Ελλαδα

Μουσεία: Και πάλι ο Μινώταυρος του νεοφιλελευθερισμού;

Τα σύγχρονα μουσεία δεν μπορούν να λειτουργούν με θεσμικό πλαίσιο του 19ου αιώνα. Πρέπει να είναι ανοικτά στις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής και να ακολουθούν το παγκόσμιο κεκτημένο

27207-103923.jpg
Λεωνίδας Καστανάς
ΤΕΥΧΟΣ 860
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI

Τα σύγχρονα μουσεία, η ελληνική γραφειοκρατία και ο νέος νόμος για τα 5 μεγάλα μουσεία της χώρας για τη μετατροπή τους σε οργανισμούς ΝΠΔΔ.

Και ξαφνικά τα μουσεία έρχονται στην επικαιρότητα. Μια χαρά το βρίσκω. Αντί να συζητάμε αποκλειστικά τις «επισυνδέσεις» ή την «κυβέρνηση των ηττημένων» καλύτερα να διαφωνούμε γόνιμα για πραγματικές μεταρρυθμίσεις. Βεβαίως και η συζήτηση δεν μπορεί να γίνει σε χαμηλούς και πολιτισμένους τόνους διότι η εχθροπάθεια και η κοκορομαχία μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης είναι στο DNA του πολιτικού μας συστήματος. Και δυστυχώς δεν έχει βρεθεί θεραπεία για τέτοιου είδους γενετικές ανωμαλίες.

Κάτι οι συζητήσεις για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα, κάτι η πρόταση D. Chipperfield για την αναβάθμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ) και κυρίως ο νέος νόμος για τα 5 μεγάλα μουσεία της χώρας, έφεραν στο προσκήνιο την προσπάθεια του ΥΠΠΟΑ και της κυβέρνησης για γόνιμες μεταρρυθμίσεις στον χώρο του πολιτισμού. Σ’ έναν χώρο που ευλόγως θεωρείται ως μέρος της «βαριάς βιομηχανίας» της πατρίδας μας. Φυσικά και κυριαρχεί η αλλαγή του νομικού πλαισίου των μουσείων, μια και ο νόμος έχει ήδη ψηφιστεί αλλά και διότι γίνεται προσπάθεια να αναδειχθεί μια κάποια ιδεολογική διαφορά. Η κυβέρνηση υπερασπίζεται την ανάγκη εκσυγχρονισμού των δημόσιων υπηρεσιών, ενώ η αντιπολίτευση την ανάγκη προστασίας τους από τον «Μινώταυρο του νεοφιλελευθερισμού».

Μουσεία και μνημεία περιέχουν τις «γενετικές» πληροφορίες μιας περιοχής, ενός λαού, ενός πολιτισμού. Συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ταυτότητας του τόπου και προβάλλουν την εικόνα του στο εξωτερικό. Τα μουσεία ασκούν τη λεγόμενη πολιτιστική διπλωματία, ενισχύουν το διαπολιτισμικό διάλογο, τις πολιτιστικές ανταλλαγές ανεξαρτήτως των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των κρατών. Είναι μέρος της ήπιας ισχύος ή μιας υβριδικής διπλωματίας με σημαντικά αποτελέσματα. Οι ανταλλαγές εκθεμάτων, οι πωλήσεις αντικειμένων, η προσέλκυση επισκεπτών, οι παντός είδους συνεργασίες και εκπαιδευτικά προγράμματα λειτουργούν επικουρικά στη διπλωματία της χώρας και αναβαθμίζουν τη διεθνή εικόνα της. Παράγουν πολιτική.

Τα σύγχρονα μουσεία δεν είναι πλήρως εξαρτώμενα από την κρατική χρηματοδότηση. Ως ζωντανοί πολιτιστικοί οργανισμοί επιδιώκουν τη δημιουργία ενός ισχυρού παγκόσμιου brand name, κάνουν τις δικές τους διεθνείς εκστρατείες προσέλκυσης χορηγών και συγκέντρωσης χρημάτων και επεκτείνουν τις συλλογές τους μέσω πολιτιστικών συνεργασιών με άλλες χώρες. Όταν μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ο ρόλος των ιδιωτικών φορέων στην επιδότηση πολιτιστικών προγραμμάτων στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Συνεπώς, η διοίκηση ενός μεγάλου μουσείου απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις μάνατζμεντ σε συνδυασμό με διπλωματικές ικανότητες. Και φυσικά ένα ανάλογο, σύγχρονο νομικό πλαίσιο λειτουργίας.

Τα σύγχρονα μουσεία δεν μπορούν να λειτουργούν με θεσμικό πλαίσιο του 19ου αιώνα, υπό τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της ελληνικής γραφειοκρατίας, επαναπαυμένα στην κρατική επιχορήγηση, βραδυκίνητα, στείρα και μουγκά σε πρωτοβουλίες, απόντα από διεθνή εκπαιδευτικά προγράμματα και πολιτιστικές καμπάνιες. Αντιθέτως πρέπει να είναι ανοικτά στις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής και να ακολουθούν το παγκόσμιο κεκτημένο. Και αυτό επιτυγχάνεται μόνο όταν ανοίξουν κατόπιν σχεδίου τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά. Το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους πρέπει να υπηρετεί και να διευκολύνει την αποστολή τους.

Έστω και καθυστερημένα, ήρθε η ώρα να μετατραπούν σε οργανισμούς ΝΠΔΔ. Προφανώς και δεν ιδιωτικοποιούνται. Απλώς αποκτούν μεγαλύτερη ευελιξία κατά το επιτυχημένο παράδειγμα του Μουσείου της Ακρόπολης. Όπως τα δημόσια πανεπιστήμια και τα δημόσια νοσοκομεία. Παύουν δηλαδή να είναι περιφερειακές υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ. «Σιγά τη μεταρρύθμιση», θα έλεγε κάποιος και δεν θα είχε άδικο. Και όμως το αυτονόητο συνάντησε την έντονη αντίδραση σύσσωμης της αντιπολίτευσης. Ίσως γιατί είμαστε σε προεκλογική περίοδο. Ίσως για λόγους καθαρά ιδεολογικούς. Ίσως λόγω κεκτημένου αρνητισμού σε κάθε «νεωτερισμό». Ίσως για κάτι βαθύτερο.

Με τον καινούργιο νόμο φυσικά και δεν αλλάζει τίποτα από την ισχύουσα νομοθεσία για την εξαγωγή μνημείων, ούτε υποβαθμίζονται τα υπόλοιπα μικρότερα μουσεία της χώρας, ούτε οι χώροι τους παραχωρούνται για ιδιωτικές εκδηλώσεις, ούτε τίποτα απ’ όλα αυτά τα τρομερά και «νεοφιλελεύθερα» που ακούγονται. Μια απλή θεσμική αλλαγή γίνεται για διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Να έχει το κάθε μουσείο ένα Διοικητικό Συμβούλιο, να μπορεί να διαχειριστεί τον προϋπολογισμό του, να βρίσκει πόρους και χορηγίες, να οργανώνει τις πωλήσεις του, να προβάλλεται στο εξωτερικό, να διαμορφώνει τα δικά του εκπαιδευτικά προγράμματα, να επιλέγει τις διεθνείς συνεργασίες του. Να λειτουργεί όπως ένα σύγχρονο ΝΠΔΔ, προφανώς χρηματοδοτούμενο από τον δημόσιο προϋπολογισμό αλλά με κάποια αυτονομία που του δίνει ευελιξία όπως σε όλον τον κόσμο. Δεν χάνει τον δημόσιο χαρακτήρα του. Πού είναι το πρόβλημα;  

Αρκεί βέβαια τα ΔΣ των μουσείων να μη στελεχώνονται από αποτυχημένους πολιτευτές ή από φίλους της εκάστοτε ηγεσίας του ΥΠΠΟΑ ή της κυβέρνησης. Αλλά από στελέχη με διεθνείς περγαμηνές και ανάλογες εμπειρίες, που θα επιλέγονται αξιοκρατικά –με κάποιο διαγωνισμό–ώστε να μπορούν να υπηρετήσουν αξιόπιστα τον στόχο. Η υπουργός Λίνα Μενδώνη πρέπει να είναι η μοναδική υπουργός Πολιτισμού που δέχεται τόσο πυκνά και συνεχόμενα πυρά από την αντιπολίτευση. Πότε το «τσιμέντωμα της Ακρόπολης», πότε τα αρχαία του σταθμού της Βενιζέλου, πότε τα πτυχία των καλλιτεχνών και βεβαίως τα μουσεία – την έχουν συνεχώς στο στόχαστρο. Προφανώς διότι αναβαθμίζει το πολιτιστικό μας προϊόν, ενδυναμώνει την ήπια ισχύ που αναφέραμε και φέρνει πλούτο. Και στα ρεπό της ξεμπλοκάρει και την επένδυση στο Ελληνικό. Μεγάλος καημός.

Και τότε γιατί ακούγονται τόσες κραυγές, καταγγελίες αλλά και οιμωγές για το τέλος του πολιτισμού εκ μέρους της αντιπολίτευσης; Δεν είναι ούτε η ιδεοληψία, ούτε ο στείρος αντιπολιτευτικός λόγος. Είναι κάτι πιο βαθύ αυτό που μας λερώνει. Οι ίδιες κραυγές θα ακουστούν όταν πρόκειται να έρθουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα, οι ίδιες –και χειρότερες– όταν αρχίσει η αναβάθμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Βασικό γνώρισμα όσων αυτοαποκαλούνται προοδευτικοί είναι η πολιτική επιλογή της αβελτηρίας και του συντηρητισμού. Να μην αλλάξει πίστα η πατρίδα. Να μην προβληθεί στο εξωτερικό. Να μη γίνει διεθνώς αντικείμενο θαυμασμού. Να μη γίνει πόλος έλξης ακριβού τουρισμού. Να μη νιώσει ο κάτοικος αυτής της χώρας για κάτι υπερήφανος. Να μη γλυκάνει το πρόσωπό του αντικρίζοντας κάποια δημόσια ομορφιά. Να νιώθει μόνο οργή, να βγάζει κραυγές, να υψώνει γροθιές και να ουρλιάζει: «Θα σας φάμε».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ