη, καθηγητή Γλωσσολογίας και Ιστορίας της Ελληνικής Διασποράς.

Με 10 αμερικάνικα δολάρια στην τσέπη ο Κώστας Λιανός, από την Κοκκινόβρυση Τριχωνίδας (Αιτωλοακαρνανία), σε ηλικία 22 ετών σάλπαρε για την Αυστραλία. Τα λεφτά εξατμίστηκαν γρήγορα κι έπιασε δουλειά στις κουζίνες του καραβιού, του ολλανδικού Seven Seas. «Μας φέρανε τσουβάλια με πατάτες να τις καθαρίσουμε. Εντάξει, δουλειά ήτανε. Την πρώτη μέρα πατάτες, τη δεύτερη πατάτες, την τρίτη μέρα μας έφεραν να καθαρίσουμε κρεμμύδια. Εκεί να δεις κλάμα, το δάκρυ κορόμηλο». Στις 5 Μαΐου 1964 φτάνει στο Σίδνεϊ και τα δάκρυα ξανάρχονται, χαράς αυτή τη φορά, αφού σμίγει με τις δυο αδερφές του που βρίσκονταν ήδη εδώ. «Σε μια βδομάδα έπιασα δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο, δούλευα από τις 6 το πρωί έως τις 10 το βράδυ. Χρειαζόμουν τα χρήματα γιατί κάθε μήνα έστελνα στον πατέρα μου αλλά και στα δυο μου αδέρφια που πήγαιναν γυμνάσιο, για να μη στερηθούν ό,τι κι εγώ».

Ο Κώστας Λιανός την επόμενη δεκαετία δούλεψε σε εργοστάσια, σε νυχτερινά κέντρα, ως ταξιτζής, ως πωλητής μαχαιροπίρουνων από σπίτι σε σπίτι, μέχρι που έστησε τη δική του επιχείρηση, μια επιχείρηση κορνιζοποιίας. «Ένα χρόνο μετά κατάλαβα ότι μου έλειπαν χέρια, αλλά αδερφικά χέρια, να με στηρίξουν αληθινά, να φύγει ένα βάρος από πάνω μου». Έτσι, πάσχισε να φέρει στην Αυστραλία και τους δύο αδελφούς του, κάτι που θα γίνει πολύ σύντομα και θα δουλέψουν όλοι μαζί στην επιχείρηση. Ο Κώστας Λιανός παντρεύτηκε την ωραία Ελένη του, όπως διηγείται, το 1988, και απέκτησαν μια κόρη, την Παναγιώτα. Τώρα περιμένουν και εγγόνια. «Για να τα μυήσουμε στην παράδοση, ώστε να θυμούνται τα πάτρια εδάφη».

Ο Κώστας Λιανός καταπιάστηκε με τα κοινά. Με σωματεία και συλλόγους της ομογένειας ενώ δύο φορές υπήρξε υποψήφιος του Φιλελεύθερου κόμματος. «Κανείς δεν περίμενε ένας μετανάστης να είναι υποψήφιος βουλευτής». Στην αφίσα της υποψηφιότητάς του φαίνεται πολύ νεαρός. Είναι η φωτογραφία του και από κάτω κάποιες από τις διεκδικήσεις του. Μία από αυτές «να σταματήσουν οι διακρίσεις στα αυστραλιανά σχολεία».

Στα χρόνια 1952-1974 εγκαταστάθηκαν στην Aυστραλία περίπου 270.000 Έλληνες, Eλλαδίτες και Kύπριοι. Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους (87%) οι μετανάστες αυτοί ήταν αγρότες και ανειδίκευτοι εργάτες των αστικών κέντρων. Με βάση την απογραφή του 2001, ο αριθμός των «ελλαδογεννημένων» ανερχόταν σε 116.621 άτομα, ενώ με συνεκτιμήσεις και διασταυρώσεις ο αριθμός των Ελλήνων που γεννήθηκαν στην Κύπρο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής ανερχόταν περίπου σε 28.000. Ο αριθμός των «αυστραλογεννημένων» ελληνικής καταγωγής, συμπεριλαμβανομένων και αυτών με έναν εκ των δύο γονέων τους ελληνικής καταγωγής, εκτιμάται σε 324.000. Ο συνολικός αριθμός εποίκων της Αυστραλίας ελληνικής καταγωγής εκτιμάται σε 495.000. Από αυτούς το 49% είναι εγκατεστημένοι στη Μελβούρνη, το εθνογλωσσικό κέντρο του Ελληνισμού της Αυστραλίας – Αναστάσιος Μ. Τάμης.

«Όταν έφευγε το πλοίο έμεινα να κοιτάω τα φώτα του Πειραιά να αργοσβήνουν. Με είχε πιάσει ένα παράπονο και η μόνη ευχή που έκανα εκείνη την ώρα ήταν να επιστρέψω στον τόπο μου». Ο Φώτης Αποστολόπουλος γεννήθηκε το 1941, στο χωριό Επιτάλιο Ηλείας και στα 25 έφυγε για την Αυστραλία με σκοπό να μείνει πέντε χρόνια και να γυρίσει. «Με το που φτάσαμε είδα κάτι μικρά ξύλινα σπίτια που δεν μου άρεσαν καθόλου. Στην Ελλάδα μας έλεγαν για μεγάλα σπίτια και για πισίνες. Αλλά αυτά ήτανε για τους πλούσιους». Ο Φώτης Αποστολόπουλος ήταν κουρέας. Από την Ελλάδα κιόλας. Κουρείς ήταν ο πατέρας του, που σκοτώθηκε στην Κατοχή, αλλά και ο θείος του, στο κουρείο του οποίου δούλευε από παιδάκι, αφήνοντας το γυμνάσιο.

«Εκείνα τα πρώτα χρόνια στην Αυστραλία ψάχναμε αφορμές για να δημιουργήσουμε κάποια γιορτή, για να μαζευτούμε. Δεν είχαμε πολλούς συγγενείς, έτσι οι φίλοι και οι συγχωριανοί ήτανε το καλύτερο πράγμα. Μαζευόμασταν στα σπίτια και γλεντάγαμε. Σμίγαμε τις συμφορές μας και προσπαθούσαμε να την κάνουμε μία, γιατί όλοι είχαμε την προσδοκία της επιστροφής».

Το 1985 ο Φώτης Αποστολόπουλος και η οικογένειά του επέστρεψαν στην Ελλάδα με σκοπό να μείνουν ένα χρόνο. «Τελικά, όμως, μείναμε 13. Φεύγοντας στην Αυστραλία ήξερα ότι είχα στην πλάτη μου την ταμπέλα “ξένος”. Γυρνώντας όμως στον τόπο που γεννήθηκα να έχω πάλι την ίδια ταμπέλα του “ξένου”; Αυτό με πειράζει. Αυτό είναι το παράπονο κάθε Έλληνα που επιστρέφει στην πατρίδα. Κι αν στον τόπο που γεννήθηκα είμαι ξένος, τότε πού δεν είμαι ξένος;». Ο Φώτης Αποστολόπουλος επέστρεψε στην Αυστραλία και στο κουρείο του όπου εργάζεται μέχρι και σήμερα.

Τη δεκαετία του 1950 εκατοντάδες κοπέλες από την Ελλάδα ταξίδεψαν στην Αυστραλία ως νύφες. Οι περισσότερες προέρχονταν από πολύτεκνες οικογένειες και η ηλικία τους ήταν μεταξύ 16 και 28 ετών. Το προξενιό ξεκινούσε συνήθως από το «αίτημα» κάποιου Έλληνα μετανάστη που βρισκόταν στην Αυστραλία. Ζητούσε από τους δικούς του να του βρουν μια καλή κοπέλα και να του τη στείλουν. Η υποψήφια νύφη έβλεπε τον γαμπρό από μια φωτογραφία. Αυτές οι κοπέλες ήταν οι «ήδη αρραβωνιασμένες με φωτογραφία», άλλες πήγαιναν στην Αυστραλία με μια φωτογραφία στο χέρι για να γνωρίσουν τον γαμπρό από το λιμάνι κιόλας.

Το 1957 με το πλοίο Begonia ταξίδεψαν 900 τέτοιες νύφες. Με το ίδιο καράβι ταξίδεψε για την Αυστραλία, με τη μητέρα του, ο 8χρονος τότε καθηγητής, Παναγιώτης Φωτάκης, ο οποίος στη συνέχεια αφιέρωσε ένα μεγάλο τμήμα της ζωής του αναζητώντας ιστορίες από εκείνες τις «νύφες». Ταξίδευαν, έλεγε ο Φωτάκης, με ένα εισιτήριο των 10 δολαρίων και με το ίδιο είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν μέσα σε 30 ημέρες σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά.

Η Πόππη Νταλλαρή γεννήθηκε το 1946 στη Λέρο. Τι να θέλει ένα κοριτσάκι 6 χρονών σε ένα νησί; Η Πόππη, το Ποππάκη για τον πατέρα της, ονειρευόταν να γυρίσει γρήγορα εκείνος από τα καράβια. «Το είχα πάρει πολύ βαριά. Ήτανε και τα παιδιά στο σχολείο που με κορόιδευαν, λέγοντας ότι δεν έχω πατέρα. Μια μέρα έγραψα γράμμα στον πατέρα μου κι εκείνος μου απάντησε. Είχε βάλει κι ένα δολάριο στο γράμμα. Μου έγραφε να πω στα παιδιά που με κορόιδευαν ότι ο πατέρας μου ζει και με το δολάριο να αγοράσω καραμέλες και να τα κεράσω. Μου έγραφε ακόμα ότι θα γυρίσει αλλά δεν ήξερε πότε. Τελικά γύρισε όταν ήμουνα 12 χρονών».

Ο πατέρας της Πόππης δεν ξανάφυγε στα καράβια, αλλά το επάγγελμά του ακολούθησαν τα δύο αδέλφια της, ο Ζαννής και ο Ανάργυρος. Η Πόππη φοίτησε το 1959 για έναν χρόνο στη Βασιλική Οικοκυρική Σχολή Λέρου και τον άλλο χρόνο μετακόμισε στην Αθήνα για να μάθει την τέχνη της μοδιστρικής. Στην Αθήνα έμαθε ότι η αδερφή της, η Τούλα, είχε ήδη ξενιτευτεί για την Α=υστραλία. Το 1964, σε ηλικία 18 ετών, τη βρίσκει στο αεροδρόμιο. «Ο πατέρας και η μάνα μου δεν ήρθαν να με χαιρετίσουν. Ο αδερφός μου ο Ζαννής μου ’πε “πήγαινε κι αν δεν σ’ αρέσει μπορείς να γυρίσεις πίσω”».

Τα πρώτα τρία χρόνια της παραμονής της στη Μελβούρνη έμεινε στο σπίτι της αδελφής της και του γαμπρού της κι εκείνη έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο ρούχων. Σύντομα αποφάσισε να εξελίξει την τέχνη της κι έμαθε να χειρίζεται ηλεκτρικές ραπτομηχανές. Σύντομα πιάνει δουλειά σε άλλο εργοστάσιο και σε ηλικία 21 ετών έραβε δείγματα φορεμάτων. Με τον σύζυγό της τον Γιώργο αρραβωνιάστηκαν τρεις εβδομάδες μετά τη γνωριμία τους. Κι ένα μήνα μετά ήρθε το κακό νέο. Ο αδερφός της ο Ζαννής χάθηκε στα κύματα, 29 χρονών παλικάρι.

Με τον σύζυγό της είναι ακόμα μαζί και απέκτησαν τρία παιδιά. «Περάσαμε χρόνια στερημένα, αλλά καλά». Πώς ζει ο Έλληνας στην ξενιτιά; Με μια τσαλακωμένη φωτογραφία, με ένα μουτζουρωμένο γράμμα, με την ευχή ενός πατέρα και την προσευχή μιας μητέρας, με την ανάμνηση ενός χαμένου αδερφού, με μια καρδιά να χτυπά για δυο πατρίδες. Για εκείνους που ξενιτεύτηκαν, η χαρά και η λύπη είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, του νομίσματος με το οποίο το Ποππάκη του Γιώργου Νταλλαρή εξαγόρασε το δικαίωμά της να ονειρεύεται το μέλλον.

INFO

Η επίσημη παρουσίαση του εικονικού μουσείου «Our People, Their Stories - Οι άνθρωποί μας, οι ιστορίες τους», για το πρώτο έτος λειτουργίας του, πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Σίδνεϊ, στο Εθνικό Ναυτικό Μουσείο της Αυστραλίας, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Μακαρίου, της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη και του πρέσβη της Ελλάδας στην Καμπέρα Σταύρου Βενιζέλου. Πρόκειται για έναν ανθρώπινο φόρο μνήμης και τιμής, αλλά και υπόδειγμα ιστορικής έρευνας και πολιτιστικής δράσης, με παγκόσμια εμβέλεια. Στον ένα χρόνο λειτουργίας του, το Εικονικό Μουσείο κατέγραψε σχεδόν 11.000.000 επισκέπτες.

Δειτε περισσοτερα